ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D471
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 191/2022)
1η Δεκεμβρίου, 2022
[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN AΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 19/10/2022 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 225/14 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 149)
---------
Χρ. Χατζηστερκώτης με Ελπίδα Χατζηστερκώτη, για την Aιτήτρια
.....
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Με την κρινόμενη αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στις 23/11/22 αξιώνεται η έκδοση άδειας για την καταχώρηση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition και συγκεκριμένα:
(α) Διάταγμα certiorari προς το σκοπό ακύρωσης της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 19/10/22 στην αγωγή αρ. 225/14 με την οποίαν διατάχθηκε η αιτήτρια να πληρώσει στην εταιρεία Α. Ιωάννου & G. Panayi Developers Ltd διά του Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της, το ποσό των €91.029,05 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης ξεχωριστού τίτλου, ήτοι 8/6/12 μέχρις εξοφλήσεως πλέον τα έξοδα.
(β) Διάταγμα prohibition το οποίο να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να προχωρήσει να εκδικάζει και/ή να διατάξει μέτρα εκτέλεσης αναφορικά με την ανωτέρω απόφαση. Είναι προφανές πως δεδομένης της έκδοσης τελικής απόφασης στην ανωτέρω αγωγή, δεν παραμένει προς εκδίκαση οιονδήποτε θέμα για το οποίο να απαιτείται έκδοση διατάγματος prohibition.
Τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση προσφέρονται με πολυσέλιδη ένορκη δήλωση και πλήθος τεκμηρίων τα οποία σχετίζονται και αφορούν, όπως προκύπτει, το πλέγμα των διαφορών μεταξύ των διαδίκων και της σύμβασης πώλησης του επίδικου διαμερίσματος όπως και σε διαφορά που προέκυψε από την παραχώρηση εγγυητικής επιστολής από την Τράπεζα Κύπρου Λτδ.
Συγκεκριμένα όπως μπορούν να συνοψιστούν τα γεγονότα: Η Αιτήτρια αγόρασε δυνάμει σχετικής σύμβασης ημερ. 1/11/2008 από την εταιρεία Α. Ioannou & G. Panayi Developments Ltd στο εξής η εταιρεία, ένα διαμέρισμα το οποίο βρίσκεται εντός κτημάτων στη Βορόκλινη, ιδιοκτησίας της εταιρείας (τεκμ. 1 η σύμβαση) έναντι τιμήματος εξ' όσων προκύπτει από το τεκμ. 1, €171.000. Η κατοχή του διαμερίσματος παρεδόθη στην Αιτήτρια την 1/7/2009. Της υπογραφής του τεκμ 1 προηγήθηκε η σύναψη άλλου εγγράφου ημερ. 13/6/2005 δια του οποίου ο πρώην σύζυγος της Αιτήτριας αγόρασε το διαμέρισμα στην τιμη των ΛΚ100.000 έναντι του οποίου κατέβαλε το ποσό των ΛΚ62.000. Συνεπεία προβλημάτων που προέκυψαν, καταρτίστηκε το επίδικο συμβόλαιο και η Αιτήτρια ανέλαβε το χρέος του συζύγου της εξασφαλίζοντας δάνειο από τη ΝΕΑ ΣΠΕ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ, στο εξής η ΣΠΕ. Την 1/7/2009 το υπόλοιπο προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς του διαμερίσματος ανερχόταν σε εκεινο των €85.000, το οποίο η Αιτήτρια κατέβαλε και έλαβε την απόδειξη εξοφλήσεως του τιμήματος (τεκμ. 2, απόδειξη για €85.000, 1/7/2009).
Λόγω μη έκδοσης ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας για το διαμέρισμα η ΣΠΕ ζήτησε από την εταιρεία εγγυητική επιστολή για το ποσό των €85,000, την οποίαν εξέδωσε η Τράπεζα Κύπρου (χρηματοδότης της εταιρείας) ημερ. 25/6/2009 με την οποίαν εγγυάτο την εταιρεία ότι μέχρι την 23/5/2010 θα εγγράψει επ' ονόματι της Αιτήτριας το ακίνητο ελεύθερο παντός εμπράγματου βάρους (τεκμ. 3). Η εγγυητική ανανεώθηκε 2 φορές για έξι μήνες κάθε φορά, με την ημερομηνία λήξης να παρατείνεται μέχρι τις 23/6/2011.
Λόγω μη έκδοσης τίτλου στην ανωτέρω ημερομηνία η ΣΠΕ με επιστολή της ημερ. 25/5/2011 αξίωσε από την Τράπεζα Κύπρου την καταβολή του ποσού των €85,000 πλέον τόκους το οποίο η Τράπεζα Κύπρου κατέβαλε, χρεώνοντας με το αντίστοιχο ποσό το λογαριασμό της Εταιρείας. Το εν λόγω ποσό η Εταιρεία αξίωνε από την Αιτήτρια, παρά την ύπαρξη εξοφλητικής απόδειξης. Ο λόγος για τούτο, όπως προκύπτει από τα διάφορα τεκμήρια, είναι πως πιστώθηκε ο λογαριασμός δανείου της Αιτήτριας στην ΣΠΕ με το εν λόγω ποσό.
Τον Ιούνιο του 2012, εξεδόθη ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας για το διαμέρισμα και το Κτηματολόγιο κάλεσε με επιστολή του (τεκμ. 5) την Αιτήτρια να προσέλθει στο γραφείο του για τη μεταβίβαση αυτού στο όνομα της.
Η Αιτήτρια προσήλθε, πλην όμως η Εταιρεία αρνείτο να προβεί στη μεταβίβαση ισχυριζόμενη ύπαρξη υπόλοιπου τιμήματος.
Στη συνέχεια η Αιτήτρια καταχώρησε την Αγωγή αρ. 225/2014 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αξιώνοντας την έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας 1/11/2008 ενώ η Εταιρεία καταχώρησε έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης διεκδικώντας την καταβολή του ποσού των €85,000 πλέον τόκους (τεκμ. 6 δικόγραφα). Εν τω μεταξύ, πριν ή εκδικαστεί η αγωγή, η Αιτήτρια έκανε χρήση της διαδικασίας του Μέρους VIB του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου αρ. 9/65 με την οποία παρέχεται δυνατότητα σε εγκλωβισμένο αγοραστή να ζητήσει εγγραφή τίτλου επ' ονόματι του και καταχώρησε την Αίτηση ΑΕΑ 574/2016.
Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου εξέδωσε απόφαση στις 22/1/2019 ότι θα προχωρούσε στη μεταβίβαση του διαμερίσματος επ' ονόματι της Αιτήτριας εκτός εάν η Εταιρεία προσκόμιζε διάταγμα εντός 30 ημερών το οποίο να διατάσσει διαφορετικά.
Η Εταιρεία αντέδρασε καταχωρώντας την Αίτηση Έφεση Αρ. 4/2019 αρνούμενη το δικαίωμα της Αιτήτριας σε εγγραφή, επιικαλούμενη μη εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων.
Το Δικαστήριο εκδίκασε την Αίτηση και εξέδωσε απόφαση (τεκμ. 9) με την οποία απέρριψε την Αίτηση/έφεση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση του πιστοποιητικού ακίνητης ιδιοκτησίας του διαμερίσματος (τεκμ. 10) επ' ονόματι της Αιτήτριας.
Ενόψει της έκδοσης του ανωτέρω τίτλου, η Αιτήτρια απέσυρε την αγωγή αρ. 225/14, παραμένουσας προς εκδίκαση, η ανταπαίτηση της Εταιρείας η οποία τελικά εκδικάστηκε με την έκδοση της απόφασης της οποίας σκοπείται η ακύρωση.
Κυρίαρχη θέση της αιτήτριας και της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της, είναι πως το Επαρχιακό Δικαστήριο έσφαλλε και λειτούργησε υπό πλάνη, ενεργώντας ως εφετείο ομόβαθμου Δικαστηρίου αφού: Το Δικαστήριο που εκδίκασε την Αίτηση/έφεση 4/19 αποφάσισε στις 6/10/2021 πως δεν είχε επιτυχία ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι δεν εξοφλήθηκε το τίμημα και πως το θέμα της εγγυητικής έχει τη δική του νομική αυτοτέλεια και δεν μπορεί να συσχετιστεί με τα θέματα που εξέταζε. Το Δικαστήριο αγνοώντας την απόφαση εκείνη, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, κατέληξε σε αντίθετο αποτέλεσμα, ότι δηλαδή η Αιτήτρια δεν εξόφλησε το τίμημα αγοράς του διαμερίσματος, παραγνωρίζοντας την εξοφλητική απόδειξη, τεκμ. 2.
Ένταλμα certiorari χωρεί, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692, "είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας". Περιπτώσεις όπως η προκατάληψη ή το συμφέρον στη λήψη της απόφασης και γενικότερα η μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης όπως και η λήψη απόφασης με ψευδορκία, για τις οποίες επίσης χωρεί certiorari - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 (στη σελ. 46) στην οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη Attorney General v. Christou (1962) CLR 129 (Ιωσηφίδη, Δ.) - θεωρούνταν στην Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και έτσι εντάσσονται στα όρια που εξηγήθηκαν στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω). Με το ένταλμα certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της διαδικασίας στο κατώτερο δικαστήριο. Δεν προσφέρεται το ένταλμα για την αναθεώρηση της ορθότητας απόφασης. Γι' αυτό, όπου το κατώτερο δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία, αυτή δεν ελέγχεται με certiorari αν την άσκησε μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν αλλιώς, αν υπερέβη τα όρια, προκύπτει παρανόηση ή πλάνη νόμου και τότε ελέγχεται εφόσον διακρίνεται στο πρακτικό: (βλ. τις Armah v. Government of Ghana & Another (1966) 3 All ER 177 και Anisminic Ltd v. The Foreign Compensation Commission and Another (1969) 1 All ER 208, Eπί τοις αφορώσι την Tricor Ltd, Πολ. Εφ. 117/20 ημερ. 7/4/2021), ECLI:CY:AD:2021:A131.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί άσκησης εξουσίας Εφετείου από το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ημερ. 19/10/22, η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συγκλίνει στο ότι δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις ομόβαθμου Δικαστηρίου με δεδομένο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θεωρείται ενιαίο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης και δεν έχει σχέση, ούτε και θα μπορούσε νόμιμα να αποτελούσε παράγοντα που επηρεάζει μια απόφαση, η κατά περίπτωση σύνθεση του κατωτέρου Δικαστηρίου. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, εφόσον έχει αποφασιστεί ένα ορισμένο ζήτημα κατά ένα τρόπο, στη συνέχεια ένα άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο στο οποίο αναλόγισε η υπόθεση στην πορεία της διαδικασίας, να αποφασίζει κατά άλλο τρόπο. Στην απόφαση στη Mikis & Markos Sideris Holdings Limited v. 1. Χρίστου Τριανταφυλλίδη, διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Φάνης Σιδέρη, τέως από τη Λευκωσία, κ.ά., Πολ. Εφεση ατ. 21/2013 ημερ. 23/1/2019, επαναβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή σε διαδικασία που αφορούσε την ορθότητα της χρήσης της εναρκτήριας κλήσης ως δικονομικό μέτρο προς επίλυση ορισμένων θεμάτων εντός της διαχείρισης. Στην υπόθεση έγινε αναφορά στην προηγηθείσα απόφαση Νικόλα Σιδέρη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 286, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία προνομιακών ενταλμάτων, έκρινε ότι εφόσον η ορθότητα της επιλογής του δικονομικού διαβήματος της εναρκτήριας κλήσης είχε ήδη αποφασιστεί με σχετική ενδιάμεση απόφαση ενός Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, δεν μπορούσε στη συνέχεια άλλος ομόβαθμος Δικαστής να έκρινε διαφορετικά διότι η πρώτη απόφαση εφόσον δεν είχε αμφισβητηθεί με τη διαδικασία της έφεσης, παρέμενε αλώβητη στο νομικό στερέωμα και δεν ήταν δυνατό το θέμα της δικαιοδοσίας να εγείρεται κάθε φορά που προωθείται νέο δικονομικό διάβημα. Όπως λέχθηκε επί λέξει:
«Οπωσδήποτε η αναίρεση της προηγούμενης απόφασης από
ισόβαθμο δικαστήριο, θα συνιστούσε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγμα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης.»
Στην πιο πάνω απόφαση, ισόβαθμο Δικαστήριο είχε ακυρώσει το μηχανισμό της εναρκτήριας κλήσης θεωρώντας το ως μη ορθό δικονομικό μέτρο υπό τις περιστάσεις, κρίνοντας ότι με την ένσταση που είχε καταχωρηθεί είχαν εκ των υστέρων αποκρυσταλλωθεί τα γεγονότα. Παρά ταύτα το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ έφεση, ως ανωτέρω, έκρινε λανθασμένη την απόφαση διότι δεν μπορούσε μεταγενέστερα να αμφισβητηθεί η εναρκτήρια κλήση που είχε επικυρωθεί ως προς την ορθότητα της, τόσο από προηγούμενο κατώτερο Δικαστήριο, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προνομιακή διαδικασία.
Στην Papademetriou v. Christofi (1988) 1 C.L.R. 101, το Εφετείο αποδέχθηκε έφεση με την οποία ακυρώθηκε απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου να μην ορίσει την υπόθεση για ακρόαση αμφισβητώντας την ορθότητα προηγούμενης άδειας που είχε δοθεί από άλλο Δικαστή για υποκατάστατη επίδοση επί ενός των εναγομένων, θεωρώντας ότι υπό τις συνθήκες της υπόθεσης η διαδικασία δεν θα γνωστοποιείτο στον εναγόμενο. Ενήργησε, όπως ανέφερε το Εφετείο, ως Εφετείο επί αποφάσεως άλλου Δικαστή.
Παρόμοιες εφετειακές επισημάνσεις έγιναν στις Ματθαίου ν. Σολομώντος (2020) 1 AAΔ.1201, Κυριάκου ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1993) 1 AAΔ 1020. Οι περιπτώσεις αυτές συνιστούν εμφανή υπέρβαση δικαιοδοσίας, κατά παρόμοιο τρόπο όπως και η έκδοση αντιφατικών ή συγκρουόμενων διαταγμάτων από το ίδιο Δικαστήριο, (Μάριου Κοσμά (2014) 1 ΑΑΔ 698, ECLI:CY:AD:2014:D218, Russel Ritchie (2008) 1 ΑΑΔ 639 και Γεωργίου Χατζηαλεξάνδρου (2000) 1 ΑΑΔ 1366).
Ο λόγος είναι η ανάγκη για ύπαρξη συνέπειας στις αποφάσεις των πρωτόδικων Δικαστηρίων ώστε η διαδικασία να συνεχίζεται απρόσκοπτα στη βάση των λαμβανομένων σχετικών αποφάσεων, διαφορετικά η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης εξουδετερώνεται, οι δε διάδικοι βρίσκονται σε αμηχανία προγραμματισμού ουσιαστικά και δικονομικά των κινήσεων τους στην υπόθεση. Δεν είναι συνεπώς δυνατό για ένα κατώτερο Δικαστήριο να αναθεωρηθεί αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου έστω και αν διατηρεί άλλη άποψη εισερχόμενο έτσι στη σφαίρα αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενεργώντας ως Εφετείο.
Έχω διεξέλθει με προσοχή τα γεγονότα και επιχειρηματολογία που προτάθηκε. Είναι σαφές πως εκείνο που επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας και όχι της νομιμότητας της απόφασης, έργο που εκφεύγει της εμβέλειας του προνομιακού εντάλματος.
Ο Επαρχιακός Δικαστής εξέτασε τα τεθέντα ενώπιον του τα σχετικά με την απόφαση στην Αίτηση/έφεση και αποφάσισε πως δεν υπήρξε δεδικασμένο και κατάληξε στα δικά του συμπεράσματα, αφού άκουσε μάρτυρες και εξέτασε τα 30 κατατεθέντα τεκμήρια.
Για ό,τι ενδιαφέρει, στην Αίτηση/εφεση 4/2019 εκείνο που ενδιέφερε και τελικά εξέτασε το Δικαστήριο ήταν η ύπαρξη εξοφλητικής απόδειξης, τεκμ. 2 χωρίς να ενδιατρίψει στην σημασία και τα αποτελέσματα της εγγυητικής επιστολής εκτιμώντας τα κατά την κρίση του, προαπαιτούμενα για επιτυχία Αίτησης εγκλωβισμένου αγοραστή.
Το Δικαστήριο του οποίου η απόφαση αμφισβητείται εξέτασε τόσο τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί εξόφλησης του τιμήματος όσο και τη θέση της Εταιρείας την οποίαν και αποδέχθηκε, ότι η πληρωμή του ποσού των €85.000 της εγγυητικής είχε ως αποτέλεσμα τη χρέωση του λογαριασμού της με το ποσό αυτό, και πίστωση προς όφελος της Αιτήτριας και του δανείου της προς τη ΣΠΕ, το οποίο μειώθηκε με το αντίστοιχο ποσό, λειτουργώντας προς όφελος της Αιτήτριας. Ανέφερε σχετικά το Δικαστήριο «Ο ξεχωριστός τίτλος, ως είναι δεκτό, εκδόθηκε και ενημερώθηκε περί τούτου η εναγόμενη με την επιστολή του κτηματολογίου ημερ. 8/6/2012, τεκμήριο 23. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η ενάγουσα κάλεσε την εναγόμενη να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό για να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση του διαμερίσματος. Το ποσό που οφειλόταν ήταν αυτό που πιστώθηκε εκ νέου στον λογαριασμό της εναγόμενης μετά την πληρωμή του ποσού της εγγυητικής. Η έκδοση της εξοφλητικής απόδειξης, τεκμήριο 3, που η εναγόμενη επικαλείται, δεν αποτελεί στην ουσία εκπλήρωση των από δική της πλευρά υποχρεώσεων, τη στιγμή που σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της, το ποσό που κατέβαλε πιστώθηκε εκ νέου στο λογαριασμό της και το χρεώθηκε η ενάγουσα. Αυτό που στην ουσία έγινε είναι ότι το ποσό του δανείου, που εξασφάλισε η εναγόμενη από την ΣΠΕ Λακατάμιας και κατέβαλε στην ενάγουσα, της επιστράφηκε, αφού εξαργυρώθηκε η εγγυητική προς όφελος της. Είναι δηλαδή ωσάν το ποσό να μην το κατέβαλε ποτέ. Ως εκ τούτου η εναγόμενη κατά το χρόνο έκδοσης του ξεχωριστού τίτλου συνέχιζε να οφείλει το ποσό των €91.029 που είχε πιστωθεί στο λογαριασμό της.»
Δεν προκύπτει από τα ανωτέρω εμφανές λάθος στα πρακτικά ή νομικό ελάττωμα ικανό να προσδώσει επιτυχία στην αιτούμενη αξίωση.
Η υπόθεση Λοϊζίδη, παραλήπτη και Διαχειριστή της ΚΧ Περατικός Λιμιτεδ κ.α., Πολ Αίτηση αρ. 26/2019, ημερ. 25/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:D61, διακρίνεται από την παρούσα καθόσον στην ανωτέρω υπόθεση το Επαρχιακό Δικαστήριο ακύρωσε διατάγματα τα οποία εξέδωσε άλλο Επαρχιακό Δικαστήριο, λειτουργώντας ως Εφετείο. Στην κρινόμενη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη ως καταχρηστικώς εκδοθείσα απόφαση, εξέτασε τους τεθέντες ενώπιον του ισχυρισμούς και μαρτυρία και ήχθη σε διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο στο οποίο οδηγήθηκε το Δικαστήριο που εξέτασε την Αίτηση/έφεση. Επρόκειτο για δύο διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες εξετάστηκαν υπό διαφορετικό πρίσμα προς επίλυση των θεμάτων τα οποία η κάθε μια εκαλείτο να επιλύσει.
Τα όσα η Αιτήτρια επικαλείται δεν πείθουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση ή κατά νόσφηση εξουσίας ώστε να δημιουργείται συζητήσιμη υπόθεση για έκδοση του δραστικού μέτρου του προνομιακού εντάλματος.
Πέραν τούτου, η Αιτήτρια διαθέτει το ένδικο μέσο της έφεσης εναντίον της απόφασης και δεν αποκαλύπτονται εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες παρά την ύπαρξη αυτού, να δικαιολογούν την έκδοση του προνομιακού διατάγματος certiorari.
Οι επακαλούμενες ως εξαιρετικές περιστάσεις όπως η υπέρβαση εξουσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο ουσιαστικά λειτούργησε ως Εφετείο, καθώς και το ενδεχόμενο εκτέλεσης της απόφασης εναντίον της Αιτήτριας, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τέτοιες.
Ενόψει των ανωτέρω, αναπόφευκτα η αίτηση ως στερούμενη αντικειμένου, καθίσταται απορριπτέα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας