ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D253
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 63/2023)
11 Ιουλίου, 2023
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ) ΝΟΜΟ 95/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 19/5/2023 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 7/2022
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ΄ ου η Αίτηση
-------------
Α. Σάββα, για τον αιτητή.
Φρ. Σωτηρίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Αιτητής παρών.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:
Σύντομο ιστορικό.
Η Ρωσική Ομοσπονδία ζήτησε την έκδοση του αιτητή προκειμένου να δικαστεί για το έγκλημα της κλοπής κεφαλαίων από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, παρέχοντας εν γνώσει του ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες κατά την ανάκτηση αποζημιώσεων σε σχέση με υλικές ζημίες που προέκυψαν από το γνωστό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ.
Ο Γενικός Εισαγγελέας ακολούθως καταχώρισε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με σκοπό την τελική έκδοση του αιτητή. Το δικαστήριο, αποδεχόμενο την αίτηση, «διέταξε την έκδοση του εφεσείοντα» και παράλληλα διέταξε όπως παραμένει υπό κράτηση μέχρις ότου εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Το διάταγμα έκδοσης δεν εκδίδεται από το δικαστήριο αλλά από τον υπουργό.
Παρεμβάλλω μια αναγκαία διόρθωση, εφόσον δεν είναι τα δικαστήρια που έχουν αρμοδιότητα να εκδίδουν διατάγματα έκδοσης. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 11 (σε συνδυασμό με το Άρθρο 2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου (Ν. 97/70), το οποίο φέρει τίτλο «Διάταγμα εκδόσεως» και αναφέρει ότι:
«Διάταγμα εκδόσεως
11.-(1) Εv αις περιπτώσεσιv ήθελε διαταχθή η κράτησις oιoυδήπoτε πρoσώπoυ επί τω σκoπώ απoδόσεως αυτoύ εις τo Κράτoς ή χώραv, ήτις ητήσατo τηv έκδoσιv αυτoύ, τo δε πρόσωπov τoύτo δεv αφέθη ελεύθερov δυvάμει διατάγματoς τoυ Αvωτάτoυ Δικαστηρίoυ, o Υπoυργός δύvαται vα διατάξη τηv απόδoσιv αυτoύ εις τo εv λόγω Κράτoς ή χώραv, .»
Η εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου περιορίζεται στο να «διατάξει τηv πρoφυλάκισιv αυτoύ [του εκζητουμένου] μέχρις oυ χωρήση η έκδoσις» όπως ορίζεται στο Άρθρο 9(5)(β). Τέτοια εξουσία εμπεριέχει τον έλεγχο των προϋποθέσεων για έκδοση και την παροχή έγκρισης προς τον υπουργό, ο οποίος έχει τον τελικό λόγο ώστε να εκδώσει το Διάταγμα έκδοσης («vα διατάξη τηv απόδoσιv αυτoύ εις τo εv λόγω Κράτoς ή χώραv .»).
Ο ορθός τρόπος διατύπωσης της απόφασης του δικαστηρίου όταν εγκρίνει αίτηση έκδοσης απαντάται στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαρατσίδη (2016) 1(Α) ΑΑΔ 825, ECLI:CY:AD:2016:A176, όπου η Ολομέλεια σημείωσε καταληκτικά ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ορθά είχε κρίνει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εφεσίβλητου με συνακόλουθη την κράτηση του μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ της καταφατικής απόφασης και έγκρισης του δικαστηρίου και της τελικής απόφασης του υπουργού να προχωρήσει ή όχι στην έκδοση ενός φυγοδίκου, αποτελεί η περίφημη υπόθεση του δικτάτορα της Χιλής Augusto Pinochet, η οποία οδήγησε μετά από μακρά δικαστική διαδικασία στον περιορισμό του Pinochet ώστε να εκδοθεί στην Ισπανία, προκειμένου να δικαστεί για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Χιλή και συνιστούσαν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τελικά ο αρμόδιος Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου Jack Straw αποφάσισε να μην εκδώσει διάταγμα έκδοσης, επικαλούμενος λόγους υγείας του δικτάτορα.
Παρά ταύτα, θα πρέπει να καταγραφεί ότι η απόφαση του House of Lords (Commissioner of Police for the Metropolis and others, ex parte Pinochet [1999] UKHL 17 (24th March, 1999)), αποτέλεσε σταθμό στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο, εφόσον αναγνωρίστηκε ότι τα βασανιστήρια αποτελούν διεθνή εγκλήματα, τα οποία δεν καλύπτονται από την αμνηστία που χαίρει ένας πρώην αρχηγός κράτους και ότι ο Pinochet μπορούσε να κρατηθεί για σκοπούς έκδοσης, ώστε να δικαστεί για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν στη δική του χώρα, έστω και αν δεν υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα από την χώρα του.
Επανέρχομαι στις ανάγκες της υπόθεσης.
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι αρχές αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση του αιτητή μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση του, καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση habeas corpus.
Τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης habeas corpus καθορίζονται από το Άρθρο 10(3)(α), (β) και (γ) ως ακολούθως:
«Αίτησις διά habeas corpus, κ.λ.π.
10(3) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-
(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή
(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή
(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,
η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.»
Έχει νομολογιακά αναγνωριστεί η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια διαδικασίας habeas corpus, ως εκ της φύσεως του αιτούμενου εντάλματος, όπως εξετάζει κατά πόσον το κατώτερο δικαστήριο έχει ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του που εξ αντικειμένου θα δικαιολογούσε την έκδοση (Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191).
Επιπρόσθετα, το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως και το εκδικάζον την αίτηση της εκδόσεως δικαστήριο, αλλά και ο υπουργός, δεν δύνανται να εκδώσουν ένταλμα κράτησης ή διάταγμα έκδοσης αναλόγως, εάν, μεταξύ άλλων, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 6(1)(γ) του Νόμου 97/70, ο εκζητούμενος:
«6(1)(γ) . θα ηδύvατo, εφ' όσov εvηργείτo η έκδoσις τoυ, vα τύχη δυσμεvoύς μεταχειρίσεως κατά τηv εκδίκασιv της υπoθέσεως τoυ ή vα κoλασθή, κρατηθή ή περιoρισθή η πρoσωπική αυτoύ ελευθερία, λόγω της φυλής εις ηv αvήκει, τωv θρησκευτικώv αυτoύ πεπoιθήσεωv, της εθvικότητoς τoυ ή τωv πoλιτικώv αυτoύ φρovημάτωv.»
Όπως υποδείχθηκε στην Αίτηση για έκδοση του DAA v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 214/21, ημερ. 8.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:A292, η απαγορευτική αυτή υποχρέωση πηγάζει από το Άρθρο 35 του Συντάγματος, το οποίο εναποθέτει στις αρχές της Δημοκρατίας όπως διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, όπως διασφαλίζονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος.
Παραθέτω ως χαρακτηριστικό τον λακωνικό και παρόμοιο τρόπο που ρυθμίζεται το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συνάρτηση με την έκδοση, στο Άρθρο 87 του Extradition Act 2003 που φέρει τον τίτλο «Human Rights»:
«(1) If the judge is required to proceed under this section (by virtue of section 84, 85 or 86) he must decide whether the person's extradition would be compatible with the Convention rights within the meaning of the Human Rights Act 1998 (c. 42).
(2) If the judge decides the question in subsection (1) in the negative he must order the person's discharge.
(3) If the judge decides that question in the affirmative he must send the case to the Secretary of State for his decision whether the person is to be extradited.»
Παρατηρούμε ότι στο ίδιο άρθρο είναι έκδηλος ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων του δικαστηρίου αφενός και του υπουργού, αφετέρου.
Περιπλέον, αποτελεί βασική αρχή της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ότι η έκδοση από ένα συμβαλλόμενο κράτος δυνατόν να εγείρει ζήτημα σε σχέση με το Άρθρο 3 (Απαγόρευση βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Συνεπώς δημιουργείται ευθύνη του κράτους αυτού από την Σύμβαση, εάν καταδειχθούν ουσιώδεις λόγοι ώστε να πιστεύεται ότι ο εκζητούμενος, εάν εκδοθεί, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε μεταχείριση παραβιάζουσα το Άρθρο 3 στην χώρα παραλαβής του. Παραπέμπω σχετικά στην Mamatkulov v. Turkey (46827/99), (2005) 41 E.H.R.R. 25 (2005) para 67, 68:
« 67. It is the settled case law of the Court that extradition by a Contracting State may give rise to an issue under Art.3, and hence engage the responsibility of that state under the Convention, where substantial grounds have been shown for believing that the person in question would, if extradited, face a real risk of being subjected to treatment contrary to Art.3 in the receiving country. The establishment of such responsibility inevitably involves an assessment of conditions in the requesting country against the standards of Art.3 of the Convention. Nonetheless, there is no question of adjudicating on or establishing the responsibility of the receiving country, whether under general international law, under the Convention or otherwise. In so far as any liability under the Convention is or may be incurred, it is liability incurred by the extraditing Contracting State by reason of its having taken action which has as a direct consequence the exposure of an individual to proscribed ill-treatment.
68. It would hardly be compatible with the "common heritage of political traditions, ideals, freedom and the rule of law" to which the Preamble refers, were a Contracting State knowingly to surrender a person to another state where there were substantial grounds for believing that he would be in danger of being subjected to torture or inhuman or degrading treatment or punishment.»
Στην υπόθεση Case of F.G. v. Sweden, Appl. No. 43611/11, 23.3.2016, με αναφορά στην Mamatkulov and Askarov v. Turkey, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«112. The assessment of whether there are substantial grounds for believing that the applicant faces such a real risk inevitably requires the Court to examine the conditions in the destination country in the light of the standards of Article 3 of the Convention (see Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 67, ECHR 2005-I).»
Είναι με βάση τις παραπάνω αρχές που πρέπει να εξετάζεται κάθε αίτημα για έκδοση όταν εγείρεται ζήτημα κινδύνου παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κράτος το οποίο ζητά την έκδοση του.
Η περίπτωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας γενικά.
Η περίπτωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι όλως ιδιαίτερη.
Με Απόφαση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Resolution CM/Res(2022)2), η οποία υιοθετήθηκε στις 16.3.2022, η χώρα αυτή έπαυσε να αποτελεί μέλος του Συμβούλιου της Ευρώπης από τις 16.3.2022, λόγω της απρόκλητης και αδικαιολόγητης επίθεσης της εναντίον της Ουκρανίας και της συνεπαγόμενης παραβίασης θεμελιωδών αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου. Ως αποτέλεσμα τούτου, οι ρώσοι πολίτες δεν τυγχάνουν πλέον της προστασίας που παρέχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ούτε έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους (βλ. Council of Europe: Statement by the High Representatives on the cessation of Russia's membership, 17.3.2022).
Eπιπρόσθετα, στις 23.3.2022 η Επιτροπή Υπουργών υιοθέτησε την Απόφαση (Resolution) CM/Res (2022)3, με βάση την οποία εξειδικεύθηκαν οι νομικές και οικονομικές συνέπειες από την παύση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μεταξύ άλλων προβλέπεται στην παράγραφο 5 της Απόφασης ότι:
«5. The Russian Federation ceases to be a member of the following partial agreements:
- International Co-operation Group on Drugs and Addictions (Pompidou Group)
- Co-operation Group for the Prevention of, Protection Against, and Organisation of Relief in Major Natural and Technological Disasters (EUR-OPA)
- European Support Fund for the Co-Production and Distribution of Creative Cinematographic and Audiovisual Works "Eurimages"
- Enlarged Partial Agreement on Sport (EPAS)
- Enlarged Partial Agreement on Cultural Routes
- Enlarged Partial Agreement on the Observatory on History Teaching in Europe
- European Audiovisual Observatory
It also ceases to be a member of the following enlarged agreement:
- European Commission for Democracy through Law (Venice Commission);»
Επιπρόσθετα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με Απόφαση του ημερ. 22.3.2022 (Resolution of the European Court of Human Rights on the consequences of the cessation of membership of the Russian Federation to the Council of Europe in light of Article 58 of the European Convention on Human Rights) αποφάσισε ότι:
«1. The Russian Federation ceases to be a High Contracting Party to the Convention on 16 September 2022.
2. The Court remains competent to deal with applications directed against the Russian Federation in relation to acts or omissions capable of constituting a violation of the Convention provided that they occurred until 16 September 2022.
3. The suspension of the examination of all applications against the Russian Federation pursuant to the decision of the President of the Court of 16 March 2022 is lifted with immediate effect.
4. The present Resolution is without prejudice to the consideration of any legal issue, related to the consequences of the cessation of the Russian Federation's membership to the Council of Europe, which may arise in the exercise by the Court of its competence under the Convention to consider cases brought before it.»
Η ίδια η Ρωσική Ομοσπονδία στις 23.3.2022 αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Επιπλέον, η Ρωσική Ομοσπονδία έπαυσε να αποτελεί μέλος της Ομάδας Κρατών εναντίον της Διαφθοράς (GRECO), εξαιρουμένης της περίπτωσης που η GRECO ασκεί τις αρμοδιότητες της με βάση την Σύμβαση περί Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά (ETS) (Criminal Law Convention on Corruption) σε σχέση με τη Ρωσική Ομοσπονδία (βλ. παράγραφος 6 Resolution CM/Res (2022)3 ανωτέρω).
Όμως, παρά τις πιο πάνω αυστηρότατες κυρώσεις η Ρωσική Ομοσπονδία παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Εκδόσεως Φυγοδίκων που συνήφθη στο Παρίσι στις 13.12.1957 (βλ. Chart of Signatures and Ratifications of European Convention on Extradition Treaty, Status as of 17.6.2023, Treaty Office, Council of Europe). Πρόκειται για τη Σύμβαση που κυρώθηκε στην Κύπρο με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμο του 1970, (Ν. 95/70) του οποίου ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970, (Ν. 97/70), είναι συμπληρωματικός (βλ. Άρθρο 28(2) του Νόμου 95/70).
Αυτά είναι τα σημερινά δεδομένα σε σχέση με τη Ρωσική Ομοσπονδία:
Αφενός, έχει αποκοπεί από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και τον πλούσιο ευρωπαϊκό πολιτισμό σε σχέση με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφετέρου όμως, παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί της Έκδοσης Φυγοδίκων, όπως η Κύπρος και όλα τα άλλα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, επιπρόσθετα δε το Ισραήλ, η Δημοκρατία της Κορέας και η Νότιος Αφρική (βλ. Chart of Signatures and Ratifications of European Convention on Extradition Treaty (ανωτέρω)).
Οι λόγοι που στη συγκεκριμένη περίπτωση επικαλείται ο αιτητής.
Έχοντας διευκρινίσει τα γενικά και όλως ιδιαίτερα αυτά δεδομένα προχωρώ στους λόγους που ο αιτητής επικαλείται, οι οποίοι σύμφωνα με την εισήγηση του καθιστούν την κράτηση του παράνομη, εφόσον κάθε περίπτωση εξετάζεται υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων ισχυρισμών που ο αιτητής έχει το βάρος να στοιχειοθετήσει:
(α) Ισχυρίζεται ότι το έγγραφο που καταχωρίστηκε ως το σχετικό διάταγμα του ρωσικού δικαστηρίου (τεκμ.1) δεν αποτελεί ένταλμα σύλληψης εν τη εννοία του Άρθρου 12(2)(α) του περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου 95/1970.[1] Αποτελεί, συνεχίζει η εισήγηση, διάταγμα για επιβολή του προληπτικού μέτρου της κράτησης και όχι ένταλμα σύλληψης όπως προϋποθέτει το Άρθρο 11(2)(στ) του Συντάγματος. Συνεπώς, καταλήγει, η αίτηση έκδοσης ήταν απαράδεκτη εφόσον δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του παρέπεμψε σχετικά στην Πολ. Αίτ. Αρ. 16/21, Αναφορικά με την Αίτηση Polchenko, ημερ. 12.7.2021, στην οποία μια παρόμοια διαταγή δεν θεωρήθηκε ότι αποτελούσε ένταλμα σύλληψης, με το σκεπτικό ότι απλώς εξουσιοδοτούσε την κράτηση του αιτητή για περίοδο δύο μηνών, προσομοιάζουσα έτσι με διαταγή προσωποκράτησης υπόπτου και ο σκοπός της δεν ήταν η προσαγωγή του αιτητή ενώπιον του δικαστηρίου, όπως είναι η εγγενής φύση του εντάλματος σύλληψης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση στην επίμαχη διαταγή (τεκμ. Β στην παρούσα διαδικασία) καταγράφεται το ιστορικό, ότι δηλαδή η προανακριτική αρχή κατηγόρησε τον αιτητή και στη συνέχεια κινήθηκε ποινική υπόθεση και στις 17.2.2017 εκδόθηκε διάταγμα παραπομπής του σε δίκη και την ίδια ημέρα τέθηκε ως προληπτικό δεσμευτικό μέτρο να μην αναχωρήσει από τον τόπο διαμονής του και όπως επιδεικνύει κατάλληλη συμπεριφορά. Αργότερα, λόγω μη εξακρίβωσης του τόπου διαμονής του, εκδόθηκε «ανακοίνωση καταζητήσεως του» και στις 2.7.2021 τέθηκε στο διεθνή κατάλογο καταζητουμένων της Interpol. Στο μεταξύ ο ανακριτής της υπόθεσης ζήτησε από το δικαστήριο την κράτηση του αιτητή, αντί του περιορισμού στον τόπο διαμονής του, προβάλλοντας ως λόγους τη σοβαρότητα των κατηγοριών, το γεγονός ότι αυτός έχει διπλή υπηκοότητα, ρωσική και ισραηλινή, το γεγονός ότι αυτός έφυγε για το Ισραήλ κατά την περίοδο της διερεύνησης της υπόθεσης και περιλαμβάνεται στον διεθνή κατάλογο καταζητουμένων, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι να πιστεύεται ότι εάν παραμείνει ελεύθερος «θα συνεχίσει να κρύβεται από την έρευνα και το δικαστήριο». Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα αυτά, ιδιαίτερα ότι ο αιτητής εγκατέλειψε το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, έχοντας επίγνωση της ποινικής υπόθεσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι δεν έχει σταθερούς κοινωνικούς δεσμούς με τη Ρωσία, κατέληξε ότι «ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο από την προφυλάκιση δεν μπορούσε να επιλεγεί». Με αυτό το σκεπτικό μετέτρεψε τον όρο για κατ' οίκον περιορισμό και κατάλληλη συμπεριφορά σε «κράτηση για χρονικό διάστημα δύο μηνών από την στιγμή της κράτησης του στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδία, ή από την στιγμή της μεταφοράς του στις Υπηρεσίες Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε περίπτωση έκδοσης του ή απέλασης του στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η διαταγή για κράτηση του αιτητή δεν έγινε για άλλο σκοπό παρά για τους σκοπούς της εκκρεμούσας ποινικής δίκης στην οποία είναι κατηγορούμενος. Η κράτηση δε, προϋποθέτει κατ' ανάγκην την προηγούμενη σύλληψη. Τούτο κατά κοινή ερμηνεία. Επιπρόσθετα, το πνεύμα που κυριαρχεί σε ότι αφορά την ερμηνεία, στα πλαίσια των Συμβάσεων Εκδόσεως Φυγοδίκων, είναι πνεύμα φιλελεύθερο και διευρυντικό, ώστε με αυτό τον τρόπο να εξυπηρετείται ο σκοπός της Σύμβασης που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα (Petrov (1996) 1 ΑΑΔ 856, Μechanov (2001) 1 AAΔ 1228, Atapina (2003) 1 AAΔ 1509).
(β) Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι οι προσκομισθείσες εγγυήσεις πως ο αιτητής δεν θα τύχει δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 6(1)(γ) του Νόμου 97/70, είναι ανεπαρκείς.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή στήριξε ουσιωδώς την επιχειρηματολογία του στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση για έκδοση του DAA v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποία κρίθηκε ότι η παραχώρηση εγγυήσεων από τη Ρωσική Ομοσπονδία για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, με βάση την ΕΣΔΑ, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πλέον επαρκής, λόγω ακριβώς της προεκτεθείσας κατάστασης και ιδιαίτερα λόγω του γεγονότος ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έπαυσε να αποτελεί μέλος της ΕΣΔΑ και οι πολίτες της δεν έχουν πρόσβαση στο ΕΔΔΑ. Για το λόγο αυτό η Ολομέλεια αποφάσισε όπως ο εκζητούμενος στην υπόθεση εκείνη αφεθεί ελεύθερος.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί, εφόσον εν προκειμένω οι διαβεβαιώσεις δεν δόθηκαν με βάση την ΕΣΔΑ, αλλά με βάση το Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Πρόκειται για το Σύμφωνο το οποίο υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16.12.1966 και κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί των Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) Κυρωτικό Νόμο του 1969, Ν. 14/69.
Υπό τις περιστάσεις, όπως έχουν ανωτέρω αναλυθεί, με κύριο χαρακτηριστικό την πλήρη αποκοπή της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, οι όποιες διαβεβαιώσεις από τη χώρα αυτή δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ικανοποιητικές.
Όμως το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο εκζητούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση, ή δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, ή ότι γενικά θα παραβιαστούν τα ανθρώπινα του δικαιώματα. Τέτοιος κίνδυνος πρέπει να καταδεικνύεται με μαρτυρία, από την οποία να προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία, στη βάση των οποίων να μπορεί εύλογα να καταλήξει κάποιος ότι ο κίνδυνος είναι ορατός και πραγματικός και όχι απλώς μια απλή δυνατότητα, η έλευση της οποίας δεν μπορεί να προεξοφληθεί, όπως ελέχθη στην απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση της Ν.Κ. ν. Αναφορικά με τη Διευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών, Πολ. Έφ. Αρ. 231/20, ημερ. 14.6.2022, όπου υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την AS & DD (Libya) v. Secretary of State for the Home Department & Anor [2008] EWCA Civ 289:
« . the requirement that there must be substantial grounds for believing that there would be a real risk of ill-treatment contrary to art 3 on return, means no more than that there must be a proper evidential basis for concluding that there was such a real risk. This is made clear in Saadi v Italy, which is a decision of the Grand Chamber of the ECtHR, application 37201/06.»
Οι αρχές αυτές έχουν ενσωματωθεί στη νομολογία μας με πλήρη σαφήνεια. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Olga Apanasik, Πολ. Έφ. Αρ. 295/16, ημερ. 6.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A97, έγινε αναφορά στην απόφαση του ΕΔΔΑ K. v. Russia, Appl. No. 69235/2011, ημερ. 23.5.2013. To ΕΔΔΑ εξετάζοντας το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία και την πρακτική σημασία των διαβεβαιώσεων των αρμοδίων αρχών της χώρας περί της τήρησης τους, έκρινε ότι υπό το φως των δεδομένων δεν μπορούσε να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στις διαβεβαιώσεις αυτές σε σχέση με την κρινόμενη υπόθεση. Τούτο όμως δεν ήταν αρκετό. Αντιγράφω από την Apanasik:
«Παρά ταύτα, - και αυτό είναι το ουσιώδες σε αναφορά και με την ενώπιόν μας περίπτωση - το ΕΔΑΔ έκρινε ότι τα γενικά προβλήματα σχετικά με την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα οποία εντοπίστηκαν στη Λευκορωσία, δεν ήταν ικανά από μόνα τους να δικαιολογήσουν άρνηση έκδοσης του Κ. Θα έπρεπε να ιδωθούν και να εξετασθούν υπό το πρίσμα των ειδικών ισχυρισμών του Κ., προκειμένου να επιβεβαιωθεί κατά πόσο παρουσίασε μαρτυρία ικανή να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι εάν εκδοθεί θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 3 (σκέψη 66). Ήταν το τελικό συμπέρασμα του ΕΔΑΔ ότι με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του δεν τεκμηριώθηκε ότι ο Κ. ήταν θύμα πολιτικής δίωξης και πως υπήρχαν λεπτομερή και αιτιολογημένα στοιχεία ενώπιον των αρχών της Λευκορωσίας, αναφορικά με τις περιστάσεις και τις υποψίες εις βάρος του για τα εγκλήματα για τα οποία ζητήθηκε έκδοσή του. Ο Κ. παρέλειψε να παρουσιάσει ικανό μαρτυρικό υλικό, προκειμένου να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του περί ύπαρξης πολιτικών κινήτρων και καταδίωξής του για τα πολιτικά φρονήματά του. Οι ισχυρισμοί τους ως προς τους, κατά τη θέση του, πραγματικούς λόγους δίωξής του και περί του κινδύνου κακομεταχείρισής του ήταν γενικής μορφής. Τέλος, το ΕΔΑΔ έκρινε (σκέψη 72) ότι δεν έχει τεκμηριωθεί ότι η κατάσταση περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία είναι τέτοια που να επιτρέπει και να δικαιολογεί εξαγωγή γενικού κανόνα απαγόρευσης εκδόσεων προς τη χώρα αυτή στη βάση ύπαρξης κινδύνου κακομεταχείρισης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εκζητουμένων.»
Εν προκειμένω, ο αιτητής, πέραν της δεινής γενικής κατάστασης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως κατεγράφη ανωτέρω με βάση τις σχετικές αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Θεσμών, δεν προέβαλε κανένα ισχυρισμό που να καταδεικνύει οποιοδήποτε κίνδυνο να παραβιαστούν οποιαδήποτε δικαιώματα του, εάν παραδοθεί για να δικαστεί στην πατρίδα του. Το μόνο που υπάρχει σχετικά είναι μια γενικόλογη αναφορά στην ένορκη δήλωση της δικηγόρου που επισυνάπτεται στην αίτηση του, η οποία εργάζεται στη δικηγορική εταιρεία των δικηγόρων του, ότι «οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις δεν επαρκούν στην εξάλειψη του αυξημένου κινδύνου που διατρέχει ο αιτητής σε περίπτωση έκδοσης της δια υποβολή του σε μεταχείριση αντίθετη με την ΕΣΔΑ και μάλιστα χωρίς να δύναται να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας».
Όπως έχω ήδη αναφέρει οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις, ούτως ή άλλως, δεν έχουν, υπό τις περιστάσεις, αξία. Το ζήτημα όμως που εγείρεται αφορά στην στοιχειοθέτηση εκ μέρους του αιτητή πραγματικού κινδύνου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η βασική αυτή προϋπόθεση ελλείπει. Δεν έχει επικαλεστεί ότι απόδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία ενέχει πραγματικό κίνδυνο δυσμενούς μεταχείρισης, ή παράβασης ανθρωπίνου δικαιώματος του, λόγω φυλετικής, θρησκευτικής, εθνοτικής, πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης δυσμενούς διάκρισης.
Η γενικευμένη προσέγγιση που εισηγείται θα είχε ως αποτέλεσμα την a priori εξουδετέρωση της υφιστάμενης Ευρωπαϊκής Σύμβασης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας, ενώ η Σύμβαση αυτή ειδικά και συγκεκριμένα παρέμεινε από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε ισχύ. Αντίθετα, όπως έχω αναφέρει ανωτέρω, έχει παύσει η συμμετοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε κάθε πτυχή του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και σε σειρά από άλλες επιμέρους Συμφωνίες. Με άλλα λόγια η Σύμβαση έχει εξαιρεθεί από το σύνολο κυρώσεων που επέβαλε το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά διατηρείται σε ισχύ και από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Άλλως πως το ευρωπαϊκό έδαφος θα απέληγε σε έδαφος ασυλίας για καταδικασθέντες εγκληματίες ή καταζητούμενους για εγκλήματα στη Ρωσία, οι οποίοι δεν έχουν καταδείξει κανένα λόγο από πλευράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη δική τους συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί δεν θα πρέπει να αποδοθούν στην χώρα τους ώστε να εκτίσουν την ποινή τους ή να δικαστούν. Και αντιστρόφως.
Ούτε έχει προβάλει ο αιτητής τη θέση ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι τέτοια, ώστε να δικαιολογείται άνευ ετέρου η εξαγωγή ενός γενικού κανόνα απαγόρευσης εκδόσεων προς την χώρα αυτή λόγω κινδύνου δυσμενούς μεταχείρισης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εκζητουμένων γενικά. Η γενική κατάσταση έχει εξεταστεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο έχει διατηρήσει σε ισχύ την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων. Τούτο εξυπακούει ότι η Ευρώπη, στο βαθμό που θεσμικά εκφράζεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, δεν θεωρεί ότι η κατάσταση στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι τέτοια ώστε εκ προοιμίου να αποκλείονται οι εκδόσεις φυγοδίκων. Ούτε η έξοδος της χώρας από την ΕΣΔΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοια γενίκευση, εφόσον δεν θα μπορούσαν να περιοριστούν οι εκδόσεις μόνο στα κράτη που είναι μέλη της ΕΣΔΑ.
Βέβαια, η προεκτεθείσα κατάσταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αναφορικά με τα ευρωπαϊκά νομικά θέσμια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι ένας σοβαρότατος και κρίσιμος παράγοντας, υπό το πρίσμα του οποίου θα πρέπει να τίθενται προς εξέταση τέτοιοι ισχυρισμοί προσώπων των οποίων ζητείται η έκδοση εκεί, νοουμένου όμως ότι εγείρονται.
Στην Αίτηση για έκδοση του DΑA (ανωτέρω) είναι φανερό ότι, παράλληλα με τις διαπιστώσεις για το νομικό καθεστώς της Ρωσικής Ομοσπονδίας, εκλήφθη ως δεδομένος ο κίνδυνος για τα δικαιώματα του εκζητουμένου, ενώ στην παρούσα υπόθεση δεν τέθηκε καθόλου τέτοιος κίνδυνος. Συνεπώς, η παρούσα διαφοροποιείται.
Με ένα τρίτο λόγο προβάλλεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το κατώτερο δικαστήριο οι ισχυρισμοί του ΜΥ δικηγόρου ο οποίος αναφέρθηκε στη διεθνή νομική κατάσταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όπως όμως ορθά σημειώνεται από πλευράς αιτητή αυτά προκύπτουν από επίσημα έγγραφα διεθνών οργανισμών τα οποία μάλιστα δεν αμφισβητήθηκαν, ούτε και το δικαστήριο τα αγνόησε. Η διεθνής νομική κατάσταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι δεδομένη ως ανωτέρω έχει καταγραφεί.
Ως εκ των άνω η αίτηση απορρίπτεται. Ο αιτητής να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση του.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ
[1] «2. Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή :
(α) τό πρωτόκολλον ή έπίσημον άντίγραφον, εϊτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, έχούσης τήν αυτήν ίσχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζόμενους υπό τής Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους'»