ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:D258
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 74/2023)
(i-justice)
18 Ιουλίου, 2023
[Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ 1996 (92(Ι)/96) ΚΑΙ 2015
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 158/23 ΠΟΥ EΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡ. 21/4/2023 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΛΗΨΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
--------------------------------
Γιάννης Νεάρχου με κα Τατιάνα Τελιανίδου και Κύπρο Κωνσταντίνου, ασκούμενο δικηγόρο για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε. και για Χ. Τιμοθέου & Α. Νεοφύτου, για τον Αιτητή.
Ανδρέας Π. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 31.5.2023, καταχωρίστηκε εκ μέρους του Αιτητή μονομερής αίτηση με την οποία ζητούσε την άδεια του Ανώτατου Δικαστηρίου για να καταχωρίσει αίτηση διά κλήσεως, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται «το διάταγμα πρόσβασης και/ή επιθεώρησης και/ή λήψης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ημερομηνίας 21/04/2024 που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 158/2023», στο εξής «κατώτερο Δικαστήριο». Να σημειώσω εδώ πως πριν από την καταχώριση της μονομερούς αίτησης, ο Αιτητής, μέσω των συνηγόρων του, είχε ζητήσει με Αίτηση ημερομηνίας 9.5.2023 από τη Διοικητική Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, να έχει πρόσβαση στο περιεχόμενο του πρωτόδικου φακέλου και να λάβει σχετικά αντίγραφα. Στις 11.5.2023 το αίτημα του ικανοποιήθηκε.
Αδελφή Δικαστής, ενώπιον της οποίας είχε τεθεί η μονομερής Αίτηση, η οποία σήμερα είναι Δικαστής του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, με απόφασή της, ημερομηνίας 8.6.2023, έδωσε την αιτούμενη άδεια για συγκεκριμένους και μόνο λόγους. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί το σχετικό μέρος της απόφασής της:
«Eξετάζοντας τους λοιπούς λόγους ακύρωσης οι οποίοι άπτονται της πλήρωσης των προϋποθέσεων των Άρθρων 21-23 του Νόμου 92(1)/1996 σημειώνονται τα ακόλουθα. Δυνάμει του Άρθρου 21(1) αυτού, Δικαστής ο οποίος επιλαμβάνεται τέτοιας αίτησης, δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα, «εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον Αιτητή (α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε αδίκημα, (β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα και (γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης.» Σε κάθε περίπτωση πρέπει να συντρέχουν και οι τρεις, ως άνω, προϋποθέσεις.
Το επίδικο διάταγμα, Τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωση του Αιτητή αναφέρει: «Της αίτησης αυτής παρουσιασθείσας προς ακρόαση στην παρουσία της κας Θ. Παπακυριακού για Γενικό Εισαγγελέα, Αστ. Σ.Μ. παρούσα και αφού ακουσθεί πάν ότι ελέχθει ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ το οποίο εξουσιοδοτεί και εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, από τα πρόσωπα που κατονομάζονται στο Μέρος Ι της αίτησης, του καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας στα επίδικα τεκμήρια ως καταγράφεται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης, με σκοπό τη διερεύνηση του αδικήματος που αναφέρεται στην αίτηση με αριθμό 1».
Δεν καταδεικνύεται από το περιεχόμενο του ανωτέρω τεκμηρίου οποιοσδήποτε προβληματισμός του Δικαστηρίου ή αναφορά σε γεγονότα τα οποία να δημιούργησαν την εύλογη υποψία και τις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος.»
(Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο)
Η Αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρισε στις 4.7.2023 ένσταση, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Αστ. Σ.Μ., η οποία υπηρετεί στην Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) Λευκωσίας. Η ένσταση βασίζεται σε εννέα λόγους. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ο όγδοος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο «το επίδικο δικαστικό ένταλμα ημερομηνίας 21.4.2023, εκδόθηκε ορθά και νόμιμα, καθώς πληρούνταν όλες οι εκ του Συντάγματος και Νόμου προϋποθέσεις. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ήταν καθόλα σαφής, επαρκής και θεμελιωτική των προϋποθέσεων που απαιτούνται από τον Νόμο 92(Ι)/96 για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος».
Επανέρχομαι στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση και συγκεκριμένα στην παράγρ. 11 της ένορκης δήλωσης, όπου η Αστ. Σ.Μ. αναφέρει πως «Στις 21.4.2023 και κατά την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο τήρησε σχετικό πρακτικό, το οποίο επισυνάπτω ως Τεκμήριο 4.» Το επισυναφθέν Τεκμήριο 4, είναι η αιτιολογημένη απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 21.4.2023, το περιεχόμενο της οποίας θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί.
«Εμφανίσεις
[.]
Δικαστήριο:
Έχω μελετήσει προσεκτικά την αίτηση του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την ένορκη δήλωση της κας Μπότσαρη που συνοδεύει και υποστηρίζει την αίτηση, όπως επίσης και τα όσα η κα Παπακυριακού διευκρίνισε ενώπιον του Δικαστηρίου. Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τα πιο πάνω, όπως επίσης και τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Συντάγματος καθώς και του Μέρους IVA του Νόμου 92(Ι)/1996 ως έχει τροποποιηθεί, έχω ικανοποιηθεί από τα γεγονότα που έχουν υποβληθεί και περιέχονται στην αίτηση και την ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε το αδίκημα που καταγράφεται στην αίτηση με τον αριθμό 1 και ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το εν λόγω αδίκημα. Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου έχω επίσης ικανοποιηθεί ότι η έκδοση του αιτούμενου δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης για σκοπούς διερεύνησης του σοβαρού ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στην αίτηση με τον αριθμό 1, το οποίο αποτελεί κατά την κρίση μου αδίκημα το οποίο περιλαμβάνεται στο άρθρο 17(2)(Β) του Συντάγματος και συγκεκριμένα την εμπορία και προμήθεια ναρκωτικών και ειδικότερα ότι το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια εμπίπτει εντός της έννοιας της εμπορίας, προμήθειας ναρκωτικών στο συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δικαιολογείται η αίτηση και ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ το οποίο εξουσιοδοτεί και εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, από τα πρόσωπα που κατονομάζονται στο Μέρος Ι της αίτησης, του καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας στα επίδικα τεκμήρια ως καταγράφεται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης, με σκοπό τη διερεύνηση του αδικήματος που αναφέρεται στην αίτηση με αριθμό 1.
[.]»
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο Αιτητής στο στάδιο της μονομερούς αίτησης δεν απεκάλυψε και δεν επεσύναψε την πιο πάνω αιτιολογημένη απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου. Αρκέστηκε να αποκαλύψει και επισυνάψει την συνταχθείσα απόφαση (drawn up judgement), η οποία όμως περιείχε συνοπτικά το περιεχόμενο της αιτιολογημένης απόφασης. Τα παράπονά του σε αυτήν ήταν που εστιάστηκαν. Κατ΄ επέκταση, η αδελφή Δικαστής είναι σ΄ αυτήν που βασίστηκε, κάτι που ρητά καταγράφεται στην απόφασή της, για να δώσει την αιτούμενη άδεια, η οποία δόθηκε, ως ελέχθη, για συγκεκριμένους και μόνο λόγους. Να σημειώσω εδώ πως ο Αιτητής δεν αμφισβητεί ότι στον πρωτόδικο φάκελο, στον οποίο είχε πρόσβαση, υπήρχε η αιτιολογημένη απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου και ότι αυτή ήταν ευθύς εξ αρχής δακτυλογραφημένη. Με τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του, αυτό που απλώς λέγει είναι ότι «Παρά το γεγονός ότι αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τη λήψη του προσβαλλόμενου Διατάγματος καθώς και όλων των εγγράφων που σχετίζονται με αυτό, ουδέποτε, μέχρι την καταχώριση της Ένστασης, είχε γνώση για την ύπαρξη του παρουσιαζόμενου ως πρακτικού του Δικαστηρίου (Βλέπετε Τεκμήριο 4 της Ένστασης) .».
Στη Larissa (Αρ. 2) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1333, το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την Αίτηση διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, που καταχωρίστηκε δυνάμει αδείας που δόθηκε προηγουμένως, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό της 2.5.97 αποτελούν ουσιαστικά γεγονότα τα οποία ήταν σε γνώση της αιτήτριας και τα οποία παρέλειψε να αποκαλύψει. Επομένως η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης δεν ήταν ειλικρινής και δεν παρέθεσε τα γεγονότα με δίκαιο τρόπο. Τα παρέθεσε με τρόπο που παραπλάνησε το δικαστήριο ως προς τα ποια ήταν τα αληθινά γεγονότα. Παρόλο που η εξαπάτηση του δικαστηρίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος (βλ. Demstar, πιο πάνω) θεωρώ ότι τα γεγονότα της 2.5.97 ήταν τόσο σημαντικά σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αίτησης που έχουν δημιουργήσει στο δικαστήριο την πίστη ότι η μη αποκάλυψή τους είχε σαν αποτέλεσμα την εξαπάτησή του. Για την προστασία του δικαστηρίου και για παρεμπόδιση της κατάχρησης της διαδικασίας του αρνούμαι να προχωρήσω με την εξέταση της ουσίας της αίτησης λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς της αιτήτρια - μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων. Ακολουθεί πως η αίτηση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.»
Στην Παναγίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 837, ο Κωνσταντινίδης Δ., απορρίπτοντας την Αίτηση διά κλήσεως για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, σημείωσε πως «Η αίτηση είναι παντελώς αβάσιμη και σίγουρα δεν θα εξασφαλιζόταν η άδεια για την καταχώριση της αν αποκαλύπτονταν τα πραγματικά γεγονότα από την αρχή».
Εν προκειμένω, το κατώτερο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του τη μαρτυρία της Αστ. Σ.Μ., βρήκε, για συγκεκριμένους λόγους που παρέθεσε, πως ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση του αιτούμενου δικαστικού διατάγματος. Αυτήν την αιτιολογημένη απόφαση, ως ελέχθη, ο Αιτητής δεν απεκάλυψε και δεν επεσύναψε στη μονομερή αίτησή του. Αρκέστηκε στη συνταχθείσα απόφαση (drawn up judgement), στην οποία όντως δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε μαρτυρικό υλικό. Που όμως υπήρχε και λήφθηκε υπόψη από το κατώτερο Δικαστήριο. Έχει ήδη λεχθεί πως με τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του Αιτητή, προβάλλεται η θέση πως ο τελευταίος, μέχρι και την καταχώριση της ένστασης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, «Δεν είχε γνώση για την ύπαρξη του παρουσιαζόμενου ως πρακτικού του Δικαστηρίου». Δεν χρειάζεται να αποφασίσω κατά πόσο εσκεμμένα ή αθώα δεν αποκαλύφθηκε το εν λόγω έγγραφο, στο στάδιο της μονομερούς Αίτησης. Αφορούσε όμως σε ουσιώδες γεγονός, το οποίο αν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν θα έδιδε την άδεια, η οποία, επαναλαμβάνω, δόθηκε μόνο και μόνο επειδή από το περιεχόμενο της συνταχθείσας απόφασης (drawn up judgement) που είχε επισυναφθεί «Δεν καταδεικνύεται οποιοσδήποτε προβληματισμός του Δικαστηρίου ή αναφορά σε γεγονότα τα οποία να δημιούργησαν την εύλογη υποψία και τις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος». Και δεν επιτρέπεται τώρα να εξεταστεί κατά πόσο «η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δημιουργούσε εύλογη υποψία ή πιθανότητα .», ως η θέση του Αιτητή στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του, αφού η άδεια δόθηκε, επαναλαμβάνω, μόνο και μόνο επειδή στη συνταχθείσα και επισυναφθείσα απόφαση δεν γινόταν αναφορά σε μαρτυρία.
Η Αίτηση απορρίπτεται. Ο Αιτητής καταδικάζεται στα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου