ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μ. Μενελάου για Λ. Παπαφιλίππου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για Αιτητές CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-07-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.3.2023, Πολιτική Αίτηση Αρ. 41/2023, 4/7/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D236

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  Πολιτική Αίτηση Αρ. 41/2023

(i-justice)

 

4 Ιουλίου, 2023

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  155.4  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  3 ΚΑΙ 9  ΤΟΥ  ΠΕΡΙ  ΑΠΟΝΟΜΗΣ  ΤΗΣ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ  (ΠΟΙΚΙΛΑΙ  ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)  ΝΟΜΟΥ  ΤΟΥ  1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΑΙΤΗΣΗ  ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ  ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ  ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ    CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.3.2023 ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΘΕΝΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΥΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ  ΥΠ'  ΑΡ.  41/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ, ΑΔΩΝΗ ΦΟΥΡΝΙΔΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΦΟΥΡΝΙΔΟΥ, ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31.1.2023.

 

-------------------------

 

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 7.4.2023

 

Μ. Μενελάου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για Αιτητές

Σ. Ζαννούπας,  για Καθ' ων η Αίτηση

--------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Στην παρούσα υπόθεση, κατόπιν αδείας,  καταχωρίστηκε από τους αιτητές αίτηση, δια κλήσεως, (η αίτηση), κατ' επίκληση της εξουσίας, του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.  Τη συγκεκριμένη διαδικασία, ανέλαβαν οι εναγόμενοι στην αγωγή αρ. 41/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.  Με την αίτηση, ζητείται η έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης της απόφασης που εκδόθηκε από το εν λόγω Επαρχιακό Δικαστήριο,  στην προαναφερθείσα αγωγή, στις  20.3.2023.

 

Στο πλαίσιο της πιο πάνω απόφασης, εκδόθηκε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα, με το οποίο απαγορεύεται στους αιτητές να προβούν στην πώληση συγκεκριμένου ακινήτου, ιδιοκτησία του καθ' ου η αίτηση, ενάγοντος 1 στην αγωγή, το οποίο βρίσκεται στη Λακατάμεια της επαρχίας Λευκωσίας.  Όπως προκύπτει από την απόφαση, τούτο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/1960), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Παρεμπιπτόντως, με την αγωγή, οι καθ΄ ων η αίτηση, ενάγοντες σε αυτή, ζητούν, ως βασική θεραπεία, διακηρυκτική απόφαση ότι η συγκεκριμένη συμφωνία δανείου και η συναφθείσα στο πλαίσιο αυτής συμφωνία εγγύησης, καθώς, επίσης, μια υποθήκη η οποία είχε παραχωρηθεί, σχετικά, στο πλαίσιο της πιο πάνω δανειακής συναλλαγής, είναι άκυρες λόγω παρανομίας.  Το εν λόγω ακίνητο, αποτελεί το αντικείμενο της προαναφερθείσας υποθήκης.

 

Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της αίτησης, με την οποία ζητείτο η έκδοση του προαναφερθέντος παρεμπίπτοντος διατάγματος, έκανε αναφορά στις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης, όπως αυτές αποκαλύπτονταν στις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις, καθώς, επίσης, στις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960.  Σε κάποιο σημείο της απόφασής του, παρατήρησε, συναφώς, τα εξής:

 

«Θα συμφωνήσω με τη θέση της Εναγομένης, (των αιτητών), ότι στην προκειμένη η ζημιά που τυχόν υποστούν οι Ενάγοντες μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα και/ή να αποζημιωθούν και έτσι μπορεί να λεχθεί ότι δεν υφίσταται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. 

 

Παρά την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κλίνει υπέρ των Εναγόντων στην παρούσα υπόθεση.»

 

Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και στη νομολογία, σε σχέση με το «ισοζύγιο της ευχέρειας», ήτοι κατά πόσο ήταν δίκαιη ή πρόσφορη η έκδοση του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, προχώρησε στην έγκριση της σχετικής αίτησης.

 

Αποτελεί τη θέση, συναφώς, των αιτητών, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, να προβεί στην έκδοση του εν λόγω παρεμπίπτοντος διατάγματος, αποτελεί νομικό σφάλμα, πασίδηλο στο πρακτικό, ήτοι στην εν λόγω απόφασή του, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Τούτο, όπως εισηγούνται περαιτέρω, είχε ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να προβεί σε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, δεδομένων των προνοιών του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960.  Από την πλευρά των καθ'  ων η αίτηση, διά της ένστασης τους, βασικά, υποβλήθηκε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε άσκηση διακριτικής ευχέρειας, η οποία μπορούσε να είχε προσβληθεί με έφεση. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκαν ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος, εν πάση περιπτώσει.

 

Οι, αντίστοιχες, θέσεις των δύο πλευρών, εξετάστηκαν με προσοχή.  Σε συμφωνία, με την εισήγηση των αιτητών, διαπιστώνεται ότι όντως, έχει εμφιλοχωρήσει νομικό σφάλμα στην κρίση του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει με βεβαιότητα, στο απόσπασμα που παρατίθεται, πιο πάνω, από την απόφασή του. Για την ακρίβεια, το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα, κατά το νόμο, τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 32(1), του Ν.14/1960.  Αυτό προβλέπει ότι:

 

«32.-(1) Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov, εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας, δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

 

Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov.»

 

 

Συγκεκριμένα, δεδομένων των πιο πάνω προνοιών και της προηγηθείσας κρίσης, σχετικά,  δεν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να προβεί στην εξέταση της αρχής που αφορά στο «ισοζύγιο της ευχέρειας» και στην έκδοση του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος.  Έπρεπε να είχε ικανοποιηθεί, πρώτα, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο εδάφιο (1) του προαναφερθέντος άρθρου και τότε να προέβαινε στην εξέταση της εν λόγω αρχής. Το απαραίτητο της εν λόγω διεργασίας, διαπιστώνεται και στις σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κλασσική υπόθεση, όπου γίνεται ρητή αναφορά, συναφώς, είναι η Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557.  Το Δικαστήριο, ωστόσο, παρακάμπτοντας την πιο πάνω απαίτηση του Ν.14/1960, προχώρησε στην έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος όπως έχει προαναφερθεί. Πασιφανώς,  αποφασίζοντας ως ανωτέρω, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, δυνάμει των πιο πάνω προνοιών του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960.  Η διαπίστωση αυτή, συνεπάγεται  τον παραμερισμό του παρεμπίπτοντος διατάγματος.

 

Περαιτέρω, σε συμφωνία και με την πλευρά των καθ' ων η αίτηση, η υπό αναφορά απόφαση,  θα μπορούσε να προσβληθεί, με έφεση. Οι αποφάσεις, που εκδίδονται από τα πρωτόδικα δικαστήρια στο πλαίσιο άσκησης της αστικής δικαιοδοσίας τους, υπόκεινται σε έφεση, εκτός αν δεν είναι εφέσιμες δυνάμει νόμου ή νομολογίας όπου τούτο έχει κριθεί, ειδικά, (βλ. Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530). Δεν είναι, ωστόσο, τέτοια η παρούσα περίπτωση.  Αντιθέτως, αποφάσεις  σε σχέση με παρεμπίπτοντα διατάγματα είναι εφέσιμες, σύμφωνα  με το άρθρο 25(1)(β) του Ν.14/1960.  Βέβαια, η πιο πάνω πρόνοια, δεν αποκλείει καταφυγή στην εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, προς τούτο. Ομολογουμένως, είναι δύσκολη, όμως, η διατύπωση ενός γενικού κανόνα, ως προς το τι μπορεί να συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις.  Η νομολογία, εκ των πραγμάτων, δεν ακολουθεί μια σταθερή πορεία όσον αφορά την πιο πάνω απαίτηση.  Έπειτα, και ως θέμα διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, η κάθε περίπτωση, κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της, (βλ. Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31, σελίδα 36).  

 

Παρά ταύτα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι, με βάση την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διαπίστωση πασίδηλου νομικού σφάλματος στο πρακτικό του εκδικάσαντος δικαστηρίου, αποτελεί κλασσική περίπτωση έκδοσης εντάλματος certiorari, για την ακύρωση της κατά το νόμο, λανθασμένης απόφασης του. (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, σελίδα 259). Ειδικά, όπως εν προκειμένω, όπου, από την απόφαση του Δικαστηρίου αποκαλύπτεται ότι αυτό υπερέβη τη δικαιοδοσία του, ώστε το εκδοθέν παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα να είναι άκυρο, εξ υπαρχής, περίπτωση που αποτελεί, συγχρόνως, «ειδικές περιστάσεις», (βλ. Αλέκα Παπακόκκινου, ανωτέρω, σελίδα 37).

 

Τέλος, στο παρόν στάδιο, είναι δόκιμη μια γενική παρατήρηση σε σχέση με τα όσα έχουν αναφερθεί, αμέσως, προηγουμένως.  Η γενική εικόνα, δεν είναι όσο διαυγής και βεβαία όσο θα έπρεπε να είναι, προκειμένου, για δικαστικής φύσεως δικαιοδοσία, όπως καταδεικνύεται από τη σχετική νομολογία. Πιστεύεται δε, ότι ωρίμασε ο χρόνος για την εξέταση του όλου θέματος εξ υπαρχής.  Συγκεκριμένα, εφόσον γίνουν οι ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις, η εν λόγω, αναθεωρητική, εξουσία θα μπορεί να ασκείται στο πλαίσιο έφεσης. Η δυνατότητα αυτή μπορεί οπωσδήποτε, να επεκταθεί και σε περιπτώσεις, στις οποίες τώρα δεν υπάρχει δυνατότητα προς τούτο. Αυτό συνέβηκε στην περίπτωση του άρθρου 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Είχε κριθεί στην υπόθεση C.T. Tabacco Ltd κ.α. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212, ότι δεν παρέχετο δικαίωμα έφεσης σε απόφαση δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου. Τότε, η Βουλή των Αντιπροσώπων, θέσπισε τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 219(I)/2004, και  με το άρθρο 32Α του βασικού νόμου,  παρέχεται πλέον δικαίωμα έφεσης από απόφαση δυνάμει του άρθρου 32Γενικά, τέτοιες εφέσεις, εφόσον γίνει η ανάλογη νομοθετική ρύθμιση, όπως και οι εφέσεις κατά ενδιάμεσων αποφάσεων, πρέπει να εντάσσονται σε πρόγραμμα ταχείας εκδίκασης από το Εφετείο, ανάλογα με τις ανάγκες και της κάθε υπόθεσης, με γνώμονα, βέβαια, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

Όσον αφορά την υπό εξέταση αίτηση, αυτή για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί προηγουμένως, πρέπει να επιτύχει.  Ως εκ τούτου, εκδίδεται ένταλμα certiorari δια του οποίου ακυρώνεται η απόφαση στην αγωγή αρ. 41/2023, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 20.2.2023. 

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ'  ων η αίτηση τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.500, πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/γκ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο