ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
YIOLA A. SKALIOTOU ν. CHRISTOFOROS PELEKANOS (1976) 1 CLR 251
Ψηλογένη Γεωργία και Άλλοι ν. Νέας Συνεργατικής Εταιρείας Πάνω Πλατρών και Άλλου (2004) 1 ΑΑΔ 243
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Έλλης Σταυρινού (2005) 1 ΑΑΔ 1390
Σταύρος Α. Σταύρου Λτδ (Οικοδομικές Επιχειρήσεις) ν. Άντρου Τυλλή και Άλλης (2007) 1 ΑΑΔ 1172
Γρηγορίου Γεώργιος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 22/1985 - Ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος του 1985
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A186
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 312/2014)
4 Mαΐου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 4
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 21/1/2019
1. ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΡΑΣΑΡΗ
2. ΧΑΡΟΥΛΛΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
3. ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
4. ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΑΝΝΗ
5. ΕΛΕΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
6. ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
7. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΑΝΝΗ
Εφεσείοντες,
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης.
....
Ολ. Λάμπρου (κα) για Α. Θ. Μαθηκολώνη, για τους εφεσείοντες
Χ. Μαμαντόπουλος για Σ. Μαμαντόπουλος & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη και για Υπηρεσία Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών,
Δ. Καλλής, για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τον Διαιτητή
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Με γενική αίτηση (αρ. 1932/12) που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η απόφαση της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, οι εφεσείοντες επιζητούσαν έκδοση αριθμού διαταγμάτων, ώστε να απαγορευθεί η συνέχιση διαιτησίας που είχεν ήδη ξεκινήσει, να ακυρωθεί το συνυποσχετικό παραπομπής σε διαιτησία να ανακηρυχθεί η διαδικασία διαιτησίας άκυρη και να απομακρυνθεί ο διαιτητής.
Η Αίτηση είχεν επιδοθεί, τόσο στην εφεσίβλητη (καθ' ης η αίτηση 1) όσο και στην Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών Λευκωσία και στο Διαιτητή Στέλιο Παπααλεξάνδρου (καθ' ων η αίτηση 2 και 3 αντίστοιχα) οι οποίοι και έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία. Στα ίδια πρόσωπα επιδόθηκε και η κρινόμενη έφεση, στην οποία επίσης λαμβάνουν μέρος.
Τα γεγονότα όπως αδιαμφισβήτητα αναδεικνύονται από την εκκαλούμενη απόφαση ακολουθούν.
Η εφεσείουσα 1 είχε συνάψει δάνειο ΛΚ10.000 δυνάμει σχετικής συμφωνίας (τεκμ. 1 ένορκης δήλωσης ένστασης, ημερ. 19/4/2007) από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λευκωσίας Λτδ. (στο εξής ΣΠΙ) το οποίο διαδέχθηκε η εφεσίβλητη εταιρεία.
Την πιστή τήρηση των όρων αποπληρωμής του δανείου εγγυήθηκαν οι λοιποί εφεσείοντες με συμφωνία εγγυήσεως (τεκμ. 2 ένορκης δήλωσης ένστασης) την οποίαν αυθημερόν υπέγραψαν.
Στις 4/5/2012 επιδόθηκε στους εφεσείοντες ειδοποίηση με την οποίαν εκαλούντο να παραστούν σε επικείμενη διαδικασία διαιτησίας, στις 8/6/2012 στα γραφεία του ΣΠΙ.
Οι εφεσείοντες εμφανίστηκαν στη διαδικασία και εκπροσωπήθηκαν διά δικηγόρου, τον ίδιο που τους εκπροσώπησε στην πρωτόδικη διαδικασία της αίτησης. Διαιτητής είχε διοριστεί από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, ο καθ' ου η αίτηση 3.
Κατά την εμφάνιση στην ανωτέρω ημερομηνία δόθηκαν οδηγίες από τον Διαιτητή για καταχώρηση δικογράφων, στις οποίες οι διάδικοι συμμορφώθηκαν (τεκμ. 1 Αίτησης, σύνολο δικογράφων).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο "ημερομηνία σταθμός είναι η 28/9/2012" κατά την οποία η υπόθεση ήταν και πάλιν ορισμένη για οδηγίες. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο Διαιτητής όρισε τη διαιτησία για ακρόαση και έδωσε οδηγίες όπως αυτή διεξαχθεί με γραπτές αγορεύσεις. Ουδείς των παρισταμένων δικηγόρων των διαδίκων - περιλαμβανομένου εκείνου των εφεσειόντων - έφερε ένσταση στην οδηγίαν αυτήν. Αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο δεν αμφισβητείται με αυτούσιο λόγο έφεσης, πως ο Διαιτητής στις 28/9/2012 ρώτησε τα μέρη εάν επιθυμούσαν να προσκομίσουν οιανδήποτε μαρτυρία και αμφότεροι οι συνήγοροι δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να προσάξουν μαρτυρία. Αποτέλεσμα της αρνητικής θέσης των συνηγόρων στην προσαγωγή μαρτυρίας, ήταν ο προγραμματισμός/συνέχιση της ακρόασης με γραπτές αγορεύσεις. Προτού όμως παραστούν για συνέχιση της ακρόασης της διαιτησίας, παρεμβλήθηκε η επίδικη Αίτηση ημερ. 23/10/2012, στα πλαίσια της οποίας εξεδόθη μονομερώς, προσωρινό διάταγμα και η διαιτησία ανεστάλη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση των εφεσειόντων, οι οποίοι με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλουν αυτήν ως εσφαλμένη.
Με τον πρώτο λόγο οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι ο διορισμός διαιτητή σε διαδικασία που διέπεται από τις πρόνοιες του Ν. 22/1985 δεν προϋποθέτει τη συγκατάθεση των μερών σε σχέση με το διαιτητή που διορίζεται».
Ως αιτιολογία τούτου, επιχειρηματολόγησαν πως παρερμηνεύθηκε ο θεσμός 79(1) των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών 1987-2012 και επικαλέστηκαν την αναφορά στο σύγγραμμα Ηalsbury's Laws of England 4th ed. Reissue 2 p. 318, par. 656, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με παραπομπή σε ένα μόνο διαιτητή:
"If the arbitration agreement is silent as to the method of appointment of the single arbitrator both parties must reach agreement and obtain the consent of the person so chosen."
Επίκληση έγινε και της κάτωθι αναφοράς από το σύγγραμμα Russel on Arbitration 20th ed. P. 12:
"An appointment of an arbitrator by a party is not complete without communication thereof to the other party."
Η αντίθετη άποψη των συνηγόρων των εφεσιβλήτων, κινείται γύρω από τη θέση πως το συγκεκριμένο θέμα ρυθμίζεται από το σχετικό περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο 22/1985, Άρθρο 52 το οποίο καθορίζει τον τρόπο διορισμού διαιτητή, για τον οποίον δεν απαιτείται συγκατάθεση εκ μέρους των μερών.
Ανέφερε σχετικά επιλύοντας το θέμα τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«.. Η συμφωνία δανείου (τεκμ. 1 στην ένσταση) στον όρο 12 αναφέρει ότι:
Για τους σκοπούς εκτέλεσης του παρόντος εγγράφου, και των σχετιζομένων με αυτό, και τα δύο μέρη διακηρύσσουν ότι αποδέχονται τη διαδικασία της Διαιτησίας όπως προνοείται στον Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, χωρίς τούτο να αποκλείει το Δικαίωμα της Συνεργατικής να επιλέξει αντί διαιτησίας την παραπομπή του χρεώστη στα πολιτικά δικαστήρια και να λάβει οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα εναντίον του χρεώστη σε οποιοδήποτε δικαστήριο της Κύπρου ή άλλης χώρας.
Η δε σύμβαση εγγύησης στον όρο 1 αναφέρει ότι η συμφωνία δανείου καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης εγγυήσεως, ενώ στον όρο 16 της τελευταίας αναφέρεται ότι:
Τα μέρη συμφωνούν ότι σε περίπτωση που ασκηθούν δικαστικές ή διαιτητικές διαδικασίες εναντίον του Εγγυητή, θα αποτελεί αποκλειστική μαρτυρία (conclusive evidence) εναντίον του όσον αφορά το δυνάμει της Σύμβασης Δανείου οφειλόμενο προς το Ταμιευτήριο ποσό, πιστοποιητικό υπογραμμένο από οποιοδήποτε λειτουργό ή εξουσιοδοτημένο/ους υπάλληλο/ους του Ταμιευτηρίου.
Tα πιο πάνω δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ ΣΠΙ και αιτητών προνοεί για διαιτησία. Όπως δε λέχθηκε στην υπόθεση Skaliotou v. Ch. Pelekanos (1976) 1 C.L.R. 251, πρόσωπα που συμβάλλονται μπορούν να ενσωματώσουν στη συμφωνία που υπογράφουν και όρο ότι τυχόν διαφορές παραπέμπονται σε διαιτησία. Ανάλογα ισχύουν και στη δοσμένη περίπτωση εφόσον αυτή είναι η σημασία των όρων που προαναφέρονται.
Εν πάση όμως περιπτώσει, τον επίδικο χρόνο (2012) το άρθρο 52(1)(β) του Ν. 22/1985 προνοούσε ότι κάθε φορά που (οσάκις) εγείρεται οποιαδήποτε διαφορά η οποία αφορά το ΣΠΙ και, μεταξύ άλλων, καταθέτη, χρεώστη ή πελάτη του, η διαφορά παραπέμπεται στον Έφορο και ο τελευταίος μπορεί, μεταξύ άλλων, να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία.
Σύμφωνα με τους αναμφισβήτητους ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση αυτό είναι που έγινε στη δοσμένη περίπτωση και ουδείς λόγος ή μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να το διαψεύδει. Παρεμβάλλω ότι στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν. 22/1985 επεξηγείται ότι· «Έφορος σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 διοριζομένου Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών.»
Απ' όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι στην προκείμενη περίπτωση ο διορισμός του διαιτητή δεν συντελέστηκε από τον Έφορο Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Ιδρυμάτων, όπως διατείνονται οι αιτητές. Ορθή εν προκειμένω είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι το ΣΠΙ απέστειλε τη διαφορά στον Έφορο Συνεργατικών Ιδρυμάτων και ο τελευταίος παρέπεμψε τούτη σε διαιτησία, διορίζοντας ταυτόχρονα τον καθ' ου η αίτηση 3 ως διαιτητή, ενέργειες που δικαιούταν να πράξει βάσει του νόμου 22/1985.
Oύτε όμως ο διορισμός του διαιτητή υπό του Εφόρου αποκαλύπτει ελάττωμα. Κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή το 2012, το άρθρο 52 του Ν. 22/1985 αποτελείτο από πέντε μόνο εδάφια, κανένα εκ των οποίων εξειδίκευε τον τρόπο διορισμού διαιτητή. Σχετικός όμως ήταν ο θεσμός 79. Στην προκείμενη περίπτωση ενδιαφέρει το άρθρο (1) του θεσμού 79 και έτσι παρατίθεται. Αναφέρεται εκεί πως
Εάν ο Έφορος παραπέμψη οιανδήποτε διαφοράν εις διαιτησίαν θα ορίζη το όνομα, μέρος διαμονής και επάγγελμα του διαιτητού η διαιτητών και την προθεσμίαν εντός της οποίας η διαιτητική απόφασις, θα υποβάλλεται υπό του διαιτητού ή των διαιτητών προς τον Έφορον.
Νοείται ότι ο Έφορος δύναται να παρατείνει το χρονικόν διάστημα εντός του οποίου θα εκδίδεται η τοιαύτη διαιτητική απόφασις.
Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο (2012) ο διορισμός διαιτητή σε διαδικασία που διέπεται από τις πρόνοιες του Ν. 22/1985, δεν προϋποθέτει τη συγκατάθεση των μερών σε σχέση με το διαιτητή που διορίζεται, εφόσον τούτος διορίζεται από τρίτο και ανεξάρτητο από τη διαιτησία πρόσωπο και δη θεσμικό όργανο, δηλαδή τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών. Κατ' επέκταση, νομικά αστήρικτες κρίνονται οι αιτιάσεις των αιτητών ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να εγκρίνουν το διαιτητή και ότι ο διορισμός τούτου πάσχει. Όλα όσα πιο πάνω αναφέρονται φανερώνουν ότι σε περίπτωση όπως η επίδικη ο διαιτητής διορίζεται από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών και τα μέρη της διαιτησίας, εν προκειμένω το ΣΠΙ και οι αιτητές, δεν έχουν λόγο σε αυτό το διορισμό.
Εν κατακλείδι, η επιστολή που οι αιτητές αναφέρουν ότι τους επιδόθηκε την 4.5.2012 και τους καλούσε να παρευρεθούν την 8.6.2012 σε διαιτησία, συνιστά επαρκή κοινοποίηση του διορισμού του διαιτητή.»
Eπικροτούμε ως απόλυτα ορθή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υποδεικνύουμε πως η συμφωνία των μερών για παραπομπή σε διαιτησία όπως αυτή περιλαμβανόταν στη σύμβαση δανείου και εγγυήσεως, περιελάμβανε και τον τρόπο διορισμού του, χωρίς να απαιτείται η εκ των υστέρων συναίνεση τους.
Υποδεικνύουμε περαιτέρω πως το Άρθρο 52(2) του Ν. 22/85 ρυθμίζει τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας η οποία γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί διαιτησίας και όχι τον τρόπο επιλογής του Διαιτητή. Αυτός ρυθμίζεται από το Θεσμό 79(1) ως ανωτέρω καταγράφηκε.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Θα εξετάσουμε σωρευτικά τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης καθόσον άπτονται του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας διαιτησίας ήτοι της οδηγίας για γραπτές αγορεύσεις χωρίς προσκόμιση μαρτυρίας την οποίαν «οφείλει ο διαιτητές να ζητήσει» και την οποίαν οι εφεσείοντες χαρακτηρίζουν ως ανάρμοστη συμπεριφορά και ως εκ τούτου λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι η συμπεριφορά των διαδίκων τροχιοδρόμησε τη διεξαγωγή της διαδικασίας με τέτοιο τρόπο ώστε να διεξαχθεί διαφορετικά από ότι προβλέπεται σε δικαστικές διαδικασίες.»
Έχουν στην αρχή της απόφασης καταγραφεί τα περιβάλλοντα την υπόθεση γεγονότα, με σημαντικότερα εκείνα της 28ης/9/2012. Κατ' εκείνην την ημερομηνίαν, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο δεν προσβάλλεται με λόγον έφεσης, ότι ο διαιτητής, ρώτησε τους συνηγόρους των διαδίκων εάν επιθυμούν την προσκόμιση μαρτυρίας και απάντησαν αρνητικά. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να επιμείνει στην προσκόμιση της, εφόσον οι διάδικοι επέλεξαν διαφορετικά. Η δεδηλωμένη αυτή επιθυμία των μερών - όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο - δεν επέτρεπε στον διαιτητή διαφορετικό χειρισμό από εκείνο τον οποίο ακολούθησε. Αντίθετα θα λέγαμε, εάν ο διαιτητής διέτασσε την προσκόμιση μαρτυρίας και προχωρούσε σε κλήτευση μαρτύρων χωρίς τη συγκατάθεση των συνηγόρων των μερών, αυτή η ενέργεια θα δημιουργούσε ενδεχομένως βάσιμο λόγο για απομάκρυνση του από τη διαδικασία (δέστε σχετικά το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3rd ed., και την υποδειχθείσα εκεί υπόθεση Re Enoch and Zaretsky, Bock & Co. (1910) 1 K.B. 327, CA). Είναι αξιοσημείωτο, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως οι συγγραφείς παραθέτουν την εν λόγω απόφαση στο κεφάλαιο Removal of Arbitrator or Umpire και την κατατάσσουν στην ανάρμοστη συμπεριφορά.
Δυνάμει του Άρθρου 52(2)(β) του Ν. 22/85 η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία, ήτοι τον περί Διαιτησίας Νόμο Κεφ. 4, με καθοδηγητική επί του θέματος απόφαση να είναι η Ψηλογένης ν. ΣΠΕ Πλατρών (2004) 1 ΑΑΔ 243.
Στο σύγγραμμα Halsbury's (ανωτέρω) σημειώνεται πως «Arbitration is a reference of a dispute for a hearing in a judicial manner" αποκρυσταλλώνοντας την αρχήν πως η διαιτητική διαδικασία είθισται να διεξάγεται κατά τα κρατούντα στην εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων. Ήτοι με την κλήση μαρτύρων, την εξέταση και αντεξέταση τους. Πλήν όμως, ακόμη και σε εκείνες τις διαδικασίες, εάν οι διάδικοι δεν επιθυμούν την προσκόμιση μαρτυρίας και επιλέξουν είτε ο ένας των διαδίκων είτε αμφότεροι να μην εξετάσουν μάρτυρες, το Δικαστήριο δεν μπορεί κατά κανόνα να επέμβει στην επιλογή αυτή και θα αρκεστεί στην έκδοση απόφασης με όσα στοιχεία τέθηκαν ενώπιον του.
Οι εφεσείοντες αναλώθηκαν στο περίγραμμα τους, αναφέροντες αριθμό αποφάσεων οι οποίες αφορούσαν δάνεια ή τρεχούμενους λογαριασμούς και στις οποίες τέθηκαν οι αρχές γι' απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων και του υπολοίπου των λογαριασμών (μεταξύ άλλων τις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. Ν. Σταυρινού (2005) 1 ΑΑΔ 1390, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτ. (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 846). Οι προαναφερθείσες όμως υποθέσεις αφορούσαν εφέσεις επί τελικών αποφάσεων και την κρίση του Δικαστηρίου για την τύχη της αγωγής και της υπεράσπισης. Κρίνουμε πως ουδεμία σχέση έχουν με όσα εδώ εξετάζουμε, αφού δεν υπάρχει τελική απόφαση του διαιτητή, ώστε να συζητούμε για την απόδειξη ή όχι της απαίτησης.
Κρίνουμε πως ορθή ήταν η συσχέτιση της παρούσας με την απόφαση Οικοδομικές Επιχειρήσεις Σταύρος Α. Σταύρου ν. Τυλλή (2007) 1 (Β) ΑΑΔ 1172, όπου επικυρώθηκε η απόφαση του διαιτητή, η οποία λήφθηκε επί τη βάσει γραπτών στοιχείων τα οποία υπέβαλαν οι διάδικοι χωρίς την προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας.
Ορθή ήταν επομένως η κατάληξη του πρωτόδικο Δικαστηρίου πως:
«Eίναι η θέση των αιτητών πως τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από εκείνα της υπόθεσης Οικοδομικές Επιχειρήσεις, πιο πάνω, και αυτό γιατί οι αιτητές δεν άφησαν το χρόνο να διαρρεύσει και έσπευσαν αμέσως στο Δικαστήριο για προστασία.
Έχω την άποψη ότι η εν λόγω εισήγηση παραγνωρίζει το τι πραγματικά έλαβε χώρα την 28.9.2012. Ο διαιτητής δεν αποστέρησε τους διαδίκους από το δικαίωμα τους να προσκομίσουν μαρτυρία, απλώς κατέγραψε την επιθυμία τους να μην προσφέρουν τέτοια και γι' αυτό όρισε την υπόθεση για αγορεύσεις. Υπό αυτή τη θεώρηση των πραγματικών γεγονότων δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τις αιτιάσεις των αιτητών. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι όπως στην υπόθεση Οικοδομικές Επιχειρήσεις, πιο πάνω, έτσι και εδώ, η συμπεριφορά και οι δηλώσεις των μερών ενώπιον του διαιτητή είναι ό,τι τροχιοδρόμησε τη διεξαγωγή της διαδικασίας χωρίς προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας και όχι η στάση ή η συμπεριφορά του διαιτητή.»
Συνεπώς οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύνδεση του διαιτητή με τους καθ' ων η αίτηση 1/εφεσίβλητους 1 δεν τον καθιστούσε υπαίτιο μεροληψίας παρά «... το γεγονός ότι για δύο χρόνια πριν την έναρξη της διαιτησίας ο ίδιος εργαζόταν στην Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών.»
Προς επίρρωση της θέσης των εφεσειόντων ότι η επαγγελματική σχέση του διαιτητή με τους εφεσίβλητους έθετε εν αμφιβολία τους χειρισμούς και τυχόν απόφαση του, έγινε επίκληση της απόφασης του ΕΔΑΔ Case of Nicholas ν. Cyprus, Appl. no. 63246/10, ημερ. 9/4/2018). Στην ανωτέρω απόφαση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτών δεν έτυχε δίκαιης δίκης από αμερόληπτο Δικαστήριο, λόγω του ότι Δικαστής/μέλος του Εφετείου είχε συγγενική σχέση με δικηγόρο ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο του δικηγόρου το οποίο εκπροσωπούσε τον αντίδικο του.
Κρίνουμε, όπως και ο συνήγορος του διαιτητή και των εφεσιβλήτων εισηγούνται, πως η ανωτέρω απόφαση δεν τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας, όπου ο διαιτητής, δύο χρόνια πριν το σχετικό διορισμό του, εργαζόταν στην Υπηρεσία Ανάπτυξης και Εποπτείας Συνεργατικών Εταιρειών. Η εν λόγω Υπηρεσία ασκεί, ως ελέχθη, εποπτικό ρόλο επί των Συνεργατικών Εταιρειών και η επιτροπή της διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σημαντικό είναι επίσης το στοιχείο ότι ούτε ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών, ο οποίος διόρισε τον διαιτητή, έχει σχέση με τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα και ο ρόλος του είναι εποπτικός και διακριτός από το ΣΠΙ.
Oι ανωτέρω διαπιστώσεις, μαζί με το γεγονός ότι ο διαιτητής αποχώρησε δύο χρόνια προηγουμένως δεν έχουν εφεσιβληθεί και επομένως δεν έχουν αμφισβητηθεί. Προβάλλεται κυρίως ως συστατικό μεροληψίας, η προ διετίας επαγγελματική σχέση του διαιτητή με την Υπηρεσία Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών.
Το αντικειμενικό κριτήριο της αμεροληψίας Δικαστή παραβιαζεται όταν έχει είτε προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση είτε οικονομικό συμφέρον. Στην απόφαση του ΕΔΑΔ Sigurdsson v. Iceland, 40 E.H.R.P. 15 ημερ. 20/4/2003 (στην οποίαν μας παρέπεμψε ο συνήγορος του διαιτητή) αποφασίστηκαν τα εξής:
«Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το επίδικο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι κυρίως η απαίτηση για «αμεροληψία». Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του αρ. 6(1) της Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με το υποκειμενικό κριτήριο, ήτοι στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου Δικαστή σε μια δοσμένη υπόθεση καθώς επίσης σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο ήτοι με το να εξακριβώνεται κατά πόσο ο Δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείσουν οποιαδήποτε γνήσια αμφιβολία επί του προκειμένου.»
Σχολιάζοντας την ανωτέρω απόφαση σε συνάρτηση με την κρινόμενη, παρατηρούμε πως δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με το υποκειμενικό κριτήριο, ενώ αναφορικά με το αντικειμενικό, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο διαιτητής δεν διατηρεί οποιουδήποτε είδους συμφέρον στην υπόθεση. Εξάλλου, η μέχρι την εκδίκαση της αίτησης στάση του, δεν αποκάλυψε οποιοδήποτε κινητρο ή στοιχείο μεροληψίας υπέρ της εφεσίβλητης αφού οι δοθείσες οδηγίες ήταν όμοιες για τους διαδίκους.
Σχετική με την παρούσα μπορεί να θεωρηθεί η απόφαση του ΕΔΑΔ Walston v. Norway, αρ. 37272/97 hudoc (2001) DA στην οποίαν αποφασίστηκε ότι δεν είχε παραβιαστεί η αρχή της αμεροληψίας επειδή ο Δικαστής είχε διατελέσει δικηγόρος του αντίδικου του, σε άλλη υπόθεση, προ πενταετίας.
Σημαντικό είναι, σε κάθε υπόθεση, κατά την εξέταση του κατά πόσον ένας δικαστής είναι προκατειλημμένος ή οι περιστάσεις εγείρουν τέτοια υποψία, το ζήτημα κατά πόσον ένας δίκαιος και πληροφορημένος παρατηρητής ύστερα από εξέταση των γεγονότων θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο τέτοια πιθανότητα. (Portel v. Magic (2002) 2 A.C.357, Minister of Citizenship and Immigration v. Tobides (1997) 3 S.C.R. 391).
Στην παρούσα υπόθεση, με τα δικά της περιστατικά, και δεδομένα τα οποία κατεγράφησαν ανωτέρω ως αδιαμφισβήτητα, κρίνουμε πως ορθά το Δικαστήριο, απέρριψε τη σχετική θέση των εφεσειόντων περί έλλειψης αμεροληψίας του διαιτητή.
Συνακόλουθα ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων έξοδα €2.000 υπέρ της εφεσίβλητης πλέον ΦΠΑ, και έξοδα €2.000 υπέρ του διαιτητή πλέον ΦΠΑ, δεδομένου ότι είχαν διαφορετική νομική εκπροσώπηση.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Γ. Σάντης, Δ.
/Κας