ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μαλαχτός, Χάρης Θ. Παπαθεοδώρου για Αλεξάνδρου amp;amp;amp; Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή. Λ Κάρνος, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-11-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Κ., Πολιτική Aίτηση Αρ. 152/2022, 23/11/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D451

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 152/2022)

 

 

23 Νοεμβρίου 2022

 

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛAΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Κ., ΚΑΤΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ [ ], ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.

 

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/02/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 17, 18 ΚΑΙ 44 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155.

 

____________________

 

 

Θ. Παπαθεοδώρου για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.

Λ Κάρνος, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση

____________________

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Την 22.9.2022 δόθηκε άδεια στον Αιτητή για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του, ημερ.4.2.2022, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. 

 

Στη βάση αυτού εκδόθηκε στη συνέχεια Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, Ε.Ε.Σ., και ο Αιτητής συνελήφθηκε στην Ελλάδα την 30.8.2022.  Παραδόθηκε στις αρχές της Δημοκρατίας και έχει ήδη καταχωριστεί εναντίον του ποινική υπόθεση.  Η προέκταση αυτή του ζητήματος δεν αφορά την παρούσα διαδικασία.  Ζητήματα που αφορούν στην έκδοση του Ε.Ε.Σ., στη βάση του υπό έλεγχο εντάλματος, αποτελούν αντικείμενο άλλης δικαστικής διαδικασίας που εκκρεμεί.

 

Η άδεια χορηγήθηκε στη βάση ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της εύλογης υπόνοιας διάπραξης σε σχέση με τα αδικήματα συνωμοσίας τα οποία περιλαμβάνονταν στο ένταλμα και η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος στην ολότητα του.

 

    Για να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης πρέπει ο Δικαστής σε πρώτο στάδιο να ικανοποιηθεί, στη βάση των όσων τίθενται ενώπιον του με γραπτή ένορκη δήλωση, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα στρέφεται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα.  Αφού έτσι ικανοποιηθεί, θα εκδώσει το σχετικό ένταλμα μόνο εφόσον θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία.  Η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, για εύλογη υποψία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην πλήρωση και της δεύτερης, για την αναγκαιότητα (Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.355/2019, ημερ.16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257).

 

Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του αστυνομικού, που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα, προέκυπτε ότι υπήρχε μαρτυρία εναντίον του Αιτητή ότι πώλησε ένα οικόπεδο σε συγκεκριμένη εταιρεία χωρίς τη συγκατάθεση της ιδιοκτήτριας του, χρησιμοποιώντας πλαστογραφημένο γενικό πληρεξούσιο έγγραφο.  Ωστόσο, στην ένορκη δήλωση του αστυνομικού δεν γινόταν αναφορά σε εμπλοκή άλλου προσώπου με το οποίο ο Αιτητής να είχε συνωμοτήσει.

 

    Η αίτηση της Αστυνομίας αφορούσε 12 αδικήματα και περιλάμβανε δύο αδικήματα συνωμοσίας.  Ο Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα είχε καταγράψει σε αυτό ότι: «. κρίνω ότι, υπάρχουν εύλογες υπόνοιες για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων», χωρίς επιμέρους αναφορά σε οποιοδήποτε από αυτά.  Οπόταν εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του Αιτητή για όλα.

 

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, η δικαιολογία για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή προκύπτει, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αστυνομικού, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν παρουσιάστηκε οικειοθελώς στον ανακριτή για να ανακριθεί.  Η Αστυνομία είχε ζητήσει από τους δικηγόρους του να τον ενημερώσουν να παρουσιαστεί στον ανακριτή ώστε να ανακριθεί γραπτώς και αναφέρεται ότι επικαλέστηκε οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους και δεν ανταποκρίθηκε. 

 

Δεν εγειρόταν ζήτημα ότι θα μπορούσε ο Αιτητής να επηρεάσει το εναπομείναν ανακριτικό έργο.  Άλλωστε οι καταγγελίες είχαν γίνει πριν από καιρό.  Η καταγγελία της ιδιοκτήτριας είχε γίνει την 26.10.2020 από τους δικηγόρους της και η καταγγελία της αγοράστριας εταιρείας την 18.11.2020 επίσης από τους δικηγόρους της, που είχαν καταχωρίσει και σχετική αγωγή εναντίον του Αιτητή, την 10/2021 Ε.Δ. Λευκωσίας, στην οποία ο Αιτητής διόρισε δικηγόρους.  Σε όλη τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε μέχρι και την 30.8.2022 που συνελήφθηκε, ο Αιτητής ήταν ελεύθερος.  Το ένταλμα σύλληψης εναντίον του Αιτητή εκδόθηκε 16 μήνες μετά τις καταγγελίες και οι δικηγόροι του είχαν από τον Νοέμβριο του 2021 ειδοποιηθεί ότι η Αστυνομία διεξήγαγε έρευνες για την συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα αποδέχεται την απουσία οιασδήποτε αναφοράς σε μαρτυρία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση εντάλματος σύλληψης για αδικήματα συνωμοσίας, εισηγείται ωστόσο ότι αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση του εντάλματος ή τουλάχιστο όχι στην ακύρωση του στην ολότητα του.

 

Είναι πρόδηλο πως η ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή για οποιοδήποτε αδίκημα συνωμοσίας.  Υπήρξε με την έκδοση του εντάλματος για αδικήματα συνωμοσίας υπέρβαση εξουσίας από το κατώτερο Δικαστήριο (Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 218-222).  Το ένταλμα σύλληψης με αναφορά στα αδικήματα συνωμοσίας θα πρέπει οπωσδήποτε να εξαλειφθεί, με το ζητούμενο να περιορίζεται στο κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει με την ακύρωση του εντάλματος στην έκταση που αφορά τα αδικήματα αυτά ή θα πρέπει αυτό να ακυρωθεί στην ολότητα του.

 

Είναι η θέση του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι από τη μαρτυρία προέκυπτε ξεκάθαρα ποια ήταν η υπόθεση που διερευνάτο εναντίον του Αιτητή, ότι ο Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα δεν παραπλανήθηκε και ότι με τη συμπερίληψη στο ένταλμα των αδικημάτων της συνωμοσίας δεν προέκυψε καμιά επιπρόσθετη επέμβαση ή περιορισμός στο δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας του Αιτητή.

 

Από την άλλη, ο Αιτητής παρέπεμψε σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα και υποστήριξε ότι το ένταλμα θα πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητα του.

 

Στην Χριστοδούλου, Πολ. Αιτ. Αρ.31-34/2020, ημερ.28.4.2021, είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης αναφορικά με 13 αδικήματα, ενώ στη μαρτυρία αναφορά γινόταν στα άρθρα του νόμου που στοιχειοθετούσαν μόνο έξι από αυτά.  Η απόφαση επισημαίνει την αναγκαιότητα προσδιορισμού των υπό διερεύνηση αδικημάτων και του συσχετισμού του υπόπτου στη βάση συγκεκριμένης μαρτυρίας που να τεκμηριώνει την εύλογη υπόνοια διάπραξης κάθε ενός από αυτόν.

 

    Στην Νεοφύτου, Πολ. Αιτ. Αρ.190/2020, ημερ.28.1.2021, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης αναφορικά με πέντε αδικήματα, περιλαμβανομένου ενός «αδικήματος» το οποίο είχε καταργηθεί.  Η Δικαστής που το είχε εκδώσει, είχε αναφέρει ότι είχε ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας διάπραξης σωρευτικά για όλα τα αδικήματα, περιλαμβανομένου και του ανύπαρκτου «αδικήματος».  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ένταλμα σύλληψης έπασχε, γιατί τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η έκδοση του, εξ αντικειμένου δεν στοιχειοθετούσαν το ένα από τα πέντε αδικήματα για τα οποία η Δικαστής που το έκδωσε είχε ικανοποιηθεί ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης τους και αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.  Αναφέρεται ότι κατά το χρόνο εκτέλεσης του εντάλματος δεν μπορούσε και δεν διαχωρίστηκε για ποια αδικήματα συνελήφθη ο αιτητής, αλλά το ένταλμα εκτελέστηκε αναφορικά προς όλα τα αδικήματα περιλαμβανομένου του ανύπαρκτου «αδικήματος».  Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα είχε αποδεχτεί ότι ουδείς θα μπορούσε να γνωρίζει τι θα σκεφτόταν η Δικαστής εάν γνώριζε ότι το ένα υπό διερεύνηση «αδίκημα» ήταν ανύπαρκτο.  Αποφασίστηκε ότι: «Ο Δικαστής που τα εκδίδει, στο χρόνο που τα εξέδωσε, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια για το κάθε αδίκημα και δεν υπάρχει τρόπος αυτό να διαχωριστεί ή σε ποιο βαθμό έδρασε στο μυαλό του Δικαστή η αναγκαιότητα για έκδοση των ενταλμάτων.  Υπάρχει γι'  αυτό η πιθανότητα να ένιωσε ότι υπήρχε η αναγκαιότητα έκδοσης του σε μεγάλο βαθμό για το ανύπαρκτο αδίκημα και σε λιγότερο για τα υπόλοιπα τέσσερα.»

 

    Η Νεοφύτου κρίθηκε στη βάση ότι ήταν άγνωστη η επίδραση της διαπίστωσης εύλογης υπόνοιας για το ανύπαρκτο «αδίκημα» στην επιμέρους κρίση της Δικαστού ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. 

 

    Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση αίτησης για προνομιακό ένταλμα Certiorari δεν είναι περιορισμένη μεταξύ δύο επιλογών, της απόρριψης της Αίτησης ή της ακύρωσης της υπό έλεγχο πράξης στην ολότητα της.  Η διαπίστωση υπέρβασης εξουσίας σε σχέση με την έκδοση μέρους του εντάλματος σύλληψης, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην ακύρωση του στην ολότητα του.  Το μέρος του εντάλματος που εκδόθηκε μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του Δικαστή που το εξέδωσε, μπορεί να παραμείνει ισχυρό, νοουμένου ότι η έκδοση του δεν επηρεάστηκε από την έκδοση του μέρους που εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της εξουσίας του και νοουμένου ότι δεν προκλήθηκε έτσι βλάβη στα δικαιώματα του αιτητή.  Άλλωστε και στη Νεοφύτου, που επικαλέστηκε ο Αιτητής, η ακύρωση διασυνδέθηκε με την επίδραση που ίσως να είχε το σφάλμα στη κρίση της Δικαστού ως προς τη διαπίστωση της βασικής προϋπόθεσης της αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος.  Στην Νεοφύτου, από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον της Δικαστού που εξέδωσε το ένταλμα, είχε διαπιστωθεί η αξιόμεμπτη πράξη, που θα δικαιολογούσε την εύλογη υπόνοια διάπραξης του «αδικήματος» που είχε καταργηθεί.  Είναι αυτή η μαρτυρία και η εσφαλμένη αντίληψη ότι διαπράχθηκε και το ανύπαρκτο «αδίκημα» που μπορούσε να είχε επηρεάσει την κρίση της Δικαστού να εκδώσει το ένταλμα.

 

Η διερεύνηση συνωμοσίας μπορεί να θέσει μια υπόθεση υπό διαφορετική οπτική γωνία και προσέγγιση ως προς την αναγκαιότητα της έκδοσης εντάλματος σύλληψης εναντίον ενός από τους συνωμότες και να οδηγήσει ένα Δικαστήριο στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης του, εκεί όπου στην απουσία εύλογης υπόνοιας για συνωμοσία να απέκλινε από την έκδοση του.  Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν είχε τεθεί ζήτημα επηρεασμού μαρτύρων, συνωμοτών ή άλλων, με το ζήτημα να περιορίζεται στη λήψη κατάθεσης από τον Αιτητή.

 

Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το υπό έλεγχο ένταλμα σύλληψης θα μπορεί να παραμείνει ισχυρό στην έκταση που αφορά τα αδικήματα εκτός των δύο αδικημάτων συνωμοσίας, στην περίπτωση που διαφανεί ότι ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του.

 

Σε σχέση με τη προϋπόθεση της αναγκαιότητας, θα πρέπει να διασαφηνιστεί το σχετικό υπόβαθρο γεγονότων.  Ο Αιτητής επικαλείται αναφορές στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα, σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την προθυμία του να συνεργαστεί μέσω των ελληνικών αρχών για την εκτέλεση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, χωρίς να καταστεί αναγκαία η παρουσία του στην Κύπρο και εγείρει ζήτημα ότι το ένταλμα σύλληψης του ήταν προϊόν απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων που ήταν γνωστά στην Αστυνομία όταν αποτάθηκε για το ένταλμα, που έτσι παραπλάνησε το κατώτερο Δικαστήριο.  Αναφέρει ότι ο λόγος αυτός δεν εξετάστηκε κατά το στάδιο της άδειας, ούτε και απορρίφθηκε, οπόταν, εισηγείται, μπορεί να εξεταστεί στην παρούσα διαδικασία.  Επικαλείται την Avni, Πολ. Αίτ. Αρ.104/2020, ημερ.1.12.2020, ως προς τη σημασία απόκρυψης ή παράλειψης αποκάλυψης γεγονότων που αφορούν την προθυμία του υπόπτου για συνεργασία, για να υποστηρίξει τη θέση του.

 

Στην Avni η άδεια για καταχώριση αίτησης Certiorari περιλάμβανε ως λόγο την παράλειψη της Αστυνομίας να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πλήρη δεδομένα που αφορούσαν τη συνεργασία και προθυμία του Αιτητή, ώστε να μπορεί να κρίνει κατά πόσο η κράτηση ήταν αναγκαία.  Στην παρούσα όχι και είναι αδιαμφισβήτητο  ότι ζήτημα για το οποίο δεν δόθηκε άδεια, δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της αίτησης για προνομιακό ένταλμα Certiorari.  Επομένως η Αίτηση θα εξεταστεί με υπόβαθρο τα γεγονότα όπως προκύπτουν από την ένορκη δήλωση του αστυνομικού, όπως τα είχε υπόψη του και ο Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα.

Η πολυσυζητημένη φράση «για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων» (Cook (Αρ.2) (2004) 1(Β) Α.Α.Δ.1268, 1272) δεν έχει την έννοια της διευκόλυνσης των ανακριτών, ώστε το έργο τους να καταστεί λιγότερο επίπονο ή  λιγότερο κουραστικό.  Ό,τι εξυπακούει είναι την παροχή δυνατότητας προώθησης και διεκπεραίωσης του ανακριτικού έργου δεόντως και σε εύλογο χρόνο.  Εφόσον καταδειχθεί ότι για να επιτευχθεί αυτό επιβάλλεται να συλληφθεί ο ύποπτος, τότε η έκδοση εντάλματος σύλληψης του καθίσταται εν δυνάμει αναγκαία.  Η επιφύλαξη αφορά στην ικανοποίηση της προϋπόθεσης της αναλογικότητας, που εγείρεται οποτεδήποτε εξετάζεται ζήτημα αναγκαιότητας (Κουδούνια, Αίτ. Αρ.47/2022, ημερ.3.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D172).  Να αντισταθμίζει δηλαδή το όφελος από τη σύλληψη το ατομικό δικαίωμα του υπόπτου στην ελευθερία του (Pitsillos v. the Police (1966) 2 C.L.R. 50, 55 και Γ. Μ. Πικής: «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η έκδ., 1975, 43).  Το όφελος είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο όσο πιο σοβαρό είναι το υπό διερεύνηση αδίκημα.

 

Στην περίπτωση που η σύλληψη δεν αποβλέπει στη διασφάλιση έναντι του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, απόκρυψης ή καταστροφής τεκμηρίων κλπ. αλλά περιορίζεται στη λήψη κατάθεσης από τον ύποπτο ή και για να του ζητηθεί να δώσει δείγματα (γραφής, γενετικού υλικού κλπ.) ή και για να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη, η αναγκαιότητα μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο στην περίπτωση που φαίνεται ότι ο ύποπτος δεν είναι διατεθειμένος να παρουσιαστεί στον ανακριτή οικειοθελώς ή στον κατάλληλο χρόνο.  Το γεγονός ότι έχει το δικαίωμα να μην απαντήσει στις ερωτήσεις, να αρνηθεί να δώσει δείγματα ή να συμμετάσχει σε αναγνωριστική παράταξη, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση και οι ανακρίσεις μπορούν να διεκπεραιωθούν με την καταγραφή της άρνησης του να απαντήσει, να δώσει δείγματα ή να συμμετάσχει σε αναγνωριστική παράταξη.

 

Οι πρόνοιες του του Άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155,[1] που καλύπτουν και τις περιπτώσεις προσώπων που δεν είναι ύποπτοι για το αδίκημα που διερευνάται, δεν εκθεμελιώνουν τη δυνατότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης υπόπτου που αρνείται να παρουσιαστεί για να ανακριθεί, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

Το κατώτερο Δικαστήριο είχε την εξουσία να εκδώσει ένταλμα σύλληψης του Αιτητή ώστε να επιτευχθεί η λήψη κατάθεσης από αυτόν και να ολοκληρωθούν έτσι οι σχετικές ανακρίσεις.  Από τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, αποφάσισε, μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει το ένταλμα κρίνοντας την έκδοση του αναγκαία και αναλογική.  Η κρίση του ελέγχεται ως προς το κατά πόσο ήταν εύλογη στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και δεν έχει καταδειχτεί ότι δεν ήταν.  Τα αδικήματα ήταν πολύ σοβαρά και οι ανακριτικές αρχές είχαν παράσχει τη δυνατότητα στον Αιτητή να παρουσιαστεί οικειοθελώς, ώστε να αποφευχθεί η σύλληψη του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή ήταν αναγκαία δεν υπερέβηκε την εξουσία του.  

 

Εκδίδεται συνεπώς προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή ημερ.4.2.2022, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην έκταση που αυτό αναφέρεται σε αδικήματα συνωμοσίας. 

Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης όπως και τα έξοδα της αίτησης για την άδεια και της αίτησης για επέκταση της προθεσμίας καταχώρισης αίτησης για άδεια, πλέον το Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, όλα μειωμένα κατά το ήμισυ, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] (1)Κάθε ανακριτής δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο αυτός έχει λόγο να θεωρεί ενήμερο των γεγονότων ή περιστατικών του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγει ανακρίσεις, να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ο ανακριτής ήθελε εύλογα ορίσει για το σκοπό εξέτασης και λήψης κατάθεσης από αυτό σε σχέση με το ποινικό αδίκημα.

...........................................

   (4) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ήθελεν ορίσει ο ανακριτής, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο