ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D64
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/23)
(i-Justice)
23 Φεβρουαρίου, 2023
[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ AL AMIN (ARC ΝΟ.5826840) KATA ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟΥ 5 ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 7(1), 8(1)(α), 8(1Β), 9ΣΤ(1)-(2), 9ΣΤ(6)-(8) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ, Ν.6(Ι)/2000
---------------
Α. Ποιητής, για τον Αιτητή
Α. Δημητρίου, για το Γενικό Εισαγγελέα
Η κα Ζ. Αβρααμίδου ορκίζεται ότι θα μεταφράζει από τα ελληνικά στα αγγλικά και ο κ. Μ.D. Firoz Hessary από τα αγγλικά στα μπαγκλαντές
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η κρινόμενη αίτηση αφορά την έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus ad subjiciendum «με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση ή/και φυλάκιση του Αιτητή, παράνομη και να διατάσσεται η απελευθέρωση του».
Ο Αιτητής, ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση υπαλλήλου του δικηγορικού γραφείου που τον εκπροσωπεί, με αίτηση του ημερ. 2/5/2019 στην Υπηρεσία Ασύλου, αιτήθηκε τη χορήγηση διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, Ν.6(Ι)/2000.
Λίγες ημέρες πριν την 2α Φεβρουαρίου, 2023, κλήθηκε να προσέλθει για κατάθεση στον Αστυνομικό Σταθμό Ορόκλινης σχετικά με τροχαίο ατύχημα στο οποίο είχε εμπλακεί και εκεί συνελήφθηκε και κρατήθηκε για σκοπούς απέλασης του.
Η σύζυγος του Αιτητή έχει παραδώσει στους δικηγόρους του, επιστολή (Τεκμ. 1) ημερ. 1/2/2023 η οποία απεστάλη από την Υπηρεσία Ασύλου με την οποία τον πληροφορούν ότι η μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία που υπέβαλε, έχει απορριφθεί και συνάμα πληροφορείται ότι έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) εντός 15 ημερών. Εκφράζεται η θέση, πως παρά ταύτα, ο Αιτητής συνελήφθη και κρατείται προτού γνωστοποιηθεί σε αυτόν η επιστολή και προτού παρέλθει η προθεσμία για άσκηση του δικαιώματος προσφυγής.
Με συμπληρωματική ένορκη δήλωση δηλώθηκε πως έχει ήδη καταχωρηθεί στις 13/2/2023 προσφυγή στο ΔΔΔΠ (τεκμ. 1) η οποία φέρει τον αριθμό Τ750/2023.
Καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι εγείρουν προδικαστικές ενστάσεις, στις οποίες αναφορά γίνεται κατωτέρω.
Με την ένορκη δήλωση που την συνοδεύει προσφέρεται ένα ολοκληρωμένο και ακριβέστερο πλέγμα γεγονότων που πλαισιώνει την υπόθεση, όπως αυτά αναδύονται από τα επισυνημμένα τεκμήρια.
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Μπαγκλαντές, ετών 30 και αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα μέσω των κατεχομένων εδαφών. Στις 2/5/2019 (όπως και ο ίδιος αναφέρει) υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία όμως απορρίφθηκε στις 20/5/2021. Κατά της απορριπτικής απόφασης καταχώρησε στο ΔΔΔΠ την προσφυγή 3951/21 η οποία απορρίφθηκε στις 25/5/2022.
Μεταγενέστερη αίτηση την οποία υπέβαλε ο Αιτητής στις 10/5/2019 κρίθηκε απαράδεκτη στις 30/12/2022 (παράρτημα 2).
Στις 30/1/2023 συνελήφθηκε για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Διεφάνη ότι η διεύθυνση που δήλωσε κατά τη σύλληψη του, δεν ήταν η δηλωθείσα από τον ίδιο, διεύθυνση όταν υπέβαλε την αίτηση για χορήγηση καθεστώτος ασύλου (παράρτημα 1).
Στις 31/1/2023 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης του Αιτητή δυνάμει του ’ρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 (παράρτημα 3).
Το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στη ΧατζηΣάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102 το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη. Απαραίτητη προϋπόθεση δι' έκδοση του εντάλματος συνιστά η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 ΑΑΔ 55). Με τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus, ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας διά της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή ο οποίος, κατ' ισχυρισμό, τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε, ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος (Green v. Home Secretary (1941) 3 All E.R. 388, σελίδα 400).
Η αποστέρηση της ελευθερίας του ατόμου, θα πρέπει να περιορίζεται στην μικρότερη δυνατή διάρκεια, και να υφίσταται καθ' ον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης προωθείται με τη δέουσα επιμέλεια. Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του ’ρθρου 18ΠΣΤ και 18ΠΣΤ 5(α) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), ενώ ο έλεγχος της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης υπόκειται σε προσφυγή, σύμφωνα με το ’ρθρο 18ΠΣΤ(3)(α).
Οι ανωτέρω πρόνοιες της νομοθεσίας μας, μεταφέρουν στην Κυπριακή έννομη τάξη τα όσα διαλαμβάνονται στο ’ρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση Shuying v. Δημοκρατίας (2012) 1 ΑΑΔ 2725:
«Το ’ρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, αποτελεί το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει το θέμα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενου σε διαδικασίες επιστροφής κλπ. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη οποιαδήποτε κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Το ίδιο άρθρο περιέχει πρόνοιες η εφαρμογή των οποίων αποτελεί τις ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου σε κράτηση για τους σκοπούς του νόμου, υπηκόου τρίτης χώρας. Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των έξι μηνών παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρόλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο επειδή «(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί ή (β) καθυστερεί η λήψη εγγράφων από τρίτες χώρες.»
Επισημαίνεται επίσης πως για να κριθεί ότι η διάρκεια κράτησης έχει καταστεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως της προνοιών του ’ρθρου 18ΠΣΤ (7) του Νόμου, όπως πιο πάνω σημειώθηκε.
Παράλληλα εξετάζονται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Aποτελεί τη θέση του συνηγόρου του Αιτητή πως ο Αιτητής έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που απαιτείται διότι συνελήφθη και κρατείται παράνομα, παρά το γεγονός της καταχώρησης προσφυγής στο ΔΔΔΠ. Επισημαίνει πως ο Αιτητής, δεδομένης της αίτησης που υπέβαλε και της προσφυγής που καταχώρησε δυνάμει των ’ρθρων 7 και 8 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000, διατηρεί την ιδιότητα του Αιτητή ασύλου.
Από την αντίπερα όχθη, ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υποδεικνύει υποστηρίζοντας τις προδικαστικές ενστάσεις και τους λοιπούς λόγους ένστασης πως η κράτηση του Αιτητή είναι καθόλα νόμιμη αφού διενεργείται στη βάση εκδοθέντος διατάγματος κράτησης δυνάμει του ’ρθρου 14 του Κεφ. 105.
Ότι δεν υφίσταται ζήτημα παραβίασης του ’ρθρου 11(2)(στ) καθώς επιτρέπει ρητά τον κατ' εξαίρεσιν περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας σε περίπτωση «.σύλληψης ή κράτησης αλλοδαπού εναντίον του οποίου έγιναν ενέργειες προς το σκοπό απέλασης...» στην οποίαν περίπτωση εμπίπτει ο Αιτητής.
Εισηγείται ότι ο Αιτητής δεν είναι Αιτητής Διεθνούς προστασίας αφού η προσφυγή του έχει απορριφθεί από το ΔΔΔΠ στις 25/5/21 και το μεταγενέστερο αίτημα το οποίο υπέβαλε, δεν του δίδει αυτή την ιδιότητα.
Επικαλέστηκε προς επίρρωση της θέσης του, την απόφαση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022.
Ο κ. Ποιητής απαντώντας, εισηγήθηκε ότι η αναφερθείσα από τον κ. Δημητρίου απόφαση Madber (ανωτέρω) διαφοροποιείται από την κρινόμενη, με την ειδοποιό διαφορά να εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν δόθηκε και/ή δεν καταγράφεται πουθενά ότι δόθηκε στον εκεί Αιτητή προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής. Διερωτήθηκε δε, ποιος ο σκοπός να δίδεται τέτοιο δικαίωμα όταν δεν είναι ελεύθερος να το ασκήσει.
Με όλη την εκτίμηση προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, δεν εντοπίζεται καμιά διαφορά. Το δικαίωμα προσφυγής παραχωρείται και υπάρχει εκ του Νόμου και το διατηρεί ο κάθε Αιτητής του οποίου, όπως ο ίδιος θεωρεί, τα δικαιώματα του πλήττονται από απόφαση της Διοίκησης. Και παρά την κράτηση του, έχει την ευκαιρία, όπως και έπραξε στην κρινόμενη περίπτωση ο Αιτητής να απευθυνθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο.
Με το συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα habeas corpus εξετάζεται η νομιμότητα της διάρκειας κράτησης ενός προσώπου. Όπως αναφέρεται στο εδ. 5 του ’ρθρου 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 «η διάρκεια κράτησης βάσει το παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του ’ρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω ’ρθρου.» Η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης τα οποία οδήγησαν στην κράτηση, εκφεύγουν του ελέγχου του habeas corpus καθώς αυτά εξετάζονται στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου. Εν προκειμένω, τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης του Αιτητή, δεν έχουν προσβληθεί και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης της παρούσας διαδικασίας.
Είναι περαιτέρω ορθή η θέση του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να του προσδώσει την ιδιότητα αυτή καθόσον έχει εξεταστεί μέσω προσφυγής που καταχώρησε στο ΔΔΔΠ η απορριπτική απόφαση για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς, και απορρίφθηκε στις 25/5/22. Έκτοτε διέμενε παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Υιοθετώ και επαναλαμβάνω το σκεπτικό της Madber (ανωτέρω), όπου τονίστηκε πως μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ξεκινά με το δεδομένο πως ο Αιτητής δεν είναι Αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να γίνει στην απόφαση ΔΕΕ C-239/14 Abdoulage Amadou Tall, 17/12/15. Aντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται ο συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης η οποία επίσης εκρίθη απαράδεκτη, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Συνεπώς δεν έχουν εφαρμογής οι επικαλούμενες διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά το Κεφ. 105.
Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν δυνάμει του ’ρθρου 14 του Κεφ. 105 και σύμφωνα με το Παράρτημα 3 θεωρηθηκε αναγκαία η κράτηση του μέχρις ότου απελαθεί «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (’ρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου).
Δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και δεν διαμένει στη δηλωθείσα διεύθυνση του, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα των εν λόγω διαταγμάτων δεν προσεβλήθη με προσφυγή δυνάμει του ’ρθρου 146 του Συντάγματος και έτσι εκείνο το οποίο εξετάζεται είναι η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης, η οποία δεν εξετάζεται in abstracto αλλά στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων της υπόθεσης (..Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 1402 και ..Fasel v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 236/15 ημερ. 31/3/2018).
Στην κρινόμενη περίπτωση η κράτηση του Αιτητή άρχισε στις 30/1/23 όταν συνελήφθηκε για το αυτόφωτο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, το ένταλμα απέλασης εκδόθηκε στις 31/1/23 και ομοίως το ένταλμα κράτησης για επίτευξη του σκοπού απέλασης εκδόθηκε αυθημερόν. Οι ενέργειες για απέλαση δεν έχουν εισέτι συμπληρωθεί, ούτε έχει καταδειχθεί λόγος περί έλλειψης δέουσας επιμέλειας στην διεκπεραίωση της.
Το χρονικό διάστημα από 30/1/23 μέχρι 20/2/23 που καταχωρήθηκε η κρινόμενη αίτηση θεωρείται πολύ μικρό, ώστε να κριθεί ότι ξεπερνά το εύλογα επιτρεπτό που προνοείται από το Νόμο (’ρθρο 18ΠΣΤ(7)] για εκπλήρωση του σκοπού του διατάγματος απέλασης. Βέβαια, ναι μεν, ο Νόμος προνοεί ότι η κράτηση η οποία είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η επιτυχής απομάκρυνση δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να συμπληρώνεται το εξάμηνο αυτό διάστημα.
Η υποχρέωση των Αρχών, παραμένει επιτακτική να δράσουν με τη δέουσα επιμέλεια και σπουδή ώστε ο κάθε αιτητής να μην κρατείται πέραν του αναγκαίου, για σκοπούς απέλασης χρόνου.
Όπως λέχθηκε στην J.N. v. The United Kingdom, Application No. 37289/12, 19 May 2016:
«Η κράτηση είναι επιτρεπτή μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαία για τους σκοπούς απέλασης και πρέπει να περιορίζεται στο συντομότερο δυνατό διάστημα. Η εύλογη περίοδος συναρτάται με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Εάν μετά την πάροδο μιας εύλογης περιόδου κράτησης δεν έχει καταστεί δυνατή η απέλαση, τότε δεν θα πρέπει να επιδιώκεται ή να επιτρέπεται η περαιτέρω κράτηση. Το κράτος θα πρέπει να ενεργεί με εύλογη επιμέλεια και ταχύτητα στην επίτευξη της απέλασης.»
Έχοντας υπόψη τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ότι η κράτηση συνεχίζεται για μικρό χρονικό διάστημα (μικρότερο των 30 ημερών) χωρίς να έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε αλλότριος σκοπός ή ολιγωρία, κρίνεται ότι η αίτηση είναι αβάσιμη και δεν μπορεί να επιτύχει.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας