ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για εφεσείουσα, Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητής amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-05-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο PROGRESSIVE INSURANCE CO LIMITED v. ΛΟΥΚΑ ΠΙΤΤΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 377/14, 22/5/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:A189

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 377/14)

 

22 Μαΐου, 2023

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

PROGRESSIVE INSURANCE CO LIMITED,

Εφεσείουσας,

v.

 

1.   ΛΟΥΚΑ ΠΙΤΤΑΚΟΥ

2.   ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΙΗΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΠΑΝΑΓΗ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ,

Εφεσιβλήτων

--------------

 

Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσείουσα,

Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.

----------------

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.H ανωτέρω έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης η οποία εξεδόθη στην αγωγή αρ. 3097/09 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 7/11/14.  Τα ουσιώδη για την κρινόμενη έφεση γεγονότα όπως προκύπτουν ως παραδεκτά από τα δικόγραφα ακολουθούν.

 

Η ενάγουσα, εφεσείουσα, ούσα ασφαλιστική εταιρεία, είχε εκδώσει πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης του οχήματος KJL795 το οποίο ήταν σε ισχύ την επίδικη ημερομηνία 23.2.2008, όταν συνεπεία «φοβερού» τροχαίου δυστυχήματος, η Σοφία Παναγή Πιττάκου έχασε τη ζωή της.  Η αποβιώσασα φέρεται, σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, να ήταν η οδηγός του οχήματος και να οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης, να παραβίασε το κόκκινο φανάρι σε σχέση με την πορεία της και να συγκρούστηκε στη συμβολή φώτων τροχαίας της Λεωφ. Σπύρου Κυπριανού στη Λάρνακα, με το εξ αριστερών ερχόμενο όχημα με αρ. εγγραφής [ΚΑΧ ] που οδηγείτο από τον Χ. Μούζουρο, έχοντας ως συνεπιβάτιδα την Κατερίνα Κκαϊλή.

 

Αμφότεροι οι επιβαίνοντες του ανωτέρω οχήματος τραυματίστηκαν και καταχώρησαν εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας της αποβιωσάσης, τις αγωγές 2661/09 και 2662/09, δια των οποίων διεκδικούσαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.  Η εκδίκαση των εν λόγω αγωγών εκκρεμούσε τόσο κατά το χρόνο καταχώρησης όσο και εκδίκασης της αγωγής.

 

Η ενάγουσα, εφεσείουσα στην παρούσα έφεση αναγνώριζε με την έκθεση απαίτησης της  ότι ασχέτως οδήγησης του οχήματος υπό την επήρεια αλκοόλης, οφείλει, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 14(4) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000, να καλύψει τους επιβαίνοντες του άλλου οχήματος σε περίπτωση που εκδοθούν υπέρ τους δικαστικές αποφάσεις, στα πλαίσια των ανωτέρω αγωγών.  Θεωρούσε, ωστόσο, πως η οδήγηση του οχήματος υπό την επήρεια αλκοόλης συνιστά παράβαση των όρων του ασφαλιστηρίου εγγράφου και ως εκ τούτου εδικαιούτο να ανακτήσει από τους εναγόμενους, οποιοδήποτε ποσό ήθελε κληθεί ή αναγκαστεί να καταβάλει στους επιβαίνοντες του άλλου οχήματος. 

 

Γι' αυτό διεκδίκησε τις ακόλουθες θεραπείες:

 

(Α)      Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε κάλυψη ή/και συνεισφορά από τους Εναγομένους ή/και να ανακτήσει από τους Εναγόμενους οποιοδήποτε ποσό το οποίο η Ενάγουσα ήθελε κληθεί ή αναγκαστεί να καταβάλει δυνάμει του νόμου ή/και άλλως πως, στους ενάγοντες στις υπ΄ αρ. 2661/09 και 2662/09 αγωγές του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, υπό μορφή αποζημιώσεων ή/και τόκων ή/και εξόδων καθώς και τα έξοδα τα οποία θα επιβαρυνθεί η Ενάγουσα για την υπεράσπιση ή/και αντιμετώπιση των ως άνω αγωγών ή/και διαδικασιών ή/και απαιτήσεων.

 

(Β)      Απόφαση ή/και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάττονται οι Εναγόμενοι όπως καταβάλουν στην Ενάγουσα ποσό ίσο με το εξ αποφάσεως χρέος ή/και τόκους ή/και έξοδα στις υπ΄ αρ. 2661/09 και 2662/09 αγωγές του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ή/και τα έξοδα με τα οποία θα επιβαρυνθεί η Ενάγουσα για την υπεράσπιση ή/και αντιμετώπιση των ως άνω διαδικασιών ή/και απαιτήσεων.»

 

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν έκθεση υπεράσπισης η οποία αποτελείται από δύο παραγράφους.  Ενόψει της λιτότητας της μεταφέρεται αυτούσιο το περιεχόμενο της:  «1.  Οι εναγόμενοι αρνούνται τις παραγράφους 6, 10 και 12 της έκθεσης απαίτησης, 2.  Οι εναγόμενοι αρνούνται την παράγραφο 13 και αξιούν απόρριψη της αγωγής με έξοδα».  Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, προώθησαν, με αίτηση τροποποίησης η οποία δεν έγινε αποδεκτή, τον ισχυρισμό ότι η αποβιώσασα δεν ήταν η οδηγός του οχήματος.

 

Με δεδομένο πως οι ισχυρισμοί οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν θεωρούνται ως παραδεκτοί σύμφωνα με τη Δ.19 θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Τζιούρου ν. Κιούρλαππου, (2001) 1 ΑΑΔ 429) εκείνο το οποίο οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν ήταν η διατυπωθείσα θέση περί αμελούς και υπό την επήρρεια αλκοόλης, οδήγηση του οχήματος από την αποβιώσασα την επίδικη ημερομηνία.

 

Σημειώνουμε επίσης και αυτό είναι σημαντικό για τη συζήτηση που ακολουθεί, ότι η εφεσείουσα δεν δικογράφησε και δεν προσέφερε μαρτυρία ότι αμφισβητήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων η ισχύς και όροι του ασφαλιστηρίου εγγράφου ή ότι ηγέρθηκε αξίωση εναντίον της από τους εφεσίβλητους, πριν την καταχώρηση της αγωγής.  Το συγκεκριμένο εύρημα του Δικαστηρίου δεν έτυχε προσβολής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε εκτεταμένη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας, η οποία έτεινε να αποδείξει τη θέση της για την αμελή και υπό την επήρρεια αλκοόλης οδήγηση του οχήματος από την αποβιώσασα.  Οι εφεσίβλητοι δεν προσέφεραν μαρτυρία.  Τελικά, απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι δεν ενδείκνυτο η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης και υπό τις περιστάσεις η αγωγή είχε καταχωρηθεί πρόωρα διότι κατά το χρόνο καταχώρησης της δεν είχεν αποκρυσταλλωθεί το αγώγιμο δικαίωμα της ενάγουσας για ανάκτηση καταβληθέντων ποσών.  Δεν αξιολόγησε τους μάρτυρες και δεν κατέληξε σε ευρήματα για την οποιαδήποτε ευθύνη της αποβιωσάσης και τις συνθήκες του ατυχήματος, μεταξύ άλλων λόγων, για να μην προδεσμεύσει οποιοδήποτε αποτέλεσμα σε άλλη αγωγή η οποία τυχόν θα καταχωρηθεί μετά την εκδίκαση των αγωγών των επιβατών του άλλου οχήματος.

 

Η εφεσείουσα διά τεσσάρων λόγων έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ήτοι, θεωρεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το πρόωρο της αγωγής διότι δεν είχε καταστεί επίδικο θέμα μέσω των δικογράφων (πρώτος λόγος).  Εσφαλμένο χαρακτηρίζεται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου για απουσία μαρτυρίας αναφορικά με την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της, ισχυριζόμενη ότι αυτό έγινε μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων που κάλεσε, και ότι το σενάριο σε σχέση με το οποίο η εφεσείουσα ζητούσε δηλωτική απόφαση ήταν υποθετικό (2ος και 3ος λόγος) και πως επίσης μη ορθό ήταν το συμπέρασμα ότι η αιτούμενη υπό (Β) θεραπεία δεν μπορούσε να δοθεί λόγω ασάφειας και αβεβαιότητας (4ος λόγος).

 

Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης 2, 3 και 4 οι οποίοι πλήττουν την κρίση του Δικαστηρίου για έλλειψη των προϋποθέσεων και/ή δικαιώματος της εφεσείουσας για έκδοση δηλωτικής απόφασης και ότι «το σενάριο σε σχέση με το οποίο η ενάγουσα ζητά δηλωτική απόφαση ήταν υποθετικό».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε εκτεταμένη και ενδελεχή εξέταση του θέματος επικαλούμενο αυθεντίες και νομολογία και κατέληξε πως «. δεν υπάρχει μαρτυρία ότι, οι εναγόμενοι ή οποιοσδήποτε άλλος, προ της καταχώρησης της παρούσας αγωγής, αμφισβήτησε τα νόμιμα δικαιώματα της ενάγουσας, έτσι ώστε να δικαιολογείτο η προσφυγή στο Δικαστήριο για να κατοχυρωθούν δια της έκδοσης αναγνωριστικής ή δηλωτικής απόφασης. Πέραν τούτου, το σενάριο, σε σχέση με το οποίο η ενάγουσα ζητά την αναγνωριστική απόφαση, είναι υποθετικό... Το γεγονός ότι έχουν καταχωρηθεί οι αγωγές 2661/09 και 2662/09, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη, ότι, θα εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις υπέρ των αντίστοιχων εναγόντων. Από τα δικόγραφα των υποθέσεων αυτών (τεκμήρια 20και B) και γενικότερα από την ακολουθητέα εδώ γραμμή Υπεράσπισης, προκύπτει, ότι, οι εναγόμενοι, όχι απλώς δεν συναινούν σε μια τέτοια εξέλιξη αλλά αντίθετα αμφισβητούν σθεναρά την εναντίον  τους απαίτηση. Μάλιστα προχωρούν και ένα βήμα παρά πέρα, διεκδικώντας οι ίδιοι, δια της υποβολής ανταπαίτησης στην αγωγή που καταχωρήθηκε από τον οδηγό του άλλου οχήματος (2661/09), να εκδοθεί υπέρ τους, απόφαση.»

 

Προς υποστήριξη της κατ' ισχυρισμό εσφαλμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο συνήγορος της εφεσείουσας ανέπτυξε τη θέση πως αυτή «τίθεται κατά τρόπο απόλυτο» και δεν βρίσκει έρεισμα στις εφαρμοστέες νομικές αρχές.

 

Επικαλέστηκε απόσπασμα από το σύγγραμμα Bullen and Leake Precedents of Pleadings 12th ed. P. 384 και αποδέχθηκε ότι εκείνο που επεξηγείται στο ανωτέρω σύγγραμμα είναι ότι στις περιπτώσεις όπου ο ενάγων αναζητεί μόνο διακήρυξη εναντίον προσώπου (χωρίς άλλη θεραπεία), το Δικαστήριο ασκεί την διακριτική ευχέρεια μόνο εάν το συγκεκριμένο δικαίωμα έχει αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο.  Αυτό, είναι λογικό, αποδέχεται,  διότι δεν μπορεί κάποιος να ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ζητώντας την έκδοση διακήρυξης χωρίς αφορμή από τον αντίδικο και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται άλλη θεραπεία, καθώς όπως λέχθηκε στην Gouriet v. Union of Post Office Workers and others (1977) 3 All E.R. 70, το Δικαστήριο δεν τοποθετείται επί ακαδημαϊκών θεμάτων ούτε και εκδίδει γνωματεύσεις.

 

Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων κινείται γύρω από τον άξονα της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και υποδεικνύει πως τα ανωτέρω, προταθέντα από την εφεσείουσα είναι όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του υποδεικνύοντας την ανάγκη, όπως η εξουσία έκδοσης αναγνωριστική δήλωσης ασκείται με μεγάλη φειδώ/προσοχή (with great caution).  Aναφέρει περαιτέρω πως στο περίγραμμα του εφεσείοντα καταγράφεται εκείνο ακριβώς που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι «a declaration only lies against a defendant who ... controverted the claim of the plaintiff".

 

Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν εισηγήσεις των συνηγόρων, οι οποίες αναφορικά με τις νομικές αρχές συγκλίνουν, με την απόκλιση να εντοπίζεται στην εφαρμογή και υπαγωγή των γεγονότων της κρινόμενης, επί των τεθέντων αρχών.

 

Στα Δικαστήρια αναγνωρίζεται, διά του Άρθρου 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, η εξουσία έκδοσης «δεσμευτικής αναγνωριστικής δικαιώματος είτε ζητείται ή ηδύνατο να ζητηθεί οιαδήποτε παρεπόμενη θεραπεία ή όχι».  Με παρόμοιο τρόπο η Διαταγή 27, θ. 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προνοεί πως καμιά αγωγή δεν επιδέχεται ένσταση για το λόγο ότι με αυτή ζητείται απλώς δηλωτική (declaration) απόφαση ή διάταγμα και το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει δεσμευτικές δηλώσεις για δικαιώματα είτε απαιτείται είτε θα μπορούσε ή όχι να απαιτηθεί συναφής θεραπεία.

 

Η ανωτέρω διαταγή αντιστοιχεί με την Διαταγή 25 θ. 5 των Αγγλικών Θεσμών ανάλυση της οποίας γίνεται στην ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1960 σελ. 578 με την επισήμανση πως δεν θα εκδοθεί διακήρυξη εναντίον προσώπου το οποίο δεν έχει διεκδικήσει δικαίωμα ούτε έχει διατυπώσει συγκεκριμένη αξίωση (Re Clay 1919 ch. 66) ούτε για να μπορεί ο ενάγων να τη χρησιμοποιήσει σε αλλοδαπή αγωγή (Guaranty Trust of New York v. Hannan (1915) 2 KB 575).  Αναφέρεται περαιτέρω πως η εξουσία έκδοσης αποφάσεων οι οποίες είναι αναγνωριστικές δικαιώματος, πρέπει να ασκείται από το Δικαστήριο με μεγάλη προσοχή (with great care and jealousy) και με εξαιρετική περίσκεψη (great caution) (London Passenger Transport Board v. Maserop (1942) 1 All E.R. 97).

 

Οι αρχές έκδοσης τέτοιας φύσεως απόφασης έχουν διατυπωθεί στην Rolls-Royce PLL v. Unite the Union (2009) EWCA Civ. 387, όπου τονίστηκε μεταξύ άλλων, πως η εξουσία του Δικαστηρίου στην έκδοση δηλωτικής θεραπείας είναι διακριτική.  Πρέπει να υπάρχει μια πραγματική και παρούσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με την ύπαρξη ή έκταση νομικού δικαιώματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διερευνώντας τη νομική πτυχή του ζητήματος, κατέγραψε τα ακόλουθα, τα οποία και επικροτούμε:

 

   «Στην υπόθεση Padden v Arbuthnot Pensions & Investments Ltd [2004] EWCA Civ 582 γίνεται παραπομπή  στην υπόθεση FSA v. Rourke (unreported 9 October 2001) όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

"....the power to made declarations appears to be unfettered. As between the parties . it seems to me that the court can grant a declaration as to their rights, or as to the existence of facts, or as to a principle of law, where those rights, facts or principles have been established to the court's satisfaction. The court should not, however, grant any declarations merely because the rights, facts or principles have been established when one party asks for a declaration. The court has to consider whether, in all the circumstances, it is appropriate to make such an order".

 

    Στο γνωστό σύγγραμμα Bullen and Leake Precedents of Pleadings (12η έκδοση) σελ. 384 συνοψίζεται και αναλύεται η σχετική αγγλική νομολογία και οι αρχές που αναπτύχθηκαν αναφορικά με την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων. Μεταξύ άλλωναναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

"The action for a declaration is a useful and important procedural method for ascertaining and determining the legal right of parties, or for the determination of a point of law or the construction of a document and for the determination of the validity of orders or decisions of inferior courts or tribunals ."

 

Accordingly, the action for a declaration may be used in a great variety of circumstances, and may be accompanied by other claims for ancillary or specific or alterative relief or remedies .

 

on the other hand an action for a declaration only lies for a declaration of legal right and only against a defendant who has asserted a right or formulated a claim against the plaintiff or controverted the claim of the plaintiff to his legal right (see Re Clay [1911] 1 Ch. 66)".

 

Προκύπτει από τα ανωτέρω πως αναγνωριστική απόφαση εκδίδεται μόνον όταν ο εναγόμενος έχει προβάλει δικαίωμα ή έχει αμφισβητήσει την απαίτηση του ενάγοντα στην ενάσκηση των νομικών του δικαιωμάτων.

 

Τέτοιο παράδειγμα αμφισβήτησης δικαιώματος προέκυψε στην υπόθεση Compania Naviera Iris SA κα ν.  Andrenol Shipping Company Ltd. Αγ. Ναυτοδικείου 13/2007, ημερ. 13/1/2014, ECLI:CY:AD:2014:D18, όπου οι εκεί εναγόμενοι αμφισβήτησαν την κυριότητα των εναγόντων επί οκτώ πλοίων και διεκδίκησαν οι ίδιοι ιδιοκτησιακά δικαιώματα.  Είχαν δε καταχωρήσει προς τούτο αγωγές στην Ελλάδα και με αυτό ως δεδομένο, οι ενάγοντες ζήτησαν και πέτυχαν την έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων ότι εκείνοι ήσαν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες των πλοίων.

 

Σε έφεση που καταχωρήθηκε, εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, η εκδοθείσα απόφαση Andrenal Shipping Company Ltd v. Compania Naviera Iris S.A. κ.α. (2016) 1 (B) ΑΑΔ, 1859, αφού υιοθέτησε την Αγγλική Νομολογία, υπέδειξε μεταξύ άλλων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ότι:

 

«Το έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση δηλωτικής θεραπείας θεμελιώνεται όταν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων πραγματική και υφιστάμενη διαφορά αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση νομικού δικαιώματος.  Δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγομένου»

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Ζamir and Woolf the Declaratory Judgment (4η έκδοση 2011) σελ. 151-152, το οποίο απαιτεί την ανάγκη ύπαρξης πραγματικού και όχι υποθετικού ή αφηρημένου ερωτήματος το οποίο πρέπει να απαντηθεί, ώστε να ενδείκνυται η ανάγκη έκδοσης αναγνωριστικής αποφάσεως, κατηγοριοποιώντας τα ερωτήματα σε τέσσερις ομάδες.  Ήτοι: Όταν δεν υφίσταται διαφορά, όταν η διαφορά είναι ξεχωριστή από τα γεγονότα, όταν η διαφορά στηρίζεται σε υποθετικά γεγονότα και όταν η διαφορά έπαυσε να έχει διαδικαστική σημασία. 

 

Στην κρινόμενη περίπτωση νομικό έρεισμα της αγωγής αποτελούν οι όροι του ασφαλιστηρίου εγγράφου (τεκμ. 19) αλλά και ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ τρίτου) Νόμος 96(Ι)/2000 (ο Νόμος).

 

Αναφέρει ο  σχετικός όρος των Γενικών Εξαιρέσεων του τεκμ. 19 υπό τον τίτλο «Ανεύρεση ορισμένων όρων και δικαίωμα Ανάκτησης»:

 

«Σε περίπτωση που η Εταιρεία καταβάλει οποιοδήποτε ποσό βάσει των διατάξεων του Νόμου το οποίο δεν θα ήταν υπόλογη να καταβάλει δυνάμει των όρων του Ασφαλιστηρίου αυτού, τότε ο Ασφαλισμένος και/ή ο οδηγός οφείλει να επιστρέψει το ποσό αυτό στην εταιρεία και η εταιρεία δικαιούται να επιζητήσει την ανάκτηση του ποσού αυτού από τον Ασφαλισμένο και/ή τον Οδηγό»

 

Σχετικά με την εξεταζόμενη περίπτωση είναι τα Άρθρα 14(1)(4) και (5) του Νόμου.  τα οποία ρυθμίζουν την υποχρέωση του ασφαλιστή σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης να καταβάλει αποζημίωση σε σχέση με ευθύνη για θάνατο, σωματική βλάβη ή ζημιά, ασχέτως εξαιρεσεων του ασφαλιστηρίου εγγράφου οι οποίες δυνατόν να παρέχουν δικαίωμα αναίρεσης ή ακύρωσης του.  Σε τέτοια περίπτωση, δικαιούται να διεκδικήσει ανάκτηση του καταβληθέντος ποσού.

 

Συνεπώς, εάν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση στις προαναφερθείσες αγωγές 2661/09 και 2662/09 και η εφεσείουσα είχε καταβάλει προς τους εκεί ενάγοντες, την όποια επιδικασθείσα αποζημίωση, τότε θα εδικαιούτο τόσο δυνάμει της Σύμβασης, όσο και του Νόμου, να διεκδικήσει ανάκτηση από την περιουσία της αποβιωσάσης.

 

Δεδομένου πως τέτοιο γεγονός δεν είχε επισυμβεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, τότε όντως τα γεγονότα καθίσταντο υπό την αίρεση και υπόθεση της έκδοσης δικαστικής απόφασης εναντίον της περιουσίας της αποβιωσάσης και ορθώς η θεραπεία υπό στοιχείο Β καθίστατο υποθετική.

 

Επίκλησης μπορεί να γίνει της απόφασης Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ ν. Χρίστου Μηνά (2003) 1 ΑΑΔ 1818, η οποία υιοθέτησεν τα νομολογηθέντα στην Carpenter v. Ebblewhite and others (1939 1 K.B. 347, 358) ότι δεν μπορεί να εγερθεί διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και των ασφαλιστών εκτός μετά από την έκδοση απόφασης σε αγωγή, μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου, υπέρ του ενάγοντα και τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης από τον εναγόμενο εναντίον των ασφαλιστών.

 

Εκείνο που ουσιαστικά απαιτείται να υπάρχει ως υπόβαθρο, για τη  δημιουργία της προϋπόθεσης απαίτησης ανάληψης πληρωμής είναι η ύπαρξη πραγματικού γεγονότος επί του οποίου να βασίζεται έννομο συμφέρον και όχι η εκ των προτέρων δήλωση ότι στην περίπτωση δημιουργίας αυτού του γεγονότος θα υπάρξει η τοιαύτη νομική σχέση.

 

Τούτου δοθέντος, η παρούσα διαφοροποιείται από την επικαλούμενη από το συνήγορο του εφεσείοντα απόφαση (Cyproman Services Ltd και Martin Coward, Πολ. Εφ. 140/2012 ημερ. 4/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A162, καθόσον εκεί, τα χρήματα για τα οποία εζητείτο να γίνει αναγνώριση ότι εδικαιούτο ο ενάγων, είχαν πληρωθεί από τον ίδιο προς το εμπίστευμα μέσω τρίτης εταιρείας για την οποίαν αξίωνε δήλωση ότι ήταν δικαιούχος ιδιοκτήτης.  Εξετάστηκε εκεί η δυνατότητα έκδοσης δηλωτικής απόφασης προς όφελος τρίτων.

 

Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.  Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, για το πρόωρο της αγωγής, το οποίο θέμα εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνάρτηση με τη διακριτική του ευχέρεια έκδοσης των αιτούμενων θεραπειών.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €2.700, πλέον ΦΠΑ υπέρ εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

                                                               Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                               Ν. Γ. Σάντης, Δ.

 

/ΚΑς

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο