ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D312
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση: 66/23
22 Ιουνίου, 2023
[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Α. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023 ΚΑΙ ΩΡΑ 16:40, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤ.962 Α. ΒΟΥΝΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΚΑΙ 29
------------
Δ. Τσολακίδης, δια Δημήτρης Τσολακίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Θ. Παπακυριακού (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Μετά από σχετική δοθείσα άδεια καταχωρήθηκε η κρινόμενη δια κλήσεως αίτηση δια της οποίας αξιώνεται «Έκδοση Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης του Εντάλματος Έρευνας που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 11η Απριλίου 2023 και ώρα 16:40, στη βάση της ένορκης δήλωσης της Αστ.962 Α. Βουνού, αναφορικά με την οικία στην οδό [ ] και το όχημα του Αιτητή με αρ. εγγραφής [ ].»
Τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση εκτίθενται στην απόφαση με την οποία δόθηκε η άδεια τα οποία και επαναλαμβάνονται. Στα πλαίσια διερεύνησης από την Αστυνομία αδικημάτων, μεταξύ άλλων, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, πράξεως που στόχευε στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν στις 8.4.2023, ζητήθηκε στις 11.4.2023 η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης διαφόρων υπόπτων, μεταξύ αυτών και του Αιτητή. Με αίτημα ίδιας ημερομηνίας ζητήθηκε η έκδοση εντάλματος έρευνας της οικίας και οχήματος του Αιτητή, το οποίο και δόθηκε από τον Επαρχιακό Δικαστή στη βάση του Όρκου, κοινού για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης και του εντάλματος έρευνας. Αναφέρεται στην τελευταία παράγραφο του Όρκου πως «.αιτούμαι την έκδοση ενταλμάτων έρευνας για τις οικίες, υποστατικά και μηχανοκίνητα οχήματα των υπόπτων (αναφέρονται διάφορα ονόματα) . καθότι αναζητούνται είδη ένδυσης και υπόδησης που οι ύποπτοι φορούσαν κατά το χρόνο διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων, χημικά σπρέι, ρόπαλα ή και οτιδήποτε άλλο το οποίο μπορεί να συνδέεται με την παρούσα υπόθεσή, τα οποία δύναται να παράσχουν μαρτυρία για τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η έκδοση των Ενταλμάτων Έρευνας και η αναζήτηση των τεκμηρίων που αναζητούνται με βάση αυτά, είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη καθότι σε διαφορετική περίπτωση ο κίνδυνος απόκρυψης, καταστροφής ή διάθεσης των τεκμηρίων από τους ύποπτους ή άλλα πρόσωπα είναι ορατός, με αποτέλεσμα τη μη αποτελεσματική διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης.»
Αποτελεί επίσης γεγονός ότι ο Αιτητής στις 9.4.2023 μετέβηκε στο ΤΑΕ Λευκωσίας όπου και έδωσε κατάθεση αναφορικά με τα διερευνόμενα αδικήματα. Η παράλειψη αναφοράς του γεγονότος τούτου στην ένορκη δήλωση της Αστ.962 Α. Βουνού η οποία συνόδευε το αίτημα για έκδοση του εντάλματος έρευνας, αποτελεί σύμφωνα με τον Αιτητή απόκρυψη γεγονότων που αποτελεί ακόμη ένα λόγο που πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωσή του.
Ο Καθ΄ου η αίτηση Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως Ένστασης βασιζόμενη σε διάφορους λόγους όπως: Το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, ότι εκδόθηκε νομότυπα δυνάμει των σχετικών προνοιών του Άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 και συνέτρεχαν όλες οι αναγκαίες για την έκδοση του προϋποθέσεις. Ότι η έκδοση του επίδικου Εντάλματος Έρευνας σκοπό είχε τον εντοπισμό συγκεκριμένων τεκμηρίων που σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα τα οποία προσδιορίζονταν στην Ένορκη Δήλωση της Αστ.962 Α. Βουνού, ήτοι, είδη ένδυσης και υπόδησης που φορούσε ο ύποπτος κατά το χρόνο διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων και χημικά σπρέι και ρόπαλα που κρατούσαν οι ύποπτοι κατά τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
H ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της Αστ.962 Α. Βουνού η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων πώς στις 8.4.2023 και περί ώρα 03:00 λήφθηκε πληροφορία στο ΤΑΕ Λευκωσίας ότι έξω από το νυχτερινό κέντρο «Barel» υπήρχε συμπλοκή μεταξύ προσώπων που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα και ότι στο μέρος υπήρχε τραυματισμένο πρόσωπο.
Μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν αμέσως μετά τη λήψη της πληροφορίας στο μέρος, όπου εντόπισαν να υπάρχει πεσμένο στο έδαφος ένα πρόσωπο αναίσθητο και ένα όχημα του οποίου οι ανεμοθώρακες ήταν σπασμένοι. Στο μέρος βρισκόταν και ο Αιτητής μαζί με άλλα άτομα και ενώ η σκηνή βρισκόταν υπό φρούρηση ο Αιτητής επέστρεψε στο μέρος εισήλθε εντός της σκηνής, στάθηκε πάνω από το αναίσθητο πρόσωπο και του φώναζε βρίζοντας τον. Υπήρξε μαρτυρία που δόθηκε από τους παρευρισκομένους και τα πρόσωπα τα οποία είχαν τραυματιστεί ότι εκείνο το βράδυ κατά την έξοδο τους από το κέντρο δέχθηκαν επίθεση από τους υπόπτους, μεταξύ των οποίων και τον Αιτητή, που αφού τους ψέκασαν με χημικά σπρέι άρχισαν να τους κτυπάνε. Ο Αιτητής όπως και άλλα πρόσωπα κρατούσαν πτυσσόμενα ρόπαλα τύπου «σούστας» με τα οποία κτύπησαν τον παραπονούμενο 1 τόσο στο κεφάλι όσο και άλλα σημεία του σώματός του.
Ο Αιτητής υποστηρίζει πώς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και ενήργησε καθ΄ υπέρβαση των Προνοιών του Άρθρου 27 και 28 του Κεφ.155 και των Άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος δεδομένου ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση εντάλματος έρευνας. Συγκεκριμένα δεν στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέσεις της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας και της αναγκαιότητας. Σύμφωνα με τη θέση του δεν υπήρχε μαρτυρία ικανή να στοιχειοθετήσει εύλογη υπόνοια ύπαρξης των προς αναζήτηση αντικειμένων και ότι δεν υπήρξε σύνδεση των αντικειμένων με τον τόπο για τον οποίο ζητείτο το ένταλμα. Υποδεικνύει πώς η σύνδεση έγινε προς το πρόσωπο του υπόπτου και όχι με τον τόπο κατά παρέκκλιση των αρχών που θέτει η νομολογία. Ουσιαστικά, συνεχίζει η εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ένταλμα έρευνας με «προσωποπαγή» προσέγγιση καθώς θεώρησε πώς από τη στιγμή που δημιουργείτο εύλογη υπόνοια για την εμπλοκή του Αιτητή στα υπό διερεύνηση αδικήματα στοιχειοθετούνταν , άνευ ετέρου, και οι προϋποθέσεις της εύλογης υπόνοιας και αναγκαιότητας για έρευνα της οικίας και του οχήματος του. Παρέπεμψε δε προς επίρρωση της θέσης του στις Αποφάσεις Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, ημερομηνίας 17.12.2018 και την Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, 21.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164.
Την αντίθετη άποψη υποστηρίζει ο εφεσίβλητος στο περίγραμμα του οποίου αφού εκθέτει τις αρχές έκδοσης προνομιακού εντάλματος της φύσης που ζητείται, υπογραμμίζει πώς στην παρούσα υπόθεση η λεπτομερής έκθεση των γεγονότων και των μαρτυριών, η αναφορά στα αναζητούμενα αντικείμενα, όπως αυτά ευλόγως και επαρκώς προσδιορίζονται στην ένορκη δήλωση, δημιουργεί την εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι κατέχονται στα συγκεκριμένα υποστατικά και όχημα και ότι τα συγκεκριμένα αναζητούμενα αντικείμενα σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Έχω εξετάσει κάθε τι που τέθηκε ενώπιον μου.
Οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος έρευνας υπαγορεύονται από το Άρθρο 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 ως ακολούθως: «Όταν δικαστής ικανοποιείται με έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει - (α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή (γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό - (ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και (ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»
Kάθε τέτοιο ένταλμα, δυνάμει του Άρθρου 28, «φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος».
Απαιτείται συνεπώς όπως ο δικαστής ικανοποιηθεί επί της ένορκης δήλωσης ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται η εύλογη υποψία». Όπως δε υπογραμμίζεται στη Σιακκαλή (αρ.1) (2001) 1 ΑΑΔ 282, τούτο είναι εκ των ων ουκ άνευ, εφόσον πηγάζει άμεσα από τη ρητή απαίτηση του Άρθρου 16.2 του Συντάγματος, όπως το ένταλμα έρευνας οικίας είναι δεόντως αιτιολογημένο. Η δέουσα, δε, αιτιολόγηση του εντάλματος που εξυπακούει ότι ο δικαστής πρέπει να ικανοποιηθεί προς το ζητούμενο, συναρτάται προς την εξ αντικειμένου επάρκεια της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας.
Από την άλλη, είναι ορθό πως η ανάγκη παρουσίασης κάποιου είδους μαρτυρία για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο (CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα Πολ. Έφεση 219/14 ημερ. 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126). Κατά την έκδοση τέτοιου εντάλματος, ο Επαρχιακός δικαστής πρέπει να έχει συνεχώς στο μυαλό του πως η οποιαδήποτε επέμβαση στην κατοικία ή υποστατικό ή γραφείο οποιουδήποτε προσώπου, θα πρέπει να επιτελείται με σύννομο τρόπο και αφού διαπιστώσει ο ίδιος ο Δικαστής, ότι παρέχονται επαρκείς πληροφορίες οι οποίες του δημιουργούν εύλογες υποψίες για διάπραξη αδικήματος, για σύνδεση του συγκεκριμένου προσώπου με αυτό και ότι τα επιζητούμενα αντικείμενα σχετίζονται με το αδίκημα ή τείνουν να αποδείξουν τη διάπραξη του. (Αναφορικά με την αίτηση του Έκτορα Μακρίδη, Πολ. Έφεση 514/12 ημερ. 2/11/14, ECLI:CY:AD:2014:A238, Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) ΑΑΔ 1014).
Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 27 συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ Πολ. Έφεση αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018).
Επικαλέστηκε η συνήγορος του εφεσίβλητου την απόφαση Inland Revenue Commisioners v. Rossminister Ltd (1980) A All.E.R. 88 στην οποία λέχθηκε ότι είναι αρκούντως ικανοποιητικό να περιγράφεται το αδίκημα για το οποίο υπάρχει υποψία διάπραξης και ότι αναζητούνται σχετικά τεκμήρια.
Ήταν συναφής η θέση της πώς «η λεπτομερής έκθεση των γεγονότων και των μαρτυριών, η αναφορά στα αναζητούμενα αντικείμενα, όπως αυτά ευλόγως και επαρκώς προσδιορίζονται στην ένορκη δήλωση, δημιουργεί την εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι κατέχονται στα συγκεκριμένα υποστατικά και όχημα και ότι τα συγκεκριμένα αναζητούμενα αντικείμενα σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα νομικού σφάλματος.»
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Odessey Re Eriever INC Πολ. Έφεση 59/16 ημερ. 3.5.2017 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, κατ΄ερμηνεία της εμβέλειας του Άρθρου 27.
«Με βάση το άρθρο 27 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ο Δικαστής για να εκδώσει ένταλμα έρευνας, πρέπει να ικανοποιηθεί με έγγραφη ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει - (α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Παρατηρείται ότι το άρθρο 27, σε αντίθεση με τα άρθρα που αφορούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, δεν προβλέπει τη θετικά διατυπωμένη προϋπόθεση ως προς τη διάπραξη του αδικήματος. Είναι αρκετό να υπάρχει υποψία ότι το αδίκημα διαπράχθηκε για να χρησιμοποιηθούν ακριβώς οι λέξεις της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 27(α). Στη βάση δε αυτού απαντώνται οι ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ως προς την απαξία που έδωσε στη λέξη «ενδεχομένως» που χρησιμοποιήθηκε δυο φορές στον όρκο.»
Στην κρινόμενη περίπτωση η Αστ.962 Α. Βουνού διερευνούσε εναντίον του Αιτητή/υπόπτου τα αδικήματα της:
1. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος,
2. Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος,
3. Πράξεις που σκοπεύουν στην πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης,
4. Βαρειά σωματική βλάβη,
5. Κατοχή και μεταφορά επιθετικού οργάνου,
6. Οπλοφορία προς διέγερση τρόμου,
7. Απαγόρευση κατασκευής, διάθεσης και συναφών δραστηριοτήτων σχετικά με επικίνδυνα αντικείμενα ή πυρομαχικά,
8. Επιθέσεις που προκαλούν πραγματική σωματική βλάβη,
9. Κακόβουλης βλάβης,
10. Διέγερση προς διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή τέθηκε ο όρκος της Αστ.962 Α.Βουνού, στην οποία γίνεται μία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, λεπτομερής εξιστόρηση των γεγονότων που πλαισιώνουν την υπόθεση με εμπλοκή του Αιτητή. Τα αναζητούμενα αντικείμενα, είδη ένδυσης, υπόδησης τα οποία φορούσε ο Αιτητής κατά το χρόνο διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ως είδη καθημερινής ατομικής χρήσης ήταν αναμενόμενο και εύλογο να αναζητηθούν στην οικία του.
Στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, υποδεικνύεται πως «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεόμενου με την διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος».
Στην προκειμένη περίπτωση, έστω και αν δεν παρουσιάζεται να έγινε ρητή αναφορά ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονται στην οικία του Αιτητή, ωστόσο η διασύνδεση τέτοιων προσωπικών αντικειμένων καθημερινής ατομικής χρήσης με την οικία του ατόμου, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Σιακαλλή, αποτελεί καθ΄όλα εύλογη πιθανότητα.
Συνεπώς, τα δεδομένα τα οποία είχε ενώπιον του ο Επαρχιακός Δικαστής ήταν αρκετά να ικανοποιήσουν το ελάχιστο από άποψης μαρτυρίας για το εύλογο της σύνδεσης των αντικειμένων με τον τόπο και τη διάπραξη των αδικημάτων.
Απόκρυψη στοιχείων:
Ο σχετικός ισχυρισμός περί απόκρυψης στοιχείων τα οποία να καθιστούν άκυρη την έκδοση του εντάλματος έρευνας, είναι ανεδαφικός. Το επικαλούμενο ως αποκρυβέν στοιχείο ήταν το γεγονός της λήψης ήδη κατάθεσης από τον Αιτητή. Ακόμη και εάν ο Αιτητής προσήλθε αυτόβουλα και έδωσε κατάθεση στο ΤΑΕ, αυτό δεν ήταν στοιχείο το οποίο εμπόδιζε την ανακριτική ομάδα από του να προβεί σε όλες τις ενέργειες για εξέταση των διερευνόμενων αδικημάτων, στις οποίες εντάσσεται και το ένταλμα έρευνας για αναζήτηση τεκμηρίων.
Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή τέθηκαν όλα τα αναγκαία ουσιώδη γεγονότα για να διαμορφώσει την κρίση του σε σχέση με την διάπραξη αδικημάτων και την τυχόν εμπλοκή του Αιτητή και βάση εκείνων μπορούσε να διαμορφώσει κρίση. Η δοθείσα κατάθεση εκ μέρους του Αιτητή δεν αποτελούσε ουσιώδες γεγονός το οποίο θα διαφοροποιούσε την κρίση του.
Σχετική η απόφαση στην υπόθεση R v. North Avon Magistrate's Court [2009] EWHC 3614 (την οποία επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος) όπου επισημάνθηκαν τα πιο κάτω:
«However, the failure to disclose had been an error, rather than a result of bad faith, and did not make any difference because, in view of the police's belief that W was continuing to fraudulently trade on those premises, there was ample basis for thinking that further material would still be found there. Thus the non-disclosure of the other police force's visit did not undermine the magistrate's satisfaction of the relevant statutory criteria».
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, δεν εντοπίζεται απόκρυψη ουσιώδους στοιχείου το οποίο να έχει την καταλυτική σημασία την οποία ο Αιτητής προτείνει, αλλά τέθηκαν όλα εκείνα τα απαραίτητα ουσιώδη για τη διαμόρφωση της κρίση του Επαρχιακού Δικαστή, γεγονότα.
Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €2.500 υπέρ του Καθ΄ου η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/κη