ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2014)
22 Μαΐου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ
Εφεσείων,
ν.
1. PITSILLIDES TRADING CO LTD
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ
Εφεσίβλητων.
ΚΑΙ ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 09/03/2023
ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ
Εφεσείων,
ν.
1. PITSILLIDES TRADING CO LTD
2. ΙΩΑΝΝΗ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ,
ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 08/03/2023.
Εφεσίβλητων.
.......
Ντ. Βαρωσιώτου (κα), για Γ. Γεωργιάδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Αγγελίδης, για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 24.9.14 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») - στο πλαίσιο της Αγωγής 2504/08 (για τα αστικά αδικήματα της γραπτής δυσφήμησης και της επιζήμιας ψευδολογίας) - εξέδωσε απόφαση υπέρ των Εναγόντων/Εφεσίβλητων («οι Εφεσίβλητοι») και εναντίον του Εναγόμενου/Εφεσείοντα («ο Εφεσείων») για «. το συνολικό ποσό των €10.000 .» με «. ποσό €5.000 [να] επιδικάζεται υπέρ εκάστου των εναγόντων, πλέον νόμιμο τόκο . από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής μέχρι τελικής εξόφλησης, πλέον έξοδα στην κλίμακα της επιτυχίας τους .» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες έπονται).
Ο Εφεσίβλητος 2 ήταν καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους διευθυντής και μέτοχος των Εφεσίβλητων 1 οι οποίοι ασχολούνταν ανάμεσα σε άλλα με τη διανομή του ενεργειακού ποτού Red Bull στην Κύπρο («το ενεργειακό ποτό»). Η διανομή του ενεργειακού ποτού τούς είχε ανατεθεί από την Αυστριακή εταιρεία Red Bull GmbΗ («η Red Bull»). Η συνεργασία μεταξύ Εφεσίβλητων 1 και Red Bull άρχισε το 1998 και τερματίστηκε το 2007 με πρωτοβουλία της τελευταίας («η συνεργασία»). Την 7.12.07 η Red Bull απέστειλε προς τους Εφεσίβλητους 1 επιστολή με την οποία τούς ανακοίνωνε την απόφαση της για τερματισμό τής συνεργασίας.
Περί τις αρχές 2008, ο Εφεσίβλητος 2 παρέλαβε από υπεύθυνο της Red Bull (κάποιον Alessandro Angelon), μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερομηνίας 13.3.08 (Τεκμήριο 6), ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο είχε αποσταλεί προς την Red Bull από τον Εφεσείοντα που ήταν ο «. brand manager .» της Red Bull («το δημοσίευμα»).
Το δημοσίευμα έγραφε:
«Good morning,
For historic and reporting reasons I need the attached report for the months of December, January, February and of course the coming months.
Also it would be very usefull to have the latest visibility master plan. As I have already told you lots of fridges have disappeared from the market after orders from Pitsillides (Andreas can confirm that). It will be very usefull to have the master plan in order to be able to track our posm and shelf space.
Also from the last two months the sales report is missing but is of no importance for me.
History of sales per outlet could be useful but I doubt it that he would give it to us.
Regards,
Antonis».
Αποτέλεσε εκδοχή των Εφεσίβλητων ότι το δημοσίευμα εμπεριέχει ψευδείς, ανυπόστατους, κακοήθεις και κακόβουλους υπαινιγμούς πως ο Εφεσίβλητος 2 (ή οι υπάλληλοι των Εφεσίβλητων 1), έκλεψαν ψυγεία της Red Bull, κλονίζοντας έτσι τη φήμη, εικόνα, εκτόπισμα και επαγγελματική υπόσταση αμφοτέρων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του - ήτοι τον Εφεσίβλητο 2, τον Εφεσείοντα και τον Αντρέα Ηλία/ΜΥ2 («ο ΜΥ2»), αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2, απορρίπτοντας εκείνη του Εφεσείοντα και του ΜΥ2.
Διατυπώνοντας τα ευρήματα του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τούς Εφεσίβλητους 1 και τον Εφεσίβλητο 2 («οι Εφεσίβλητοι») και ότι οι ενέργειες του Εφεσείοντα δεν χαρακτηρίζονταν από εντιμότητα αλλά από κακοβουλία και κακοπιστία όπως και από προσπάθεια ατεκμηρίωτης υπόσκαψης του Εφεσίβλητου 2.
Ύστερα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτιμώντας, ως κατέγραψε, τα στοιχεία που του τέθηκαν, επιδίκασε €5.000,00 για έκαστο των Εφεσίβλητων ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση για τη δυσφήμιση, θεωρώντας συνάμα πως δεν συνέτρεχαν λόγοι για απόδοση τιμωρητικών ή και παραδειγματικών αποζημιώσεων, αφού «. η κακοβουλία και η κακεντρέχεια του ενάγοντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων .».
Ο Εφεσείων αντιτίθεται στην Πρωτόδικη Απόφαση με τρεις λόγους έφεσης, υποστηρίζοντας πως η πρωτόδικη κρίση απέρρευσε από πλάνη, παρερμηνεία και λανθασμένη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, νομολογίας, ευρωπαϊκών κανονισμών και οδηγιών, όπως «. συγκεκριμένα αλλά όχι περιοριστικά της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2000/31/ΕC .» (λόγος έφεσης 1), προβαίνοντας το Πρωτόδικο Δικαστήριο και σε «. εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας .» δίχως να συνεκτιμά «. ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας .» ή συνεκτιμώντας «. επουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας .», με αποτέλεσμα να κατασταλάξει «. σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα που είχε ενώπιον του .» (λόγος έφεσης 2), αποτυγχάνοντας τελικώς να αιτιολογήσει επαρκώς και δεόντως την απόφαση και ευρήματα του (λόγος έφεσης 3).
Αξιολογήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και τα επιμελή (και λεπτομερή) περιγράμματα των ευπαίδευτων δικηγόρων (μετά των γραπτών και προφορικών διευκρινήσεων στην ακρόαση), τα οποία είχαν ως επίκεντρο, με διαφορετική στόχευση, την (εκτενή) αιτιολογία που συνοδεύει τους λόγους έφεσης.
Θα εξετάσουμε πρώτα, και σωρευτικώς, τους λόγους έφεσης 2 και 3 (που αφορούν στη μαρτυριακή αξιολόγηση και την αιτιολογία της), και ακολούθως, ξεχωριστά, τον λόγο έφεσης 1 (ως προς το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο).
Εννοείται, πως σε κάποιες πτυχές δυνατόν, ένεκεν του περιεχομένου τους, να παρατηρηθεί αλληλοεπικάλυψη θεματολογίας στους λόγους έφεσης.
Με τον λόγο έφεσης 2 - ο οποίος επικουρείται από αιτιολογία έκτασης 21 χωριστών υποπαραγράφων (α-υ) στην Ειδοποίηση Εφέσεως («το εφετήριο») - και τον λόγο έφεσης 3 (με τις συναρτώμενες επεξηγήσεις να περιλαμβάνονται στις υποπαραγράφους (α)-(ζ) στο εφετήριο), ο Εφεσείων λέγει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λάθεψε κατ' ουσία σε κάθε σχεδόν εξωτερίκευση του αξιολογικού του έργου.
Προς τούτο, ο Εφεσείων παρέθεσε σειρά ισχυρισμών και αποσπασμάτων από τα πρακτικά (με την ανάπτυξη τους να δομείται κυρίως στις σελίδες 27-59 του περιγράμματος αγόρευσης).
Εξετάσαμε με περισσή προσοχή τις θέσεις του Εφεσείοντα σε συνάρτηση προς τη δοθείσα έγγραφη και προφορική μαρτυρία (αλλά και δικογραφία) - όπως ασφαλώς και τον αντίστοιχο αντίλογο των Εφεσίβλητων (στις σελίδες 18-25 του περιγράμματος τους) - καταλήγοντας ότι ο Εφεσείων, που ήταν και επωμισμένος με το βάρος να πείσει για τους περί ων ο λόγος ισχυρισμούς, δεν κατόρθωσε να το αποσείσει.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε τη μαρτυρία εντός των εξουσιών του, έχοντας βεβαίως και τη μεγάλη ευθύνη για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων και ευρισκόμενο σε πλεονεκτική θέση για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων βλέποντας και ακούγοντας τους ενώ κατέθεταν από το εδώλιο (Αψερός ν. Παρασκευόπουλος, Π.Ε. 17/15, ημ. 29.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A114, Γεωργιάδη και Άλλων ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 376/14, ημ. 16.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A90).
Δεν διαπιστώνουμε αξιολογικό ολίσθημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι συναφείς εισηγήσεις εκ πλευράς Εφεσείοντα, μολονότι αναπτύχθηκαν εμπεριστατωμένα στο γραπτό περίγραμμα, προσέγγισαν τη μαρτυρία άλλοτε μικροσκοπικά και άλλες φορές διά υπόδειξης επουσιωδών ανακολουθιών ανάγοντες τις σε ουσιώδεις αντιφάσεις, συγχρωτίζοντας συν τω χρόνω - και κακώς εν τίνι τρόπω (Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 21/22, ημ. 27.3.23, ECLI:CY:AD:2023:B109) - τη δική τους υποκειμενική (δικηγορική) εντύπωση ως προς το πώς θα έπρεπε να γινόταν η δικαστική αξιολόγηση.
Για παράδειγμα, κατά τα πρωτόδικα ευρήματα ο Εφεσείων αυτοαναιρήθηκε στην αντεξέταση και για τη δήλωση του ότι δεν είχε διαπιστώσει πως είχε γίνει αφαίρεση ψυγείων από τους Εφεσίβλητους 1, ισχυριζόμενος ότι ερεύνησε το θέμα και εντόπισε πως μερικές φορές πωλητές των Εφεσίβλητων 1 επισκέφθηκαν τούς χώρους όπου βρίσκονταν τα ψυγεία και τα ζήτησαν με δύο κάτοχους των υποστατικών να αρνούνται κιόλας να τα παραδώσουν. Σε άλλο στάδιο της μαρτυρίας του, ο μάρτυς, ως επιτίμησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είπε ότι είχε διακρίνει κάποιες περιπτώσεις στη Λεμεσό όπου «έλειπαν» ψυγεία, κρίνοντας εντούτοις σκόπιμο να μην δώσει συνέχεια στο θέμα διά καταγγελίας στην Αστυνομία.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κατά νουν όλη τη μαρτυρία, απέληξε ότι μετά από τον τερματισμό της συνεργασίας, οι Εφεσίβλητοι 1 συνέχιζαν να πουλούν τα προϊόντα της Red Bull για περίοδο έξι περίπου μηνών, ενόσω τα ψυγεία τής τελευταίας κατέχονταν και ελέγχονταν από τους Εφεσίβλητους 1.
Απέγραψε επίσης ότι καμιά θετική μαρτυρία δόθηκε πως κατά τη χρονική περίοδο των έξι μηνών είχαν αφαιρεθεί από τους Εφεσίβλητους 1 ψυγεία από τα σημεία πώλησης των ενεργειακών ποτών.
Πραγματευόμενο τη θεματική, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και τα εξής για τη μαρτυρία του Εφεσείοντα:
«..................................
Η μόνη μαρτυρία ήταν αυτή του εναγομένου, η οποία ήταν αντιφατική και στερείται σοβαρότητας. Ενώ στη γραπτή δήλωσή του, παράγραφο 11, αναφέρει ρητά ότι δεν είχε «διεξάγει» οποιαδήποτε συμπεράσματα για το ποιος αφαίρεσε τα ψυγεία ή ότι πράγματι αφαιρέθηκαν ψυγεία, καταθέτοντας ενόρκως στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η έρευνα που διεξήγαγε κατέδειξε ότι έγιναν προσπάθειες εκ μέρους της ενάγουσας αφαίρεσης ψυγείων. Η μαρτυρία του συγκεκριμένου προσώπου, σε σχέση με το θέμα των ψυγείων και των λόγων που τον οδήγησαν να αποστείλει την επίδικη επιστολή, στερείτο συνοχής, γεγονός που επεσήμανα και πιο πάνω κατά την παράθεση της μαρτυρίας του. Πέραν τούτου, προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ότι ενώ ο ενάγοντας τον διέβαλλε σε τρίτους και τον κατηγορούσε ότι δωροδοκήθηκε από την Cosmo Trading Ltd, ενώ αρνείτο να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, ακόμη και επαγγελματική, ο ίδιος δικαιολογούσε τη συμπεριφορά του και την απέδιδε στην πικρία που ένοιωθε λόγω του τερματισμού της συνεργασίας με τη Red Bull. Η εικόνα που προσπάθησε να δώσει στο Δικαστήριο, ήτοι του ανεπηρέαστου και ακεραίου προσώπου που δεν εχθρευόταν τον ενάγοντα αλλά, αντιθέτως, ένοιωθε οίκτο γι΄ αυτόν λόγω της κατάστασης που περιήλθε, δεν με πείθει. Εντύπωση μου έκανε ότι θυμόταν, κατά λέξη, τις φράσεις που του είχε αναφέρει ο ενάγοντας, που καθόλου κολακευτικές ήταν για το πρόσωπό του, τις οποίες έκρινε σκόπιμο να επαναλάβει και στο Δικαστήριο.
...................................».
Δεν βλέπουμε πεδίο ανατροπής τής εν λόγω κρίσης αφού ο Εφεσείων δεν κατάφερε να τεκμηριώσει απόκλιση από τη δικαστική εφαρμογή των περί μαρτυριακής αξιολόγησης αρχών που θυμίσαμε λίγο πριν.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέταξε ως πτωχή και τη μαρτυριακή εικόνα του ΜΥ2 διότι, ως παρατήρησε, τούτος απέβλεπε στο να πείσει πως υπήρξε ανεξάρτητος ως μάρτυς αφού «. εκτιμούσε και σεβόταν πολύ τον ενάγοντα .» αφού ήταν εκείνος που τον βοήθησε να αναδειχθεί επαγγελματικά.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε και τα πιο κάτω για τον ΜΥ2:
«..................................
Οι ισχυρισμοί του δεν με πείθουν. Με βάση τη δική του μαρτυρία, προκύπτει ότι με την πρώτη δυσκολία, σε μια περίοδο που ο ενάγοντας τον είχε πραγματικά ανάγκη, αυτός τον εγκατέλειψε. Λίγες μόνο μέρες μετά την αποστολή της επιστολής τερματισμού της συνεργασίας, ο μάρτυρας, έχοντας ως μοναδικό γνώμονα το δικό του συμφέρον και παραγνωρίζοντας τη σχέση του με τον ενάγοντα, σχέση «πατέρα-γιου», ως την περιέγραψε ο ίδιος, υπέβαλε την παραίτησή του και εργοδοτήθηκε από τη Red Bull.
Η εικόνα που σχημάτισα ήταν ότι ο μάρτυρας ήλθε στο Δικαστήριο, όχι για να πει την αλήθεια, αλλά για να υποστηρίξει τη μαρτυρία του εναγομένου με τον οποίο συνδεόταν επαγγελματικά. Παρουσίασε τον ενάγοντα ως άτομο αλλόφρων, που μετά την παραλαβή της επιστολής τερματισμού η μοναδική του έγνοια ήταν να παρεμβάλει εμπόδια στην εμπορία του προϊόντος Red Bull και «να πάρει την εκδίκησή του». Εκείνη την περίοδο, ο μόνος που τον συγκρατούσε ήταν ο μάρτυρας, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο. Ήταν φυσικό ο ενάγοντα να ήταν πικραμένος, στενοχωρημένος και απογοητευμένος μετά τη διακοπή του τερματισμού, απορρίπτω όμως ότι ήταν εκδικητικός, ως προσπάθησε να τον παρουσιάσει ο μάρτυρας. Επισημαίνω ότι την ίδια εικόνα είχε προσπαθήσει να μεταφέρει και ο εναγόμενος στη διοίκηση της Red Bull, ήτοι ότι ο ενάγοντας προσπαθούσε να παρεμβάλει εμπόδια με την επίδικη επιστολή. Αξιοπερίεργο δε βρίσκω και το γεγονός ότι και οι δύο στη γραπτή τους δήλωση περιγράφουν με τις ίδιες ακριβώς λέξεις τις οδηγίες που δήθεν ο ενάγοντας έδωσε στον Αντρέα Ηλία, να «αφαιρέσει» τα ψυγεία και να σταματήσει «να καταναλώνει προϊόντα Red Bull!" Χαρακτηριστικό δε είναι ότι και στις δύο δηλώσεις, μετά την ολοκλήρωση των πιο πάνω προτάσεων, υπάρχει θαυμαστικό. Τα πιο πάνω με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία τους ήταν το αποτέλεσμα συνεννόησης που είχαν προηγουμένως μεταξύ τους.
Πέραν τούτου, παρατηρώ ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 στερείτο συνοχής σε σχέση με τα ουσιώδη σημεία και συγκεκριμένα κατά πόσο είχαν χαθεί ψυγεία της Red Bull μετά που αυτός αποχώρησε από την ενάγουσα εταιρεία. Ενώ αρχικά ανάφερε ότι «χάθηκαν, χάνονταν συνεχώς, χάνονταν καθημερινά», στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο είχαν χαθεί ή όχι ψυγεία.
..................................».
Ούτε και στην περίπτωση του ΜΥ2 υπάρχει πεδίο ανατροπής.
Και η δική του αξιολόγηση, υπήρξε αδιάθλαστη.
Κάτι τελευταίο για την ενότητα αυτή.
Αν ήταν να προσθέταμε κάτι για την εν γένει πρωτόδικη αξιολόγηση, αυτό θα απτόταν τής τοποθέτησης εκ μέρους του Εφεσείοντα (υπό την αιτιολογία (β) στο εφετήριο), πως οι αναφορές της ευπαίδευτης Προέδρου για τις συνθήκες τερματισμού τής συνεργασίας ήσαν (κατά τη θέση του) «. άσχετες με τα επίδικα θέματα .».
Δεν ήσαν άσχετες.
Αυτό γιατί - κατά το απαύγασμα της ισχύουσας νομολογίας - το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, καθηκόντως (ως εκ των γεγονότων και επίμαχων θεμάτων), να αντικρύσει την ολότητα των γεγονότων, λέξεων και φράσεων, ώστε να ερμηνεύσει το δημοσίευμα περί ου η αξίωση. Αυτό, αφού, το αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, κρίνεται από το Δικαστήριο και αποφασίζεται κατά κανόνα ως ζήτημα πραγματικό με απόδοση (στις λέξεις ή φράσεις), της συνήθους φυσικής τους έννοιας, με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη. Δεν έχει σημασία το κατά πόσον ένας αναγνώστης ή ακόμη και ο ίδιος ο ενάγων, δυνατόν να θεωρήσει το δημοσίευμα δυσφημιστικό, ούτε ομοίως και η μαρτυρία που τυχόν δίδεται για το πώς ένα δημοσίευμα έγινε αντιληπτό σε σχέση προς το νόημα και τη γενική του έννοια. Ο ενάγων δεν μπορεί να αποδώσει ο ίδιος δυσφημιστική έννοια στο δημοσίευμα και να θεωρήσει τον εαυτό του θιγμένο, αν το κείμενο είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά τη δικαστική εξέταση τού κειμένου συνεκτιμάται η ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων και το όλον περιεχόμενο του, με αναφορά στον χρόνο και τόπο του δημοσιεύματος καθώς και στην κοινή γνώμη για το θέμα, με την επισήμανση, ότι κάποια μομφή ίσως να είναι δυσφημιστική ασχέτως αν γίνεται πιστευτή από αυτούς στους οποίους δημοσιοποιείται. Είναι πιθανό η μια ή η άλλη διατύπωση σε ένα κείμενο να θεωρείται δυσφημιστική ενώ να υπάρχουν εκεί και άλλες φράσεις ή προτάσεις που να απομακρύνουν από την πρώτη εντύπωση (Κυριάκου και Άλλου ν. Λουκαΐδη, Π.Ε. 103/14, ημ. 18.12.20, ECLI:CY:AD:2020:A450, Ο Φιλελεύθερος Λτδ ν. Γεωργιάδη και Άλλων (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1621, ECLI:CY:AD:2014:A541, 1644-1648, Δρουσιώτης ν. Παπαδόπουλου (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 102, 108, Γαληνιώτης ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας και Άλλων (2011) 1 Α.Α.Δ. 474, 485-488).
Δεν υφίσταται λόγος εφετειακής παρέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση.
Μήτε και στα απολύτως αιτιολογημένα πρωτόδικα ευρήματα.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Με τον λόγο έφεσης 1 - και στην έκταση που εκφάνσεις του συνεχίζουν να παραμένουν άσειστες κατόπιν της κατάληξης μας για τους λόγους έφεσης 2 και 3 - o Εφεσείων προέβαλε διάφορες μομφές για την πρωτόδικη νομική ανάλυση.
Αυτές - εκτός από τα διευκρινιστικά σημειώματα που κατέθεσαν (όπως και οι Εφεσίβλητοι) στην ακρόαση της έφεσης - εκτείνονται κατά κύριο λόγο στις σελίδες 6-27 του περιγράμματος τους (με τις ανταπαντήσεις των Εφεσίβλητων να αναπτύσσονται στις σελίδες 2-18 τού δικού τους περιγράμματος).
Εκ των βασικών θέσεων του Εφεσείοντα είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για Ορισμένες Νομικές Πτυχές των Υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας, ιδίως του Ηλεκτρονικού Εμπορίου, στην Εσωτερική Αγορά («η Οδηγία 2000/31/ΕΚ»), θεωρώντας - άστοχα (κατά το περίγραμμα του Εφεσείοντα) - «. πως η διαδικτυακή δυσφήμηση στα πλαίσια εκτέλεσης μιας εργασίας εμπίπτει στο αστικό αδίκημα δυσφήμησης .».
Προς στοιχειοθέτηση τής υπό συζήτηση άποψης, ο Εφεσείων επικαλέστηκε (πρωτοδίκως) την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Παπασάββα ν. Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ και Άλλων, Αρ. Αγωγής 9493/10, ημ. 27.3.13 («η Αγωγή 9493/10»), με την οποία διατάχθηκε η παραπομπή ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») για την έκδοση προδικαστικής απόφασης επί διαφόρων θεμάτων εν σχέσει και με το «. κατά πόσον η Οδηγία 2000/31/ΕΚ επεκτείνεται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης .».
Δεν μας βρίσκουν συγκλίνοντες οι τοποθετήσεις του Εφεσείοντα.
Έχει κριθεί από το ΔΕΕ (επί της προδικαστικής παραπομπής στην Αγωγή 9493/10), ότι η εφαρμογή καθεστώτος αστικής ευθύνης για δυσφήμηση δεν αντίκειται στην Οδηγία 2000/32/ΕΚ (Papasavvas v. O Phileleftheros Dimosia Etairia Ltd and Others [2014] EUECJ C-291/13 (11 September 2014)).
Επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε, σωστά, τη συγκεκριμένη υπερασπιστική εκδοχή του Εφεσείοντα - ως διατυπώνεται στην Παράγραφο 4.ε της Έκθεσης Υπεράσπισης - ότι «. η δημοσίευση ήταν προνομιούχα και/ή έγινε καλή τη πίστη και αποτελεί μία δραστηριότητα προ εκπλήρωση των εργασιακών του καθηκόντων και προάσπιση των συμφερόντων της εργοδότριας Εταιρείας», καταγράφοντας, με προσήκουσα κατανόηση του σκεπτικού που αντλείται από τις αρχές της αφορώσας νομολογίας, πως:
«..................................Αλληλογραφία μεταξύ προσώπων που έχουν κοινό συμφέρον, η οποία γίνεται καλόπιστα, θεωρείται προνομιούχα, υπό επιφύλαξη, καθότι γίνεται για το δημόσιο συμφέρον, ανεξαρτήτως αν αυτή περιέχει δυσφημιστικά σχόλια. Ως αναφέρεται χαρακτηριστικά από το Λόρδο Campbell C.J. στην καθοδηγητική Αγγλική απόφαση Hamson v. Bush [sic]: [1]
«A communication bona fide made [sic]upon any subject-matter in which the party communicating has an interest is privileged, if made to a person having a corresponding interest or duty, although it contains criminating matter which, without the privilege, would be slanderous and actionable.»
..................................».
Εύστοχα προσέτι έθιξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πως «... [α]παραίτητη προυπόθεση για να θεωρηθεί ότι κάποιο δημοσίευμα είναι προνομιούχο υπό επιφύλαξη, είναι να μην έχει γίνει κακόπιστα, δηλαδή το πρόσωπο που προέβη στη δημοσίευση να μην οδηγήθηκε από αλλότρια κίνητρα ή γνωρίζοντας ότι η αναφορά του ήταν ψευδής ή να επέδειξε πλήρη αδιαφορία να εξετάσει προηγουμένως κατά πόσο η αναφορά του στηριζόταν σε πραγματικά γεγονότα .».
Η πρωτόδικη τούτη προσέγγιση συνάδει και με επίκαιρη νομολογία επί του θέματος (Λεωνίδου και Άλλων ν. Κυριάκου και Άλλων, Π.Ε. 305/13, ημ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A353).
Έπειτα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας ορθολογική μεθοδολογία, αξιολόγησε τις ενέργειες του Εφεσείοντα, αποφαινόμενο ότι αυτές ήσαν κακόπιστες, λέγοντας επί τούτω πως:
«..................................Στην υπό κρίση υπόθεση οι ενέργειες του εναγομένου δεν χαρακτηρίζονται από εντιμότητα, αντιθέτως η εικόνα που σχημάτισε το Δικαστήριο ήταν ότι αυτός ενήργησε κακόβουλα και κακόπιστα και προσπάθησε να υποσκάψει τον ενάγοντα, χωρίς να έχει οποιαδήποτε στοιχεία που να υποστηρίζουν τις δηλώσεις του. Οι λόγοι που ενήργησε με το συγκεκριμένο τρόπο είναι προφανείς, πληροφορήθηκε από τρίτους ότι ο ενάγοντας τον κατηγορούσε ότι δωροδοκήθηκε από την Cosmos Trading Ltd και θεώρησε σκόπιμο να ενεργήσει και ο ίδιος με τον ίδιο τρόπο, ήτοι να κατηγορήσει τον ενάγοντα στους πρώην συνεργάτες του ότι δήθεν «εξαφάνισε» πολλά ψυγεία της εταιρείας, κατηγορία που δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε γεγονότα και την οποία ο ίδιος ο εναγόμενος δεν θεωρούσε ότι ανταποκρινόταν στην αλήθεια.
Με το πιο πάνω δημοσίευμα, αποδίδεται στον ενάγοντα ανέντιμη, εξευτελιστική και καθόλου επαγγελματική συμπεριφορά. Τον παρουσιάζει ως το άτομο που έδωσε οδηγίες για να εξαφανιστούν τα ψυγεία, ιδιοκτησία της Red Bull, και με τον τρόπο αυτό να παρεμβάλει μεγάλα εμπόδια στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της τελευταίας.
Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση το δυσφημιστικό δημοσίευμα να είναι αντιληπτό ότι αναφέρεται στον ενάγοντα Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγοντες είναι δύο, η εταιρεία και ο διευθυντής της Παναγιώτης Πιτσιλλίδης. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα είχε αντίκτυπο και στην ενάγουσα εταιρεία, εφόσον δεν γίνεται αναφορά στο όνομά της. Οι αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιες περιπτώσεις συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Gatley on Libel:[2]
«A company cannot, therefore, maintain an action for defamation in respect or words which reflect solely upon its individual officers or members and not upon the company itself. To take an extreme case, a trading company could clearly have no action in respect of a statement imputing sexual promiscuity to its managing director or alleging that he had murdered his wife. Where the imputation concerns a "business" matter more difficult questions of degree will arise but the extent to which the person directly defamed controls the company and can therefore be regarded as its alter ego will be relevant consideration"
..................................».
Η ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου διαρθρώθηκε (μεταξύ άλλων), και ως το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης, όπου ο Εφεσείων (στην παράγραφο 4β), ισχυρίστηκε ότι το δημοσίευμα «... δεν περιέχει κανένα υπαινιγμό ...» κατά των Εφεσίβλητων, και πως αποκλειστική επιδίωξη του ήταν η ενημέρωση της Red Bull για την πραγματική κατάσταση στην Κυπριακή αγορά για τα ενεργειακά ποτά τη δεδομένη στιγμή, προκειμένου (η Red Bull) να πράξει τα δέοντα προς προάσπιση των συμφερόντων της.
Παρεμβάλλουμε - εξ αφορμής της αιτιολογίας (δ) και (ε) στο εφετήριο - πως οι Εφεσίβλητοι δεν δικογράφησαν στην Έκθεση Απαίτησης κάτι περί ψευδο-υπαινιγμού (false innuendo), ως διατείνεται ο Εφεσείων, έτσι που να μπορούσε τούτος να αντιτάξει θεμιτώς αν ήθελε - που δεν το έκανε έτσι κι αλλιώς - κάτι συναφές στην Έκθεση Υπεράσπισης, με ύστερη την όποια λογική προσδοκία εφετειακής επιτυχίας.
Εκείνο που δικογράφησαν οι Εφεσίβλητοι ήταν ο νομικός υπαινιγμός (legal innuendo), με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδίδεται καταλλήλως στην αποτίμηση τής βαρύτητας του για ό,τι απασχολούσε, και όχι με τον κατ' ισχυρισμό ψευδο-υπαινιγμό/false innuendo που αποτελεί και διαφορετικό αίτιο αγωγής (βλ. κατ' αναλογία, Ατταλίδης ν. Ροδούλη (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1690, 1697, Εκδόσεις Αρκτίνος Λίμιτεδ και Άλλων ν. Στέλικου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 949, 956-959, Ηνωμένη Εκδοτική Εταιρεία Δίας Λτδ ν. Χατζηκώστα (1990) 1 Α.Α.Δ. 244, 250-255, Bullen and Leake, and Jacobs, Precedents of Pleadings (13η έκδοση, 1990), σελίδες 624-625).
Παρόμοια, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, ισχύουν και για την πρόταξη του Εφεσείοντα στην αιτιολογία (β) και (γ) στο εφετήριο, για τα περί φερόμενης παράλειψης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να «... λάβει υπόψη.» το (κατά βάσιν αμερικανικής δικαιοδοτικής προέλευσης) «... intra-corporate immunity doctrine in defamation .», το οποίο παρεμπιπτόντως δεν φαίνεται να τυγχάνει και οριζόντιας (κοινώς αποδεκτής) εφαρμογής στις Αμερικανικές Πολιτείες (Gatley on Libel and Slander (13η έκδοση, 2022), παράγραφος 7-016).
Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θα ήταν λελογισμένο (και επιτρεπτό) να εισχωρήσουμε εφετειακώς στις προειρημένες τούτες προβληματικές (Δήμος Λάρνακας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Π.Ε.187/17, ημ. 24.2.23, ECLI:CY:AD:2023:A68).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ως είδαμε κατά τη εξέταση του λόγου έφεσης 2) - και σε αντίθεση με τις απόψεις του Εφεσείοντα - ερμήνευσε πρεπόντως το δημοσίευμα κατά τη φυσική και κοινή αντικειμενική του σημασία, λέγοντας:
«.....................................................................................................................
Κατά πόσο η πιο πάνω αναφορά είναι δυσφημιστική ή όχι είναι θέμα πραγματικό και όχι νομικό, το οποίο εξετάζεται με βάση τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Η επίδικη επιστολή αποστάληκε, ως αναφέρω και πιο πάνω, λίγους μήνες μετά την αποστολή της ειδοποίησης τερματισμού της συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών και την ανάθεση διανομής των προϊόντων Red Bull σε κάποια τρίτη εταιρεία. Η αναφορά του εναγομένου σε εξαφάνιση μεγάλου αριθμού ψυγείων μετά από οδηγίες του ενάγοντα, επιδέχεται, υπό τις συνθήκες που επκρατούσαν τότε, μόνο μιας ερμηνείας, ήτοι ότι ο ενάγοντας ενεργώντας δολίως, χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα επί των πιο πάνω αντικειμένων και χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως τη συγκατάθεση του νόμιμου ιδιοκτήτη, μετέφερε τα εν λόγω αντικείμενα σε άγνωστο χώρο. Πρόκειται για μομφή εναντίον του ενάγοντα, του αποδίδεται ανάρμοστη, ανέντιμη, εκδικητική συμπεριφορά η οποία δεν αρμόζει βέβαια καθόλου στο διευθυντή και ιδιοκτήτη μιας επιχείρησης. Συμφωνώ με τη θέση του ενάγοντα ότι η πιο πάνω αναφορά πλήττει την επαγγελματική του εικόνα και τη φήμη του.
....................................................................................................................».
Για τα περί της ευθύνης του Εφεσείοντα έναντι (και) των Εφεσίβλητων 1, το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε τα ακόλουθα:
«...................................
Στη συγκεκριμένη υπόθεση το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε τα ψυγεία της Red Bull και τη συμπεριφορά του διευθυντή και ιδιοκτήτη της ενάγουσας εταιρείας σε σχέση με τα ψυγεία αυτά. Η σχέση της ενάγουσας εταιρείας με τα ψυγεία ήταν άμεση καθότι τα ψυγεία ήταν απαραίτητος εξοπλισμός για την εμπορία των προϊόντων Red Bull. Διαφορετική θα ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου αν το δημοσίευμα αφορούσε κάποιο άλλο θέμα άσχετο με την ενάγουσα και τη Red Bull, αν για παράδειγμα ο ενάγοντας κατηγορείτο ότι είχε «εξαφανίσει» κάποιο κόσμημα ή ότι είχε παράνομα επιτεθεί εναντίον κάποιου προσώπου. Οι πιο πάνω ενέργειες δεν θα μπορούσαν να συσχετιστούν με οποιοδήποτε τρόπο με τις εμπορικές δοσοληψίες της ενάγουσας εταιρείας και δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη φήμη της. Το επίδικο δημοσίευμα όμως, ως αναλύω αμέσως πιο πάνω, έχει άμεσο αντίκτυπο στην ενάγουσα εταιρεία και ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό ότι η επίδικη αναφορά αφορούσε και αυτή.
..................................».
Οι ως άνω πρωτόδικες καταλήξεις, έχοντας στο μυαλό και τα αντίστοιχα ευρήματα, συναρμόζονται αρμονικά με τις εφαρμοζόμενες νομολογιακές αρχές, ως ήδη τις έχουμε συγκαταλέξει στο σκεπτικό μας.
Παρενθέτουμε - εξαιτίας νύξεων στο αιτιολογικό (δ) τού εφετηρίου - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναμενόταν (ως περί του αντιθέτου αποσαφήνισαν οι δικηγόροι του Εφεσείοντα στις σελίδες 7-9 τού περιγράμματος τους), να ερμηνεύσει την αποδιδόμενη από τον Εφεσείοντα κλοπή στον Εφεσίβλητο 2 κατά τρόπο ώστε να αποφανθεί τούτο και επί της εν τοις πράγμασι συντρέχειας των συστατικών στοιχείων τού αδικήματος της κλοπής δυνάμει του Άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Δεν είναι τούτο το μέτρο για κατάταξη δημοσιεύματος ως δυσφημιστικού.
Το μέτρο είναι, ως προείπαμε (επιλαμβανόμενοι των λόγων έφεσης 2 και 3), εκείνο του μέσου λογικού πολίτη δίχως να είναι ανάγκη να αποδεικνύονται με ακρίβεια όσα συναπαρτίζουν την αναλυόμενη διαγωγή (Δρουσιώτης ν. Παπαδόπουλου (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 102, 112-113).
Αρκεί, στην κανονική πορεία των πραγμάτων - υπό την αίρεση πάντοτε της στάθμισης και εξισορρόπησης μεταξύ τού τεκμηρίου αθωότητας του ενάγοντα κατά το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και του επίσης θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης ως το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλων ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863, 1889-1890) - η ύπαρξη εύλογων αιτιών για να υποψιαστεί κανείς την εμπλοκή του ενάγοντα στα καταμαρτυρούμενα, ή βάσιμος λόγος για να διερωτηθεί τι έπραξε ο ενάγων (Ο Φιλελεύθερος Λτδ ν. Γεωργιάδη και Άλλων (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1621, ECLI:CY:AD:2014:A541, 1646-1647).
Ένεκα της απόληξης, οι υπόλοιπες αναφορές στον λόγο έφεσης 1 - στις οποίες δεν αναφερθήκανε άμεσα - συμπαρασύρονται ως εκ περιεχομένου και αντικειμένου, σε απόρριψη.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι, ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η Πρωτόδικη Απόφαση είναι ορθή στο σύνολο της από πάσης απόψεως.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα, συν ο ΦΠΑ (αν υπάρχει), επιδικάζονται εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσίβλητων 1 και 2, ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1]. Η ορθή αναφορά (σε μια μάλιστα ευκολότερα προσβάσιμη πηγή) είναι: Harrison v. Bush [1855] 119 E.R. 509, με την επακριβή περικοπή να διαβάζει: «A communication made bona fide upon any subject matter in which the party communicating has an interest, or in reference to which he has a duty, is privileged, if made to a person having a corresponding interest or duty, although it contains criminatory matter which, without this privilege, would be slanderous and actionable» (η υπογράμμιση είναι δική μας).
[2] Η πρωτόδικη παραπομπή αναφέρεται στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (10η έκδοση, 2004), παράγραφος 8.17. Παρόμοια αναφορά εντοπίζεται και στην 13η έκδοση (2022) τού εν λόγω συγγράμματος), στην παράγραφο 9-017.