ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A115
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 362/2014)
30 Μαρτίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΙΩΡΓΑΛΛΗ
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου.
....
Κ. Δαμιανός για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Π. Σελίπας, για Γενικό Εισαγγελέα
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσείων αξίωνε:
"Α. Ποσό 65.200,92 λιρών στερλινών ή το ισάξιο σε Ευρώ ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος για τις ζημιές τις οποίες υπέστη ο Ενάγων συνεπεία της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την μετάθεση του Ενάγοντος από την Υπάτη Αρμοστεία της Δημοκρατίας στο Λονδίνο, στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών Λευκωσία από 31.08.2004, η οποία, μετά από Αίτηση Ακυρώσεως, που είχε υποβάλει ο Ενάγων στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση 132/2005."
Τα αποδεκτά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση καταγράφονται για καλύτερη κατανόηση των λόγων έφεσης. O εφεσείων, όντας δημόσιος υπάλληλος υπηρετούσε από τις 10/9/80 στην Υπάτη Αρμοστεία της Δημοκρατίας στο Λονδίνο ως Σύμβουλος Τύπου αρχικά με ανανεώσιμο ετήσιο συμβόλαιο, ενώ από το 1987 με τη μονιμοποίηση του υπηρετούσε ως μόνιμος Λειτουργός Τύπου και Πληροφοριών.
Κατά/ή περί το 1997 ο Ενάγων προήχθη στη θέση του Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, (κλίμακα Α11+2), θέση στην οποία συνέχισε να υπηρετεί μέχρι τη λήψη της απόφασης για μετάθεση του από την Υπάτη Αρμοστεία της Δημοκρατίας στο Λονδίνο στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στη Λευκωσία, όπου ανήκει οργανικά η θέση του Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών Α΄.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με τις αποφάσεις του με αριθμούς 57998, 58250 και 58720 με ημερομηνίες 04.06.2003, 16.07.2003 και 18.10.2003 αντίστοιχα αποφάσισε ότι «οι πρόνοιες των Περί Εξωτερικής Υπηρεσίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 1968-2002, που ρυθμίζουν τη χρονική περίοδο και παραμονή των μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στο εξωτερικό «κατ' αναλογία τυγχάνουν εφαρμογής» και στην περίπτωση του μη διπλωματικού προσωπικού και «ειδικότερα εν προκειμένω των Συμβούλων και Ακολούθων Τύπου, που τοποθετούνται για υπηρεσία στα Γραφεία Τύπου των Διπλωματικών Αποστολών».
Ο Διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών με επιστολή ημερομηνίας 19.01.2004 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι ενόψει των αναφερομένων ως άνω αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου είχε εισηγηθεί στην Αρμόδια Αρχή την μετάθεση του στη Λευκωσία από 31.08.2004 και ότι είχε δικαίωμα να υποβάλει γραπτώς σχετικές παραστάσεις.
Ο εφεσείων υπέβαλε ένσταση κατά της σκοπούμενης μετάθεσης του αποστέλλοντας σχετική επιστολή ημερομηνίας 27.01.2004 προς το Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, με την οποίαν εξηγούσε τις ριζικές ανατροπές των δεδομένων της ζωής του, καθώς και αυτές των μελών της οικογένειας του, οι οποίες θα επέρχονταν σε περίπτωση αποδοχής της εισήγησης για μετάθεση. Eπίσης υπέβαλεν ενστάσεις για τη νομιμότητα αυτής. Μεταξύ των λόγων που επικαλείτο, ήταν και το γεγονός ότι θα αφυπηρετούσε από τη Δημόσια Υπηρεσία σε δύο περίπου χρόνια, ήτοι στις 6/8/2006.
Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 04.06.2004, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 08.06.2004 αποφασίσθηκε η μετάθεση του από την Υπάτη Αρμοστεία της Δημοκρατίας στο Λονδίνο, στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στη Λευκωσία από 31.08.2004.
Ο εφεσείων, υπέβαλε παραίτηση από τη Δημόσια Υπηρεσία στις 23.9.2004. Μετά την πρόωρη αφυπηρέτηση του προσλήφθηκε με διετές συμβόλαιο από το Υπουργείο Εξωτερικών, ως επιτόπιο προσωπικό, για εκτέλεση καθηκόντων Συμβούλου Τύπου στην Κεντρική Υπάτη Αρμοστεία, από 1/2/2005-31/1/07.
Η απόφαση της ΕΔΥ για μετάθεση του ακυρώθηκε τελικά με απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 19/11/2007 στην Α.Ε. 132/2005, την οποία άσκησε ο εφεσείων.
Ακολούθως, ο εφεσείων με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 17/9/08 προς το Υπουργικό Συμβούλιο, (η οποία επιδόθηκε αυθημερόν) κοινοποίησε την πρόθεση του να διεκδικήσει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος και κάλεσε σε εξώδικη διευθέτηση του θέματος εντός μηνός από την παραλαβή της επιστολής.
Παρά το ότι η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, ενημέρωσε με επιστολή της ημερ. 30/9/2008 ότι η επιστολή διαβιβάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών λόγω αρμοδιότητας, μέχρι της ημερομηνίας (28/11/2014) καταχώρησης της αγωγής 895/2009, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης, δεν έλαβε οιανδήποτε απάντηση.
Αναφορικά με τις ζημιές τις οποίες κατ' ισχυρισμόν υπέστη ο εφεσείων κατέγραψε πως οι απωλεσθείσες απολαβές του για 31 μήνες ανέρχονταν στο ποσό των 142.600,00 λιρών στερλινών δεδομένου πως ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν σε εκείνο των 4.600 λιρών.
Υπολόγισε και διεκδίκησε 13ο μισθό για τα έτη 2005, 2006 και αναλογία 13ου μισθού (8/12) για το έτος 2007, συνολικού ύψους 4.956,43 λίρες στερλίνες, στη βάση του γεγονότος ότι για το 2004 έλαβε 13ο μισθό ποσό ύψους 1.856,66.
Διεκδίκησε ως αποζημίωση για ζημιά λόγω μειωμένου ποσού του εφάπαξ το οποίο εάν αφυπηρετούσε κανονικά (31/8/2007) θα ελάμβανε αυτό των 61.706,19 λιρών στερλινών ενώ έλαβε αυτό των 56.194,30 και επομένως η ζημιά του καθορίζεται στις 5.511,68 λίρες στερλίνες. Απότοκη ζημιά της πρόωρης αφυπηρέτησης είναι και η μειωμένη σύνταξη κατά 1.181,10 λίρες στερλίνες και αν υπολογισθεί ότι το προσδόκιμο ζωής είναι 80 χρόνια, η ζημιά του ανέρχεται στο ποσό των 25.393,65. Κατά την εργοδότηση του ως επιτόπιο προσωπικό έλαβε το ποσό των 79.862,98 και ως σύνταξη ποσό 33.398,06 ήτοι σύνολο 113.261,04 το οποίο εάν αφαιρεθεί από την υπολογισθείσα ζημιά των 178.461,96 η ζημιά για την οποίαν αξιώνει αποζημιώσεις είναι ύψους 65.200,92 λιρών στερλινών.
Ο εφεσίβλητος απέρριψε με την έκθεση υπεράσπισης του τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι συνεπεία της απόφασης για μετάθεση του από το Λονδίνο στη Λευκωσία αναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση από τη Δημόσια Υπηρεσία και ότι υπέστη οιανδήποτε ζημιά για την οποία να δικαιούται αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατετέθη ως αποδεκτό γεγονός ότι λόγω της πρόωρης αφυπηρέτησης του, ο εφεσείων απώλεσε συνολικά διαφυγόντα κέρδη 53.000 στερλίνες (τεκμ. 7 υπό το έγγραφο Α).
Μετά τον προσδιορισμό των παραδεκτών γεγονότων οι συνήγοροι δήλωσαν ότι παρέμειναν ως επίδικο θέμα η διαπίστωση ύπαρξης ευθύνης εκ μέρους της Δημοκρατίας όπως αυτή περιγραφόταν στις παρ. 8 και 10 της έκθεσης απαίτησης και οι οποίες έτυχαν άρνησης από την εφεσίβλητη ήτοι:
«8. Συνεπεία της αναφερόμενης στην παράγραφο 7 ανωτέρω απόφασης, ο Ενάγων αναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση από την Δημόσια Υπηρεσία κατά/ή περί την 23.09.2004. Κατά την ίδια ημερομηνία προσλήφθηκε με διετές συμβόλαιο από το Υπουργείο Εξωτερικών, ως επιτόπιο προσωπικό, για εκτέλεση καθηκόντων Συμβούλου Τύπου στην Κυπριακή Υπάτη Αρμοστεία Λονδίνου, δηλαδή των ίδιων ακριβώς καθηκόντων που εκτελούσε πριν την λήψη της απόφασης για μετάθεση του στη Λευκωσία.
10. Ο Ενάγων, αν δεν αναγκαζόταν να υποβάλει αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση λόγω της παράνομης, όπως κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο μετάθεσης του, θα συνέχιζε την υπηρεσία του στην Υπάτη Αρμοστεία του Λονδίνου, στη μόνιμη θέση του Συμβούλου Τύπου, μέχρι και την αφυπηρέτηση του κατά την 31.08.2007, δηλαδή για περίοδο 31 μηνών περίπου.».
Περαιτέρω οι διάδικοι επιφύλαξαν το δικαίωμα τους, όπως με τις τελικές αγορεύσεις τους αναφερθούν στο ύψος της αποζημίωσης την οποίαν θα εδικαιούτο ο εφεσείων ως εύλογη και δίκαιη με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος σε περίπτωση διαπίστωσης ευθύνης από τη Δημοκρατία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε πως δεν υπήρξε εξαναγκασμός σε παραίτηση του εφεσείοντα, ως ο ίδιος ισχυρίζεται ούτε και αποδείχθηκαν οι αξιούμενες ζημιές.
Με την κρινόμενη έφεση πλήττονται οι ανωτέρω διαπιστώσεις, με την κύρια επιχειρηματολογία των τριών πρώτων λόγων έφεσης να περιστρέφεται γύρω από τη θέση του εφεσείοντα ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και το περί του αντιθέτου εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να χαρακτηρίζεται εσφαλμένο και αντιφατικό προς το εύρημα αξιοπιστίας του εφεσείοντα αναφορικά με τους λόγους ένστασης που προέβαλε εναντίον της μετάθεσης του.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης υπέδειξε πως η πρόωρη αφυπηρέτηση του ήταν άμεση συνέπεια της απόφασης της ΕΔΥ και άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν ως η γενεσιουργός αιτία αυτής και όσων ακολούθησαν.
Ως κύριο σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης το οποίο εντοπίζεται είναι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τι προηγήθηκε και τι οδήγησε τα πράγματα στην πρόωρη αφυπηρέτηση.
Η πρόωρη αφυπηρέτηση δεν ήταν μια οικειοθελής πράξη αλλά ήταν απότοκη της απόφασης της ΕΔΥ και είχε ως λόγους εκείνους τους οποίους το Ανώτατο Δικαστήριο καταγράφει στην ακυρωτική του απόφαση ότι δεν λήφθηκαν υπόψη.
Αντίθετα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, ο συνήγορος της εφεσίβλητης υποστηρίζει πως το θέμα της οικειοθελούς παραίτησης του εφεσείοντα ρυθμίζεται από την επιστολή του ημερ. 16/9/2004 την οποίαν απέστειλε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών στο οποίο υπάγεται το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
«Μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 15/9/2004, για εργοδότησή μου ως Επιτόπιο Προσωπικό στην Υπάτη Αρμοστεία Λονδίνου για την εκτέλεση καθηκόντων Συμβούλου Τύπου, επιθυμώ να υποβάλω αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση μου από τη Δημόσια Υπηρεσία από 01.02.2005.
Παρακαλώ όπως προωθήσετε την αίτηση μου προς την αρμόδια αρχή.»
Έχουμε εξετάσει όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν αναπτύξει.
Οι λόγοι για τους οποίους ενίστατο στην μετάθεση του ο εφεσείων, αφορούσαν την οικογενειακή και κοινωνική του ζωή, η οποία θα ανατρεπόταν με δυσμενείς επιπτώσεις. Συγκεκριμένα, έχοντας υπηρετήσει για 23 χρόνια στο Λονδίνο, είχε θεωρήσει δεδομένη την υπηρεσία του εκεί, αφού παλαιότερα αιτήματα του για μετάθεση ιδίως στην Ουάσιγκτων είχαν απορριφθεί. Για τούτο, η σύζυγος του η οποία εργαζόταν ως νηπιαγωγός στην Κύπρο, εγκατέλειψε την εργασία της το 1988 και έμενε μόνιμα έκτοτε στο Λονδίνο. Απέκτησαν δύο θυγατέρες, οι οποίες τον επίδικο χρόνο ήσαν ηλικίας 14 και 11 χρόνων, φοιτούσαν σε αγγλικά σχολεία και η μεγάλη του ετοιμαζόταν γιε εξετάσεις GCSE.
Το έτος 2000 είχε αγοράσει διαμέρισμα αφού έλαβε δάνειο για αποπληρωμή του οποίου κατέβαλλε δόσεις, με ψηλό χρηματικό ποσό, όντας πεπεισμένος ότι η υπηρεσία του στο Λονδίνο θα συνεχιζόταν μέχρι το 2006, που θα συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας του, ότε και θα αφυπηρετούσε.
Το πιο πάνω αναφερόμενο διαμέρισμα που αγόρασε για την οικογένεια του ήταν σύμφωνα με τα δεδομένα της αγοράς στο Λονδίνο και δη με «lease» διάρκειας 25 χρόνια. Είχε δικαίωμα να αυξήσει τα χρόνια του «lease» με την προϋπόθεση ότι θα παρέμεναν ως κατοικούντες σ' αυτό για τουλάχιστον 5 χρόνια από την ημερομηνία αγοράς του, δηλαδή μετά τον Ιούλιο του 2005. Σε διαφορετική περίπτωση η πώληση του εν λόγω διαμερίσματος θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη αν όχι και αδύνατη, λόγω του ότι κανένας αγοραστής δεν θέλει να αγοράσει περιουσία για μόνο 25 χρόνια, και επιπρόσθετα η τιμή πώλησης του θα ήταν εξευτελιστικά χαμηλή. Περαιτέρω, η Τράπεζα από την οποία εξασφάλισε το δάνειο για την αγορά του διαμερίσματος, η Barclays Bank, δεν του επέτρεπε ως δανειοδότης την ενοικίαση του διαμερίσματος βάσει των αυστηρών κανονισμών της για «home mortgages», δηλαδή δανείων για ιδιοκατοίκηση που έχουν χαμηλούς τόκους.
Οι λόγοι αυτοί έγιναν δεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αντικατοπτρίζοντες την ένσταση του εφεσείοντα και θεωρήθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστήριο στην Α.Ε. 132/2005 ως παραστάσεις του εφεσείοντα τις οποίες η ΕΔΥ δεν αξιολόγησε ως όφειλε κατά τη λήψη της απόφασης της για τη μετάθεση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βέβαια, έκρινε πως παρά την ύπαρξη των λόγων αυτών, η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν υποκειμενική όταν έλεγε ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και προχώρησε και εξέτασε τις περιστάσεις που περιέβαλλαν την πρόωρη αφυπηρέτηση του.
Ειδική αναφορά έγινε στην επιστολή του ημερ. 16/9/2004, το κείμενο της οποίας καταγράφηκε ανωτέρω, προχωρώντας να επισημάνει ότι από αυτήν αναδεικνύονταν τέσσερα σημαντικά στοιχεία. Ότι η βούληση του δεν αφορούσε παραίτηση αλλά πρόωρη αφυπηρέτηση, ότι ο ίδιος την αιτήθηκε, ότι ο ίδιος προσδιόρισε την ημερομηνία από την οποίαν αυτή θα άρχιζε και ότι όταν την υπέβαλλε είχε ήδη λάβει γνώση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου όπως τον εργοδοτήσει ως επιτόπιο προσωπικό στην Υπάτη Αρμοστεία στο Λονδίνο.
Σημαντική θεωρούμε για την κρίση της οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης ότι είναι η πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία καταγράφει στην αφετηρία της την εκδήλωση επιθυμίας εκ μέρους του εφεσείοντα να υποβάλει στην ΕΔΥ αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση ούτως ώστε να εργοδοτηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών με τους όρους του επιτόπιου προσωπικού στο Λονδίνο.
Παρατίθεται, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης το περιεχόμενο της πρότασης (τεκμ. (η) υπό έγγραφο Β)
«Ο κ. Σώτος Γιωργαλλής, μόνιμος Λειτουργός Τύπου και Πληροφοριών Α', ο οποίος υπηρετούσε ως Σύμβουλος Τύπου στην Υπάτη Αρμοστεία της Δημοκρατίας στο Λονδίνο, έχει μετατεθεί στο ΓΤΠ στο Κέντρο στις 31.8.2004 με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 58.720 ημ. 8.10.2003.
2. Ο κ. Γιωργαλλής επιθυμεί να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για πρόωρη αφυπηρέτηση και να εργοδοτηθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών με τους όρους του επιτόπιου προσωπικού για εκτέλεση των ιδίων καθηκόντων στην Υπάτη Αρμοστεία Λονδίνου. Οι λόγοι είναι οι ακόλουθοι꞉
(α) Ο κ. Γιωργαλλής είναι εγκατεστημένος στο Λονδίνο όπου υπηρετούσε ως Σύμβουλος στην Υπάτη Αρμοστεία από το 1980. Ο κ. Γιωργαλλής αφυπηρετεί από τη δημόσια υπηρεσία την 1η Σεπτεμβρίου 2006. Από το 1993 μέχρι το 2000 ζητούσε μετάθεση από το Λονδίνο αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή από την Υπηρεσία του. Ως εκ τούτου, το 2000 προέβη σε αγορά διαμερίσματος με αρκετά ψηλό δάνειο γιατί δεν είχε καμιά ένδειξη μετάθεσης. Τα δύο παιδιά του ηλικίας 14 και 11 χρόνων, τα οποία γεννήθηκαν στο Λονδίνο φοιτούν σε αγγλικά σχολεία.
(β) Το Υπουργείο Εξωτερικών με επιστολή του ημερ. 28.5.2004 και αρ. Φακ. 15.5.2005 ενημέρωσε τους Αρχηγούς Διπλωματικών Αποστολών ότι παρέχεται στο μόνιμο γραμματειακό και άλλο προσωπικό η ευχέρεια για υποβολή παραίτησης και επαναπρόσληψης με τους όρους του επιτόπιου προσωπικού, υπό την αίρεση της τελικής έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.
3. Το Υπουργείο Εξωτερικών επιθυμεί να εργοδοτήσει τον κ. Γιωργαλλή στη θέση Συμβούλου Τύπου στο Λονδίνο με τους όρους του επιτόπιου προσωπικού λόγω της πείρας του στη συγκεκριμένη θέση και της σημασίας του συγκεκριμένου πόστου στη Βρετανική πρωτεύουσα και ζητά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση την προηγούμενη απόφαση του αρ. 30.571 ημ. 11.8.1998, που αναφέρεται στην επαναπρόσληψη συνταξιούχων, αλλά και με βάση τα όσα αναφέρονται στο σημείο (β) της προηγούμενης παραγράφου. Σημειώνεται ότι αντικατάσταση του κ. Γιωργαλλή με ένα πρωτοδιοριζόμενο υπάλληλο δεν θα ήταν προς όφελος της Υπηρεσίας. Επίσης, αντικατάστασή του με μόνιμο λειτουργό από το ΓΤΠ θα κοστίζει περισσότερο στο δημόσιο λόγω των Γενικών Επιδομάτων Εξωτερικού και του επιδόματος ενοικίου που θα λαμβάνει.
4. Το Υπουργείο Εξωτερικών εισηγήθηκε μηνιαίο μισθό ΛΚ3.500 ο οποίος είναι κατώτερος από το αρχικό σημείο της σχετικής κλίμακας της Βρετανικής Δημόσιας Υπηρεσίας. Επίσης, λόγω άμεσης ανάγκης πρόσληψης Συμβούλου Τύπου στο Λονδίνο παρίσταται ανάγκη απασχόλησης του κ. Γιωργαλλή κατά τη διάρκεια των 85 ημερών άδειας που έχει σε πίστη του πριν την αφυπηρέτησή του. Αφού δεν υπάρχει δυνατότητα να λάβει την άδεια του πριν την πρόσληψή του ως επιτόπιο προσωπικό, θα του καταβληθεί το αντίτιμο της άδειας ανάπαυσης που έχει σε πίστη του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 8(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών.
5. Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού συμφωνεί με τα πιο πάνω.
6. Η παρούσα πρόταση υποβάλλεται σε συνεννόηση με το Υπουργείο Εσωτερικών.
7. Ο Υπουργός Εξωτερικών ο οποίος θα παρουσιάσει το θέμα θα ζητήσει από το Υπουργικό Συμβούλιο να εγκρίνει την εργοδότηση του κ. Γιωργαλλή ως Συμβούλου Τύπου στην Υπάτη Αρμοστεία Λονδίνου με τους τους όρους του επιτόπιου προσωπικού με διετές συμβόλαιο και με μηνιαίο μισθό ΛΚ3.500, νοουμένου ότι ο κ. Γιωργαλλής θα υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για πρόωρη αφυπηρέτηση και η Επιτροπή την εγκρίνει.».
Με βάση την εν λόγω πρόταση, το Υπουργικό Συμβούλιο οδηγήθηκε στην απόφαση του ημερ. 15/9/2004:
«Αρ. Απόφασης 60.801
25. Το Συμβούλιο, για τους λόγους που αναφέρονται στην Πρόταση, αποφάσισε να εγκρίνει την εργοδότηση του κ. Σώτου Γιωργαλλή ως Συμβούλου Τύπου στην Υπάτη Αρμοστεία της Δημοκρατίας στο Λονδίνο με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού με διετές συμβόλαιο και με μηνιαίο μισθό £3.500, νοουμένου ότι ο κ. Γιωργαλλής θα υποβάλει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση από τη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών Α' που κατέχει σήμερα και η οποία θα γίνει αποδεκτή.».
Δεν έθεσε επομένως επιτακτικά το Υπουργικό Συμβούλιο ως όρο την πρόωρη αφυπηρέτηση του εφεσείοντα, ως ο ίδιος ισχυρίζεται, αλλά αυτή προήλθε από τον ίδιο, βασιζόμενη στο δικαίωμα που του παρείχετο για πρόωρη αφυπηρέτηση και με βάση τα προσωπικά, οικογενειακά και οικονομικά δεδομένα του, ως ο ίδιος τα αξιολόγησε. Δεν παραγνωρίζουμε πως με την απόφαση για μετάθεση του, δύο χρόνια πριν την αφυπηρέτηση του, άλλαζαν άρδην οι συνθήκες της ζωής του και θεωρούμε πως η απόφαση του ήταν εκ των πραγμάτων αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Δεν είχε όμως το στοιχείο του εξαναγκασμού όπως ο ίδιος το θέτει, αφού ούτως ή άλως μετά τις αναφερθείσες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για εναλλαξιμότητα των μελών του μη Διπλωματικού προσωπικού, όπως γίνεται και σε εκείνο των διπλωματικών υπαλλήλων, τίποτε δεν εγγυάτο τη μονιμότητα του στο Λονδίνο, στη θέση που κατείχε.
Εξαναγκασμός σε παραίτηση, ο οποίος παρέχει και δικαίωμα σε αποζημίωση σε εργοδοτούμενον κατ' αναλογίαν με όσα επικρατούν στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχει όταν μεταβάλλονται ουσιωδώς οι όροι της σύμβασης εργασίας όπως π.χ. μεταβολή ωραρίου εργασίας, μονομερής μείωση μισθού και απολαβών.
Τέτοια γεγονότα όμως δεν επικαλείται ο εφεσείων πλην την ουσιαστική μεταβολή του τρόπου ζωής τούτου και της οικογένειας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε τους όρους «παραίτηση» και «πρόωρη αφυπηρέτηση» οι οποίοι δεν είναι αυτόσημοι αλλά υπόκεινται σε ξεχωριστές διατάξεις στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας νόμο, Ν. 1/90. Όπως ορθά επεσήμανε, στην περίπτωση της αίτησης για άδεια πρόωρης αφυπηρέτησης, εξυπακούεται εκ του Νόμου ότι πρόκειται για «οικειοθελή» πράξη του υπαλλήλου (παραγρ. (γ) εδ. 1, άρθρο 53) γι' αυτό ήταν αντιφατικό ο εφεσείων να προωθεί τον ισχυρισμό περί «εξαναγκασμού του σε παραίτηση» την ίδια στιγμή που παρουσίασε έγγραφη μαρτυρία από την οποίαν προέκυπτε με σαφήνεια η διατύπωση της βούλησης του για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση. Αναφέρει σχετικά το Άρθρο 53:
«Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση μόνιμου συντάξιμου υπαλλήλου από τη Δημόσια Υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α).
(β)...
(γ) μετά από αίτηση υπαλλήλου για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση.»
Κρίνεται συνεπώς ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα καθώς και η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ζημιογόνο κατάλοιπο της ακυρωθείσας μετάθεσης του εφεσείοντα, πέραν της περιόδου εφαρμογής της μετάθεσης του από το οποίο να γεννάται δικαίωμα αποζημιώσεων.
Προς τεκμηρίωση της κρίσης του επικαλέστηκε συγγράμματα και νομολογία μεταξύ των οποίων την απόφαση Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 ΑΑΔ 612 στην οποίαν λέχθηκαν πως:
"Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της. (Βλ. Attorney-General ν. Andreas Marcoullides and Another (1966) 1 CLR 242, Costas Tsakkistos v. Attorney-General (1969 1 CLR 355, Kambis v. Republic (1984) 1 CLR 314, Christofides v. Attorney-General (ανωτέρω) Frangoullides v. Republic (ανωτέρω), Πελαγίας Εγγλεζάκης και Άλλοι ν. Γενικός Εισαγγελέας (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 697 και Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Χάρης Θεοδωρίδης (1993) 1 ΑΑΔ 420).»
Πέραν της ανωτέρω απόφασης, επισημαίνουμε τα ακόλουθα, όπως αυτά εκτέθηκαν στην απόφαση μας Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 323/2013, ημερ. 15/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A406.
Το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος δυνάμει του οποίου διεκδικούνται αποζημιώσεις προνοεί:
«146.6 Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ' όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ήν το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.»
Το εν λόγω άρθρο δημιουργεί ένα ιδιόρρυθμο ή ιδιώνυμο (sui generis), ως έχει χαρακτηριστεί, δικαίωμα για αποζημίωση, το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητο από οποιοδήποτε άλλο αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο δημιουργεί μια κατηγορία ευθύνης που σκοπεί στο να καταστήσει το διοικητικό έλεγχο αποτελεσματικό. Πρόκειται για ένα σημαντικό συνταγματικό δικαίωμα για το οποίο έχει αρμοδιότητα το Επαρχιακό Δικαστήριο (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Success Advertising Co. Ltd (1996) 1 AAΔ 153).
Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει εάν η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της, αφού μόνον τότε εγείρεται δικαίωμα για αποζημίωση. Έχει υποδειχθεί στη νομολογία ότι η ζημιά, η οποία πρέπει ν' αποδειχθεί, συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση δεν έχει σκοπό την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα. Ο όρος «δίκαια και εύλογος αποζημίωσις» στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 146 ταυτίζει την αποζημίωση με το δίκαιο του αιτήματος στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ διοικούμενου και Διοίκησης ώστε η υπαιτιότητα των μερών για την πρόκληση της να καθίσταται ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό της αποζημίωσης. (Δέστε Savvas & Leonidas Motors Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 ΑΑΔ 795 και Πίττα ν. Δήμου Στροβόλου, Πολ. Εφ. 126/10 ημερ. 24/4/2015).
Επισημάνθηκε στις ανωτέρω αποφάσεις ότι το μέτρο της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης είναι διαφορετικό από εκείνο του Αγγλικού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα (restitutio ad integrum).
Αντίθετα έχει περιγραφεί ως ένα sui generis μέτρο αποζημιώσεων. Η υπαιτιότητα του κάθε διαδίκου είναι παράγων που λαμβάνεται υπόψη. Η ζημιά δε που διεκδικείται πρέπει να προκύπτει άμεσα από την απόφαση που ακυρώθηκε.
Η άρνηση της διοικήσεως να συμμορφωθεί προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου διοικητικού δικαστηρίου δεν αποτελεί παράνομη πράξη ή παράλειψη επειδή παραβιάζει δεδικασμένο (που δεν είναι πηγή δικαίου) αλλά επειδή παραβαίνει τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου που επιβάλλουν στη διοίκηση να συμμορφώνεται στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, όπως έχει επισημανθεί στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» του Π.Δ. Δαγτόγλου, 6η Έκδοση, σελ. 822 παρ. 1421β». Συνεπώς εκείνο που χρήζει εξέτασης είναι η συνάφεια της ζημιάς με την ακυρωτική απόφαση και αν αυτή προκύπτει ως άμεσο αποτέλεσμα της.
Σε συμφωνία με όσα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επισημαίνουμε πως η αξίωση του εφεσείοντα επικεντρώθηκε σε ισχυριζόμενη ζημιά λόγω της πρόωρης αφυπηρέτησης του - η οποία κρίθηκε ότι αποτελούσε δική του επιλογή - και όχι λόγω της απόφασης της ΕΔΥ για μετάθεση του, η οποία ακυρώθηκε. Διαφορετικά θα ήταν τα γεγονότα εάν ο εφεσείων είτε αρνείτο να συμμορφωθεί στη μετάθεση του ή συμμορφωνόταν και η τοιαύτη συμμόρφωση του, επέφερε σε αυτόν ζημιογόνα αποτελέσματα.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.700, υπέρ εφεσίβλητου και εναντίον εφεσείοντα.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Γ. Σάντης, Δ.
/Κας