ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A118
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2015)
3 Απριλίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΥΜΕΟΥ,
Eφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
____________________
Δ. Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανίδου (κα) για Μιχαήλ Χ. Σταματάρης & Συνεργάτες, για
τον Εφεσίβλητο.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκε (α) αναγνωριστική απόφαση ότι ο εφεσείων «ουδέν δικαίωμα έχει να επεμβαίνει, εισέρχεται, κατέχει, διαμένει και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποιεί» συγκεκριμένο διαμέρισμα, στον Κυβερνητικό Οικισμό Στροβόλου III, στο Στρόβολο, (β) διάταγμα εκκένωσης και παράδοσης ελεύθερης κατοχής του εν λόγω διαμερίσματος και (γ) διάταγμα που απαγορεύει στον εφεσείοντα ή τους αντιπροσώπους του να επεμβαίνουν και/ή διαμένουν στο εν λόγω διαμέρισμα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, από Ανώτερο Τεχνικό στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, υπεύθυνο για τα θέματα διαχείρισης προσφυγικών οικισμών Λευκωσίας, ΜΕ1, ένα Κτηματολογικό Λειτουργό, ΜΕ2, και υπεύθυνο στην Υπηρεσίας Μέριμνας, ΜΕ3. Μαρτυρία έδωσε, επίσης, ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, έκανε αποδεχτή τη μαρτυρία των ΜΕ1 - ΜΕ3 και κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία συνοψίζουμε:
Η Κυπριακή Δημοκρατία, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν ιδιοκτήτρια του επίδικου διαμερίσματος. Στα πλαίσια της στεγαστικής πολιτικής για τους εκτοπισθέντες χορηγήθηκε στις 25.11.1978 στον πατέρα του εφεσείοντα Άδεια χρήσης του ακινήτου (η «Άδεια»). Προς τούτο, κατατέθηκε ως τεκμήριο η σχετική συμφωνία. Το 1982 ο πατέρας του εφεσείοντα απεβίωσε και σε άγνωστη ημερομηνία καθορίστηκε από τη Διοίκηση ως Αδειούχος η σύζυγος του αποβιώσαντα και μητέρα του εφεσείοντα, η οποία απεβίωσε στις 21.2.2005. Κατά το χρόνο χορήγησης της Άδειας, ο εφεσείων αναφερόταν ως μέλος της οικογένειας του Αδειούχου πατέρα του και είχε δικαίωμα να διαμένει στο επίδικο διαμέρισμα υπό τους όρους που περιέχονταν στην Άδεια. Μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής δεν είχε παραχωρηθεί ποτέ άδεια χρήσης επ΄ ονόματι του εφεσείοντα.
Αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, όρους της Άδειας ότι το ακίνητο θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά ως ιδιωτική κατοικία υπό του Αδειούχου και της οικογένειάς του και ότι η ισχύς της Άδειας θα διαρκούσε καθ΄ ον χρονικό διάστημα ο Αδειούχος θα είχε, κατά την απόλυτον κρίση την Δημοκρατίας, ανάγκη του διαμερίσματος για σκοπούς διαμονής.
Ο εφεσείων από 5.12.1997 είχε αποκτήσει δικαίωμα ιδιοκτησίας σε άλλο ακίνητο (οικία στα Λατσιά), το οποίο επίσης ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας και μεταβιβάστηκε στον εφεσείοντα και τη σύζυγο του Φ.Τ., σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 3.12.1997, με αριθμό 47.015. Η μεταβίβαση έλαβε χώρα πριν το θάνατο της μητέρας του και ο εφεσείων διέμενε σε αυτή την οικία από το γάμο του το 1980, μέχρι το θάνατο της μητέρας του, το 2005.
Μετά το θάνατο της μητέρας του, ο εφεσείων απέστειλε επιστολή, χωρίς ημερομηνία, προς το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, η οποία παραλήφθηκε από το Τμήμα στις 24.5.2005, με την οποία ζητούσε όπως του μεταβιβαστεί η Άδεια χρήσης του επίδικου διαμερίσματος, με σκοπό να του εκδοθεί και τίτλος ιδιοκτησίας. Το αίτημά του απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 12.12.2005, λόγω του ότι διαπιστώθηκε ότι ήταν ιδιοκτήτης και άλλης οικίας, στην οποία και διέμενε. Η εν λόγω απόφαση δεν έχει αποδειχθεί ότι εξωτερικεύθηκε προς τον εφεσείοντα και δεν ασκήθηκε προσφυγή εναντίον της.
Στις 7.8.2006 ο εφεσείων παραχώρησε το μερίδιό του στην οικία στα Λατσιά, στη σύζυγό του. Από επιτόπιους ελέγχους που διενήργησε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στο επίδικο διαμέρισμα, κατά το έτος 2007, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν το χρησιμοποιούσε για μόνιμη κατοικία του.
Στις 4.1.2008 ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας απέστειλε επιστολή στον εφεσείοντα, με την οποία τον καλούσε να παύσει να κατακρατεί παράνομα το επίδικο διαμέρισμα και να εκκενώσει εντός διαστήματος ενός μηνός και να παραδώσει τα κλειδιά του στον Τοπικό Διαχειριστή του Οικισμού.
Η παράλειψη του εφεσείοντα να συμμορφωθεί με την εν λόγω επιστολή οδήγησε στην καταχώρηση της αγωγής, στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία βασιζόταν στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης επί ακινήτου.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων εισερχόταν και κατείχε το επίδικο διαμέρισμα. Αυτό προκύπτει και από την επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 10.1.2008, όπου ρητώς αναφέρεται ότι ο πελάτης του διαμένει στο επίδικο διαμέρισμα και δεν προτίθεται να το εγκαταλείψει.
Ο εφεσείων επικαλέστηκε ως υπεράσπιση ότι είναι αδειούχος χρήστης του επίδικου διαμερίσματος, δυνάμει της Άδειας χρήσης ημερ. 25.11.1978 η οποία, κατά την εισήγησή του, ουδέποτε ανακλήθηκε ή τερματίστηκε και, συνεπώς, συνεχίζει να ισχύει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη σχετική επί του θέματος νομολογία και το περιεχόμενο της Άδειας ημερ. 25.11.1978, έκρινε ότι αυτή τερματίστηκε αυτοδικαίως με το θάνατο της μητέρας του εφεσείοντα, ανεξαρτήτως του αν δεν γνωστοποιήθηκε στον ίδιο ανάκλησή της μετά ή και συνεπεία του θανάτου της.
Ο εφεσείων, με δύο λόγους έφεσης, προβάλλει ότι: (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η άδεια χρήσης ημερ. 25.11.1978 είχε τερματιστεί αυτοδικαίως και/ή ότι είχε τερματισθεί με το θάνατο του αδειούχου και, κατά συνέπεια, ότι ο παραμονή του ιδίου στο διαμέρισμα ήταν παράνομη και (β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων είχε επέμβει παράνομα στο επίδικο διαμέρισμα, κάτι που αντίκειται στο Νόμο και στις αρχές που διέπουν το θέμα της παράνομης επέμβασης επί ακινήτου.
Οι δύο λόγοι αναπτύχθηκαν μαζί από τον εφεσείοντα, λόγω της συνάφειάς τους, και έτσι θα τους αντικρύσουμε.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η άδεια διαμονής στο επίδικο διαμέρισμα αφορούσε τον πατέρα του, τη μητέρα του και όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ανάμεσα στα οποία και ο ίδιος. Μετά το θάνατο των γονέων του, ουδέποτε καταγγέλθηκε ή τερματίστηκε η συμφωνία για Άδεια. Ακόμα και μετά το θάνατο της μητέρας του και όντας νυμφευμένος με τη Φ.Ν., παρέμεινε στο επίδικο ακίνητο, χωρίς να ενοχληθεί από οποιοδήποτε. Η αίτηση που υπέβαλε προς τη Διοίκηση αφορούσε τη μεταβίβαση του επίδικου διαμερίσματος στο όνομά του, κάτι για το οποίο δεν έλαβε απάντηση. Θεωρεί, συνεπώς, την αγωγή πρόωρη και πως η Διοίκηση εμποδιζόταν λόγω συμπεριφοράς (estoppel by representation and/or contact) από του να διεκδικήσει την έξωσή του. Η Διοίκηση, όχι μόνο τον ανέχθηκε να κατέχει το επίδικο διαμέρισμα, αλλά το γνώριζε και το ενεθάρρυνε ακόμα και μετά το θάνατο των γονιών του και μετά το γάμο του. Η σιωπή και απραξία της Διοίκησης, αποτελεί, κατά την εισήγηση, από μόνη της λόγο που την εμποδίζει να πετύχει την αιτούμενη θεραπεία.
Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι, ενόψει των όρων 2(α), (λ), 4 και 6 της Άδειας, ο εφεσείων, ως μέλος της οικογένειας του Αδειούχου, ήταν «ήταν αντισυμβαλλόμενο μέρος του εφεσίβλητου, ήλκε δηλαδή δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ΄ακολουθίαν και εφαρμογήν αυτής.»
Το αδίκημα της παράνομης επέμβασης εδράζεται στο Άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Σε τέτοιου είδους υποθέσεις ο ενάγων έχει το βάρος να αποδείξει ότι ο εναγόμενος επέδειξε συμπεριφορά η οποία συνιστά είσοδο σε ακίνητη ιδιοκτησία ή πρόκληση ζημιάς ή επέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή. Εφόσον αποδειχθεί η επέμβαση στην ακίνητη ιδιοκτησία, το βάρος απόδειξης μετατίθεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι αυτή δεν ήταν παράνομη.
Η χορήγηση άδειας χρήσης του επίδικου ακινήτου εντάσσεται στα πλαίσια της πολιτικής του Κράτους για στεγαστική αποκατάσταση των εκτοπισθέντων. Συνεπώς, αποτελεί λειτουργία που προάγει δημόσιο σκοπό και, ως τέτοια, εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου (Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 373).
Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η άδεια χρήσης δεν δημιουργεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή εμπράγματα δικαιώματα στον αδειούχο. Στην Αγγελίδης και Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστέιτς (1991) 1 ΑΑΔ 327, υιοθετήθηκε η ακόλουθη ερμηνεία του όρου άδεια (license) από το σύγγραμμα Hill and Redman's Law of Landlord and Tenant, 15η Έκδοση, στη σελ. 21:
«Rule 7 - A license is a permission which entitles the licensee to do some act on the land which would otherwise be a trespass, but which does not create any estate or interest in the land.»
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Woodfall on Landlord and Tenant, 25η Έκδοση, παράγραφος 19, σελ. 12, η ανακλητή άδεια χρήσης τερματίζεται, μεταξύ άλλων, με το θάνατο είτε του ιδιοκτήτη, είτε του κατόχου της άδειας, και δεν είναι αναγκαίο να εκδοθεί πράξη ανάκλησης της άδειας σε περίπτωση θανάτου του αδειούχου.
Σχετικοί με τα ζητήματα που εγείρονται με την υπό κρίση έφεση είναι οι ακόλουθοι όροι της άδειας χρήσης, που είχε αρχικά παραχωρηθεί στον πατέρα του εφεσείοντα και, κατ΄ ακολουθία, μετά το θάνατό του, στη μητέρα του:
«2(α) Το ακίνητον θα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς ως ιδιωτική κατοικία υπό του Αδειούχου και της οικογενείας του μόνον.
..............................
2(η) Ο Αδειούχος δεν θα εκχωρή ή υπεκμισθή εις οιονδήποτε φυσικόν πρόσωπον ή οργανισμόν το ακίνητον ή οιονδήποτε μέρος τούτου, ουδέ παραχωρή οιανδήποτε εμπράγματον δουλείαν, δικαίωμα διαβάσεων ή προνόμιον επί του ακινήτου.
2(θ) Άμα τη λήξει της ισχύος της παρούσης Αδείας ο Αδειούχος υποχρεούται να αποδώση τω Ιδιοκτήτη το ακίνητον μεθ΄ όλων των επ΄ αυτού επενεχθεισών βελτιώσεων και οιωνδήποτε κτιρίων και άλλων οικοδομών αίτινες ήθελον ανεγερθή επί του ακινήτου δυνάμει των προνοιών της παρούσης Αδείας εν καλή καταστάσει και τάξει. Επί τούτω αι προμνησθείσαι βελτιώσεις, κτίρια και άλλαι οικοδομαί θα περιέλθωσιν εις την απόλυτον κυριότητα του Ιδιοκτήτου όστις ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει όπως καταβάλη των Αδειούχων την αξίαν αυτών ή οιανδήποτε ετέραν αποζημίωσιν.
..............................
6. Ο Αδειούχος αναγνωρίζει ότι η ενέργεια του Ιδιοκτήτου να επιτρέψη εις αυτόν και τα λοιπά μέλη της οικογενείας του, ως εμφαίνονται εις τον κάτωθι Πίνακα, να κατοικήση εις το περί ου ο λόγος ακίνητον ουδόλως δημιουργεί σχέσεις Ιδιοκτήτου και Ενοικιαστού μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και οιονδήποτε δικαίωμα κατοχής ή αποζημιώσεως προς όφελος αυτού.
..............................
7. Η ισχύς της παρούσης Αδείας θα διαρκέση καθ΄ ον χρονικόν διάστημα ο Αδειούχος θα έχη, κατά την απόλυτον κρίσιν του Ιδιοκτήτου, ανάγκην χρήσεως της κρατικής οικίας δια σκοπούς διαμονής.».
Από τους πιο πάνω όρους προκύπτει ότι η Άδεια δόθηκε αποκλειστικά στον Αδειούχο, χωρίς να δημιουργείται οποιοδήποτε ιδιοκτησιακό δικαίωμα στο επίδικο διαμέρισμα. Ο εφεσείων, αναφέρεται στο έγγραφο με το οποίο χορηγήθηκε η Άδεια ως μέλος της οικογένειας του Αδειούχου, που μπορούσε να χρησιμοποιήσει το επίδικο ακίνητο. Με το θάνατο του Αδειούχου η Άδεια έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, όπως ρητά αναφέρεται στον όρο 7 της συμφωνίας, πιο πάνω. Προδήλως, γι΄ αυτό και κρίθηκε απαραίτητο να καθοριστεί η μητέρα του εφεσείοντα ως αδειούχος. Η ενέργεια του εφεσείοντα, μετά το θάνατο της μητέρας του, να αποταθεί στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί άδεια χρήσης του επίδικου υποστατικού, προτού ακόμα του αποσταλεί ειδοποίηση εκκένωσής του, υποδηλοί ότι και ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι ήταν αδειούχος.
Ο εφεσείων ήγειρε ζήτημα κωλύματος, λόγω συμπεριφοράς της Διοίκησης (estoppel by contact) που δεν της επέτρεπε να αξιώσει την έξωσή του από το επίδικο ακίνητο. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.
Στη Βογιαζανός κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 253 επαναλήφθηκε ο κανόνας του κωλύματος, λόγω συμπεριφοράς ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,
Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή'. (HadjiYiannis v. Attorney-General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32)».
Εν προκειμένω, ο εφεσείων δεν ήταν συμβαλλόμενος στην συμφωνία της Άδειας και δεν έχει καταδειχθεί πως ο εφεσείων διαφοροποίησε τη θέση του, ως αποτέλεσμα της ισχυριζόμενης συμπεριφοράς της Διοίκησης, προς βλάβη του.
Τα όσα επικαλείται ο εφεσείων σχετικά με την αίτηση που υπέβαλε στη Διοίκηση για να του μεταβιβαστεί η Άδεια, με σκοπό να εκδοθεί στο όνομά του τίτλος ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου και τα περί παραλείψεως της Διοίκησης να του απαντήσει, αποτελούν ζητήματα δημοσίου δικαίου, που δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια της αγωγής.
Η επίδικη άδεια ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τερματίστηκε αυτοδικαίως με το θάνατο της μητέρας του εφεσείοντα, που ήταν Αδειούχα. Δεν απαιτείτο γνωστοποίηση στον εφεσείοντα ανάκλησης της εν λόγω Άδειας, συνεπεία του θανάτου της, εφόσον αυτή με το θάνατο της έπαυσε να ισχύει.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ