ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A143
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 374/2014)
3 Aπριλίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. XΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
2. ΚΛΕΑΝΘΙΑ ΜΑΜΑ
Εφεσείοντες/Eνάγοντες,
ν.
1. ΑΝΤΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
2. ΜΕΡΟΠΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
ΚΑΙ ΔΙΑ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ
1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
2. ΜΕΡΟΠΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσιβλήτων/Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγοντες
ν.
1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
2. ΚΛΕΑΝΘΙΑΣ ΜΑΜΑ
3. Κ & Μ (FAMAGUSTA) DEVELOPERS
& CONSTRUCTIONS LTD
4. ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
5. ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εξ ανταπαιτήσεως Eναγομένων
.........
Χρ. Καμπούρης για Kampouri & Gialeli LLC, για τους εφεσείοντες
Θ. Ανδρέου για Θ. Ανδρέου & Συνεργάτες, για τους εφεσίβλητους
Κ. Κίκας, για αντεφεσείοντα εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενο 4
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποίαν απορρίφθηκε η απαίτηση των εφεσειόντων για παραχώρηση της κατοχής του διαμερίσματος επί του κτιριακού συγκροτήματος «Famagusta Gardens No. 3» εντός του Δήμου Παραλιμνίου, στο εξής το διαμέρισμα, την οποίαν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους παράνομα ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι.
Οι τελευταίοι, διά της υπεράσπισης τους επέμειναν στη νομιμότητα της κατοχής του διαμερίσματος και κατέστησαν εξ ανταπαιτήσεως εναγομένους, τόσον τους εφεσείοντες όσο και την εταιρεία Κ & Μ Famagusta Developers & Constructions Ltd, (στο εξής η Famagusta), τον K Κυπριανού και τη Μ Αντωνίου (εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 3, 4 και 5. Η ανταπαίτηση τους, επίσης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε η προβαλλόμενη από τους εφεσίβλητους συνομωσία και δόλος των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων.
Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης άσκησαν οι εφεσείοντες καθιστώντας ως εφεσίβλητους τους εναγομένους στην αγωγή, με τους λόγους έφεσης να στρέφονται και να εστιάζουν στη μεταξύ τους διαφορά. Καμιά αναφορά ή μνεία γίνεται στο εφετήριο για τους εξ ανταπαιτήσεως εναγομένους, εκ των οποίων ο εξ ανταπαιτησεως εναγόμενος 4 Κ. Κυπριανoύ καταχώρησε αντέφεση, πλήττοντας την απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα προς όφελος του.
Θεωρούμε πως προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης με πρώτον εξ αυτών τον έκτο με τον οποίον οι εφεσείοντες διατείνονται πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας την απόρριψη της μαρτυρίας του ενάγοντος 1». Εξ' αρχής μπορούμε να πούμε πως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, τόσο ως προς τις τυπικές/θεσμικές προϋποθέσεις, όσο και επί της ουσίας.
Είναι γενικός και αόριστος στην καταγραφή του ενώ δεν προσφέρεται ικανή αιτιολογία προς υποστήριξη του. Η αναφερθείσα ως αιτιολογία πως «ο ενάγοντας 1 ανέφερε στο Δικαστήριο τα όσα έχουν διαδραματιστεί χωρίς να υποπέσει σε λάθη και η μαρτυρία αυτού ήταν απρόσκοπτη» δεν εξειδικεύσει οποιοδήποτε σφάλμα για ευρήματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε. Αποκλίνοντας από τη δικονομική υποχρέωση για αιτιολόγηση των λόγων έφεσης, η απουσία της οποίας οδηγεί σε απόρριψη του (Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 832, Δημητρίου ν. KPMG Ltd, Πολ. Έφ. 311/2014, ημερ. 24/1/2023), ECLI:CY:AD:2023:A25.
Έχοντας υπόψη πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 312, Σαμουρίδης ν. Ν. Ιnzeyiannis, Πολ. Έφ. 326/14, ημερ. 18/3/22), ECLI:CY:AD:2022:A133 ο συγκεκριμένος λόγος καθίσταται απορριπτέος. Πέραν τούτου, διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας κατέγραψε με λεπτομέρεια τις αντιφάσεις στις οποίες ο εφεσείων προέβη καθώς και τη διάψευση του στην παράθεση των γεγονότων, από τον ΜΕ2, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος και το εύρημα αυτό δεν αμφισβητείται. Συγκεκριμένα είπε μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Άλλο στοιχείο που καταδεικνύει την αναξιοπιστία του Βασιλείου, είναι το θέμα που αφορά στην προγενέστερη πώληση της κατοικίας σε τρίτο πρόσωπο, ήτοι σε κάποια Γεωργία Παπαϊωάννου, από την οποία μάλιστα εισέπραξε - χωρίς να επιστρέψει ποτέ - ποσό £9.000. Αυτό το γεγονός το αποσιώπησε εντελώς μέχρι που αναδείχθηκε κατά την αντεξέταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο κ. Ανδρέου. Ερωτηθείς λοιπόν, ισχυρίστηκε, ότι, δεν γνώριζε τάχατες, ότι η κατοικία πωλήθηκε από την Famagusta στην Παπαϊωάννου αλλά ότι απλώς εδρομολογείτο μια τέτοια πώληση. Ο ισχυρισμός αυτός διαψεύδεται όμως από το γεγονός ότι κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο το πωλητήριο έγγραφο, προφανώς, με τη συναίνεση του ίδιου, όπως εξήγησε και ο υπάλληλος του κτηματολογίου - Μ.Ε.2. Εισέπραξε μάλιστα ανεπιστρεπτί και τις £9.000.»
Οι λόγοι έφεσης 2,3,4,5,7 και 8 ως επάλληλοι και αλληλένδετοι, αφού αφορούν το δικαίωμα κατοχής των εφεσειόντων επί του διαμερίσματος, εξετάζονται μαζί.
Έχοντας κριθεί ως αναξιόπιστος ο εφεσείων 1 ενώ η αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1 δεν έχει αμφισβητηθεί με λόγο έφεσης, τα γεγονότα παραμένουν όπως εκείνος τα κατέθεσε και αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα συνοψίζουμε, όπως αυτά προκύπτουν από την αποδοθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι εφεσείοντες είχαν αγοράσει το 2004 δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου (τεκμ. 1) το επίδικο διαμέρισμα από την εταιρεία Famagusta το οποίο και κατέθεσαν για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου.
Το 2005 τους παραδόθηκε η κατοχή καθώς επίσης μεταβιβάστηκε επ' ονόματι τους μερίδιο επί της γης επί της οποίας είχε ανεγερθεί το κτιριακό συγκρότημα. Το 2005 οι εφεσείοντες συμφώνησαν σε πώληση του διαμερίσματος σε τρίτο πρόσωπο και από την πράξη αυτή εισέπραξαν ποσό ΛΚ 9000. Το δεύτερο αυτό έγγραφο ημερ. 30/11/2005 κατατέθη στο Κτηματολόγιο πλην όμως απεσύρθη το 2010.
Oι εφεσίβλητοι αγόρασαν από τη Famagusta το ίδιο διαμέρισμα δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 24/4/2010 (τεκμ. 9). Όταν στις 13/5/2010 επεχείρησαν να το καταθέσουν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, πληροφορήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ότι υπήρχαν άλλα δύο έγγραφα για το ίδιο διαμέρισμα κατατεθειμένα, ήτοι αυτό των εφεσειόντων και εκείνο του τρίτου προσώπου.
Διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ των διαδίκων για διευθέτηση του ζητήματος δεν καρποφόρησαν. Στο πλαίσιο αυτό, έγινε καταγγελία από τους εφεσίβλητους στην Αστυνομία.
Οι εφεσίβλητοι έλαβαν ελευθέρα κατοχή του διαμερίσματος στις 24/4/2010, αφού τους παραδόθηκε το κλειδί από τον εξ απαντήσεως εναγόμενο 4 με τη συναίνεση των εφεσειόντων. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, το διαμέρισμα ήταν άδειο, ελεύθερο πάσης κατοχής και φαινομενικά έτοιμο για παράδοση σε νέον αγοραστή. Οι εφεσίβλητοι από τότε μέχρι και την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης κατέχουν το διαμέρισμα.
Με τα ανωτέρω γεγονότα, ορθά κρίθηκε πως δεν στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα της παράνομης επέμβασης δυνάμει του Άρθρου 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, αφού οι εφεσίβλητοι είχαν νόμιμο δικαίωμα κατοχής ενώ οι εφεσείοντες, δεν είχαν την αποκλειστική κατοχή αλλά αντίθετα είχαν συναινέσει στην πώληση του διαμερίσματος, δεν διέμεναν στο διαμέρισμα και δεν το είχαν επιπλώσει (ο περί αντιθέτου ισχυρισμός τους απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος).
Η κάτωθι κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικροτείται ως ορθή, χωρίς να απαιτείται να προσθέσουμε οτιδήποτε πέραν τούτου.
«Αγώγιμο δικαίωμα, κατά κανόνα, παρέχεται στον κάτοχο και όχι στον ιδιοκτήτη (βλ. Adamou v. Christofi (1974) 1 CLR 100, Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 CLR 122, Παναγή ν. Ζουβάνη (1987) 1 CLR 58 και Λάμπρου κ.α v. Κεφαλά κ.α Πολ. Εφ. 10197, ημερ. 25/9/00.. Η κατοχή θα πρέπει να είναι αποκλειστική (exclusive) υπό την έννοια, να μην δικαιούνται τρίτοι να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα και κατά βούληση στο ακίνητο (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, (14η έκδοση), παρ. 1320). Σε περιπτώσεις ακατοίκητων κτηρίων, η κατοχή επιμαρτυρείται από την κατοχή του κλειδιού ή άλλης μεθόδου απόκτησης εισόδου (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, (14η έκδοση), παρ. 1318). Η απόδειξη ιδιοκτησίας, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κατοχής εκτός αν προκύπτει από μαρτυρία ότι την κατοχή την είχε άλλος (βλ. Γλυκύς v. Ιερά Μονή Μαχαιρά (1999) 1 ΑΑΔ 654).»
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Απόρριψης τυγχάνει και ο πρώτος λόγος, με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν έκανε μνεία ή αναφορά, σε σχέση με την αξίωση των εναγόντων ως στο υπό Α της εκθέσεως Απαιτήσεως».
Με το εν λόγω παρακλητικό οι εφεσείοντες αξίωναν έκδοση δηλωτικής απόφασης ότι δικαιούνται να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες του επίδικου διαμερίσματος. Αυτό δεν αληθεύει καθόσον σε διάφορα μέρη της απόφασης του το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την πρόθεση των εφεσειόντων να πωλήσουν το διαμέρισμα, την οποίαν απόφαση χαρακτήρισε προειλημμένη και αμετάκλητη. Εξάλλου, το οποιοδήποτε δικαίωμα - αξίωση για επ' ονόματι τους μεταβίβαση του διαμερίσματος δεν μπορεί να στρέφεται εναντίον των εφεσιβλήτων.
Συνεπώς ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Αντέφεση
Όπως στην αρχή της απόφασης μας σημειώσαμε, αντέφεση ασκήθηκε από τον εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενο 4. Ο εν λόγω διάδικος δεν αποτελεί μέρος της έφεσης, υπό την έννοια ότι ουδείς λόγος της έφεσης τον αφορά, και αυτό είναι λογικό αφού κατέστη εναγόμενος από τους εφεσίβλητους και όχι από τους εφεσείοντες οι οποίοι ως ενάγοντες δεν τον συμπεριέλαβαν στην αγωγή ούτε και τώρα στην έφεση. Γι' αυτό και δεν ασχολήθηκαν με την αντέφεση.
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγείται και συμφωνούμε με τη θέση του, πως οποιαδήποτε αντέφεση, μπορεί να εγερθεί στα ίδια δικονομικά πλαίσια με μια έφεση, μόνο από τον επηρεαζόμενο Εφεσίβλητο και συγκεκριμένα από εφεσίβλητο τον οποίο αφορά και/ή εναντίον του οποίου στρέφεται η έφεση. Συναφώς και ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεως, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (4/1996), αρ. 109(ν)(β) αναφέρει πως «Νοείται ότι, όπου υπάρχει αντέφεση, το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσιβλήτου επεκτείνεται και στην αντέφεση και περιλαμβάνει την επιχειρηματολογία του υπέρ της αντέφεσης. Εφόσον καταχωρείται περίγραμμα υπέρ της αντέφεσης, ο εφεσείων καταχωρεί δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης, στο οποίο εκτίθεται η επιχειρηματολογία του σε απάντηση της αντέφεσης.»
Είναι κατανοητό από τον ανωτέρω Διαδικαστικό Κανονισμό ότι η Αντέφεση εγείρεται από τον εφεσίβλητο, ο οποίος στο περίγραμμά του αναπτύσσει και επιχειρηματολογία υπέρ της αντέφεσής του, ενώ δίδεται το δικαίωμα στον εφεσείοντα να απαντήσει με δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης.
Η παρούσα αντέφεση έχει χαρακτήρα αυτούσιας έφεσης, η οποία έπρεπε να καταχωρηθεί ξεχωριστά και δεδομένου πως στρέφεται μόνον εναντίον κρίσης για έξοδα θα έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί, κατ' επιταγήν της Δ.35 θ. 20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σχετική άδεια πριν την καταχώρηση της.
Για τους ανωτέρω λόγους η αντέφεση απορρίπτεται με €500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει) υπέρ εφεσιβλήτων, εναντίον του εξ ανταπαιτήσεως εναγομένου 4.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €3.600 πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει) υπέρ εφεσιβλήτων και εναντίον εφεσειόντων.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/Κας