ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A440
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. E153/2014
12 Οκτωβρίου 2022
(ΠΑΝΑΓΗ*, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές)
1. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/Εναγομένων
- και -
CYPRA LIMITED
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ/Ενάγουσας
----------------------------
Θ. Μαυρομουστάκη(κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Μ. Τσαγγάρη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες
Χ. Καραπατάκης για CH.S. Karapatakis LLC και Θ. Ανδρέου για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
--------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
-----------------------------
----------------------------------
*Στην ακρόαση της παρούσας έφεσης, συμμετείχε και η επ' αδεία αφυπηρετήσεως τέως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κα Περσεφόνη Παναγή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου, ο εφεσείων στην παρούσα έφεση, ιδρύθηκε το 1981, ως κρατική επιχείρηση κοινής ωφελείας. Δραστηριοποιείτο, από τότε, στον τομέα που υποδηλοί η ονομασία του, ήτοι ως σφαγείο. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, το Μάρτιο δε, του 2014, τέθηκε υπό εκκαθάριση. Τούτο, προδίδει και η συμπερίληψη του Επίσημου Παραλήπτη, ως εκκαθαριστή της περιουσίας του, στον τίτλο της έφεσης. Ο όρος δε, «εφεσείων» περιλαμβάνει, την ως άνω, διαμορφωθείσα κατάσταση πραγμάτων. Η εφεσίβλητη, από την άλλη, αποτελεί ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κατά τον ουσιώδη χρόνο δραστηριοποιείτο στον ίδιο, προαναφερθέντα, επιχειρηματικό τομέα. Επομένως, οι δύο, εν λόγω, επιχειρήσεις ήταν ανταγωνίστριες, μεταξύ τους. Ο εφεσείων, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, φέρεται να τύγχανε της ευνοϊκής μεταχείρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας (η Δημοκρατία). Τούτο, κατ' ισχυρισμό, συνέβαινε με την παραχώρηση προς αυτόν κρατικών ενισχύσεων, κατά παράβαση των, σχετικών, αρχών του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύεται, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, από τις αρχές που προβλέπονται στα Άρθρα 107, 108 και 109 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ( η ΣΛΕΕ). Το άρθρο 107.1, ειδικά, προβλέπει ότι:
«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (η Επιτροπή), ως εκ της θέσης της, διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, στον υπό αναφορά τομέα. Σύμφωνα με το Άρθρο 108.1, της ΣΛΕΕ, αυτή «.σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, προβλέπεται ότι:
«Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 107, κινεί αμελητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»
Η τελευταία πιο πάνω πρόνοια, αναφέρεται στην «υποχρέωση αναστολής» κράτους μέλους, να προβεί στην εφαρμογή μέτρων κρατικής ενίσχυσης, όταν δεν έχει την έγκριση, προς τούτο της Επιτροπής. Aναφορά στην πιο πάνω αρχή και στην εφαρμογή της, γίνεται στην Ανακοίνωση, την οποία η Επιτροπή εξέδωσε, «. σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας, περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (2009/C 85/01)», και περιλαμβάνει αναφορές, σε σχετικές, αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 14, με παραπομπή στο παλαιό Άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αντίστοιχο του νέου Άρθρου 108 παράγραφος 3, της ΣΛΕΕ, «. τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόσουν μέτρα κρατικών ενισχύσεων χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής (υποχρέωση αναστολής:)». Προηγουμένως, στην παράγραφο 5 της Ανακοίνωσης, αναφέρεται ότι η Επιτροπή θεωρεί πως τα εθνικά δικαστήρια, «. μπορούν να είναι εξαιρετικά επωφελείς για την πολιτική των κρατικών ενισχύσεων.» Συμπληρώνεται δε, στην ίδια παράγραφο, με την υπόδειξη ότι «Η διαδικασία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δίνει σε τρίτους τη δυνατότητα να θέσουν και να επιλύσουν πολλά προβλήματα που άπτονται των κρατικών ενισχύσεων απευθείας σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), τα εθνικά δικαστήρια προσφέρουν στους ενάγοντες πολύ αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας σε περίπτωση παράβασης των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της γενικότερης πειθαρχίας σε θέματα κρατικών ενισχύσεων.». Καθιερώθηκε, έτσι, ως απολύτως απαραίτητη, η συμμετοχή των εθνικών δικαστηρίων στην εφαρμογή των αρχών που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, και δη σε σχέση με τη διαπίστωση της νομιμότητας τους, τη διασφάλιση της συμβατότητας τους στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς και την παροχή θεραπείας σε τυχόν επηρεαζόμενους τρίτους.
Η εφεσίβλητη, λοιπόν, θεωρώντας ότι η Δημοκρατία παραβίασε τις αρχές, ανωτέρω, που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, προέβηκε σε, σχετική, καταγγελία στην Επιτροπή. Η εν λόγω καταγγελία, ουσιαστικά, αφορούσε σε, κατ' ισχυρισμό, ανοχή της Δημοκρατίας, διά της εσκεμμένης παράλειψης της να εισπράξει από τον εφεσείοντα οφειλές προς αυτήν, συμπεριφορά συνιστώσα παροχή κρατικών ενισχύσεων, προς όφελος του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, κατήγγειλε τη Δημοκρατία ότι, μεταξύ άλλων, παρέλειπε να προβαίνει στην είσπραξη οφειλών του εφεσείοντος στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων και στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς, επίσης, στην είσπραξη δόσεων δανείου που του είχε παραχωρηθεί από δανειστικούς επιτρόπους και τελών σφαγής, όπως και άλλων, συναφών τελών, οφειλομένων στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Είναι η θέση, περαιτέρω, της εφεσίβλητης, ότι η εν λόγω ανοχή της Δημοκρατίας, προς όφελος του εφεσείοντα, οδήγησε στη νόθευση του ανταγωνισμού, στη συγκεκριμένη αγορά.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί και οι, συνακόλουθες, εισηγήσεις της εφεσίβλητης, όπως γίνεται αντιληπτό λαμβάνουν, ειδικά, υπόψη τα αναφερόμενα στην παράγραφο 10 της Ανακοίνωσης, ότι σύμφωνα με απόφαση του ΔΕΕ, «τα εθνικά δικαστήρια, όπως και η Επιτροπή, έχουν αρμοδιότητα να ερμηνεύουν την έννοια της κρατικής ενίσχυσης.». Η εφεσίβλητη, λοιπόν, θεωρώντας τον εαυτό της θιγμένο, από την πιο πάνω συμπεριφορά του εφεσειόντα, επιπρόσθετα, κίνησε εναντίον του και της Δημοκρατίας, ως εναγομένων 1 και 2, αντίστοιχα, την αγωγή αρ. 5141/2013 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, (το Δικαστήριο), προβάλλουσα, ως κύρια θεραπεία, εναντίον και των δύο, αλληλέγγυα και ξεχωριστά, απαίτηση για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Κατά τον ίδιο χρόνο, καταχώρισε, εναντίον του εφεσείοντα, μονομερή αίτηση, δυνάμει του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960). Στο πλαίσιο αυτής, αξίωνε, μεταξύ άλλων, από το Δικαστήριο, την έκδοση παρεμπίπτοντος προσωρινού διατάγματος, το οποίο να εμπόδιζε τον εφεσείοντα, να προβεί στην αποξένωση ή στην επιβάρυνση, με οποιοδήποτε τρόπο της ακίνητης περιουσίας του.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος εξεδίκασε την αίτηση, inter partes, εξέδωσε το εν λόγω απαγορευτικό διάταγμα. Η ορθότητα της απόφασης του, σχετικά, προσβάλλεται από τον εφεσείοντα, με το μοναδικό λόγο που παρατίθεται στην υπό εξέταση έφεση. Συγκεκριμένα, μέσω αυτού, εισηγείται ότι η απόφαση, σχετικά, του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, καθότι «εγένετο χωρίς να πληρούνται τα υπό του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 κριτήρια και χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν το άρθρον 18 του περί Σφαγείων Νόμου 26(Ι)/2003, το οποίον απαγορεύει την αναγκαστικήν εκποίησιν οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου περιουσίας που ανήκει εις τους Εναγόμενους 2», (τον εφεσείοντα). Όπως προκύπτει από την αιτιολογία που ακολουθεί, ως μοναδικό θέμα, αναφορικά με την ορθότητα της εφαρμογής του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, προβάλλεται η θέση, πως η εφεσίβλητη δεν κατέδειξε την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εφεσείοντα, ως αποδέκτη των, κατ' ισχυρισμών, παράνομων κρατικών ενισχύσεων με τις οποίες ωφελήθηκε, συνεπεία της ανοχής της Δημοκρατίας. Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εφεσείοντος και ως εκ της πρόνοιας στο άρθρο 18 του περί Σφαγείων Νόμου του 2003 (Ν.26(Ι)/2003). Τούτο, προβλέπει ότι, «Η κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία του Συμβουλίου δεν υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση, κατάσχεση ή άλλη παρόμοια διαδικασία κατόπιν αγωγής κατά του Συμβουλίου ή της ιδιοκτησίας του,.».
Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της απόφασης του, υπέδειξε ότι η απαίτηση της εφεσίβλητης πρέπει να ιδωθεί υπό το φως της θεραπείας, που αυτή αξιώνει, για αποζημιώσεις. Οι λοιπές θεραπείες, διακηρυκτικής φύσεως, τις οποίες αυτή, επίσης, αξιώνει, όπως ορθά υπέδειξε, αφορούν σε ουσιαστικές πτυχές της υπόθεσης που θα αποφασιστούν κατά τη δίκη. Η διαπίστωση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου, δεν εφεσιβλήθηκε. Είναι η θέση της εφεσίβλητης, ότι η κρίση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου είναι ορθή. Ο εφεσείων, αντιθέτως, εισηγείται πως, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, δεν αναγνωρίζεται αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις, εναντίον αποδέκτη κρατικών ενισχύσεων, όπως φέρεται να ήταν ο ίδιος. Τέτοια απαίτηση, εισηγείται, έπρεπε να είχε στραφεί, αποκλειστικά, εναντίον της Δημοκρατίας. Υπενθυμίζεται, πως η συγκεκριμένη απαίτηση της εφεσίβλητης, για αποζημιώσεις, στρέφεται εναντίον και των δύο εναγομένων στην αγωγή, αλληλέγγυα και ξεχωριστά.
Το θέμα, επομένως, που πρέπει, κυρίως, να απασχολήσει, υπό το φως του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, είναι κατά πόσο, στο πλαίσιο της δια κλήσεως αίτησης, για την έκδοση του υπό αναφορά παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, η εφεσίβλητη κατέδειξε να έχει, εναντίον του εφεσείοντος, δικαίωμα αγωγής για αποζημίωση. Η πιο πάνω προϋπόθεση, τίθεται με την επιφύλαξη στο άρθρο 32(1) του Ν.14/1960, όπου αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα δεν εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθεί ότι υπάρχει "σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν", κατά την δίκη. Η φράση αυτή, έχει ερμηνευθεί ότι αναφέρεται σε «disclosure of an arguable case on the strength of the pleadings", (αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων), (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, σελίδα 569). Βασικά, η εν λόγω προϋπόθεση, αφορά στην ανάγκη ύπαρξης απαίτησης, η οποία να είναι δυνατό, κατά το δίκαιο, να αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου. Στην προαναφερθείσα επιφύλαξη, υπάρχουν ακόμα δύο προϋποθέσεις, που πρέπει, επίσης, να ικανοποιηθούν, προκειμένου το εκδίδον δικαστήριο να δύναται να προχωρήσει στην εξέταση της βασικής αρχής, που προβλέπεται στο άρθρο 32(1), ήτοι κατά πόσο είναι «δίκαιο ή πρόσφορο» να προβεί στην έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, όπως το υπό αναφορά. Η γενικότητα, όμως, με την οποία ο λόγος έφεσης είναι διατυπωμένος και η έλλειψη παράθεσης, στη συνέχεια, αιτιολογίας σε σχέση με τις εν λόγω προϋποθέσεις, ουσιαστικά, καθιστά αδύνατη την εξέταση τους. Επομένως, η εξέταση της έφεσης περιορίζεται στα θέματα που σχετίζονται με την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1), όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί, προηγουμένως.
Το Δικαστήριο, στην απόφαση του, ενώ αναγνώρισε ότι με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν υφίσταται, κατά κανόνα, αγώγιμο δικαίωμα εναντίον αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης, εντούτοις, όπως, επίσης, ανέφερε, «τέτοιο δικαίωμα μπορεί να θεμελιωθεί επί των αρχών του εθνικού δικαίου περί αδικοπραξιών.». Συμπλήρωσε, δε με την παρατήρηση ότι:
«Έτσι, είναι δυνατό, στο βαθμό που θα στοιχειοθετηθεί εμπλοκή του αποδέκτη με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δίκαιο να του αποδοθεί εν τέλει, κατά το εθνικό δίκαιο, ευθύνη για τη ζημιά ή την απώλεια που θα αποδειχθεί ότι προκάλεσε η παράνομη πράξη, να υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του. Το κυπριακό δίκαιο παρέχει τέτοια δυνατότητα. Άλλωστε πάντοτε μπορεί να διευρυνθεί η έννοια του αστικού αδικήματος ώστε να καλύψει νέες μορφές, όπως επιβάλλουν οι ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Ιδιαίτερα, ενόψει της υποχρέωσης εκ του ευρωπαϊκού δικαίου για αποτελεσματική προστασία των πολιτών που επηρεάζονται δυσμενώς από τις στρεβλώσεις της αγοράς.».
Το Δικαστήριο, διατυπώνοντας την κρίση του ανωτέρω, προφανώς, είχε κατά νου την αναφορά στην παράγραφο 53 της Ανακοίνωσης, ότι «. σε ορισμένες περιστάσεις ο ενάγων ενδέχεται να προτιμά να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης απευθείας κατά του αποδέκτη.», καθώς, επίσης, την επισήμανση στην παράγραφο 55 ότι «. το ΔΕΚ (τώρα ΔΕΕ), κάνει ειδική μνεία στη δυνατότητα των δυνητικών εναγόντων να βασιστούν στους κανόνες του εθνικού δικαίου περί εξωσυμβατικής ευθύνης», με ειδική αναφορά στην υπόθεση C-39/1004, SFEI, που είχε αποφασίσει επί τούτου.
Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, ο εφεσείων, αποδεχόμενος το όφελος της, κατ΄ ισχυρισμό, ανοχής που επέδειξε υπέρ του η Δημοκρατία, αυτής συνιστώσας, πιθανόν, παράβαση της αρχής που προβλέπεται στο Άρθρο 108.3, δηλαδή, της «υποχρέωσης αναστολής», συνέβαλε στην πρόκληση της. Βέβαια, η πιο πάνω παράβαση, φέρεται να σημειώθηκε, πρωτίστως, από τη Δημοκρατία, ως εκ της προαναφερθείσας ανοχής της, όμως, ο εφεσείων, εκ προθέσεως, φέρεται να αποδέχθηκε το όφελος από αυτή. Κατά το κοινοδίκαιο, η Δημοκρατία και ο εφεσείων προέβηκαν στην παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος (breach of statutory duty), άμεσα εφαρμοστέου κανόνα του κοινοτικού δικαίου, (βλ. Garden Cottage Foods ν. Milk Marketing Board (1983) 2 All E.R. 770 (HL)). Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω παράβαση, δε θα μπορούσε να είχε συντελεστεί και να λάβει ολοκληρωμένη μορφή, χωρίς τη συμμετοχή και των δύο, εν λόγω, παραβατών της προαναφερθείσας αρχής. Στη βάση αυτή, λοιπόν, η Δημοκρατία και ο εφεσείων, δυνατό να χαρακτηριστούν ως συναυτουργοί, (joint tortfeasors), όσον αφορά την παράβαση της προαναφερθείσας αρχής του κοινοτικού δικαίου, (βλ. Football Dataco Ltd v. Sportradar GmbH, 2010 WL 4602332(2010), [2010] EWHC 2911 (Ch)). Οι παρατηρήσεις, ανωτέρω, οδηγούν στην κατάληξη, ότι για σκοπούς της υπό εξέτασης ενδιάμεσης διαδικασίας, η εφεσίβλητη κατέδειξε ότι έχει δικαίωμα αγωγής για αποζημίωση, κατά του εφεσείοντος, «επί των αρχών του εθνικού δικαίου περί αδικοπραξιών» ως η διαπίστωση, σχετικά, του Δικαστηρίου.
Ένα τελευταίο θέμα, αφορά στη σχετικότητα του άρθρου 18 του Ν.26(Ι)/2003 με τα προλεχθέντα. Κατ' αρχάς, υπενθυμίζεται, ότι η αρχή που αναφέρεται στην «υποχρέωση αναστολής», προβλέπεται στο Άρθρο 108.3 της ΣΛΕΕ και αποτελεί μέρος του κοινοτικού δικαίου. Με βάση δε και το Άρθρο 1Α[1] του Συντάγματος, αυτή υπερέχει του εθνικού δικαίου, (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012). Ως εκ τούτου το άρθρο 18 του Ν.26(Ι)/2003), δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500 συν Φ.Π.Α.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/γκ
[1] Άρθρον 1Α Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.