ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A95
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E87/2022)
16 Μαρτίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείοντες,
ν.
1. COSTAS & ZACK REALTY LIMITED
2. ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ Ζ. ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
3. ΖΑΧΑΡΙΑ Π. ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
4. ΛΕΝΙΑΣ Κ. ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
5. ΠΑΝΤΕΛΗ Π. ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
Εφεσίβλητων.
........
Γ. Ζαχαρίου (κα), για Ανδρέας Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.
Χρ. Α. Ευαγγέλου, για Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες»), με πέντε λόγους έφεσης, εναντιώνονται στην ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 15.4.22 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), διά της οποίας - στην εκκρεμούσα Αγωγή 778/21 («η Αγωγή), και ύστερα από διά Κλήσεως Αίτηση ημερομηνίας 10.11.21 που είχαν καταχωρίσει εκεί οι Εφεσίβλητοι κατά των Εφεσειόντων («η Αίτηση») - εκδόθηκε προστακτικό διάταγμα («το Διάταγμα») εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσίβλητων/Αιτητών («οι Εφεσίβλητοι»), όπως εντός ενός μηνός από τη σύνταξη του, οι Εφεσείοντες απαλλάξουν από τις Υποθήκες 4Υ/1058/16 και 4Υ/1059/16 («οι Υποθήκες») δύο συγκεκριμένα χωράφια και ένα οικόπεδο στην Αραδίππου («τα Ακίνητα»).
Με την Αγωγή, οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν κατά των Εφεσειόντων σειρά αναγνωριστικών αποφάσεων και δηλώσεων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, αποζημιώσεις για παράβαση καθήκοντος, δόλο, απάτη ή και αμέλεια, και ποικίλα διατάγματα, συμπεριλαμβανομένων και προστακτικών διαταγμάτων (με ένα από αυτά να είναι όμοιο με το Διάταγμα).
Η Αίτηση είχε ως νομική βάση το Άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 («ο Ν.14/60») και τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο 9/65 («ο Ν.9/65»).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ικανοποιούμενο για την κατάδειξη εκ πλευράς Εφεσίβλητων, των αφορώντων προαπαιτούμενων τού Άρθρου 32, Ν.14/60 - ως και της νομολογίας που το ερμήνευσε και διεύρυνε (ιδίως αναφορικώς προς τα προστακτικά διατάγματα) - εξέδωσε το Διάταγμα.
Οι Εφεσείοντες - με τα αποσπάσματα που έπονται να είναι αυτούσια - παραπονούνται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. παρερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας λανθασμένη πρόνοια της Νομοθεσίας και κατά παράβαση της νομολογίας .» διέταξε (λανθασμένως για ενδιάμεσο στάδιο), την εξάλειψη ή και απαλλαγή των Ακινήτων «. από τις υποθήκες, οι οποίες έχουν εγγραφεί προς όφελος των Εφεσειόντων .», δίχως να έχει αποπληρωθεί το χρέος για το οποίο «. οι υποθήκες έχουν παραχωρηθεί και/ή εξασφαλίζουν και χωρίς να παρέχεται στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία .» (λόγοι έφεσης 1 και 2), πράττοντας προσέτι λαθεμένα «. και/ή παράλογα και/ή χωρίς να δικαιολογείται από την ενώπιον του μαρτυρία, γεγονότα, νομολογία και νομοθεσία .», αλλά και ενεργώντας απαραδέκτως «. ως εμπειρογνώμονας .» (λόγοι έφεσης 3 και 4), και εκδίδοντας τελικώς την Πρωτόδικη Απόφαση, η οποία συν τοις άλλοις «. δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη .» (λόγος έφεσης 5).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του έκταση.
Το ίδιο, και τις περιεκτικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Οι λόγοι έφεσης - και η αιτιολογία τους - είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους.
Έτσι, θα τους εξετάσουμε σωρευτικώς στον βαθμό, εννοείται, που τούτο θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες της έφεσης.
Κατ' αρχάς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει κειμένως, δοσμένων και των λόγων έφεσης - προσδιορίζοντας το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν στην υποβολή της Αίτησης, κατέληξε ως συνάγεται πως σωστά αποτάθηκαν για έκδοση του Διατάγματος επειδή η εξουσία τούτη (ως υποσημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο) «. ρυθμίζεται .» από το Άρθρο 36, Ν.9/65, το οποίο έχει ως εξής:
«36. -(1) Εις οιανδήποτε των ακολούθων περιστάσεων, ήτοι-
(α) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής αρνήται ή αμελή να προβή εις την εξάλειψιν υποθήκης ως εν άρθρω 35, καίτοι η διά ταύτης εξασφαλιζομένη υποχρέωσις εξωφλήθη ή έπαυσεν υφισταμένη ή
(β) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής αρνήται να αποδεχθή πληρωμήν του ποσού δι' ο συνέστη η υποθήκη, αφού τούτο κατέστη πληρωτέον, και να προβή εις εξάλειψιν της υποθήκης ή
(γ) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής είναι αγνώστου διαμονής, ή είναι εταιρεία ή συνεταιρισμός ουχί πλέον εν ζωή, ή απέθανε και ο προσωπικός αντιπρόσωπος ή οι κληρονόμοι αυτού είναι άγνωστοι, και εις οιανδήποτε των ως είρηται περιπτώσεων είτε ο ενυπόθηκος οφειλέτης αδυνατεί, ως εξ οιουδήποτε των προμνησθέντων λόγων, να πληρώση εις τον δικαιούχον το διά της υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν αφού τούτο κατέστη πληρωτέον, είτε ή διά της υποθήκης εξασφαλιζομένη υποχρέωσις εξωφλήθη ή έπαυσεν υφισταμένη,
ο ενυπόθηκος οφειλέτης δύναται να ζητήση παρά του Επαρχιακού Δικαστηρίου την έκδοσιν ακυρωτικού της υποθήκης διατάγματος, το δε Επαρχιακόν Δικαστήριον άμα τη υποβολή της τοιαύτης αιτήσεως δύναται να εκδώση το κατά το δοκούν δίκαιον υπό τας περιστάσεις διάταγμα, αναφορικώς προς την γνωστοποίησιν της γενομένης αιτήσεως προς οιονδήποτε πρόσωπον, την ακύρωσιν της υποθήκης, την κατάθεσιν χρηματικού τινος ποσού παρά τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω, την διάθεσιν του ούτω κατατεθησομένου ποσού και οιονδήποτε έτερον συναφές ζήτημα.
(2) Άμα ως προσκομισθή τω Διευθυντή κεκυρωμένον αντίγραφον ακυρωτικού υποθήκης διατάγματος, εκδοθέντος ως εν εδαφίω (1), ούτος οφείλει να εκτελέση τούτο και να γνωστοποιήση το γεγονός εις πάντα ενυπόθηκον δανειστήν μεταγενεστέρας υποθήκης συνεστημένης επί του ακινήτου όπερ βαρύνεται διά της πληρωμής του ποσού του εξασφαλιζομένου διά της υποθήκης εις ην αφορά το ακυρωτικόν διάταγμα, ως εάν η τοιαύτη υποθήκη είχεν εξαλειφθή υπό του ενυποθήκου δανειστού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35».
Η υπό αναφορά κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι εντελώς ορθή.
Διευκρινίζουμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το χρέος για το οποίο συστάθηκαν οι Υποθήκες δεν έχει ακόμη εξοφληθεί και πως «. είναι παραδεκτό ότι η διαφορά των μερών ανέρχεται στις €232.144,24 πλέον τόκος 4,98% .», αλλά και πως τα δεσμευμένα διά υποθήκης ακίνητα «. έχουν συνολική αξία €4.000.000 .», προσθέτοντας ότι οι Εφεσείοντες έχουν πληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος τού χρέους από τους Εφεσίβλητους, διατηρώντας μολαταύτα (οι Εφεσείοντες) «. υποθήκες ακινήτων αξίας περί τα €4.000.000 καθώς και προσωπικές εγγυήσεις των Αιτητών-Εναγόντων 2-5 ως εξασφάλιση για ένα χρέος της τάξεως των €250.000 .».
Κατ' ακολουθίαν, βάσει των διαπιστώσεων του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επιστρατεύοντας τις προβλέψεις του Άρθρου 36, Ν.9/65, έδρασε, κατ' ουσίαν, εκτός των παραμέτρων που τούτες οι πρόνοιες οριοθετούν, μια και φαίνεται να καλύπτουν, απλώς, τα περί ακύρωσης υποθηκών - και μάλιστα (σε αντίθεση προς την επίμαχη), εκεί όπου δεν υφίσταται οφειλή - και όχι ενέργειες ή διαβήματα «. απαλλαγής και/ή απάλειψης και/ή διαγραφής και/ή αφαίρεσης .» υποθηκών (ως δικογραφείται στο αντίστοιχο αιτητικό επί της Αίτησης).
Επιπροσθέτως, το Άρθρο 36, Ν.9/65, διαλαμβάνει, για σκοπούς ακύρωσης υποθήκης, την υποβολή αίτησης, μονάχα στις περιπτώσεις εκείνες - που σαφώς εκτίθενται στις προειρημένες πρόνοιες - όπου η υποθήκη συστάθηκε νομίμως αλλά δικαιολογείται η εξάλειψή της είτε διότι ο σκοπός της εκπληρώθηκε είτε γιατί τούτος κατέστη, πλέον, ανέφικτος. Η περί ης ο λόγος νομοθετική ρύθμιση δεν παρουσιάζεται να καλύπτει περιπτώσεις όπως η επίδικη, όπου προβάλλονται (από τους Εφεσίβλητους) ισχυρισμοί (στην Έκθεση Απαίτησης), περί εξ υπαρχής ακυρότητας των Υποθηκών, με επακόλουθο, η διάγνωση των θέσεων αυτών, να καλεί σε (τελική) διερεύνηση θεμάτων η οποία μπορεί να γίνει μόνο στη δίκη (Αγγελίδης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1771, 1779).
Στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλλούμη και Άλλων (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2476, ECLI:CY:AD:2014:A861, οι εφεσίβλητοι, αφού κάλεσαν την εφεσείουσα τράπεζα να εξαλείψει τις υποθήκες, χωρίς εντούτοις θετική ανταπόκριση, καταχώρισαν Γενική Αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση δικαστικού διατάγματος «... διατάττον τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου, όπως ακυρώσει τις Υποθήκες με αριθμούς Υ1231/99 και Υ1232/99 ημερομηνίας 03/06/1999 προς όφελος της Εθνικής τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ εκ Λευκωσίας, Αγίας Ελένης αρ. 36, σύμφωνα με την Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 17/01/2005».
Προς τούτο, οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν, ως νομικό θεμέλιο της αίτησης τους, τα Άρθρα 35 [1] και 36, Ν.9/65.
Η τράπεζα έφερε ένσταση, η οποία κατόπιν ακρόασης κρίθηκε αβάσιμη και απορρίφθηκε, με παρεπόμενο την έκδοση διατάγματος ακύρωσης των περί ων λόγος υποθηκών.
Θεωρώντας λανθασμένη την καταληκτική και επί της ουσίας πρωτόδικη απόληξη, η τράπεζα την εφεσίβαλε, προτάσσοντας ότι σφαλερώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως είχε εξουσία έκδοσης τού προσβαλλόμενου διατάγματος σε Γενική Αίτηση, και όχι σε αγωγή.
Το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση, αποφάνθηκε ως ακολούθως:
«......................................................................................................................
Διαπιστώνουμε κατ΄ αρχάς ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς επίλυση του ζητήματος στο άρθρο 36(1)(α) του Νόμου.[2] Όπως ορθώς έκανε αναφορά και στην Αγγελίδης (ανωτέρω)[3] όπου επισημάνθηκε ότι το άρθρο 36 του Νόμου προβλέπει περιοριστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ενυπόθηκος οφειλέτης μπορεί με αίτηση να αξιώσει ακύρωση υποθήκης που συστάθηκε νόμιμα αλλά δικαιολογείται η εξάλειψη της. Είτε διότι η εξασφαλιζόμενη από την υποθήκη υποχρέωση εξοφλήθηκε είτε διότι έπαυσε να υφίσταται. Καθίσταται επομένως σαφές ότι το άρθρο 36 δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενυπόθηκος οφειλέτης αμφισβητεί αυτή καθ΄ εαυτή τη σύμβαση της υποθήκης, η οποία ως εκ της φύσεως της δημιουργεί πρωτογενείς υποχρεώσεις με αυτοτέλεια. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θεμέλιο της είναι η σύμβαση δανείου, που μόνο όταν εξοφλείται ή παύει να ισχύει νομιμοποιεί τον ενυπόθηκο οφειλέτη να ζητήσει με αίτηση τη θεραπεία του άρθρου 36 (Αγγελίδης, ανωτέρω). Τέτοια είναι κατά την άποψή μας και η παρούσα περίπτωση, αφού η απόρριψη της Αγωγής ήταν αποτέλεσμα της άρνησης των εφεσιβλήτων ότι είχαν συμβληθεί με την Τράπεζα και της αποτυχίας της Τράπεζας να στοιχειοθετήσει με επαρκή μαρτυρία την εμπλοκή τους στις συμβάσεις. Το ότι, τώρα, οι εφεσίβλητοι παραδέχονται ρητώς ότι συμβλήθηκαν και οι υποθήκες συστάθηκαν νόμιμα είναι άνευ σημασίας. Αυτό που ενέχει σημασίας είναι ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η Αγωγή, η οποία δεν απορρίφθηκε λόγω του ότι η σύμβαση δανείου έπαυσε να υφίσταται. Απορρίφθηκε καθότι η Τράπεζα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της ορθής εκτέλεσης των συμβάσεων, δηλαδή απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη των συμβάσεων. Κατά συνέπεια θεωρούμε εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση ότι η απόρριψη της Αγωγής συμπαράσυρε και την αξίωση για εκποίηση των υποθηκών, εφόσον τέτοια κρίση προϋπόθετε δικαστική αναγνώριση της ορθής εκτέλεσης των συμβάσεων. Σε τέτοια όμως περίπτωση είναι προφανές ότι η Αγωγή δεν θα είχε απορριφθεί και ως εκ τούτου η αξίωση των εφεσιβλήτων για εξάλειψη των υποθηκών μόνο στο πλαίσιο αγωγής μπορεί να εξεταστεί. Και αυτό βεβαίως με συνέπεια προς τη θέση που είχαν προωθήσει και κατά την εκδίκαση της Αγωγής, δηλαδή «ότι οι υποθήκες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα» και ότι «ουδέποτε είχε υπογραφεί οποιαδήποτε σύμβαση».
.....................................................................................................................».
Παρόμοια, κατ' αναλογίαν, ισχύουν και εν προκειμένω.
Έχοντας καθηκόντως αξιολογήσει την Πρωτόδικη Απόφαση στο σύνολο της - και παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ευστόχως κατέγραψε εν είδει αυτοκαθοδήγησης ότι «. το κατά πόσο . θα εκδώσει το προστακτικό διάταγμα θα εξεταστεί υπό το φως των προνοιών του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου .» (την οποία ανέπτυξε εξίσου καλώς) - κρίνουμε πως η σύμμειξη του Άρθρου 36, Ν.9/65 με το Άρθρο 32, Ν.14/60, στο πρωτόδικο σκεπτικό, κατά το τρόπο που έγινε, υπήρξε μάλλον ατελέσφορη, τουλάχιστον ως διαρθρώθηκε στο υπό ανάλυση σκεπτικό, και διόλου δεν συνέδραμε την εναργή πραγμάτευση των επίδικων θεμάτων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Απεναντίας, η εν λόγω πρωτόδικη μεθοδολογία, ίσως και να παρέσυρε εν τίνι τρόπω το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια θεώρηση που να εξέλαβε ως πραγματικώς και πρακτικώς δεδομένη την έκδοση του Διατάγματος, άμα τη απλή ικανοποιήση των προϋποθέσεων τού Άρθρου 32, Ν.14/60, ασχέτως τής αναγνωρισμένης δραστικότητας του ως προστακτικού μέτρου - τη θεωρία του οποίου ανέδειξε πάντως το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και προπαντός, της καίριας επίδρασης που θα μπορούσε να έχει στην πορεία ή και έκβαση της Αγωγής το γεγονός, ακριβώς, της φερόμενα ταυτόσημης αξίωσης στην Έκθεση Απαίτησης, για έκδοση όμοιου διατάγματος, έστω σε διηνεκή μορφή.
Η αναλυόμενη αστοχία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - γιατί περί τέτοιας πρόκειται - κατατάσσεται λοιπόν, και υπό τις περιστάσεις, ως σημαίνουσα ένεκα, κυρίως, τού γεγονότος ότι, ελλείψει αρμόζουσας και δέουσας αιτιολογίας επί του θέματος, θα μπορούσε να εκληφθεί αντικειμενικώς και ως προαποφασίζουσα την ουσία της Αγωγής (ή κατά το έλασσον μια σημειωτέα έκφανση της), με δεδομένες τις θέσεις των Εφεσίβλητων στη δικογραφία (όπως τούτη ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης του Διατάγματος), πως οι Υποθήκες, ως παραχωρηθείσες εξασφαλίσεις έναντι της αφορώσας σύμβασης δανείου «. ή/και συμφωνίας παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων ημερομηνίας 17.05.16 .», ήσαν άκυρες, ακυρώσιμες, ανίσχυρες, παράνομες ή και άνευ εννόμου αποτελέσματος.
Στην Ζαννέτου και Άλλων ν. Α.Χ. Nikola Bros Ltd και Άλλου, Π.Ε. Ε162/21, ημ. 31.5.22, υπενθυμίστηκε από το Εφετείο πως όταν ένα προστακτικό διάταγμα ταυτίζεται με βασικές αξιώσεις στην αγωγή, το Δικαστήριο θα πρέπει να ζυγιάζει πρεπόντως το γεγονός υπό τις συνθήκες της (κάθε) υπόθεσης ούτως ώστε να μπορεί να προσδιορίσει την πιθανή βαρύτητα τής επιλογής να εκδώσει ή όχι προστακτικό διάταγμα (βλ. επίσης, Αλλαγιώτης και Άλλου ν. Νεοκλέους, Π.Ε. 389/14, ημ. 13.7.22, ECLI:CY:AD:2022:A317, M.A.C. Boutique Hotels Ltd ν. Κωνσταντινίδου και Χριστόπουλος Λτδ και Άλλων, Π.Ε. Ε212/14, ημ. 30.11.21, Δήμος Λάρνακας ν. Royal Ris Restaurant Ltd, Π.Ε. Ε187/17, ημ. 25.1.19).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπραξε έτσι, μολονότι το θέμα προτάχθηκε ειδικώς ως αντίρρηση στην Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης στην Αίτηση, και δη ως λόγος ένστασης 25.
Υπάρχει και κάτι πρόσθετο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε ευρήματα (υπό μορφή φαινομενικά τελεσίδικων διαπιστώσεων) περί προθέσεων και κίνητρων των διαδίκων (ιδιαίτερα των Εφεσειόντων), ως και για συσχετισμούς μεταξύ τού χορηγηθέντος ποσού δανείου στους Εφεσίβλητους και των εξασφαλίσεων που οι τελευταίοι κατ' ισχυρισμόν δέχθηκαν να παράσχουν στους Εφεσείοντες (κατά τις υπό συζήτηση συμφωνίες), αλλά και εν σχέσει προς τις αξίες των Ακινήτων, όπως, προσθέτως, και για την αξιοπιστία της μαρτυρίας των Εφεσειόντων στην ακρόαση της Αίτησης, αλλά και τα ευρύτερα κίνητρα και επιμονή τους, ως συναφώς λέχθηκε στην Πρωτόδικη Απόφαση, να μην αποδεσμεύσουν τα Ακίνητα από την Υποθήκη (κατά τις βλέψεις πάντοτε των Εφεσίβλητων).
Η πρωτόδικη τούτη αντιμετώπιση δεν ήταν επιτρεπτή, και αυτό, κατά εμπεδωμένη νομολογία, (βλ. ενδεικτικώς, Χατζηχαμπή ν. Γκάϋ και Άλλων, Π.Ε. Ε112/22, ημ. 13.1.23, Ιορδάνους ν. PS Seamless Gutters Ltd και Άλλων, Π.Ε. 4/22, ημ. 8.11.22, CAT Gmbh Consulting Agency Trade & Company (Cyprus) και Άλλων v. AB PCO Investment Limited, Π.Ε. Ε9/17, ημ. 11.7.22, Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries, Π.Ε. 127/20, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A413, Gabov v. Bacardi Limited και Άλλων, Π.Ε. Ε148/20, ημ. 20.12.21).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και αυτά τα σχετικά με όσα ενεστώτως απασχολούν (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας):
«.....................................Πρέπει να λεχθεί ότι η Εναγόμενη - Καθ΄ ης η αίτηση Τράπεζα πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην περίπτωση που απαλλαχθεί από την υποθήκη μέρος της ακίνητης περιουσίας της Αιτήτριας - Ενάγουσας 1 και των λοιπών Αιτητών αναφέροντας ότι ο λόγος για τον οποίο ζητούν οι Αιτητές - Ενάγοντες την απαλλαγή των ακινήτων από την υποθήκη καταδεικνύει ότι πρόθεσή τους είναι η αποξένωση των ακινήτων. Δεν συμφωνεί το Δικαστήριο με τη συγκεκριμένη άποψη. Πρόκειται για μια εταιρεία ανάπτυξης γης η οποία ασχολείται με την ανέγερση ακινήτων και θέλει να αξιοποιήσει κάποια από τα ακίνητά της. Σημειώνεται ότι η Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενη έχει λάβει το μεγαλύτερο μέρος του οφειλόμενου προς αυτήν ποσού και παρά το γεγονός αυτό διατηρεί υποθήκες ακινήτων αξίας περί τα €4.000.000 καθώς και προσωπικές εγγυήσεις των Αιτητών - Εναγόντων 2 - 5 ως εξασφάλιση για ένα χρέος της τάξεως των €250.000. Εύλογα γεννάται το ερώτημα για ποιο σκοπό αρνείται να αποδεσμεύσει κάποια από αυτά και κατά πόσο η συμπεριφορά της Καθ΄ης η αίτηση είναι δίκαιη.
....................................
Θεωρώ ότι η συμπεριφορά της Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενης Τράπεζας είναι άδικη και αποσκοπεί στο να εκμεταλλευθεί τους Αιτητές - Ενάγοντες ασκώντας πίεση, αφού έχει δεσμευμένη πολύ μεγαλύτερης αξίας περιουσία από το οφειλόμενο υπόλοιπο, γνωρίζοντας ότι η Αιτήτρια - Ενάγουσα 1 ασχολείται με την εκμετάλλευση γης καθώς και με συναφείς εργασίες. Ενώ επιπρόσθετα από τα υποθηκευμένα ακίνητα οι Αιτητές - Ενάγοντες 2 - 5, έχουν παραχωρήσει και προσωπικές εγγυήσεις. Επίσης παρά τις διαμαρτυρίες των Αιτητών - Εναγόντων αρνείται να συζητήσει την απαλλαγή κάποιων κτημάτων έτσι ώστε να μπορέσουν και οι Αιτητές - Ενάγοντες να προχωρήσουν με τις εργασίες τους. Ο ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντα στην Ένσταση, ότι η επιθυμία απαλλαγής κάποιων από τα ακίνητα για σκοπούς εκμετάλλευσης αποκαλύπτει και την πρόθεση αποξένωσης των ακινήτων, είναι αξιοπερίεργος αφού αυτό είναι το αντικείμενο εργασιών της Αιτήτριας - Ενάγουσας 1. Προφανώς λησμονεί ότι η Καθ΄ ης η αίτηση - Εναγόμενη θα συνεχίζει να έχει υποθηκευμένα κτήματα των Αιτητών - Εναγόντων όμως αξίας ανάλογης με το οφειλόμενο ποσό, βέβαια διπλάσιας αξίας από το οφειλόμενο ποσό έτσι που να διαφυλάσσεται στο status quo. Μπορεί όντως η θεραπεία των αποζημιώσεων να προσφέρεται ως λύση, ως είναι η εισήγηση του ενόρκως δηλούντα στην Ένσταση, όμως το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι περιστάσεις υπαγορεύουν την απαλλαγή μέρους της περιουσίας των Αιτητών - Εναγόντων για να αποτραπεί η αδικία και η κατάφορη παραβίαση των δικαιωμάτων τους αν τους αποστερηθεί το δικαίωμα να συνεχίσουν τις εργασίες τους. Εκεί όπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιωμάτων του οποιουδήποτε ενάγοντα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να την τερματίσει ακόμα και με την έκδοση ενός προστακτικού διατάγματος υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των διαδίκων σε σχέση με το αντικείμενο της αγωγής, που στην παρούσα υπόθεση αφορά το κατά πόσο θα πρέπει να επιστραφεί στους Αιτητές - Ενάγοντες το ποσό των €200.000. Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι θετική τότε θα οφείλουν στην Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενη το ποσό των €32.144,24, το οποίο υπερκαλύπτεται με τα ακίνητα που θα παραμείνουν υποθηκευμένα. Εάν κριθεί ότι ορθά η Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενη δεν έχει επιστρέψει στους Αιτητές - Ενάγοντες το συγκεκριμένο ποσόν και πάλι θα είναι εξασφαλισμένη η Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενη με ακίνητα αξίας €425.000 και τις προσωπικές εγγυήσεις των Αιτητών - Εναγόντων 2 - 5. Οπόταν δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά ή ταλαιπωρία η Καθ΄ης η αίτηση - Εναγόμενη.
....................................».
Δεν απαιτείται να πούμε κάτι άλλο.
Όλοι οι λόγοι έφεσης, στο μέτρο που τους επιληφθήκαμε, είναι βάσιμοι.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.
Το ίδιο, και η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα.
Το Διάταγμα ακυρώνεται.
Θεωρούμε δίκαιη και πρέπουσα υπό τις περιστάσεις την έκδοση διαταγής επανεκδίκασης τής Αίτησης από άλλον ή άλλην Δικαστή τού Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, και έτσι διατάζεται.
Αναμένεται ότι θα δοθεί προτεραιότητα στην εκδίκαση της Αίτησης.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων έξοδα ύψους €3.500,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] «35.-(1) Οσάκις η υποχρέωσις εις ην αφορά η διά της υποθήκης παρασχεθείσα ασφάλεια εξοφλείται ή παύει υφισταμένη, ο ενυπόθηκος δανειστής υπέχει καθήκον όπως μεριμνήση διά την εξάλειψιν της υποθήκης, εμφανιζόμενος ενώπιον Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ή παραρτήματος και προσάγων άπαντα τα αφορώντα εις την υποθήκην έγγραφα τα παρασχεθέντα αυτώ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16 ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του άρθρου 32, ομού μετά εγγράφου εν τω τύπω Ε ως εκτίθεται εν τω Δευτέρω Παραρτήματι δι' ου ζητείται ή εξάλειψις της υποθήκης( άμα τη προσαγωγή και καταθέσει του ανω εγγράφου και των λοιπών τοιούτων, εάν ο Διευθυντής πεισθή ότι το πρόσωπον όπερ υπέγραψε και προσήγαγε τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω ή παραρτήματι το άνω έγγραφον είναι το εμφαινόμενον ως ενυπόθηκος δανειστής πρόσωπον, ούτος διενεργεί την εξάλειψιν διαγράφων την αφορώσαν εις την υποθήκην σημείωσιν την γενομένην έναντι της εγγραφής του ακινήτου του βαρυνομένου διά της πληρωμής του ενυποθήκου χρέους και επί του πιστοποιητικού εγγραφής του ως είρηται ακινήτου και επιστρέφων το τοιούτο πιστοποιητικόν εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην.
(2) Οσάκις ακίνητον βαρυνόμενον διά της πληρωμής ποσού προς εξασφάλισιν ούτινος συνέστη υποθήκη εξαλειφθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) βαρύνεται ωσαύτως διά της πληρωμής ποσού εξασφαλιζομένου δι' ετέρας υποθήκης μεταγενεστέρας της ως άνω εξαλειφθείσης τοιαύτης, ο Διευθυντής οφείλει να γνωστοποιήση την γενομένην εξάλειψιν εις τον ενυπόθηκον δανειστήν πάσης τοιαύτης ετέρας υποθήκης».
[2] Η μνεία αφορά στον Ν.9/65.
[3] Η μνεία αφορά στην Αγγελίδης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1771.