ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2023:18
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 22/2022)
1 Ιουνίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, XΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
Β.Σ.
Εφεσείων,
ν.
Γ.Μ.,
Εφεσίβλητης.
---------
Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά
Εφεσίβλητη παρουσιάζεται προσωπικά.
-------------------
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Ο εφεσείων είχε με αίτηση του, προσφύγει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου, στα πλαίσια της Αίτησης Γονικής Μέριμνας, αρ. 159/19, αιτούμενος την απόδοση δύο θεραπειών, από τις οποίες, για ό,τι εδώ συζητάμε, ενδιαφέρει η δεύτερη, με την οποίαν ζητούσε να επιτραπεί στις ανήλικες θυγατέρες του, ηλικίας τότε 14 και 13 ετών, να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού (covid 19) χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας τους.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο μετά την ακροαματική διαδικασία, με απόφαση του ημερ. 2/11/2021 απέρριψε το αίτημα και εναντίον της απόφασης αυτής, ο εφεσείων καταχώρησε την έφεση αρ. 20/21.
Με απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου (Μ. ν. C., Eφ. Αρ. 11/21, ημερ. 25/5/2022) εκρίθη ως εσφαλμένη η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το οποίο αφ' ενός παρέλειψε να ακούσει τα παιδιά, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας τους και της διάστασης των ισχυρισμών των γονέων και αφ' ετέρου εσφαλμένα βασίστηκε σε αόριστους και γενικούς ισχυρισμούς της μητέρας η οποία επικαλέστηκε ιατρική μαρτυρία, την οποία δεν παρουσίασε, ότι δήθεν ο εμβολιασμός στα παιδιά της αντεδείκνυτο καθότι παρουσίαζαν σοβαρές αλλεργίες.
Δεδομένου του χρόνου που παρήλθε, παρά το ότι εκρίθη πως η επανεκδίκαση, η οποία ήταν η «ευλόγως αναμενόμενη οδός διόρθωσις» ωστόσο δεν ήταν η καλύτερη προσφερόμενη λύση, γι' αυτό παραμερίστηκε η απόφαση, και αναγνωρίστηκε στον εφεσείοντα το δικαίωμα να προωθήσει, εάν το επιθυμούσε, νέα ανάλογη αίτηση με το ίδιο αντικείμενο.
Όντως ο εφεσείων καταχώρησε νέα αίτηση και εξασφάλισε διάταγμα εμβολιασμού το οποίο και ενεργοποίησε, καλύπτοντας εμβολιαστικά τις θυγατέρες του, όπως μας ενημέρωσε κατά την εκδίκαση της παρούσας έφεσης.
Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης αποτελεί η απόφαση του ίδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 31/5/2022, σε αίτηση ημερ. 22/11/2021, την οποία ο εφεσείων καταχώρησε στα πλαίσια της ίδιας Αίτησης Γονικής Μέριμνας, αρ. 159/2019, επιζητώντας Διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 2/11/2021, στη βάση του ότι είχε εξασφαλιστεί κατόπιν απάτης και δόλου εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Προς υποστήριξη του αιτήματος του καταχώρησε ένορκη δήλωση του, με την οποίαν επιβεβαιώνει ότι μετά την έκδοση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερ. 2/11/2021, επικοινώνησε με τη παιδίατρο που παρακολουθούσε τις θυγατέρες του τα πρώτα χρόνια της ζωής τους και ζήτησε να πληροφορηθεί εάν εκείνη έδωσε την ιατρική συμβουλή την οποίαν η εφεσίβλητη επικαλέστηκε. Η παιδίατρος, θυμήθηκε ότι μίλησε με την εφεσίβλητη για το ζήτημα του εμβολιασμού αλλά ούτε έδωσε γνωμάτευση ούτε πρότεινε μη εμβολιασμό ούτε βεβαίωσε ότι αντενδεικνύετο ο εμβολιασμός τους. Δεν έδωσε τη ζητηθείσα από την εφεσίβλητη βεβαίωση διότι αφ' ενός η ίδια ήταν υπέρ του εμβολιασμού κατά της covid-19 και αφ' ετέρου είχε να δει τις ανήλικες πάρα πολλά χρόνια.
Ακολούθως επικοινώνησε με τη θεράποντα παιδίατρο των ανηλίκων, η οποία τις παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια, και η οποία τον διαβεβαίωσε ότι οι ανήλικες βρίσκονται σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Οι ίδιες οι ανήλικες δηλώνουν ότι επιθυμούν να τύχουν εμβολιασμού κατά της συγκεκριμένης ασθένειας και επίσης δηλώνουν ότι η παιδίατρος τους ουδέποτε τις αποθάρρυνε από του να εμβολιαστούν. Ο εφεσείων δήλωσε επίσης στην ένορκη δήλωση του ότι κατήγγειλε την εφεσίβλητη και τη δικηγόρο της στο ΤΑΕ Πάφου.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση επικαλούμενη διάφορους λόγους για τους οποίους θεωρούσε το αίτημα απαράδεκτο και προς υποστήριξη της ένστασης, παρέπεμψε στο φάκελο της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε το ζήτημα στη νομική βάση που επικαλέστηκε ο εφεσείων ήτοι τη Δ.33 Κ. 15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και αφού παρέπεμψε σε νομολογία η οποία αναλύει αυτήν (Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 992) έκρινε πως «.τόσο από το λεκτικό του πιο πάνω Κανονισμού όσο και από την ερμηνεία που αυτός έτυχε από τη Νομολογία προκύπτει ότι αίτημα για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε συνεπεία δόλου πρέπει να υποβάλλεται στα πλαίσια νέας αγωγής στην οποία να δίδονται με ακρίβεια οι λεπτομέρειες του δόλου». Για τούτο ως αποφάσισε, η υποβολή του αιτήματος στα πλαίσια της κρινόμενης αίτησης σφράγισε και την τύχη του και την απέρριψε, καταδικάζοντας τον εφεσείοντα στα έξοδα της διαδικασίας.
Με έξι λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιχειρείται η ανατροπή της. Κύρια συνισταμένη όλων των λόγων, η εσφαλμένη ερμηνεία καθώς και η εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επί της συγκεκριμένης υπόθεσης που αφορά Γονική Μέριμνα. Αποτελεί την αιτιολογία και επιχειρηματολογία του εφεσείοντα, πως το Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας πως για παραμερισμό απόφασης η οποία λήφθηκε με δόλο πρέπει να καταχωρηθεί νέα αγωγή, ενώ «.όφειλε να αντλήσει δικαστική γνώση ότι ούτε στο Νόμο, ούτε σε διαδικαστικό κανονισμό ούτε στους θεσμούς πολιτικής δικονομίας κι ούτε στη νομολογία γίνεται λόγος και ουδεμία υπόδειξη υπάρχει για υποβολή νέας αγωγής..» Μέμφεται επίσης το Δικαστήριο πως ενώ επικαλέστηκε Κανονισμό ο οποίος ομιλεί «δήθεν» για καταχώρηση νέας αγωγής, ωστόσο απέτυχε να τον υποδείξει. Πουθενά, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του δεν υπάρχει τέτοια υπόδειξη και τίποτε δεν απαγορεύει την καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης για παραμερισμό απόφασης που λήφθηκε με δόλο. Επέκτεινε δε το επιχείρημα του για επίρρωση της θέσης του ότι δεν απαιτείται η καταχώρηση νέας αγωγής υποδεικνύοντας πως στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ο όρος «αγωγή» δεν βρίσκει έρεισμα. Αν, εισηγείται, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενδιατρίψει στον αγγλικό όρο «action" ο οποίος έχει πολύ ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από τη λέξη «αγωγή» «τότε θα ανακάλυπτε πως η παραπομπή του σε «αγωγή» είναι αυθαίρετη, καθότι υπονοεί την εκδίκαση τέτοιας φύσης υποθέσεων από άλλα αστικά δικαστήρια, ενώ στη νομολογία (εκείνη που είναι γραμμένη στην αγγλική) καθίσταται σαφές ότι την εκδίκαση την αναλάμβανε το ίδιο το δικαστήριο το οποίο είχε εκδώσει την απόφαση που στηρίχθηκε σε δόλο».
Η εφεσίβλητη, η οποία, όπως και ο εφεσείων εμφανίζεται χωρίς συνήγορο, εξέφρασε ενώπιον μας την απορία για το λόγο συνέχισης της έφεσης, ενώ ο στόχος του εφεσείοντα για εμβολιασμό των θυγατέρων τους έχει επιτευχθεί. Άλλωστε, θα προσθέταμε, η απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση (ημερ. 2/11/2021) έχιε ήδη παραμεριστεί με την απόφαση του Εφετείου ημερ. 25/5/2022.
Έχουμε εξετάσει κάθε τι που ανέφεραν οι διάδικοι και όσα έχει αναπτύξει ενδελεχώς ο εφεσείων.
Οι θέσεις του δεν μπορούν να τύχουν αποδοχής και η έφεση είναι απορριπτέα, για τους ακόλουθους λόγους.
Η αίτηση του με την οποία ζητούσε παραμερισμό απόφασης ως ληφθείσα με δόλο, είχε ως νομικό έρεισμα τη Δ.33 θ. 15 ο οποίος προνοεί:
«A judgment obtained by fraud may, upon action brought by any person, whether a party to the record or not, be set aside as against the person who committed or procured the fraud, but this limitation shall not apply to an action to set aside a judgment granting probate of a will."
Ο εν λόγω Κανονισμός έτυχε ερμηνείας σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες υιοθετήθηκαν αγγλικές αποφάσεις και συγγράμματα. Σχετικά τα όσα έχουν λεχθεί στην Ιακώβου (ανωτέρω):
«Στην Karim v. Κονιδάρη (1995) 1 Α.Α.Δ. 145, 148 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) το θέμα του παραμερισμού απόφασης για το λόγο ότι είχε εκδοθεί με δόλο τέθηκε ως εξής:
«Η Αρχή, η οποία ενσωματώνεται στην Δ.33 θ.15, πηγάζει από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Birch v. Birch [1902] P. 62 στην οποία διακηρύχθηκε ότι συνιστά θεμελιωμένη αρχή δικαίου ότι απόφαση η οποία εκδίδεται με δόλο μπορεί να παραμεριστεί σε αγωγή η οποία υποβάλλεται από διάδικο ή τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για αρχή δικαίου που με μια εξαίρεση, αποφάσεις κυρωτικές διαθήκης, τυγχάνει καθολικής εφαρμογής. Η αρχή αυτή, όπως επισημαίνεται, έχει βαθιές ρίζες στο Αγγλικό δίκαιο (Βλ. Barnsly v. Powel [1749] 1 Ves. Sen. 287 και Wyatt v. Palmer [1899] 2 Q.B. 106).»
Στην ίδια απόφαση γίνεται αναφορά στους Halsbury's Laws of England, Third Ed., Vol. 22, παραγ. 1669, όπου «υποδεικνύεται ότι απόφαση που έχει ληφθει με δόλο είτε ενώπιον του δικαστηρίου ή με δόλο των διαδίκων μπορεί να αμφισβητηθεί με αγωγή .»
Ο τρόπος αμφισβήτησης και παραμερισμού απόφασης ληφθείσα με δόλο εξηγείται και στην Birch v. Birch [1894] 86 L.T. 364, όπου λέχθηκε: «Όπου μια αγωγή είναι μια ανεξάρτητη διαδικασία για παραμερισμό απόφασης για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο αυτή μπορεί να εξεταστεί για το λόγο ότι έχει εξασφαλισθεί με το δόλο διαδίκου στην αγωγή. ».
Είναι σαφές από τα ανωτέρω πως απόφαση ληφθείσα με δόλο, παραμερίζεται με ανεξάρτητο δικονομικό μέσο και όχι με ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της ίδιας της υπόθεσης, ως η κρινόμενη. Γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγούμενο, από τις ανωτέρω αυθεντίες, υπέδειξε ότι στα πλαίσια νέας (και το τόνισε) αγωγής μπορούσε να παραμερισθεί η απόφαση και απορρίπτοντας την αίτηση, ορθά επεδίκασε τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, αποτυχόντα διαδίκου.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται. Δεδομένου ότι οι διάδικοι εμφανίζονται προσωπικά, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
/Κας