ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Ηλ.Στεφάνου με Γ.Νεάρχου, για τους Εφεσείοντες Π.Ευθυβούλου (κα) και Θ.Παπακυριακού (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-03-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ amp;amp; ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε κ.α., Πολιτική έφεση αρ. 337/2021, 1/3/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:A72

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                          

(Πολιτική έφεση αρ. 337/2021)

 

1 Μαρτίου, 2023

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ.

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. Α. Δ., 3. Δ. Δ., 4. Γ. Δ., 5. Ε. Σ. ΚΑΙ 6. Χ. Θ., ΕΚ [   ], ΟΔΟΣ [   ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/07/2021

------------------

 

Ηλ.Στεφάνου με Γ.Νεάρχου, για τους Εφεσείοντες

Π.Ευθυβούλου (κα) και Θ.Παπακυριακού (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο

--------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Για την εξέταση της παρούσας έφεσης, ενδιαφέρουν κυρίως δύο Νόμοι, ο Νόμος περί Προστασίας του Aπορρήτου της Ιδιωτικής Eπικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Kαταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος του 1996, Ν.92(Ι)/1996, ειδικά το ΄Αρθρο 21[1] και ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ.155 κυρίως το ΄Αρθρο 27[2].

Η Αστυνομία ζήτησε και έλαβε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ένταλμα έρευνας που εξεδόθη σε σχέση με τους Εφεσείοντες την 30.7.2021.

 

Το αίτημα της Αστυνομίας συνοδευόταν από ένορκη δήλωση 44 σελίδων του Υπ. Α.Ανδρέου και αφορούσε διερευνόμενα αδικήματα, όπως αδικήματα διαφθοράς, κατά παράβαση του Ν.23(ΙΙΙ)/2002, αδικήματα  κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης, ΄Ερευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμος του 1996, Ν61(Ι)/96 ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον περί Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες  Νόμο, N.188(Ι)/2007,  Πλαστογραφία, Κατάχρηση Εξουσίας κ.ά. (συνολικά 12 αδικήματα).

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το εν λόγω ένταλμα στο οποίο, αφού γίνεται αναφορά στη γραπτή ένορκη δήλωση, καταγράφεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο συγκεκριμένο γραφείο με συνεταίρους αυτούς που αναφέρονται, φυλάττονται ηλεκτρονικά δεδομένα που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, server, σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση και αφορούν συγκεκριμένους επενδυτές (ακολουθεί λίστα). 

 

Η πρωτόδικη απόφαση

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, μετά από προηγηθείσα σχετική άδεια, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές σε διαδικασία αίτησης έκδοσης certiorari,  έκρινε πως οι λόγοι που οι Εφεσείοντες-Αιτητές προέβαλαν για ακύρωση του εντάλματος έρευνας έπρεπε να απορριφθούν.  Οι ίδιοι λόγοι επαναφέρονται με την έφεση.  Ως εκ τούτου καλό θα ήταν να παρουσιαστεί η πρωτόδικη κρίση κατά θέματα τα οποία αφορούν τους αντίστοιχους λόγους έφεσης. 

 

Λόγος έφεσης 1

Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ένταλμα έρευνας δεν παραβίαζε τα ΄Αρθρα 15, 17 και 19 του Συντάγματος.  Αυτό κυρίως γιατί λανθασμένα θεώρησε πως με βάση το ΄Αρθρο 27 του Κεφ.155, επιτρεπόταν η εξαγωγή, έστω, δεδομένων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.  Από τη στιγμή που αναζητείτο μαρτυρία σχετική με την ηλεκτρονική αλληλογραφία ενεργοποιούνται οι σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος, καθώς και ο Ν.92(Ι)/96.  Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να τηρηθεί η συγκεκριμένη διαδικασία και πρόνοια η οποία προκύπτει από το ΄Αρθρο 23(3) του Νόμου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο επ΄ αυτής της πτυχής κατέληξε ως εξής:

«Από όσα τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι το Ένταλμα Έρευνας δεν επιδιώχθηκε να εκδοθεί για (και ούτε αφορά σε) πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας κατά τις προβλέψεις του Ν92(Ι)/96, ή ακόμη και του Περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό της Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου 183(Ι)/07 ο Ν183(Ι)/07»).

 

 Αντιθέτως, από το σύνολο των όσων περιέχονται στον όρκο και την ουσία που εκφράζεται εκεί, αλλά και από τη νομική βάση που αποτυπώνεται στον τίτλο του Εντάλματος Έρευνας (με αυτή να μην είναι άλλη από το Κεφ.155) - με την μνεία στο νομοθέτημα να μην παραπέμπει μόνον στον επιλεχθέντα τύπο του εντάλματος αλλά και στον πυρήνα όσων περιστοιχίζουν το αίτημα έκδοσης του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21) - το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 27, Κεφ.155, με βλέψη την ανεύρεση, κατάσχεση και μεταφορά ενώπιον Δικαστηρίου των πραγμάτων εκείνων που αποτελούσαν το αντικείμενο του εν λόγω εντάλματος («τα πράγματα»).

 

 Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, ούτε παραπέμφθηκε, ούτε αναφέρθηκε, μηδέ και άφησε να εκληφθεί αντικειμενικώς (και καθ' οιονδήποτε τρόπο) πως υπήρχε στη σκέψη του προοπτική διάφορη από εκείνη που αναφυόταν ως ουσία από τον όρκο και το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας στη βάση του Άρθρου 27, Κεφ.155, μήτε και ποτέ το αίτημα της Αστυνομίας θα μπορούσε, κατά όμοια λογική, να λεχθεί ότι εδραζόταν είτε στον Ν92(Ι)/96 (είτε στον Ν183(Ι)/07), ώστε να ανακύπτει θέμα προς ανάλυση κατά τις προτάσεις των Αιτητών (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Π.Ε. 455/19, ημ. 8.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A141, Αναφορικά με την Αίτηση του Moran, Π.Ε. 346/14, ημ. 31.3.16, ECLI:CY:AD:2016:A185, Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Μ., Πολ. Αίτ. 58/21, ημ. 20.4.21, ECLI:CY:AD:2021:D151)».

 

Τίθεται ευθέως για σκοπούς εξέτασης του πρώτου λόγου έφεσης το κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατεύθυνε τη σκέψη του ως άνω, θεωρώντας ότι δεν χωρούσε στο παρόν στάδιο εφαρμογή του Ν.92(Ι)/96.  Ο κ.Στεφάνου επέμενε εμφαντικά πως από τη στιγμή που αναζητείτο μαρτυρία σχετική με ηλεκτρονική αλληλογραφία ενεργοποιείται ο Ν.92(Ι)/96 με απότοκη συνέπεια, η μη επίκληση και η μη εφαρμογή του εν προκειμένω, να καθιστά παράνομο το ένταλμα.  Συνεπώς η περί του αντιθέτου κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ήταν λανθασμένη.

 

΄Εχουμε μελετήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών και δεν θα συμφωνήσουμε με την πλευρά των Εφεσειόντων.

 

 

Το ίδιο το ΄Αρθρο 21(2) αναφέρει πως η προβλεπόμενη ex parte αίτηση με την οποία θα ζητείτο έκδοση δικαστικού εντάλματος για πρόσβαση, επιθεώρηση ή λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας δυνάμει των ΄Αρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

 

Παρατηρούμε πως ο ίδιος ο Νόμος 92(Ι)/96 αναφέρεται στη δυνατότητα πρόσβασης σε έγγραφα ή συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν ήδη περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας δυνάμει και κατόπιν εκτέλεσης σχετικού εντάλματος έρευνας.  Παρά την εκτενή ανάλυση που έγινε σε σχέση με τα δεδομένα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και την ανάγκη προστασίας είναι τελικά αδιάφορο εάν το ένταλμα έρευνας αφορούσε έγγραφα φυλαγμένα σε αποθήκη ή σε ένα υπολογιστή.  Σημασία έχει πως θα ήταν αδύνατο - λογικά και νομικά - να ζητηθεί πρόσβαση με βάση το Νόμο 92(Ι)/96, αφού ακριβώς οι ανακριτικές αρχές δεν γνωρίζουν στο στάδιο που αιτούνται το ένταλμα έρευνας για την ύπαρξη συγκεκριμένου εγγράφου, ούτε φυσικά γνωρίζουν επακριβώς το είδος και το περιεχόμενο αλληλογραφίας για να μπορούν να αιτηθούν αυτά που ο Νόμος 92(Ι)/96 προνοεί ώστε κατ΄εξαίρεση να ατονίσουν - κατά νόμο - οι σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος.

Δεν θα συμφωνήσουμε με τον κ.Στεφάνου πως το σχετικό εδάφιο ομιλεί για τυχαία ανεύρεση εγγράφων και μόνο και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.  Ο Νόμος είναι σαφής και δεν προκύπτει τέτοιος διαχωρισμός για τυχαία ή σκόπιμη κατοχή.  Πρόκειται για κατοχή εγγράφων δυνάμει νομίμως εκδοθέντος εντάλματος έρευνας.  Εγγράφων που δυνητικά θα μπορούσαν να ανευρεθούν κατόπιν της εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, είτε σε ένα server είτε σε μια αποθήκη ή αλλού, νοουμένου βεβαίως ότι το εκδοθέν ένταλμα έρευνας συνάδει με τις επιτακτικές πρόνοιες του ΄Αρθρου 27 της Ποινικής Δικονομίας.

 

Τα ως άνω συμβαδίζουν πλήρως με την απόφαση Αναφορικά με την αίτηση των Ν.Τ. και Ρ.Ζ., Πολ.΄Εφ.272/2021, 13.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:D383, η οποία ασχολείται και αναλύει τις πρόνοιες του Ν.92(Ι)/96 αφού και εκεί πρόκειτο για στοιχεία που είχαν ήδη περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας.  Γίνεται δε αναφορά στο ΄Αρθρο 23 ως εξής:

«Το πιο πάνω άρθρο, παρέχει στο εκδίδον δικαστήριο διακριτική εξουσία, την οποία ασκεί στη βάση των, συγκεκριμένων, κριτηρίων, που προβλέπονται σε αυτό, να αποφασίσει κατά πόσο δικαιολογείται να προβεί στην έκδοση του δικαστικού εντάλματος, που αναφέρεται στο άρθρο 21(1) του Ν.92(Ι)/1996ήτοι, με το οποίο να «εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται η πρόσβαση, η επιθεώρηση και η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας...»Αναμφίβολα, τα πιο πάνω κριτήρια, όπως παρατήρησε, σχετικά, και το Δικαστήριο, εφαρμόζονται μαζί, σε κάθε περίπτωση στην οποία υποβάλλεται αίτηση για την έκδοση  δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 23(1), ανωτέρω.»

 

Και παρακάτω:

«Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του Ν.92(Ι)/1996, και, ειδικά, ως εκ της προαναφερθείσας πρόνοιας στο άρθρο 21(1), δεν παρέχεται δυνατότητα στο Γενικό Εισαγγελέα να υποβάλει αίτηση με μοναδικό αίτημα την πρόσβαση σε «δεδομένα».   Στο εδάφιο (2), του ιδίου άρθρου, αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι η αίτηση, η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (1), μπορεί να υποβληθεί,  «αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας .». Πασιφανώς, τούτο είναι το πρώτιστο αίτημα, για το οποίο μπορεί να υποβληθεί η εν λόγω αίτηση».

 

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Με βάση τα πιο πάνω θεωρούμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει να αποτύχει.

 

Το ως άνω συμπέρασμα μας οδηγεί στον επόμενο σχετικό λόγο έφεσης, δηλαδή τον τρίτο λόγο, ο οποίος νοητικά θα πρέπει να εξεταστεί πριν το δεύτερο λόγο.

 

Τρίτος λόγος έφεσης

Με το λόγο αυτό προβάλλεται πως λανθασμένα ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως στον όρκο του ανακριτή που οδήγησε στην έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος έρευνας πληρούνταν οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 27 του Κεφ.155.

 

Το δικαιοδοτικό ΄Αρθρο 27 ακριβώς καθορίζει πως το ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί όταν το Δικαστήριο ικανοποιείται με βάση ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως στον τόπο που υποδεικνύεται υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο, ή εν σχέσει προς το οποίο, διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του θέματος ανέφερε τα εξής:

«Στην προκειμένη, το Ένταλμα Έρευνας δεν εκδόθηκε γενικώς, προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, αλλά ειδικώς, για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων - και με αναφορά σε διεξοδικώς προκαθορισμένα ποινικά αδικήματα - οι οποίες με περισσή λεπτομέρεια αιτιολογούνται και δικαιολογούνται στον πολύ εκτενή όρκο (δίχως να υπονοείται πως ο όγκος των πληροφοριών προκαθορίζει άνευ ετέρου και την ποιότητα τους αλλά και τη διασύνδεση αυτών με το αντικείμενο του Εντάλματος Έρευνας).

 

 Στον όρκο αναφέρεται (ανάμεσα σε άλλα), κατά εύλογη αιτία και πίστη του ομνύοντα ότι «. φυλάγονται, ηλεκτρονικά δεδομένα που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση .» (και πως τούτα αφορούν σε αριθμό επενδυτών, συζύγους και παιδιά τους καθώς και σε σειρά εταιρειών που αναφέρονται στον όρκο).

 

 Η Αστυνομία αιτήθηκε την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας «. για εξαγωγή των ηλεκτρονικών δεδομένων και ηλεκτρονικών ταχυδρομείων που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, τα οποία σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση όσον αφορά στους πιο κάτω επενδυτές/συζύγους και παιδιά . Καθώς και των πιο κάτω εταιρειών . και για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των προαναφερόμενων αδικημάτων. Σημειώνεται ότι τη ηλεκτρονικά δεδομένα και δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που θα παραληφθούν από την αστυνομία, θα μεταφερθούν στο δικανικό εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων της Αστυνομίας για να τύχουν δικανικής ανάλυσης».

 

 Υπάρχει, έτσι, μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων, με προεξάρχουσα, τη στόχευση και αιτιολόγηση των πραγμάτων στην περίπτωση που μας αφορά, από εκείνη στην Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψης της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή Άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014».

Είναι φανερό πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγούμενο έκρινε πως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου τέθηκε από τους Εφεσίβλητους μαρτυρία στο βαθμό εκείνο που εξηγείται από τη νομολογία και στοιχεία τα οποία παρείχαν ικανοποιητική βάση για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και τη σύνδεση αυτών με τους Εφεσείοντες.  Επίσης τα αναζητούμενα προσδιορίζονται εξίσου ικανοποιητικά στο ένταλμα έρευνας, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ως εκ της κατ΄ουσίαν ενσωμάτωσης της περιγραφής τους στον όρκο με το κύριο μέρος του εντάλματος». 

 

Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, σ΄αυτό το στάδιο δεν κρίνεται αν το περιεχόμενο του όρκου μπορούσε να στοιχειοθετήσει το κάθε συστατικό των διερευνώμενων αδικημάτων αλλά θα πρέπει το Επαρχιακό Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για την εύλογη αιτία ή υποψία ως αυτή εννοιολογικά προσδιορίζεται στο ως άνω ΄Αρθρο 27 και τη σχετική νομολογία.

 

Στην Odyssey Retriever Inc., Πολ.΄Εφ. 59/16, 3.5.2017 είχαν λεχθεί τα εξής: 

Με βάση το άρθρο 27 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ο Δικαστής για να εκδώσει ένταλμα έρευνας, πρέπει να ικανοποιηθεί με έγγραφη ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει - (α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.

 

Παρατηρείται ότι το άρθρο 27, σε αντίθεση με τα άρθρα που αφορούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, δεν προβλέπει τη θετικά διατυπωμένη προϋπόθεση ως προς τη διάπραξη του αδικήματος. Είναι αρκετό να υπάρχει υποψία ότι το αδίκημα διαπράχθηκε για να χρησιμοποιηθούν ακριβώς οι λέξεις της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 27(α). Στη βάση δε αυτού απαντώνται οι ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ως προς την απαξία που έδωσε στη λέξη «ενδεχομένως» που χρησιμοποιήθηκε δυο φορές στον όρκο.

 

Εξετάζοντας με πάσα δυνατή προσοχή την εκτενή αιτιολογία του εφετηρίου σε σχέση με τα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ένορκη δήλωση, θεωρούμε ότι στερείται βασιμότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ασχολείται με όλες τις πτυχές της σχετικής ένορκης δήλωσης και τονίζει την αναγκαιότητα σφαιρικής αντίκρισης της, ορθά καταλήγει ότι ο Δικαστής που την εξέτασε στα πλαίσια του εντάλματος έρευνας, τήρησε τις σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 27 αφού ακριβώς στην ένορκη δήλωση διαφαίνεται πιθανή διάπραξη του αδικήματος της παράνομης κατοχής αρχαιοτήτων αποδίδοντας επ΄αυτού στοιχεία που αφορούν πληροφορίες που λήφθηκαν από συγκεκριμένη πηγή που μάλιστα κατονομάζεται - το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας - σε συνάρτηση με τη διακίνηση του πλοίου με τρόπο που θεωρήθηκε ύποπτος σε περιοχές της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας Κύπρου και Λιβάνου ως προς τη διενέργεια - και πάλιν ως πιθανότητα - ερευνών για αρχαιότητες και ανέλκυση αρχαιοτήτων κατά παράβαση του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, Κεφ.31. Ακόμη τίθεται η θέση του ενόρκως δηλούντα περί μη ύπαρξης αδείας του πλοίου να διεξαγάγει τέτοιες έρευνες. Προκύπτει συναφώς ότι στοιχειοθετείται για τους σκοπούς του άρθρου 27 η εύλογη αιτία να πιστεύεται πως στο εν λόγω πλοίο διαπράχθηκε το αδίκημα της παράνομης κατοχής αρχαιοτήτων και περαιτέρω ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως εντός του πλοίου δυνατόν να ανευρεθούν αντικείμενα τα οποία θα παρέχουν απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος. Στη βάση δε αυτού του συμπεράσματος καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της εφεσείουσας περί παρερμηνείας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου της υπόθεσης Waterfield (1964) 1 Q.B. 164 (C.C.A.).

 

Στην υπόθεση Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656που αφορούσε ακριβώς εξέταση εντάλματος έρευνας και τέθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί, εκρίθη ότι κατά την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε εύλογη υπόνοια βασισμένη σε μαρτυρία η φύση της οποίας εξειδικευόταν. Τονίστηκε ότι εφόσον το ίδιο το ένταλμα όπως το υπέγραψε ο Δικαστής αναφέρεται ρητά στην ένορκη καταγγελία, όπως τέθηκε ενώπιον του, συνάγεται και η κατάληξη ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Η κατάληξη αυτή ασφαλώς παραπέμπει στα ίδια και ενσωματώνει τη δική του κρίση πάνω στο θέμα. Η απόφαση Αντωνίου καταλήγει ως εξής: «αυτή η κατάληξη, υπογεγραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή, είναι δική του και κανενός άλλου». (βλ. Παναγιώτου (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, Γεωργαλλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 302, Φωτίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1114, Γεωργίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1217, Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094, Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, Πολυδώρου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1166, Χρυσάνθου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1175 και Αίτηση Σ.Σ., πολ.έφ.30/17, 9.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:D75.

 

Όπως δε επαναλαμβάνεται στην ΄Εκτορα Μακρίδη, Πολ.έφ.514/12, 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238 «η διαπίστωση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης, ήταν του εκδόσαντος το ένταλμα δικαστή. Διαπίστωση που αναμφίβολα στηρίχθηκε στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ήταν ενώπιόν του. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. . . . Υπόνοια, η οποία αναδυόταν αβίαστα μέσα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και καθιστούσε αχρείαστη την οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης για έκδοση του επίδικου εντάλματος. Όπως, δε, ορθά εντοπίζεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί αυστηρή ή τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασής του για έκδοση εντάλματος, ούτε βεβαίως να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν του".

 

Συνεπώς κρίνουμε ότι εφόσον η εν λόγω ένορκη καταγγελία περιείχε τα αναγκαία στοιχεία με βάση το άρθρο 27 και δια της δικανικής κρίσεως αυτά έχουν ελεγχθεί, ήταν εύλογη και ορθή η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή, στην απόρριψη της αίτησης. ΄Επεται πως ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται».

 

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή και ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης

Με το λόγο αυτό προβάλλεται πως λανθασμένα ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως το προσβαλλόμενο ένταλμα έρευνας δεν παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα για το απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εμπεριστατωμένα με τη θέση αυτή.  Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του.

 

O όρκος του Ανακριτή ήταν ιδιαίτερα ενδελεχής αφού γινόταν ρητή αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα που θεωρούνταν εμπλεκόμενα, όπως επίσης και στα έγγραφα που αναζητούντο.  Καταγράφηκαν λίστες νομικών και φυσικών προσώπων που πολιτογραφήθηκαν μέσω του συγκεκριμένου δικηγορικού γραφείου ώστε να εντοπισθούν τα συναφή μ΄αυτά πρόσωπα.  Ειδικά γίνεται περιγραφή ύποπτων  συναλλαγών, ώστε να παρέχουν στοιχεία διασύνδεσης  με τα διερευνώμενα αδικήματα και με συγκεκριμένους λογαριασμούς που εντάσσονται σ΄ένα κοινό πλαίσιο ενεργειών ή παραλείψεων.

 

Δεν θα υπεισέλθουμε σ΄άλλες λεπτομέρειες.  Συνολικά προέκυπτε μια ενδελεχής παράθεση που θα ηδύνατο να ικανοποιεί το Επαρχιακό Δικαστήριο για μη αθέμιτη και εκτός πλαισίων περιορισμού του δικηγορικού απορρήτου. 

 

Στην Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. (2015)1Γ Α.Α.Δ. 2560, ECLI:CY:AD:2015:D798 ακριβώς αναφέρθηκε πως η ιδιότητα του δικηγόρου δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει έρεισμα αποκλεισμού οποιασδήποτε έρευνας, ούτε όμως θα πρέπει να παραμεριστεί από το όλο σκηνικό.  Εξάλλου, είναι γι΄αυτό το λόγο που, όπως διαφαίνεται στο ίδιο το ένταλμα, υπήρξε ανάγκη ένθεσης ασφαλιστικής δικλείδας (η ακριβής φράση καταγράφεται πιο κάτω) στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να εφαρμόσει στην πράξη την αρχή της αναλογικότητας, αρχή που απασχόλησε ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.   Στη Niemietz v. Germany, Application no. 13710/88 16.12.1992 λέχθηκαν και τα εξής:

«As to whether the interference was 'necessary in a democratic society', the Court inclines to the view that the reasons given therefor by the Munich District Court (see paragraph 10 above) can be regarded as relevant in terms of the legitimate aims pursued. It does not, however, consider it essential to pursue this point since it has formed the opinion that, as was contended by the applicant and as was found by the Commission, the measure complained of was not proportionate to those aims.

 

It is true that the offence in connection with which the search was effected, involving as it did not only an insult to but also an attempt to bring pressure on a judge, cannot be classified as no more than minor. On the other hand, the warrant was drawn in broad terms, in that it ordered a search for and seizure of 'documents', without any limitation, revealing the identity of the author of the offensive letter; this point is of special significance where, as in Germany, the search of a lawyer's office is not accompanied by any special procedural safeguards, such as the presence of an independent observer. More importantly, having regard to the materials that were in fact inspected, the search impinged on professional secrecy to an extent that appears disproportionate in the circumstances; it has, in this connection, to be recalled that, where a lawyer is involved, an encroachment on professional secrecy may have repercussions on the proper administration of justice and hence on the rights guaranteed by Article 6 (art. 6) of the Convention. In addition, the attendant publicity must have been capable of affecting adversely the applicant's professional reputation, in the eyes both of his existing clients and of the public at large.

 

Taken together, the foregoing reasons lead the Court to find that the search of the applicant's office constituted an interference with his rights under Article 8».

 

(Βλ. επίσης εκτενή αναφορά σε αμερικάνικη και ευρωπαϊκή νομολογία επί του θέματος, στο Σύγγραμμα, Πολυβίου Γ. «Εντάλματα ΄Ερευνας και Κατάσχεσης Πραγμάτων» σελ.265-295).

 

Ως εκ των πιο πάνω και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

 

 Τέταρτος λόγος έφεσης

Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος εισηγόυμενοι ότι «δεν υπήρξε οποιοσδήποτε προβληματισμός του Επαρχιακού Δικαστή πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος έρευνας ο οποίος κάμφθηκε με αναφορές του ανακριτή, οι οποίες δεν φαίνονται μεν στο πρακτικό αλλά αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο της ένστασης των Εφεσιβλήτων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση ο ανακριτής αναφέρει πως το Επαρχιακό Δικαστήριο ζήτησε να του ξεκαθαρίσει αν το ένταλμα έρευνας ζητείτο «αποκλειστικά για την παραλαβή τεκμηρίων και εξαγωγή ηλεκτρονικών δεδομένων και όχι για οποιαδήποτε πρόσβαση για επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων».  Οι προφορικές διευκρινίσεις που δόθηκαν μη προκύπτουσες από το πρακτικό, κατά τους Εφεσείονες έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα την οποία οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι έθεσαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η πλευρά των Εφεσειόντων θεωρεί πως καθ΄ομολογία των ιδίων των Εφεσιβλήτων ο Επαρχιακός Δικαστής έλαβε υπόψη μαρτυρία που δεν προκύπτει από τα πρακτικά.  Αυτό καθιστούσε κατά τη θέση τους το ένταλμα έρευνας τρωτό και έκθετο σε ακύρωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου υπήρχαν τα δεδομένα με βάση τα οποία άσκησε την κρίση του.  Αυτό είναι ορθό.  Σημείωσε δε ότι ως προς τα υπόλοιπα, πουθενά στο σώμα του εντάλματος έρευνας ή στον όρκο δεν διακρίνεται οποιαδήποτε αναφορά η οποία θα μπορούσε να παράγει προβληματισμό ή αμφιβολία ως προς το τι ακριβώς είναι που συνυπολόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να εκδώσει το ένταλμα έρευνας. 

 

΄Εχουμε προβληματιστεί και επ΄ αυτής της πτυχής έχοντας υπόψη πως η διατυπωμένη αρχή που αναγνωρίζεται και πρωτοδίκως είναι πως το Δικαστήριο δέον να καταγράφει στο πρακτικό οτιδήποτε του έχει λεχθεί με σκοπό την έκδοση ή την απόρριψη του αιτουμένου εντάλματος έρευνας.  Σημειώνουμε πως τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν περιλαμβανόταν συγκεκριμένα στην αίτηση για άδεια.

 

Περαιτέρω, είναι σημαντικό πως ο εν λόγω όρκος αποτέλεσε μια δίκαιη καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων τα οποία θα ήσαν ικανά να θεμελιώσουν την κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς την έκδοση ή μη του αιτουμένου εντάλματος.  Εξάλλου το ζήτημα θα έπρεπε να ενταχθεί στο πλαίσιο εξέτασης της τίμησης ή μη εκ μέρους της Αστυνομίας του καθήκοντος για πλήρη και ουσιαστική αποκάλυψη.  Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι που προβαλλόταν πρωτοδίκως ως ένας από τους λόγους ακύρωσης του εντάλματος.   Επ΄αυτού του θέματος λοιπόν,  δεν έχει καταδειχθεί ούτε κακόβουλη ενέργεια, ούτε κακή πίστη της Αστυνομίας, ώστε, κατ΄ελάχιστον να κρινόταν ότι δεν αποκαλύφθηκαν όλα τα δεδομένα που έπρεπε να αποκαλυφθούν σε σχέση με την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.

 

Όπως έχει λεχθεί στην Kraemer Holdings Limited  Πολ.εφ.150/19, 15.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:A244, η ένορκη δήλωση του ανακριτή, εκτός εάν ανατραπεί ως ψευδής ή παραπλανητική, αποτελεί το βάθρο για να κριθεί εάν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα ουσιώδη στοιχεία ώστε να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα (βλ. και Ανδρέου & Σια ΔΕΠΕ,  Πολ.΄Εφ. 348/15, 9.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216

 

Σίγουρα δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να ανατρέπει το γνήσιο των γεγονότων και θέσεων του ενόρκως δηλούντα/ανακριτή. Η δε προσθήκη που έγινε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο εκδοθέν ένταλμα έρευνας ότι:  «Η έρευνα περιοριστεί μόνο στην εξαγωγή υλικού σε σχέση με τις υπό αναφορά εταιρείες και πρόσωπα και να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας προσωπικών δεδομένων πελατών του διερευνώμενου δικηγορικού γραφείου»,  δεν συνάδει με γεγονότα διαφορετικά των αναφερθέντων αλλά προφανώς συναρτάται με την ανησυχία του Δικαστηρίου να ικανοποιήσει τις νομολογιακές προϋποθέσεις αναφορικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την αρχή της αναλογικότητας, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, (βλ. Klitzman, Klitzman and Gallagher v. Krut, United States Court of Appeals, 774 F.2d 955 (3d Cir. 1984), Kolesnichenko v. Russia, Application No. 19856/04, 9.4.2009, Golovan v. Ukraine, Appl. Νο. 41716/2006, 5.7.12, Robathin v. Austria, Appl. No. 30457/2006, 3.7.2012 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολ.΄Εφ. Αρ. 219/2015, 29.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:A586.

 

Με βάση αυτά που εξηγήσαμε και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης

Με τον πέμπτο λόγο ο οποίος σύμφωνα με τους ίδιους τους Εφεσείοντες είναι συναφής με τον πρώτο λόγο προβάλλεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν έλαβε υπόψη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο συνυπολόγισε μαρτυρία δηλαδή καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας χωρίς τη δικαστική εξουσιοδότηση εκ του ΄Αρθρου 21(4)(β) του Ν.92(Ι)/96 και παράλληλα κατά παράβαση του δικηγορικού απορρήτου.  Τα θέματα αυτά μας απασχόλησαν κατά την εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης και δεν φαίνεται να έχουν αυτοδύναμη αξία. 

 

Πέραν όμως αυτού, επί της πτυχής της χρήσης μέρους πληροφορίας - μαρτυρίας που θεμελίωνε το αίτημα με βάση περιεχόμενο ιδιωτικής αλληλογραφίας, που οι Εφεσείοντες θεώρησαν μεμπτό, θα αναφέρουμε αυτό που και οι Εφεσίβλητοι προτάσσουν (στο περίγραμμα τους αλλά και στον όρκο του ανακριτή) ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία είχε εξασφαλιστεί προηγουμένως, μετά την έκδοση σχετικού διατάγματος  πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας στις 22.4.2021, με Αίτημα Αρ.134/21, σύμφωνα με το Ν.92(Ι)1996.  Δεν υπήρξε ουσιαστικός αντίλογος επ΄αυτού και σίγουρα η όποια αμφισβήτηση του εν λόγω διατάγματος δεν αφορά την παρούσα διαδικασία. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός,  ομοίως απορρίπτεται.

 

Κατάληξη

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με €3,000 έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.

 

                                                 ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 



[1]21.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει μονομερή (ex parte) αίτηση στο Δικαστήριο, ζητώντας έκδοση δικαστικού εντάλματος, με το οποίο εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται η πρόσβαση, η επιθεώρηση και η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από ή εκ μέρους του ιδίου ή του Αρχηγού της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή.

[2] 27.   Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο