ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D198
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 68/2023)
7 Ιουνίου, 2023
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Γ.Χ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/4/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 157/2023 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4(1)(2)(3) ΚΑΙ (4) ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΑΡΘΡΩΝ 99, 100(1), 101 ΤΟΥ Ν. 112(Ι)/2004 ΚΑΙ ΑΡΘΡΩΝ 5, 6, 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2002/58/ΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ Κ.Δ.Π. 607/2007
Λ. Νεοφύτου για Χ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ & Λ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ και ΗΛΙΑΣ Α. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα μονομερή Αίτηση ζητά άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση του Διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ημερ. 20/4/2023 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση 157/2023 δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 4(1)(2)(3) και (4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν. 183(Ι)/2007 και Άρθρων 99, 100(1), 101 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004, Ν. 112(Ι)/2004 και Άρθρων 5, 6, 9 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και της Κ.Δ.Π. 607/2007.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και Ένορκη Δήλωση του Στάθη Κωνσταντίνου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου.
Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση ως ακολούθως:
(Α) Το εκκαλούμενο Διάταγμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου και/ή εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή/και εξουσίας του Δικαστηρίου. Αυτό διότι το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το εν λόγω Διάταγμα χωρίς να κάνει μνεία στο σώμα του Διατάγματος του «σοβαρού ποινικού αδικήματος» εν τη εννοία του Άρθρου 2 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου, Ν. 183(Ι)/2007, για τη διερεύνηση του οποίου εξουσιοδότησε την πρόσβαση στα δεδομένα και προέβη στην έκδοση του εκκαλούμενου Διατάγματος ενεργώντας μηχανιστικά.
(Β) Το εκκαλούμενο Διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή/και εξουσίας και/ή με πλάνη ως προς το Νόμο του Κατώτερου Δικαστηρίου καθότι η αίτηση της Αστυνομίας στηρίχθηκε ρητά ή/και εξυπακουόμενα στα Άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Ν. 183(Ι)/2007 τα οποία αφορούν τη νομική έννοια του όρου «δεδομένα» που αναφέρεται στο Άρθρο 4 και που κηρύχθηκαν ανίσχυρα και αντισυνταγματικά ή/και προσκρουόμενα στο εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο πλαίσιο των Πολιτικών Αιτήσεων 97/2018 κ.ά., με Απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27/10/2021.
(Γ) Το εκκαλούμενο Διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή/και εξουσίας και/ή κατόπιν έκδηλης πλάνης νόμου του Κατώτερου Δικαστηρίου καθότι το Άρθρο 4 του Ν. 183(Ι)/2007 δεν δίδει ή/και δημιουργεί εξουσία έκδοσης διατάγματος πρόσβασης σε δεδομένα που διατηρούνται δυνάμει άλλου Νόμου και, ειδικότερα, του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004, Ν. 112(Ι)/2004 ή/και της Κ.Δ.Π. 607/2007. Ο κάθε ένας από τους εν λόγω Νόμους ρυθμίζει διαφορετικά ζητήματα και το Κατώτερο Δικαστήριο, λανθασμένα ενεργώντας με έκδηλη πλάνη ως προς το Νόμο, εξέδωσε το προσβαλλόμενο Διάταγμα αφού δεν μπορεί, νομικά, η εξουσία έκδοσης Διατάγματος του Άρθρου 4 του Ν. 183(Ι)/2007 να αποτελέσει τη βάση έκδοσης διατάγματος για τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του Νόμου 112(Ι)/2004.
(Δ) Το εκκαλούμενο Διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή/και εξουσίας και/ή κατόπιν έκδηλης πλάνης νόμου του Κατώτερου Δικαστηρίου καθότι στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Ν. 112(Ι)/2004 ή/και της Κ.Δ.Π. 607/2007.
(Ε) Το Κατώτερο Δικαστήριο στερείτο εξουσίας ή/και δικαιοδοσίας να εκδώσει το εκκαλούμενο Διάταγμα, καθότι δεν τέθηκε ενώπιον του οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει πιθανότητα ή/και υποψία ότι στους αριθμούς κλήσης που εντοπίστηκαν στο όχημα και στην οικία του Αιτητή υπήρχε ιδιωτική επικοινωνία που να συνδέεται ή/και να είναι συναφής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
(ΣΤ) Δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για προσβολή και ακύρωση παρανόμως εκδοθέντος Διατάγματος.
Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του Αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προώθησε τους προαναφερθέντες λόγους με γραπτή αγόρευση, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και ενώπιον του Δικαστηρίου σήμερα, με παραπομπή στα νομοθετήματα και Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις επί των οποίων στηρίχθηκε το αίτημα της Αστυνομίας και σε σχετική νομολογία. Αναφέρθηκε, επίσης, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αίτηση του Χατζηϊωάννου και Άλλων, Πολιτική Αίτηση Αρ. 97/2018 κ.ά., ημερ. 27/10/2021, όπου κρίθηκαν αντισυνταγματικές πρόνοιες του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου, Ν. 183(Ι)/2007, ένα εκ των νομοθετημάτων επί των οποίων βασίστηκε το Διάταγμα.
Εξέτασα όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου. Στο παρόν στάδιο δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά[1]. Περιορίζομαι στη διαπίστωση της ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης προς χορήγηση της αιτούμενης άδειας χωρίς να αποφαίνομαι επί της ουσίας των ζητημάτων που εγείρονται και των συναφών εισηγήσεων. Απαιτείται, άλλωστε, εμβάθυνση στην υπόθεση μέσω της εξέτασης των νομοθετημάτων και κανονιστικών πράξεων επί των οποίων εδράζεται το επίδικο Διάταγμα. Διαφαίνεται, επίσης, ότι δεν προσφέρεται στον Αιτητή άλλο ένδικο μέσο ή εναλλακτική θεραπεία.
Η Αίτηση εγκρίνεται ως το παρακλητικό (α) της Αίτησης για τους νομικούς Λόγους που τίθενται στην Έκθεση [Παράγραφοι (Α) - (Στ)].
Η Αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 7 ημερών από σήμερα και να επιδοθεί στον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα στη συνέχεια. Ορίζεται για Οδηγίες στις 20 Ιουνίου 2023 και ώρα 9.30 π.μ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] Δέστε την υπόθεση In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 ως προς το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση»:
"A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V. C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E. R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence".