ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A489
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 238/2014)
(Σχετική με 255/2014)
20 Δεκεμβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
2. ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσιβλήτων.
....
(Πολιτική Έφεση αρ. 255/2014
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
2. ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείοντες
ν.
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD
Eφεσιβλήτων
....
Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες στην 238/14 και εφεσίβλητους στην 255/14
Κ. Χατζηιωάννου για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για εφεσίβλητους στην 238/14 και εφεσείοντες στην 255/14
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Με αγωγή που καταχώρησαν οι εφεσείοντες/ενάγοντες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωναν εναντίον των εναγομένων την απόδοση του ποσού των €39.070,57 εντόκως με επιτόκιο 1,2% μηνιαίως από 15/11/2006.
Το εν λόγω ποσό αποτελούσε υπόλοιπο δανείου £80,000 το οποίο οι ενάγοντες παραχώρησαν στον εναγόμενο 1 δυνάμει σχετικής συμφωνίας ημερ. 6.8.2001 με την εγγύηση της εναγόμενης 2, η οποία αυθημερόν υπέγραψε σχετικό έγγραφο εγγύησης.
Προς εξασφάλιση του εν λόγω ποσού, ο εφεσίβλητος 1 υπέγραψε και παρέδωσε προς τους εφεσείοντες γραμμάτιο και παραχωρήθησαν και άλλες εξασφαλίσεις. Κατά την ημερομηνία λήψης του ποσού του δανείου των £80,000 ο εναγόμενος 1 κατέβαλε τους αναλογούντες για την περίοδο 6/8/2001-6/2/2002 τόκους ύψους £5,760 καθώς και έξοδα χαρτοσήμανσης των διαφόρων εγγράφων, ποσού £136.40.
Προς περαιτέρω εξασφάλιση της εξόφλησης του ποσού υπογράφησαν συμφωνίες ενεχυρίασης μετοχών τις οποίες οι εναγόμενοι κατείχαν στην εταιρεία «Φάρμα Ρένος Χατζηιωάννου Λτδ» ημερ. 31/12/2001 και 17/12/2001. Τις μετοχές οι ενάγοντες πώλησαν το Νοέμβριο του 2006 μέσω του ΧΑΚ και πίστωσαν σχετικά τον λογαριασμό του εναγομένου 1, ο οποίος εξακολουθούσε να οφείλει κατά την καταχώριση της αγωγής £39.070,57 με τόκο επ' αυτού 1,2 % το μήνα από 15/11/2006 μέχρι εξοφλήσεως.
Λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων εκ μέρους των εναγομένων, οι ενάγοντες καταχώρησαν την ως άνω αναφερθείσα αγωγή.
Οι εναγόμενοι καταχώρησαν έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτηση αποδεχόμενοι μεν ότι ο εναγόμενος 1 δανείστηκε το εν λόγω ποσό πλην όμως διατείνονται ότι το ποσό που κατεβλήθη με την υπογραφή της συμφωνίας δεν ήταν έναντι τόκων αλλά έναντι του κεφαλαίου.
Αποδέχονται την υπογραφή εκ μέρους του εναγόμενου 1 της συμφωνίας πλην όμως ισχυρίζονται ότι η υπογραφή επιτεύχθηκε συνεπεία δόλου και/ή άσκησης ψυχικής πίεσης (undue influence) εξαναγκασμού (duress) και ψευδών παραστάσεων ώστε να καθίσταται άκυρη. Την ίδια ακυρότητα προβάλλουν και για το έγγραφο ενεχυριάσεως των μετοχών.
Ισχυρίζονται περαιτέρω πως για την πώληση των μετοχών οι ενάγοντες ενήργησαν αντισυμβατικά και κατά παράβαση καθήκοντος καθ' ότι προέβησαν σε αυτή όταν διαρρήχθηκε η μεταξύ τους συνεργασία, παραλείποντας να πωλήσουν ενόσω η αξία των μετοχών ήταν ψηλή. Αποτέλεσμα ήταν να προκληθούν σε αυτούς ζημιές καθ' όσον η αξία των μετοχών όταν πωλήθηκαν ήταν κατά ΛΚ50,000 μεγαλύτερη και συνεπώς υπέστησαν ισόποση ζημιά, την οποίαν και ανταπαιτούν. Αποτελεί τέλος ισχυρισμό τους, ότι οι ενάγοντες προέβησαν σε ανατοκισμό και ότι το χρέος έχει εξοφληθεί ή έπρεπε να είχε εξοφληθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε, όπως αξιολόγησε την εκδοχή των εναγόντων, και αφού προέβη σε ορισμένες διαφοροποιήσεις εξέδωσε προς όφελος των εναγόντων και εναντίον αμφοτέρων των εναγομένων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως απόφαση για το ποσό των €60,720 πλέον τον εκάστοτε νόμιμο τόκο επ' αυτού από 7/4/2006 μέχρι εξοφλήσεως. Απέρριψε για τους λόγους που εξήγησε, την ανταπαίτηση.
Το αποτέλεσμα αυτό, κανένα από τους διαδίκους ικανοποίησε, με αποτέλεσμα να καταχωρηθούν από αμφότερες τις πλευρές αντίστοιχες εφέσεις, οι 238/14 και 255/14. Οι ενάγοντες παρά την υπέρ τους έκδοση απόφασης, παραπονούνται, με το μοναδικό λόγο έφεσης με τον οποίον προβάλλεται η κατ' ισχυρισμό λανθασμένη εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει επί του επιδικασθέντος, ποσού, νόμιμο τόκο αντί του συμβατικού επιτοκίου του 1,2% μηνιαίως από 7/4/2006 μέχρις εξοφλήσεως.
Οι εναγόμενοι προσβάλλουν με πέντε συνολικά λόγους έφεσης ολόκληρο το εύρος της απόφασης προβάλλοντας πως «εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 2» (1ος λόγος), εσφαλμένα εδέχθη ότι «μια γραπτή συμφωνία είναι δυνατόν να διαφοροποιείται με προφορική συμφωνία που προηγήθη ή έγινε παράλληλα και είναι αντίθετη ή διάφορη από ρητές πρόνοιες της γραπτής.. (2ος λόγος) ότι κατ' εσφαλμένο επίσης συλλογισμό δεν εδέχθη «ότι το Γραμμάτιο ημερ. 6/8/2001, εξοφλήθη διά της πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών της Aqua Sol...» (3ος λόγος).
Με τον 4ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την γενόμενη αξιολόγηση των μαρτύρων ενώ με τον τελευταίο (5ο) λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της Ανταπαίτησης και αποδίδεται στο Δικαστήριο μη αντίληψη της βάσης της Ανταπαίτησης.
Για ευνόητους λόγους θα ασχοληθούμε με τη δεύτερη έφεση, αυτή των εναγομένων, στο εξής οι εφεσείοντες δεδομένου πως επιτυχία αυτής καθιστά αχρείαστη την εξέταση της έφεσης των εναγόντων, στο εξής οι εφεσίβλητοι.
Θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα τον τέταρτο λόγο έφεσης ο οποίος προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση και έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση των μαρτύρων καθότι «δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και συγκρούονται με τα δικόγραφα και την κοινή λογική.»
Αποτελεί διακηρυγμένη αρχή από την σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο κατέθεσαν και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια αλλά και τη βάσανο της αντεξέτασης. Τα πρωτόδικα Δικαστήρια διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης. Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Η επέμβαση επίσης επί του θέματος της αξιοπιστίας χωρεί μόνο εφόσον πρόκειται για τω όντι αμφισβητούμενα θέματα που είναι επίδικα (Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676, Μασσιούρας ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 77/16, ημερ. 12.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:B143, Χρίστου ν. Γεωργίου, Πολ. Έφ. 158/13, ημερ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, Π. Κλεοβούλου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Κ. Ιωαννίδη ν. Ρ. Τσελέντη κ.α., Πολ. Έφ. 247/09, ημερ. 7.12.2022).
Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» (Ludwing Bauer v. Διογένης Ηροδότου & Υιοι Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 325).
Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο διεξήλθε με επιμέλεια όλες τις εισηγήσεις του συνηγόρου των εφεσειόντων ο οποίοι τέθηκαν ενώπιον του και εξέτασε κάθε πτυχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, συγκρίνοντας την με τα προσκομισθέντα έγγραφα, προτού καταλήξει στα ευρήματα και στην κρίση αξιοπιστίας των μαρτύρων. Απάντησε στα όσα και πρωτοδίκως είχαν τεθεί σε σχέση με την ενεχυρίαση των μετοχών της Aqua Sol προς εξασφάλιση του δανείου που έλαβε ο εφεσείων 1 και στη μη καταγραφή του γεγονότος αυτού στην έκθεση απαίτησης αλλά στην Απάντηση καταγράφοντας τα ακόλουθα:
«Κατά την αντεξέταση του ο Μ.Ε.1 όπως ήδη ανέφερα παρόλο που αρχικά δεν ήταν σε θέση να αποδεχθεί ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ενεχυρίασαν προς εξασφάλιση του παραχωρηθέντος δανείου τους μετοχές της Aqua Sol τελικά μετά και από υπόδειξη σχετικών εγγράφων το θυμήθηκε (τεκμήρια 20, 21 και 22) προσθέτοντας όμως ότι οι σχετικές μετοχές κατόπιν αιτήματος του εναγομένου 1 αποδεσμεύτηκαν, πουλήθηκαν και στη συνέχεια προς αντικατάσταση τους αγοράστηκαν οι μετοχές της Εταιρείας Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου. Αυτός ήταν και ο λόγος που όπως εξήγησε το ποσό της είσπραξης από την πώληση τους δεν πιστώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου 1 εφόσον οι οδηγίες του ήταν από το προϊόν της πώλησης τους να αγοραστούν οι άλλες μετοχές. Το υπόλοιπο όμως ποσό που απέμενε μετά και από την αγορά των μετοχών της Φάρμας Ρένος Χατζηϊωάννου εκ £7.524,10 πιστώθηκε στο λογαριασμό (τεκμήριο 11) στις 20.12.2001(£3.107,84 πλέον £4.416,30). Το γεγονός ότι το ποσό αυτό αρχικά κατά την κυρίως εξέταση του ερωτηθείς να εξηγήσει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 το περιέγραψε ως πληρωμή έναντι της οφειλής του εναγομένου 1 δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη μαρτυρία του εφόσον επί της ουσίας το υπόλοιπο που έμεινε από την αγορά των μετοχών της Εταιρείας Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου πιστώθηκε στον λογαριασμό του εναγομένου 1.
Όσον αφορά την εισήγηση του συνηγόρου των εναγομένων για την παράλειψη των εναγόντων να δικογραφήσουν την αρχική εξασφάλιση της οφειλής με τις μετοχές της Αqua Sol θέμα το οποίο ανέφερε δεν μπορεί να προωθούν με την απάντηση τους και να προωθούν άλλη θέση από αυτή της απαίτησης και της μαρτυρίας του ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέταση του δεν με βρίσκει σύμφωνη και δεν θεωρώ ότι επηρεάζει την αξιοπιστία του ΜΕ1. Σίγουρα ορθότερο θα ήταν η αρχική εξασφάλιση να περιέχετο στο δικόγραφο των εναγόντων αλλά ενόψει και του συνόλου της προσκομισθείσας μαρτυρίας κανένα καταλυτικό ρόλο μπορεί τούτο το γεγονός να έχει στην πορεία της υπόθεσης των εναγόντων και της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του ΜΕ1.»
Αξίζει να σημειωθεί πως η παρατήρηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι για πρώτη φορά έγινε μνεία πως αρχικά ενεχυριάσθηκαν μετοχές της Aqua Sol και σε μεταγενέστερο στάδιο μετοχές της εταιρείας Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου Λτδ, στο δικόγραφο της Απάντησης των εφεσιβλήτων και όχι σε εκείνο της έκθεσης απαίτησης, σκοπό είχε να καταδείξει την αναξιοπιστία των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων και όχι την αλλαγή ή διαφοροποίηση της βάσης της αγωγής. Κάτι που εάν διαπιστωνόταν ότι έγινε θα ήταν βέβαια νομικά ανεπίτρεπτο, αφού σκοπός της Απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική του θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης (Eurogoal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2258, ECLI:CY:AD:2014:A788, The Annual Practice 1958, p. 561). To πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέτασε το ζήτημα και δέχθηκε την εξήγηση του εφεσίβλητου 1 πως για την εταιρεία του σημασία είχε το γεγονός ότι το χρέος εξασφαλιζόταν τελικά με μετοχές της Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου Λτδ, οι οποίες αντικατέστησαν εκείνες της Aqua Sol. Εκείνο που ουσιαστικά επροωθείτο και ουδόλως αλλοίωνε ή άλλαζε τη θέση των εφεσιβλήτων ήταν η δια μετοχών εξασφάλιση του χορηγηθέντος στον εφεσείοντα 1 δανείου των £80.000.
Αβάσιμο και αδόκιμο κρίνουμε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα που δίδεται ως αντίλογος του συγκεκριμένου λόγου έφεσης πως «η κρίση του Δικαστηρίου συνιστούσε «.μια προφανή και αδικαιολόγητη επίθεση κατά του εναγόμενου 1 με τρόπο που δεν ευσταθεί ωσάν το ζήτημα να ήταν προαποφασισμένο».
Στην κρινόμενη περίπτωση υπήρξε ενασχόληση με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έδωσε σαφείς και συγκεκριμένους λόγους για την κατάληξη του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Στην προσπάθεια του δε αυτή να είναι πειστικό για την κρίση του περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντα 1, διεξήλθε τη μαρτυρία την οποία συνέκρινε με τα κατατεθέντα τεκμήρια αλλά και την εν γένει συμπεριφορά του - στο εδώλιο του μάρτυρα - αλλά και στις επιμέρους αντιδράσεις και ενέργειες του αναφορικά με το επίδικο δάνειο, καθώς και την αντιφατικότητα στη συμπεριφορά του, η οποία δεν διακρίνει ένα «έξυπνο και μορφωμένο επιχειρηματία» όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο τον χαρακτήρισε. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα:
«.Σημαντικό ρόλο στην κρίση μου αυτή έχουν τα όσα ο ίδιος ο εναγόμενος 1 ανέφερε και τα όσα έπραξε, τόσο ο ίδιος όσο και οι αντιπρόσωποι και ή υπάλληλοι του, μετά και τη λήψη των διαφόρων επιστολών που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 7, οι οποίες αποτελεί και παραδεκτό γεγονός ότι παραλήφθηκαν από αυτόν, όπως επίσης και από τα όσα προκύπτουν και από τα ενώπιον μου κατατεθειμένα τεκμήρια. Από τις καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μετά και τη λήψη των πιο πάνω επιστολών φαίνονται στο λογαριασμό του εναγομένου 1 πιστώσεις και ή καταγραφές για τα ποσά που καλείτο να καταβάλει ως έξοδα (τόκος) ανανέωσης για καθορισμένο χρόνο τα οποία προπληρώνονται για περιόδους τουλάχιστον από 6/3/2002 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2006 (ανεξαρτήτως εάν κάποιες από τις πιστώσεις τελικά χρεώθηκαν εφόσον ήταν με επιταγές που επιστράφηκαν ή ανακλήθηκε η πληρωμή τους). Επίσης παρά την άρνηση του για την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας για προπληρωμή τόκου και ή συμφωνίας ποσοστού τόκου ο ίδιος έρχεται και στην αναφορά που κάνει για πώληση των μετοχών της Αqua Sol για εξόφληση του δανείου του, εξόφληση η οποία θα εγίνετο ως η θέση του πριν την λήξη των 6 μηνών για την αποπληρωμή του δανείου του, υπολογίζει τόκο 4 μηνών (ΛΚ 3.563 δες παρ. 15 Τεκμηρίου Δ) ενώ ως η θέση του η μόνη συμφωνία ήταν για υπολογισμό τόκου 1.2 % μηνιαία από την 7.2.2002. Ο ίδιος ο εναγόμενος επίσης τόσο στο δικόγραφο του όσο και στη μαρτυρία του λέγει ότι την μια επιταγή των ΛΚ 5760 οι ενάγοντες του είπαν να την οπισθογραφήσει για εξόφληση τόκων κατά το χρόνο έγκρισης του δανείου. Άρα πέραν του ότι η θέση του περί μη συμφωνίας των λοιπών όρων καταρρίπτεται από τις δικές του ενέργειες πώς είναι δυνατόν να δεχθώ ότι ο εναγόμενος 1, ο οποίος είναι κάτοχος πανεπιστημιακών διπλωμάτων και μάλιστα διαχειρίζετο πέραν της Φάρμας Ρένος Χατζηϊωάννου που είναι δημόσια εταιρεία και άλλες επιχειρήσεις και κατέχει μετοχές αξίας εκατομμυρίων, όλα τα πιο πάνω δεν τα είχε εντοπίσει ή αντιληφθεί. Κατά την κρίση μου ακόμη και εάν δεχόμουν ότι τα όσα συμφώνησαν περιέχονται στο έγγραφο ημερ. 6.8.2001 οι μετέπειτα ενέργειες του εναγομένου 1 τον εμποδίζουν να ισχυρίζεται άγνοια των συμφωνηθέντων όρων και ή μη αντίληψη τους.
Η ίδια είναι η θέση μου και όσον αφορά τις πιστώσεις που εγίνοντο εν αγνοία του όπως είπε εφόσον οι ενάγοντες έκαναν ότι ήθελαν. Ο ίδιος ο εναγόμενος 1 είπε ότι εκείνη την εποχή ούτε ο ίδιος έδινε αλλά ούτε και ζητούσε αποδείξεις. Εκείνη την περίοδο εγίνοντο πράξεις εκατομμυρίων με 5,6 και 7 εταιρείες και δεν έδινε την απαιτούμενη προσοχή, το μόνο που είχε, όπως χαρακτηριστικά είπε, συγκρατήσει ήταν ότι άνοιξε και από εδώ μια πόρτα για να παίρνουν χρήματα όποτε τα χρειάζοντο και χρησιμοποιούσαν τους ενάγοντες για τούτο. .»
Η δοθείσα δε αιτιολογία πως το σύνολο των εγγράφων στα οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο συνιστούν έγγραφα που κατασκεύασαν οι ενάγοντες, όπως βόλευε, ουδόλως επεξηγήθηκε. Δεν έγινε καμιά αναφορά και καμιά διευκρίνηση για τα κατασκευασθέντα έγγραφα, τα οποία, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της διαδικασίας, κατατέθηκαν όλα χωρίς ένσταση, περί έλλειψης γνησιότητας τους ή περί «κατασκευής» τους.
Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 2 με βάση την εγγύηση ημερ. 6.8.2001 (τεκμ.5). Συναφής και επάλληλος με αυτό τον λόγο είναι και ο τρίτος, ο οποίος θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του Δικαστηρίου ότι το γραμμάτιο ημερ. 6.8.2001 δεν εξοφλήθη με την πώληση των μετοχών της Aqua Sol.
Έχουμε ήδη κρίνει ορθή τη γενόμενη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγηση δυνάμει της οποίας εκρίθη, με πειστικούς λόγους, ότι το γραμμάτιο δεν εξοφλήθηκε. Δέχθηκε πως οι μετοχές της Aqua Sol πωλήθηκαν με οδηγίες του εφεσείοντα 1 και με οδηγίες του αγοράστηκαν μετοχές της εταιρείας Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου Λτδ, της οποίας τις τιμές γνώριζε διότι επρόκειτο για δική του εταιρεία. Με δεδομένο το γεγονός ότι το χρέος δεν είχε εξοφληθεί, συγκεκριμένα το δάνειο για το οποίο το γραμμάτιο (τεκμ. 3) υπεγράφη δεν εξοφλήθηκε, η απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 2 ήταν αναπόφευκτη. Με το έγγραφο εγγύησης (τεκμ. 5) η εφεσείουσα 2 δήλωνε ότι «εγγυώμαι αλληλεγγύως, κεχωρισμένως και προσωπικώς παν ποσόν οφειλόμενον υπό του κ. Κωνσταντίνου Χατζηϊωάννου . προς την εταιρεία ELLINAS FINANCE LTD, από δάνειο το οποίο παρεχωρήθη σήμερον 6ην Αυγούστου 2001 .δυνάμει γραμματίου σε διαταγή ίδιας ημερομηνίας».
Προσφέρεται ως περαιτέρω αιτιολογία για απαλλαγή της εφεσείουσας 2 από την υποχρέωση πληρωμής η «διαφοροποίηση στους όρους του πρωτοφειλέτη και ιδιαίτερα καθ΄ όσον αφορά την οφειλή .». Τούτο, συνίσταται ως εξειδικεύεται στην αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων, στο γεγονός της ύπαρξης όρων οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο γραμμάτιο (τεκμ. 3), ιδίως των παρατάσεων υπό τον όρο πληρωμής τόκου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντελήθη την εισήγηση αυτή, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων, καταγράφοντας τα ακόλουθα:
«.με έχει απασχολήσει ως η εισήγηση του κ. Χατζηιωάννου είναι οι πρόνοιες του άρθρου 91 του περί Συμβάσεων Νόμου σε συνάρτηση με τις παρατάσεις που εδίδοντο στον εναγόμενο 1 για την εξόφληση του δανείου με τις εναλλαγές του επιτοκίου. Προς τούτο ορθό είναι να καταγραφεί εδώ μέρος του λεκτικού της εγγύησης της εναγομένης 2 το οποίο έχει ως ακολούθως: « εγγυούμαι .. παν ποσόν οφειλόμενο υπό του κ. Κωνσταντίνου Χατζηιωάννου ... προς την εταιρεία Ellinas Finance Ltd...από δάνειο το οποίο παραχωρήθηκε σήμερον 6ην Αυγούστου 2001 προς τον ως άνω .. δυνάμει Γραμματίου σε Διαταγή ιδίας ημερομηνίας.
Η παρούσα εγγύηση μου θα ισχύει δι΄απεριόριστον χρόνον ανεξαρτήτως οιασδήποτε ευκολίας, επιείκεια ή παρατάσεως χρόνου που θα ήθελε δοθεί εις τον Πρωτοφειλέτη.» Κατά την κρίση μου εφόσον κατάληξη μου είναι ότι ο εναγόμενος 1 με την έγκριση του δανείου αποδέχθηκε και τους όρους που ανέφερα και πιο πάνω το λεκτικό της εγγύησης της εναγομένης 2 και ειδικότερα αναφέρομαι στη δεύτερη παράγραφο αυτής συνεχίζει να καλύπτει το οποιοδήποτε οφειλόμενο υπόλοιπο του εναγομένου 1 στη βάση του δανείου 6.8.2001 μόνον, για το οποίο υπογράφηκε και το έγγραφο το οποίο φέρει τίτλο γραμμάτιο εις διαταγή (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν T.G. & Sons Importing Ltd (2004) 1(A) A.A.Δ. 180).»
Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως «.εσφαλμένα κατά νόμο εδέχθη ότι μια γραπτή Συμφωνία είναι δυνατόν να διαφοροποιείται με προφορική Συμφωνία που προηγήθη ή έγινε παράλληλα και είναι αντίθετη ή διαφέρει από ρητές πρόνοιες της γραπτής και ιδιαίτερα στην παρούσα υπόθεση».
Ουδέν ανακριβέστερον. Ουδεμία τέτοια κρίση εξέφρασε το Δικαστήριο. Εκείνο που εδέχθη, ήταν πως η συμφωνία δανείου ημερ. 6.8.2001 δεν καταγράφηκε εξαντλητικά στο γραμμάτιο (τεκμ. 3) αλλά περιείχε προφορικούς όρους για τις παρατάσεις πληρωμής και τις πληρωμές των τόκων. Στην Κυπριακή έννομη τάξη δεν υπάρχει γενικά απαίτηση οι συμβάσεις να είναι γραπτές ή έστω να υπάρχει προτίμηση για γραπτό αντί για προφορικό λόγο. Αντίθετα, το άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο ορθά επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προνοεί πως «.οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.» Σημείωσε δε πως:
«.στην παρούσα περίπτωση η μεταξύ των μερών συμφωνία δεν καταγράφηκε εξαντλητικά στο γραπτό κείμενο του γραμματίου ημερ. 6.8.2001 στο οποίο αναγνωρίστηκε το ύψος της οφειλής και ο τόκος αλλά ο τρόπος πληρωμής του τόκου (προπληρωμή), ο υπολογισμός και οι χρεώσεις του τόκου για παρατάσεις εξόφλησης του δανείου, ο τόκος επί της καθυστέρησης και τα λοιπά τα οποία και αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου πιο πάνω συμφωνήθηκαν προφορικά και τηρούντο εν γνώσει και των δύο πλευρών και αυτό όπως ήδη ανέφερα αποδεικνύεται από τις κατατεθείσες καταστάσεις λογαριασμού τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων όπως επίσης και από την μαρτυρία του ιδίου του εναγόμενου 1 όπως αυτή αξιολογήθηκε. .»
Για τούτο κατέληξε πως η συμφωνία δανείου καταρτίστηκε μερικώς γραπτώς και μερικώς προφορικώς με το ποσό να επιβεβαιώνεται από τον εναγόμενο 1 με την υπογραφή του προαναφερόμενου εγγράφου/ γραμματίου και τους λοιπούς όρους προφορικά (βλέπε σχετικά D & G Products Ltd v. Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400). Δεν βρίσκουμε να έχει πράξει το Δικαστήριο αυτό που του αποδίδεται, ότι δηλαδή εδέχθη τροποποίηση της γραπτής με προφορική συμφωνία η οποία μάλιστα είναι αντίθετη με τους όρους της. Αντίθετα από τη δοθείσα μαρτυρία διεφάνη ότι οι εφεσείοντες απεδέχθησαν τους όρους παράτασης πληρωμής καθ΄ όσον «.οι ενέργειες του ιδίου και η μαρτυρία του δεικνύουν τόσο γνώση για τους όρους αυτούς όσο και την αποδοχή τους. Οι επιστολές που οι ενάγοντες απέστελλαν στον εναγόμενο 1 φαίνεται ότι κατέγραφαν την ημερομηνία πληρωμής του γραμματίου καλώντας τον μεταξύ άλλων και να καταβάλει τόκους για ανανέωση για τρείς μήνες (Τεκμήριο 7 επιστολές 2.9.2002, 5.11.2002). Το γεγονός ότι οι λοιπές επιστολές δεν έκαναν ρητή αναφορά για ανανέωση και ή παράταση εξόφλησης της οφειλής αλλά έκαναν αναφορά σε αύξηση του ποσοστού εξασφάλισης και όχι καταβολής συγκεκριμένου ποσού δεν είναι αντιληπτό το πώς επηρεάζει την υπόθεση εφόσον από την κατάσταση λογαριασμού τεκμήριο 11 φαίνεται ότι μέχρι και 22.2.2006 εγίνοντο σχετικές πληρωμές και εδίδετο η παράταση εξόφλησης της οφειλής.»
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Με την Ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες αξίωναν ποσό ΛΚ50.000 δια ζημιά την οποία κατ' ισχυρισμόν υπέστησαν καθόσον η αξία των μετοχών όταν αυτές πωλήθηκαν ήταν κατά ΛΚ50.000 μεγαλύτερη και κατ' αυτόν τον τρόπο υπέστησαν ισόποση ζημιά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως μη αποδειχθείσα την Ανταπαίτηση, μη αποδεχόμενο για καλούς και επαρκείς λόγους τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, ο οποίος δεν προσέφερε ικανή αλλά αντιφατική μαρτυρία για την αξία των μετοχών. Πέραν του γεγονότος ότι έχουμε δεχθεί ως ορθή τη γενόμενη αξιολόγηση των μαρτύρων, με την οποία ο εφεσείων 1 κατατάσσεται ως μη πειστικός, παρατηρούμε πως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν με αμέλεια, ούτε και αντισυμβατικά ως κάτοχοι των ενεχυριασθέντων σε αυτούς μετοχών των εφεσειόντων και ότι ενήργησαν καθόλα νόμιμα, αποφασίζοντας την πώληση τους κατά τον χρόνο που έγινε, δηλαδή μετά την τελευταία επιστολή ημερ. 1.6.2006, δεν προσβάλλονται.
Συνεπώς δεν μπορεί βάσιμα να εισάγεται λόγος εσφαλμένης απόρριψης της ανταπαίτησης, ο οποίος εν όψει της μη προσβολής των ουσιαστικών ως άνω ευρημάτων καθίσταται αλυσιτελής και απορριπτέος (Molivo Ltd κ.α. ν. Ηudaverdi κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 278, Ξενοφώντος ν. Rajab (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2605, ECLI:CY:AD:2014:A892).
Συνακόλουθα η έφεση 255/14 απορρίπτεται.
Έχουμε ανωτέρω καταγράψει το μοναδικό λόγο έφεσης της 238/14 με την οποία προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση νόμιμου επιτοκίου και όχι 1,2% μηνιαίως επί του επιδικασθέντος ποσού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση αυτή με το ακόλουθο σκεπτικό:
«.Θεωρώ ορθό μετά και την τελευταία ειδοποίηση των εναγομένων να πληρώσουν ημερ. 1.6.2006 (τεκμήριο 10) την οποία ακολούθησε η εκποίηση των μετοχών όπως το υπόλοιπο τους επιβαρύνεται με νόμιμο τόκο.»
Δεν εξηγείται πώς και γιατί οδηγήθηκε σε αυτή την κατάληξη. Δυνάμει του Άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) «το Δικαστήριο επιδικάζει τόκο συμφώνως προς το συμφωνηθεν ή άλλως διά νόμου προβλεπόμενου επιτοκίου..». Στην κρινόμενη περίπτωση, στη συμφωνία και στο επίδικο γραμμάτιο (τεκμ.3) προβλέπεται επιτόκιο 1,2% μηνιαίως, το οποίο εκρίθη νόμιμο και το οποίο καταβαλλόταν από τους εναγόμενους. Το τεκμ. 3 προέβλεπε τόκο 1,2% μηνιαίως μέχρι εξοφλήσεως. Η επιστολή τεκμ. 10 διαπίστωνε την ύπαρξη οφειλών παρά την παρέλευση της χρονικής προθεσμίας εξόφλησης και καλούσε σε πληρωμή η οποία δεν πραγματοποιήθηκε και παρά την εκποίηση των μετοχών παρέμεινε το υπόλοιπο το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ως οφειλόμενο και εξέδωσε σχετική απόφαση.
Συνεπώς ελλείψει αιτιολογίας και κρίσης για το συγκεκριμένο θέμα, και εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων περί συμβατικού επιτοκίου, ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται με την επιδίκαση τόκου 1,2% μηνιαίως επί του ποσού της απόφασης αντί του επιδικασθέντος.
Επιδικάζονται έξοδα στην έφεση 255/14 υπέρ των εφεσιβλήτων/εναγόντων εκ ποσού €2.300 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/κας