ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:32
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 15/2020
24 Νοεμβρίου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Γ. Μ. Β.,
Εφεσείοντας,
ν.
Τ. Α.,
Εφεσίβλητης.
____________________
Η. Αγαθοκλέους για Αγαθοκλέους - Νεοφύτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ε. Δημητρίου (κα) για Μιχαλάκη, Πιτσιλλίδου και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με έξι λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση του, με την οποία αξίωνε να του αποδοθεί, στη βάση της συμβολής του, μέρος της περιουσίας που η πρώην σύζυγος του, Εφεσίβλητη, είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του γάμου τους.[1] Κατά την αίτηση, η περιουσία περιλάμβανε και δύο αυτοκίνητα και οικιακό εξοπλισμό, όπως όμως αναμενόταν η δίκη επικεντρώθηκε στο μερίδιο που η Εφεσίβλητη είχε αποκτήσει σε ακίνητο στη Λεμεσό.
Το ακίνητο αποτελείται από τρία καταστήματα στο ισόγειο και δύο διαμερίσματα, ένα στον πρώτο και ένα στο δεύτερο όροφο. Το οικόπεδο μέσα στο οποίο αναγέρθηκε το κτίριο ανήκε στη μητέρα της Εφεσίβλητης, που σύντομα μετά το γάμο των διαδίκων, μεταβίβασε στην Εφεσίβλητη το ½ μερίδιο του. Η ανέγερση του κτιρίου άρχισε μετά τη μεταβίβαση. Είχε συμφωνηθεί ότι το διαμέρισμα στον πρώτο όροφο ανήκε στον αδελφό της Εφεσίβλητης και αυτό στο δεύτερο στην Εφεσίβλητη. Το τελευταίο απετέλεσε την κατοικία των διαδίκων μέχρι τη διάσταση τους το Μάρτιο του 2009.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι «Η αναφορά . στη μαρτυρία, περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν μετά το γάμο, δεν αποδεικνύει από μόνη της την αύξηση, χωρίς τη σύγκριση της αρχικής και τελικής περιουσίας», εννοώντας την αξία της περιουσίας πριν με την προοπτική του γάμου ή κατά το γάμο και κατά τη διάσταση.
Έτσι, έχοντας απορρίψει σχεδόν το σύνολο της δοθείσας μαρτυρίας (μαρτύρησαν οι διάδικοι και άλλοι τρεις μάρτυρες για τον Εφεσείοντα και δύο για την Εφεσίβλητη) το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Εφεσείων δεν είχε αποδείξει την «αρχική» και την «τελική» αξία της περιουσίας της Εφεσίβλητης. Ακόμα και αν η «αρχική» ήταν μηδενική, ανάφερε, δεν είχε αποδείξει την «τελική» για να καταλήξει ότι ο Εφεσείων δεν είχε αποδείξει αύξηση της περιουσίας της Εφεσίβλητης, θεμελιακή προϋπόθεση για την απόδοση θεραπείας.
Με το λόγο έφεσης 4 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα απόρριψε τη μαρτυρία που τέθηκε κρίνοντας σχεδόν όλους τους μάρτυρες αναξιόπιστους «χωρίς να φτάσει σε κάποιο εύρημα στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων για το ποια εκδοχή από τις δύο ήταν πιο πιστευτή και/ή αληθινή». Στην αιτιολογία του λόγου, δεν γίνεται ειδική αναφορά σε κάποιο μάρτυρα που θα έπρεπε να γίνει πιστευτός και το ζήτημα περιορίστηκε στη θέση ότι η απόρριψη του συνόλου ουσιαστικά της μαρτυρίας και η αδυναμία εξαγωγής ευρημάτων ήταν ανεπίτρεπτη εξέλιξη.
Η εισήγηση του Εφεσείοντα είναι εσφαλμένη. Συμπλέκει την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματα γεγονότων που μπορούν να εξαχθούν στη βάση μαρτυρίας που γίνεται αποδεχτή ως αξιόπιστη, με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που αφορά στο βάρος απόδειξης σε αστικές υποθέσεις και όχι μόνο. Και το πιο πάνω λεκτικό από το λόγο έφεσης αναδεικνύει το σφάλμα, που βασίζεται στην λανθασμένη εντύπωση, που αρκετοί έχουν, ότι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αφορά στην αντιπαραβολή των εκδοχών των διαδίκων και προτίμηση της μιας έναντι της άλλης. Ότι δηλαδή αρκεί για τον ενάγοντα/αιτητή να καταδείξει ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά η θέση του αντιδίκου του.
Ότι ο ενάγοντας/αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει την υπόθεση του επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, σημαίνει ότι για να επιτύχει θα πρέπει να έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι είναι περισσότερο πιθανό παρά όχι, να δικαιούται στην αξίωση του. Το εκδικάζον Δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να επιλέξει μεταξύ της εκδοχής του ενάγοντα και του εναγόμενου, στην έννοια της αποδοχής μιας εκ των δύο, ως ανταποκρινόμενης στην αλήθεια. Εφόσον δεν μπορεί να βασιστεί σε μαρτυρία που δεν αποδέχεται ως αξιόπιστη, στην περίπτωση που απορρίπτει την προσφερθείσα στην ολότητα της ή επί των επίδικων ζητημάτων, εξ αντικειμένου αδυνατεί να προβεί σε ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, με αποτέλεσμα ο διάδικος που έχει το βάρος απόδειξης να αποτυγχάνει στην αξίωση του. Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Στις υποθέσεις περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων, αυτή ή αυτός που διεκδικεί, οφείλει να αποδείξει την αξία της επαύξησης της περιουσίας του άλλου και τη δική του συνεισφορά στην απόκτηση της, έχοντας, ως προς το δεύτερο σκέλος, το ευεργέτημα του νόμου, ώστε στην περίπτωση που αποδείξει την επαύξηση και ότι συνείσφερε, αλλά όχι το μέγεθος της συνεισφοράς του, να του αποδοθεί το ένα τρίτο της επαύξησης.[2]
Για να αποδείξει την αξία της επαύξησης, ο Εφεσείων είχε καλέσει ως μάρτυρα εκτιμητή ακινήτων για να μαρτυρήσει ουσιαστικά για την αξία του μεριδίου της Εφεσίβλητης στο ακίνητο κατά τη διάσταση. Για τη συνεισφορά του μαρτύρησε ο ίδιος και κάλεσε και το σύζυγο της αδελφής του για να τον επιβεβαιώσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του εκτιμητή του Εφεσείοντα κατάληξη που προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 6.
Ο εκτιμητής αυτός είχε καταθέσει δύο εκτιμήσεις παρουσιάζοντας τη δεύτερη ως «επικαιροποίηση» της πρώτης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ενώ υφίσταντο διαφορές μεταξύ των δύο εκτιμήσεων, ως προς την αγοραία αξία της γης και τα κόστη κατασκευής του κτιρίου, τόσο των εσωτερικών χώρων, όσο και των καλυμμένων βεραντών, εντούτοις και οι δύο εκτιμήσεις κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα και στην απουσία εξηγήσεων και στοιχείων που θα του επέτρεπαν τον έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του εκτιμητή, κατέληξε ότι δεν θα μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του. Επεσήμανε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο μάρτυρας δεν είχε λάβει υπόψη του την ανακαίνιση που είχε γίνει το 2004.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1 και Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).
Δεν βρίσκουμε να υπάρχει έρεισμα που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στο επιμέρους εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν τεκμηριωμένο και εύλογο. Επομένως, ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί ούτε στη μαρτυρία του εκτιμητή της Εφεσίβλητης, αφού είχε διαπιστώσει ότι είχε καταθέσει ως μάρτυρας «που προσπαθούσε με ζήλο να αποδείξει την εκδοχή της πλευράς που τον κάλεσε να καταθέσει».
Ο εκτιμητής της Εφεσίβλητης είχε παρουσιάσει έκθεση στην οποία εκτιμούσε το ολικό κόστος κατασκευής του διαμερίσματος στο δεύτερο όροφο και των τριών καταστημάτων του ισογείου κατά την 1.3.2009, που επήλθε η διάσταση των διαδίκων, στο ποσό των €147.000 και €59.000 αντίστοιχα. Το γεγονός ότι η μαρτυρία αυτή προερχόταν από την πλευρά της Εφεσίβλητης, από μάρτυρα που ήθελε, όπως διαπιστώθηκε, να την βοηθήσει στην υπόθεση της, ενδεχομένως να ήταν εχέγγυο ότι η αναφερόμενη περιουσία άξιζε τουλάχιστο τόσο.
Ωστόσο, το επιμέρους ζήτημα απλοποιείτο εφόσον τα ποσά για τα οποία μαρτύρησε ο εκτιμητής της Εφεσίβλητης δικογραφούνταν ως οι επιμέρους αξίες κατά το χρόνο της διάστασης. Αναφερόταν στην παρ.34 της τροποποιημένης Υπεράσπισης της Εφεσίβλητης ότι:
«Η αξία της κατοικίας και με βάση εκτίμηση κατά το χρόνο της διάστασης ήτοι στις 1.3.2009 ήταν €147.000,00 Ευρώ που προέκυψε μετά την ανακαίνιση της. Μαζί με τα καταστήματα η αξία κατά το χρόνο της διάστασης με βάση την ίδια εκτίμηση ανέρχεται στο ποσό των €206.000,00.»
Προέκυπτε δηλαδή από τη δικογραφία της Εφεσίβλητης, στη μορφή παραδοχής, ότι οι κατ' ελάχιστον αξίες, κατά το χρόνο της διάστασης, ήταν του διαμερίσματος στο δεύτερο όροφο €147.000 και των καταστημάτων €59.000, στο σύνολο €206.000 και επομένως, του δικού της μεριδίου €176.500 (€147.000 πλέον (€59.000 x ½)).
Η παραδοχή ότι το μερίδιο της Εφεσίβλητης στο ακίνητο άξιζε κατά τη διάσταση €176.500, δεν οδηγούσε απαρέγκλιτα σε κατάληξη ότι υπήρχε επαύξηση της περιουσίας της, πολύ περισσότερο ότι αυτή ανερχόταν τουλάχιστο στο ποσό αυτό, αφού θα έπρεπε να αφαιρεθούν οι οφειλές της Εφεσίβλητης (δάνεια) και τα ποσά που είχαν πληρωθεί από τους γονείς της, ως δωρεές προς την ίδια.[3] Με την Εφεσίβλητη και τον πατέρα της να διατείνονται ότι το ακίνητο είχε ανεγερθεί και ανακαινιστεί αποκλειστικά με κεφάλαια των γονιών της και τον Εφεσείοντα να αποδέχεται ότι έγιναν σημαντικές πληρωμές από τους γονείς της, αλλά να υποστηρίζει ότι πρόσφερε και ο ίδιος με εργασία και υλικά, αλλά και με πληρωμές χρημάτων για την ανοικοδόμηση του κτιρίου. Στο ζήτημα της επαύξησης και της αξίας της επανερχόμαστε στη συνέχεια, παρεμβάλλοντας ενδιαμέσως τα ζητήματα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης 3 και 5.
Είχε γίνει παραδεχτό γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του γάμου ο Εφεσείων εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος και η μαρτυρία ήταν ότι η Εφεσίβλητη δεν εργαζόταν. Με αυτό το υπόβαθρο και τη θέση του ότι το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων της τετραμελούς οικογένειας τους (είχαν αποκτήσει δύο θυγατέρες) καλυπτόταν από τον ίδιο, με το λόγο έφεσης 3, καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός αυτό και δεν αποδέχτηκε ότι τα εισοδήματα του αποτέλεσαν συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας της Εφεσίβλητης.
Η κάλυψη των εξόδων διαβίωσης της οικογένειας από τον ένα σύζυγο μπορεί να συνιστά έμμεση συνεισφορά στην απόκτηση περιουσίας από τον άλλο. Όπως και η φροντίδα της οικογένειας. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν με τους πιο πάνω τρόπους αποφορτίζεται ο άλλος από τις δικές του ανάλογες υποχρεώσεις και διαθέτει το δικό του εισόδημα ή το χρόνο του για να παράξει εισόδημα, με το οποίο αποκτάται περιουσία. Αυτό δεν μπορούσε να είχε συμβεί στην προκειμένη περίπτωση, αφού η θέση και του ιδίου του Εφεσείοντα ήταν ότι η Εφεσίβλητη δεν εργαζόταν, δεν είχε εισόδημα και η από πλευράς της «συμβολή» στην απόκτηση της περιουσίας της προερχόταν από δωρεές των γονιών της.
Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσίβλητη είχε αποκτήσει το συμφέρον της στο ακίνητο με δωρεές των γονιών της και το ερώτημα ήταν κατά πόσο ο Εφεσείων είχε συνεισφέρει με την εργασία του ως ηλεκτρολόγος και την τοποθέτηση υλικών της ειδικότητας του στην ανοικοδόμηση του κτιρίου ή ακόμα και την πληρωμή για εργασίες ή υλικά ή δάνεια που, όπως ισχυρίστηκε απαιτήθηκαν για τη συμπλήρωση του. Αφορούσε, δηλαδή, η υπόθεση μόνο άμεσες συνεισφορές, που θα έπρεπε να είχαν αποδειχτεί. Καταλήγουμε ότι, ο λόγος έφεσης 3 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ήταν κοινό έδαφος ότι η Εφεσίβλητη είχε εισέλθει στο γάμο χωρίς να έχει ακίνητη ιδιοκτησία, ενώ κατά τη διάσταση ήταν η κατά ½ μερίδιο ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου αξίας (το μερίδιο της) τουλάχιστο €176.500. Το οικόπεδο ανήκε προηγουμένως, όπως προειπώθηκε, στη μητέρα της Εφεσίβλητης, ενώ για την ανέγερση του κτιρίου υπήρχαν δύο εκδοχές στις οποίες έχουμε αναφερθεί. Εάν το κτίριο είχε ανεγερθεί και ανακαινιστεί εξολοκλήρου με δαπάνες των γονιών της Εφεσίβλητης τότε, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 14(3)(α) του Ν.232/1991, δεν υπήρχε επαύξηση της περιουσίας της, όπως ορίζεται από το νόμο. Και εφόσον ο Εφεσείων δεν έγινε πιστευτός ώστε να επικρατήσει η εκδοχή του δεν εγειρόταν ζήτημα εφαρμογής του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2) του Ν.232/1991. Δεν ήταν περίπτωση που το τεκμήριο του νόμου θα μπορούσε να είχε εφαρμογή, ανεξάρτητα με την εκδοχή που θα είχε αποδεχτεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως και ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Το κύριο επίδικο ζήτημα ήταν ποιο μέρος της αξίας του μεριδίου της Εφεσίβλητης κατά τη διάσταση αποδιδόταν στις δωρεές των γονιών της και κατά πόσο υπήρχε, μετά την αφαίρεση και των οφειλών της Εφεσίβλητης, εναπομείναν μέρος που θα έπρεπε να αποδοθεί στον Εφεσείοντα για την τυχόν συνεισφορά του.
Επομένως, η επαύξηση της περιουσίας της Εφεσίβλητης δεν ήταν «κοινώς παραδεκτό γεγονός», όπως αναφέρεται στο λόγο έφεσης 1. Παραδεκτό ήταν ότι μετά το γάμο η Εφεσίβλητη είχε αποκτήσει το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου, αξίας τουλάχιστο €176.500 κατά τη διάσταση. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι οι αντιφάσεις στη μαρτυρία του, που υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν «μικρές», «δεν περιείχαν δόλο ή σκοπιμότητα» και δικαιολογούνταν στα πλαίσια της περιγραφής γεγονότων που αφορούσαν μια μεγάλη περίοδο, 22 χρόνων, έγγαμης σχέσης. Το άλλο επιμέρους παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι οι αντιφάσεις που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο «σε σχέση με το περιεχόμενο των Δικογράφων του . σε καμιά περίπτωση δεν ήταν τόσο ουσιώδης».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι ο Εφεσείων δεν του είχε κάμει καλή εντύπωση. Η μαρτυρία του, ανάφερε, χαρακτηριζόταν από αδυναμίες και αντιφάσεις «τόσο κατά τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας του και του δικογράφου του». Προχώρησε στη συνέχεια παραπέμποντας σε «ενδεικτικά», όπως τα ονόμασε, παραδείγματα. Κατέγραψε επτά, σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους (i) μέχρι (vii). Στο τέλος κατέληξε ότι οι αντιφάσεις στη μαρτυρία του Εφεσείοντα ήταν διάχυτες και ότι αυτές καθιστούσαν τη μαρτυρία του αναξιόπιστη. Επανέλαβε ότι οι αντιφάσεις που είχε σημειώσει ήταν «ενδεικτικά παραδείγματα», η ουσία όμως είναι ότι όλες πλην της (ν) είχαν ως υπόβαθρο το περιεχόμενο της δικογραφίας. Είναι επιβεβλημένο να τις παραθέσουμε αυτούσιες:
«(i) Ενώ στην εναρκτήρια αίτησή του αναφέρει ότι η συμβολή του πατέρα της Αιτήτριας στην ανέγερση του επίδικου ακινήτου περιορίστηκε στις Λ.Κ.20.300, στην Απάντηση στην Υπεράσπιση αναφέρει ότι αυτή ανήλθε στο ποσό των Λ.Κ.25.000 - Λ.Κ.26.000. Στη δε μαρτυρία του διαφοροποίησε εκ νέου την εκδοχή του λέγοντας ότι από τον πατέρα της Καθ΄ης η αίτηση καταβλήθηκαν συνολικά Λ.Κ.34.000, αφήνοντας με την αντεξέτασή του ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταβλήθηκε μεγαλύτερο ποσό.
(ii) Ενώ στην εναρκτήρια αίτηση αναφέρει ότι η επίδικη κατοικία ολοκληρώθηκε το 1991, στη μαρτυρία του ανέφερε ότι αυτή ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1990. Ομοίως, ενώ στο δικόγραφο του αναφέρει ότι τα επίδικα καταστήματα ολοκληρώθηκαν το 1993, κατά την κυρίως εξέτασή του ανέφερε αρχικά ότι αυτά ολοκληρώθηκαν μεταξύ των ετών 1991 - 1992, για να περιορίσει, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του, το χρόνο ανέγερσης στο έτος 1992.
(iii) Ενώ στην εναρκτήρια αίτηση αναφέρει ότι για την ανέγερση της κατοικίας καταβλήθηκαν Λ.Κ.28.397,48 πλέον Λ.Κ.20.300 για το σκελετό, στη μαρτυρία του ανέφερε ότι το συνολικό κόστος ανέγερσης της οικίας (περιλαμβανομένου του κόστους ανέγερσης του σκελετού) ανήλθε στο ποσό των Λ.Κ.63.000.
(iv) Ενώ στην εναρκτήρια αίτηση αναφέρει ότι για την ανέγερση των καταστημάτων συνεισέφερε ποσό Λ.Κ.6.000 συμπεριλαμβανομένου κόπου, τον οποίο καθόρισε στις €4.000, στην μαρτυρία του ανέφερε ότι το κόστος ανέγερσης των καταστημάτων ανήλθε στο ποσό των Λ.Κ.3.500, το οποίο δεν περιλαμβάνει τα υλικά και τους κόπους του. Όταν δε κλήθηκε κατά την αντεξέτασή του να εξηγήσει την κοστολόγηση των κόπων του, αυτός ανέφερε ότι δεν τους υπολόγισε.
(v) Ενώ κατά τη μαρτυρία του επανέλαβε το δικογραφημένο ισχυρισμό του [§6(δ)] περί σύναψης δύο κοινών δανείων με την Καθ΄ης η αίτηση στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού για ποσά €8.540 και €17.086 αντίστοιχα, εντούτοις κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι επρόκειτο για δάνεια που έγιναν από την Καθ΄ης η αίτηση αποκλειστικά.
(vi) Ενώ στην Απάντηση στην Υπεράσπιση αναφέρει ότι στην ανακαίνιση της οικίας συνέβαλε μερικώς ο πατέρας της Καθ΄ης η αίτηση, εντούτοις στη μαρτυρία του ανέφερε ότι το κόστος της ανακαίνισης που ανήλθε περίπου στο ποσό των Λ.Κ.25.000 καλύφθηκε κυρίως από δωρεά του πατέρα της Καθ΄ης η αίτηση.
(vii) Ενώ οι αιτούμενες θεραπείες και το δικόγραφό του βασίζονται στη θέση ότι στην Καθ΄ης η αίτηση ανήκουν τα 2 από τα 3 καταστήματα, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του συμφώνησε με την υποβολή της συνηγόρου ότι τα τρία καταστήματα ανήκαν εξ αδιαιρέτου κατά ½ μερίδιο στην Καθ΄ης η αίτηση και τον αδερφό της.»
Οι πρωτογενείς αιτήσεις υπέχουν θέση δικογράφου. Σύμφωνα με τον Καν.3(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990 (Αρ.2/1990) και τον προβλεπόμενο «Τύπο Ι», η αίτηση περιλαμβάνει «ΓΕΓΟΝΟΤΑ» που συνιστούν τους ισχυρισμούς του αιτητή. Αυτά, σε καμιά περίπτωση δεν εξομοιώνονται με ένορκη δήλωση.
Κατά πάγια νομολογία, η δικογραφία αποτελεί το αποκλειστικό μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και μόνο εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ενός γεγονότος μπορεί να γίνει δεκτή η μαρτυρία προς απόδειξη (Total Pack (Cyprus) Ltd v. Siva Plus Detergents Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.318/2012, ημερ.13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:A10 και Νεοφύτου κ.ά. ν. Γερακιώτη (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 25, 34-6). Επομένως, μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή (admissible) όταν δεν καλύπτεται από τη δικογραφία, αυτό όμως δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο ότι είναι και αναξιόπιστη.
Στην Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676, 689, αναφέρθηκε ότι: «Δεν διαπιστώνεται όμως καμία ουσιώδης παρέκκλιση μεταξύ δικογραφίας και μαρτυρίας, που είναι βέβαια επιτρεπτό από το Δικαστήριο να εντοπίζεται ως στοιχείο για την τυχόν αξιοπιστία του διαδίκου» και γίνεται επίκληση της Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153, 1158-59. Ό,τι είχε σε αυτή αναφερθεί ήταν ότι: «Έχουμε προσέξει ότι η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας και του δικογράφου του εφεσείοντα ήταν απλώς ένας από τους πολλούς λόγους που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας του. Επομένως δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο αξιολόγησης».
Στην Κ.Α. ν. Δ.Κ. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 527, 531, εξετάστηκε παρόμοιος ισχυρισμός και αναφέρθηκε ότι:
«Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, για το λόγο ότι αυτή «.... περιέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων ανάμεσα στην υπεράσπιση που καταχώρησε και στην προφορική της μαρτυρία.» Έδωσε, μάλιστα αριθμό τέτοιων αντιφάσεων.
Η αξιολόγηση αυτή, εισηγείται η εφεσείουσα, δεν είναι ορθή. Το γεγονός ότι αρνήθηκε, με την Υπεράσπισή της, ισχυρισμούς του εφεσίβλητου είναι μια δυνατότητα που παρέχεται δικονομικά και δεν μπορούσε να λειτουργήσει εναντίον της.
Δε συμφωνούμε με την εφεσείουσα και ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Οικογενειακό Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της. Με εκτεταμένη αιτιολογία, απέρριψε τη μαρτυρία της ως αναξιόπιστη, όχι μόνο λόγω των αντιφάσεων με τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης αλλά και λόγω αντιφάσεων μεταξύ των όσων είπε στην προφορική μαρτυρία της. Με μεγάλη λεπτομέρεια παρατίθενται στην απόφαση οι αντιφάσεις, στις οποίες περιέπεσε η εφεσείουσα και οι οποίες οδήγησαν το Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας της. Το γεγονός ότι παρέχεται δυνατότητα διαζευκτικών υπερασπίσεων στο δικόγραφο δε σημαίνει ότι εμποδίζεται το Δικαστήριο, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, να αναφερθεί και να αξιολογήσει μαρτυρία με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Υπεράσπιση.»
Εξαρτάται, δηλαδή, από τα γεγονότα που περιβάλουν τη σύνταξη του δικογράφου του διαδίκου κατά πόσο το περιεχόμενο του θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο κατά την κρίση της αξιοπιστίας του και δεν είναι επιτρεπτό μαρτυρία να κρίνεται αντιφατική και ο προσφέρων αυτή διάδικος ως μάρτυρας αναξιόπιστος, με έρεισμα μόνο την παρέκκλιση από τις δικογραφημένες του θέσεις.
Πολύ πρόσφατα στην Ορφανίδη ν. Vulcanescu, Έφ. Αρ. 19/2022, ημερ.20.10.2022, είχαμε υπενθυμίσει, με αναφορά στην Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1098, 1101, ότι δεν είναι επιτρεπτή η απόρριψη μαρτυρίας ως αναληθούς με αιτιολογία την ασυμφωνία της με δικογραφημένο ισχυρισμό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε πως ό,τι κατέγραψε ήταν ενδεικτικά παραδείγματα. Το λιγότερο που μπορούμε να εκλάβουμε είναι ότι κατέγραψε τις «αντιφάσεις» που έκρινε ως τις πλέον ουσιώδεις και που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στην κρίση του ως προς την αξιοπιστία του Εφεσείοντα. Καθίσταται επομένως πρόδηλο ότι η επιμέρους κρίση του επηρεάστηκε, ενδεχομένως και καταλυτικά, από τα σημεία που κατέγραψε. Διακρίνεται η παρούσα από τη Σοφοκλέους όπου η διάσταση σε σχέση με τη δικογραφία ήταν απλώς ένας από τους πολλούς λόγους που είχε δώσει το πρωτόδικο δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας και από τη Κ.Α. όπου υπήρχε εκτεταμένη αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας και λόγω αντιφάσεων στην ίδια την προφορική μαρτυρία που είχε δοθεί.
Καταλήγουμε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία του Εφεσείοντα είναι ανασφαλής δεδομένης της σημασίας που αποδόθηκε στη διάσταση μεταξύ της δικογραφίας και της μαρτυρίας του. Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει, με αναπόφευκτη συνέπεια τη διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Θεωρούμε ότι κάθε άλλο παρά παρεκκλίνουμε της αποστολής μας ως Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, εξ αφορμής να υπομνήσουμε, και χωρίς να υπονοούμε οτιδήποτε σε σχέση με το βάσιμο των διεκδικήσεων του Εφεσείοντα, ότι, όταν υπάρχουν παιδιά από το γάμο, διαμάχες όπως η επίδικη μπορούν να αποφεύγονται με διευθετήσεις ώστε η περιουσία να καταλήγει ή να γίνονται ρυθμίσεις ώστε να καταλήξει σε μεταγενέστερο χρόνο στα παιδιά, που είναι και η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων στην κυπριακή κοινωνία. Τέτοια διευθέτηση παραμένει ανοιχτή επιλογή για τους διαδίκους που, όπως είχε αναφερθεί, έχουν δύο ενήλικες θυγατέρες, την οποία και θα επικροτούσαμε.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η, κατά προτεραιότητα, εκδίκαση της υπόθεσης, εξ υπαρχής, από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Η πρωτόδικη απόφαση για έξοδα επίσης παραμερίζεται και τα έξοδα της θα είναι έξοδα στην πορεία κατά την επανεκδίκαση. Τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €2.000, πλέον το Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
[2] Ν.232/1991, Άρθρο14(2): «Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.»
[3] Ν.232/1991, Άρθρο14(3): «Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν: (α) από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία.»