ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Χρ. Πουργουρίδης, για την εφεσείουσα 2 Κ. Καλυφόμματος, για την εφεσείουσα 3 Μ. Παπαμιχαήλ με Ελ. Γεωργίου (κα), για τους εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-10-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΚΕΛΛΑ κ.α. v. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟY ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Γ.Ο.Χ κ.α., Πολιτική έφεση αρ. 9/16, 12/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A428

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Πολιτική έφεση αρ. 9/16)

                                               

12 Οκτωβρίου, 2022

 

(ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.)

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.          ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΚΕΛΛΑ (κατά κόσμο Μαρία Ιωάννου)

2.          ΜΟΝΑΧΗ ΠΡΟΚΟΠΙΑ (κατά κόσμο Χρυστάλλα Σάββα

Κυριάκου)

3.            ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΛΛΙΣΤΗ (κατά κόσμο Βασιλική

Κουτσονικόλα)

4.            ΜΟΝΑΧΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗ (κατά κόσμο Χριστίνα Βωνιάτη)

 

Eφεσείουσες,

 

ν.

 

1. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟY ΣΤΑΥΡΟΥ (κατά κόσμο

    Μιχαλάκης Σταύρου) ΠΟΥ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΩΣ

    ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

    Γ.Ο.Χ

2. ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Φλωρεντία

    Σταυρίδη)

3. ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Ευριδίκης Σταύρου)

4. ΑΓΑΘΟΝΙΚΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Σοφίας Σταύρου)

5. ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Παναγιώτας Σταύρου)

6. ΜΑΡΘΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Αικατερίνης Ονησιφόρου)

7. ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Αικατερίνης

    Σταυρίδου)

8. ΕΠΙΦΑΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Άννας Σταυρίδου)

9. ΣΟΦΡΩΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Μαργαρίτας

    Χαραλάμπους)

10. ΣΕΒΑΣΤΙΑΝHΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Αναστασίας

   Αγαθοκλέους)

11. ΛΑΜΠΑΔΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Λαμπριανής

      Χαραλάμπους)

12. ΜΑΡΙΑΜ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Άννας Χαραλάμπους)

13. ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Ευριδίκης Σταυρίδου)

14. ΜΕΘΟΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Μαρίας Παναγή)

15. ΑΓΑΘΗΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Αικατερίνης

      Κωνσταντίνου)

16. ΑΡΧΑΓΓΕΛΙΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο

      Ευφροσύνης Παναγή)

17. ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο

      Αικατερίνης Λοϊζου)

18. ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Ανδριανής

      Δημητρίου)

19. ΔΩΡΟΘΕΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Μαρίας

      Χαραλάμπους)

20. ΑΓΓΕΛΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Αγγέλας

      Χαραλάμπους)

21.ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Σταυρούλας

     Θεοδοσίου)

22. ΕΠIΦΑΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Ιωάννας Ανδρέου)

23. ΑΝΝΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Άννας Λαού)

24. ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Θέκλας Παναγή)

25. ΜΑΡΙΝΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Βασιλικής Κούννα)

26. ΑΒΕΡΚΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (κατά κόσμο Αμαλίας Ζήνωνος)

 

Εφεσιβλήτων.

 

........

 

Χρ. Πουργουρίδης, για την εφεσείουσα 2

Κ. Καλυφόμματος, για την εφεσείουσα 3

Μ. Παπαμιχαήλ με Ελ. Γεωργίου (κα), για τους εφεσίβλητους

 

......

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

.......

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Κύριο ζήτημα που αναφύεται στην κρινόμενη έφεση όσο και την υπ' αρ. 143/20, αποτελεί η νομιμότητα και εγκυρότητα της εκλογής του εφεσίβλητου 1 Σεβαστιανού Σταύρου, ως Μητροπολίτη Κιτίου από την Ιερά Σύνοδο των Γνήσιων Ορθοδόξων Χριστιανών (Γ.Ο.Χ. Ελλάδος) καθόσον η απάντηση σε τούτο το ερώτημα, είναι αποφασιστικής σημασίας για το ισχυριζόμενο δικαίωμα του επί της περιουσίας των εκκλησιών και Ιερών Μονών των Γνήσιων Ορθοδόξων Χριστιανών (Γ.Ο.Χ.) Κύπρου.

 

Όλοι οι συνήγοροι αποδέχθηκαν πως εάν κριθεί πως νόμιμα ο εφεσίβλητος 1 κατέχει το αξίωμα του, τότε το ζήτημα καθίσταται λυθέν.

 

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τους συνηγόρους των εφεσειόντων πως η υπόθεση δεν επηρεάζει απλά τους διαδίκους προσωπικά, αλλά επεκτείνεται σε μερικές χιλιάδες ανθρώπων ανά το παγκύπριο οι οποίοι ανήκουν στην εκκλησία των Γ.Ο.Χ και ακολουθούν, εκκλησιάζονται και ασκούν τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά τους καθήκοντα όπως επίσης και κάποιες από τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις σύμφωνα με τις πατρώες παραδόσεις.

 

Στην κρινόμενη πρωτόδικη διαδικασία, αντικείμενο εξέτασης και κύριο επίδικο θέμα, αποτέλεσε η κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση του εφεσίβλητου 1 επί της ακίνητης περιουσίας της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της οποίας Ηγουμένη ήταν η εφεσείουσα 1 και την απομάκρυνση αυτής και των υπόλοιπων εφεσειουσών οι οποίες ήσαν μέλη της Μοναστικής αδελφότητας της Μονής και την εγκατάσταση σε αυτήν των εφεσιβλήτων υπ΄αρ. 2-10.

 

Η εφεσείουσα 1 προσήλθε στη Μονή σε ηλικία 18 ετών το 1947, η εφεσείουσα 3 το 1950, η εφεσείουσα 2 στις 16/12/67 σε ηλικία 23 ετών και η εφεσείουσα 4 στις 30/3/92 σε ηλικία 73 ετών και έκτοτε μέχρι της απομάκρυνσης τους, εγκαταβιούσαν στη Μονή ως μεγαλόσχημες μοναχές.

 

Ο εφεσίβλητος 1, Σεβαστιανός, χειροτονήθηκε από τον μ. Επιφάνιο ως διάκονος το 1995 και ιερέας το 1996.  Στις 26/12/1996 εκάρη ως μοναχός και χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης των ΓΟΧ.  Μετά τον Επιφάνιο, ο οποίος ήταν ο μοναδικός Επίσκοπος των ΓΟΧ, ήταν ο δεύτερος τη τάξει, στην ιεραρχία.

 

Χρήσιμο θεωρούμε να παραθέσουμε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα γύρω από την αναφερθείσα εκκλησία των Γ.Ο.Χ.

 

Το 1924 η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου υιοθέτησε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, το λεγόμενο νέο ημερολόγιο, το οποίο όμως, μια μερίδα Χριστιανών, κλήρου και λαού, δεν αποδέκτηκε και διατήρησε το Ιουλιανό (παλαιό) ημερολόγιο.  Η μερίδα αυτή αυτοαποκαλείτο, «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (στο εξής Γ.Ο.Χ), και απέκτησε δικό της Καταστατικό Χάρτη το 1961 ο οποίος υπόκειται στους ιερούς Κανόνες και Παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 

Το 1948 η Εκκλησία των ΓΟΧ Κύπρου απέκτησε Επίσκοπο ο οποίος χειροτονήθηκε από την αντίστοιχη εκκλησία ΓΟΧ Ελλάδος.  Συγκεκριμένα η Εκκλησία ΓΟΧ Ελλάδος,  εξέλεξε και χειροτόνησε τον Ελλαδίτη κληρικό Σπυρίδωνα, ως Επίσκοπο Τριμυθούντος, ο οποίος εξορίστηκε από τους Άγγλους λίγους μήνες αργότερα.

 

Η εκκλησία ΓΟΧ Κύπρου παρέμεινε ακέφαλη μέχρι το 1956 όπου χειροτονήθηκε ο Επιφάνιος ως Μητροπολίτης Κιτίου και Έξαρχος πάσης Κύπρου (βλ. Τεκμ. 77 (12)].  Και οι δύο ως άνω Επίσκοποι είχαν χειροτονηθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος, ΙΣΕΓΕ και ΕΓΕ,  με την οποία η εκκλησία των ΓΟΧ Κύπρου είχε ανέκαθεν πνευματική κοινωνία και συνεργασία.  Στην περίπτωση του Επιφάνιου είχε προηγηθεί εκλογή ενώ στην περίπτωση του Σπυρίδωνα όχι. 

 

Η εκκλησία των ΓΟΧ Κύπρου δεν απολαμβάνει σύμφωνα με τα Άρθρα 110 και 111 του Συντάγματος των συνταγματικών προνομίων των πέντε μεγαλύτερων θρησκευμάτων της Κύπρου ήτοι της Ορθόδοξης, της Μουσουλμανικής, τη Μαρωνίτικης, της Αρμενικής και της Ρωμαιοκαθολικής θρησκείας.  Τυγχάνει όμως, της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας που καθιερώνεται με το Άρθρο 18 του Συντάγματος και το Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεων διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 (Ν. 39/1962).

 

Με την πάροδο του χρόνου, η πολιτεία διά του περί Γάμου των προσώπων που πρεσβεύουν το Ιουλιανό Ημερολόγιο Νόμου του 1994 (Ν. 60(I)/1994) αναγνώρισε την Εκκλησία ΓΟΧ Κύπρου (ΕΓΚ) ως θρησκευτική ομάδα.

 

Περαιτέρω η ΕΓΚ εμπίπτει στην έννοια του όρου «θρησκευτικός Οργανισμός» του Άρθρου 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 και μπορεί να αποκτά ακίνητη περιουσία.  Διά των εγκυκλίων επιστολών του Επαρχιακού Κτηματολογίου, Τεκμ. 49, ημερ. 29/4/99 και 16/10/02 καθορίζεται και ρυθμίζεται ο τρόπος απόκτησης ακίνητης περιουσίας.    Οι θρησκευτικοί οργανισμοί, συγκροτούνται είτε διά Νόμου είτε ως εθελούσιες ενώσεις προσώπων, είτε με συνδυασμό των δύο (Halsbury's Law of England, τόμος 13ος, 3η έκδοση, σελ.  27, παρ. 39 "formation of church").  Κάθε θρησκευτική κοινότητα η οποία δεν ιδρύθηκε με Νόμο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αντιμετωπίζεται, ως εθελούσια ένωση (voluntary association) (δέστε Mohinder Sing Khaira and others v. Daljit Singh Shergill and Others (2014) UKSC 33 στην οποίαν παρέπεμψε ο συνήγορος των εφεσειουσών).  Αναφέρεται εκεί πως, «The law treats unincorporated religious communities as voluntary associations».

 

Συνεπώς, η εκκλησία των ΓΟΧ συγκεντρώνει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του θρησκευτικού οργανισμού και εθελούσιας ένωσης προσώπων, έτσι ώστε η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου (λόγος έφεσης 7) ότι «Ενώ λοιπόν η ΕΓΚ έχει τα στοιχεία εθελούσιας ένωσης προσώπων - έχει και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ... έτσι που η περιγραφή της ως εθελούσια ένωση προσώπων να είναι τόσο ανεπαρκής ώστε να θεωρείται και ατυχής.» δεν είναι ορθή.

 

Σημαντικά είναι τα γεγονότα που ακολούθησαν του θανάτου του Επιφανίου.  Ο εν λόγω Επίσκοπος ήταν και ο ιδρυτής της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως.  Όπως ανωτέρω σημειώθηκε, η Μονή ήταν ιδιοκτήτρια, μεταξύ άλλων, των ακινήτων με αρ. τεμ. 154 του χωριού Τρούλλοι Λάρνακας και τεμ. 272 του χωριού Αβδελλερό Λάρνακας, επί των οποίων είχαν ανεγερθεί ναοί και διάφορα άλλα κτίρια.  Την ιδέα και πρωτοβουλία για την ίδρυση της Μονής η οποία συστάθηκε τη δεκαετία του 1940, είχε ο Μητροπολίτης Κιτίου Επιφάνιος, όταν ήταν ακόμη μοναχός και τα χρήματα και έσοδα για ανέγερση της Μονής προήλθαν από δωρεές πιστών, μελών του πληρώματος της ΓΟΧ και προσωπική εργασία.

 

Ο Επιφάνιος προερχόταν από φτωχή πολυμελή οικογένεια και ως μοναχός ήταν ακτήμονας.  Κάποια κτήματα τα οποία προσφέρθηκαν για τους σκοπούς ίδρυσης και λειτουργίας της Μονής ενεγράφησαν στο μητρώο του Κτηματολογίου επ' ονόματι του, επειδή κατά τους χρόνους εκείνους δεν υπήρχε αναγνωρισμένη ούτε ήταν συγκροτημένη η εκκλησία των ΓΟΧ η οποία να διαθέτει Μητροπολίτη, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του οποίου καμιά μονή ή άλλος θρησκευτικός οργανισμός δεν μπορεί να εγγράψει ή να διαθέσει ακίνητη ιδιοκτησία.

 

Η εφεσείουσα 1 προχειρίσθηκε ως ηγουμένη της Μονής την 6/8/1961 από τον Επιφάνιο, ο οποίος υπέγραψε το «χειροτονητήριον» τεκμ. 66, με το δικαίωμα να διευθύνει «ακωλύτως» τα της Μονής.  Ουδέποτε, όπως είναι αποδεκτόν, παύθηκε από τα καθήκοντα της.

 

Οι εφεσείουσες δεν αποδέχονταν τον εφεσίβλητο 1 να εισέρχεται και να λειτουργεί στη Μονή διότι ήταν άγαμος και νεαρός άνδρας.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης και όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά το θάνατο του Επιφανίου «ο Εναγόμενος 1 Κατά παράβαση ρητής πρόνοιας του Καταστατικού Χάρτη της εν λόγω εκκλησίας αποτάθηκε σε μια από τις διάφορες Ιερές Συνόδους που υπάρχουν μεταξύ των Παλιοημερολογιτών της Ελλάδας, η οποία και τον χειροτόνησε σε Επίσκοπο για την Εκκλησία των ΓΟΧ της Κύπρου χωρίς να έχει προηγηθεί εκλογή Μητροπολίτη ο οποίος και να μεριμνήσει για την εκλογή επισκόπου,  όπως ρητά προνοεί ο Καταστατικός Χάρτης.  Πρόσθετα δεν έγινε ψηφοφορία για την εκλογή επισκόπου όπως και πάλιν ρητά προνοεί ο Καταστατικός Χάρτης.» (παρ.15 (α) της Εκθεσης Απαίτησης). 

 

  Περαιτέρω, «καταλογίζεται στον Εναγόμενο 1 πως παρότρυνε τις Εναγόμενες 2 έως 10 να εισέλθουν και να καταλάβουν διά της βίας τη Μονή, ενώ στη συνέχεια εισήλθαν και έκτοτε επεμβαίνουν παράνομα στη Μονή και οι Εναγόμενες 11 έως 20. Οι Εναγόμενες 2 έως 20 είναι μοναχές που, κατά τις Ενάγουσες, δεν ανήκουν στην αδελφότητα της Μονής και οι πιο πάνω ενέργειες τους έγιναν χωρίς την έγκριση της Ενάγουσας 1. Δεν δικογραφείται ο χρόνος των ισχυριζόμενων επεμβάσεων, όμως, για μεν την πρώτη καταχωρίστηκε την 27.12.2006  η αγωγή αρ. 3395/2006 Ε.Δ. Λάρνακας, και συνεπώς η ισχυριζόμενη επέμβαση είχε προηγηθεί, η δε δεύτερη αναφέρεται ότι έγινε μετά την έναρξη της δίκης στην υπόθεση εκείνη. 

 

  Οι Εναγόμενες 21 - 26 είναι μοναχές που ανήκουν στην αδελφότητα της Μονής.  Για τις Εναγόμενες 21, 22 και 23 αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης ότι λόγω γήρατος και άλλων προβλημάτων δεν έχουν πλήρη επίγνωση των πράξεων τους, αναφέρεται όμως ότι έχουν ακολουθήσει τον Εναγόμενο 1 στη σχισματική του εκκλησία.  Για τις Εναγόμενες 24, 25 και 26 αναφέρεται πως δεν φαίνεται να ακολουθούν τον Εναγόμενο 1 αλλά έχουν καταστεί Εναγόμενες αφού παραμένουν στα κτίρια της Μονής ώστε να διευκρινιστεί η θέση τους.

 

   Είναι η θέση των Εναγουσών, η οποία έγινε δεκτή με εύρημα του Δικαστηρίου ότι η διαβίωση των Εναγουσών κατέστηκε δυσβάστακτη με αποτέλεσμα οι Ενάγουσες 1 και 2 να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τη Μονή, ενώ η Ενάγουσα 3 εκδιώχθηκε από τη Μονή παράνομα με απόφαση του Εναγόμενου 1 και της Ιεράς Συνόδου που ο ίδιος συγκάλεσε».

 

  Αδιαμφισβήτητο παρέμεινε το εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο αποδέκτηκε τη μαρτυρία των εφεσειουσών 2 και 3, πως οι εφεσίβλητες 2-10 τους απαγόρευαν να έχουν επικοινωνία μεταξύ τους, με τους δικηγόρους και τους συγγενείς τους και τους αφαίρεσαν και τα κινητά τους τηλέφωνα.

 

  Τον Ιανουάριο του 2011 ο Εφεσίβλητος 1 χειροθέτησε σε Ηγουμένη της Μονής την Εφεσίβλητη 11, κατά τις εφεσείουσες, παράνομα.  

 

Οι εφεσείουσες όπως και άλλοι ιερείς, δεν αποδέκτηκαν τον διορισμό του εφεσίβλητου 1 ως Επισκόπου, και αργότερα Μητροπολίτου, για το λόγο ότι έπρεπε αυτός να γίνει σύμφωνα με τα επικρατούντα ήθη και Κανόνες, ήτοι διά εκλογής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειουσών κρίνοντας επί μέρους ζητήματα όπως ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε διοριστεί τοποτηρητής και υπεύθυνος για τα ζητήματα της Μονής από τον Επιφάνιο, τον οποίον αποδέχτηκε ότι ήταν ο κτήτορας της Μονής και πως η εκλογή του εφεσίβλητου 1 ως Μητροπολίτη ήταν έγκυρη.  Συνεπώς η όποια παρέμβαση του επί της Μονής και των ακινήτων αυτής, δεν συνιστούσε παράνομη επέμβαση.

 

Με είκοσι τρεις συνολικά λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, οι οποίοι μπορούν να ομαδοποιηθούν ανάλογα με το ζήτημα στο οποίο αναφέρονται.  Αρκετοί λόγοι συμπλέκονται με άλλους, όπως το ζήτημα της εγκύρου εκλογής του εφεσίβλητου 1 με τους λόγους της ορθότητας της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ιδίως του εμπειρογνώμονα Κονιδάρη (Μ.Υ.1) γι' αυτό εξετάζονται χωρίς αναφορά σε ένα έκαστον από αυτούς.

 

Συγκεκριμένα οι λόγοι έφεσης 3, 4, 8 και 15 πλήττουν ως λανθασμένο το εύρημα για το κτητορικό δικαίωμα.  Οι λόγοι έφεσης 9, 10, 11, 12, 16, 18 και 20 καταπιάνονται με την εγκυρότητα της εκλογής του εφεσίβλητου 1 ως Επισκόπου και οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5, 6, 7, 17, 20, 22 ασχολούνται με τις νομικές αρχές του σχίσματος.  Όλοι όμως συμπλέκονται και με τους λόγους έφεσης 13, 14, 17 και 21 αναφορικά με την γενόμενη αξιολόγηση μερικών μαρτύρων που αναφέρθηκαν στα δικαιώματα αυτά όπως των Μ.Υ.1 και Μ.Ε.4.

 

Eίχε εγερθεί εκ μέρους της υπεράσπισης του εφεσίβλητου 1 πως είχε δικαίωμα να εξουσιοδοτήσει την κατάληψη της Μονής και των κτιρίων επειδή «κτήτορας της Μονής» ήταν ο μ. Μητροπολίτης Επιφάνιος και υπό αυτή του την ιδιότητα τον διόρισε τοποτηρητή και γενικό υπεύθυνο της Μονής.

 

Ως εκ τούτου, μετά το θάνατο του Επιφανίου η διοίκηση και διαχείριση της Μονής περιήλθαν στη δική του ευθύνη και αρμοδιότητα.

 

Η αντίθετη άποψη των εφεσειουσών είναι πως ο Επιφάνιος δεν ήταν κτήτορας της Μονής καθόσον ουδέποτε είχε προσωπική του περιουσία την οποίαν να διαθέσει για το κτίσιμο της Μονής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο κυρίως στο τεκμήριο 61 το οποίο αποτελεί τον εσωτερικό κανονισμό της Μονής το οποίο όπως αναφέρει είναι διάσπαρτο από αναφορές για τον μ. Επιφάνιο σε ιδρυτή και κτήτορα, έκρινε ότι όντως ήταν ο κτήτορας της Μονής.

 

Αναφορά έκανε επίσης στη Γνωμοδότηση του κ. Κονιδάρη (Μ.Υ.1) καθηγητή νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο το Εκκλησιαστικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον οποίον αποδέχθηκε ως εμπειρογνώμονα.

 

Στη γνωμοδότηση του (τεκμ. 71) ο Μ.Υ.1 απάντησε σε τρία ερωτήματα τα οποία του τέθηκαν από τους εφεσίβλητους.  Για το εξεταζόμενο ζήτημα καταγράφονται οι απαντήσεις του στα πρώτα δύο ερωτήματα:

 

1.  Ποία είναι από νομοκανονική άποψη η θέση και ιδιότητα του Αρχιμανδρίτη π.Σεβαστιανού Σταύρου της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Κύπρου όσον αφορά το μοναστηριακό συγκρότημα της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μετά των μετοχίων αυτής και του Ι. Ησυχαστηρίου της Ζωοδόχου Πηγής Αβδελλερού Λάρνακος;»

 

 «Ο Αρχιμανδρίτης π.Σεβαστιανός Σταύρου είναι ο διάδοχος του κτήτορος του μοναστηριακού συγκροτήματος της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μετά των μετοχίων αυτής και του Ι. Ησυχαστηρίου της Ζωοδόχου Πηγής στο Αβδελλερό Λάρνακος και έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού κτήτορος, διαδέχεται δηλ. τον κτήτορα στο σύνολο των καθηκόντων και δικαιωμάτων του, όπως αυτά περιγράφονται στις ιδρυτικές πράξεις και τους Εσωτερικούς Κανονισμούς, τη Διαθήκη και τα διοριστήρια έγγραφα, αλλά και στην προφορική παράδοση που ισχύει ως κανών εθιμικός στη Μονή.»

 

 

«2.  Ποία είναι από νομοκανονική άποψη η θέση της Γερόντισσας Μαρκέλλας και των μοναζουσών που συντάσσονται με αυτήν και (τυχόν) αμφισβητούν τη νόμιμη και κανονική διοίκηση της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως:»

 

«Οι αμφισβητήσεις από μέρους της Γερόντισσας Μαρκέλλας και των μοναζουσών, που συντάσσονται με αυτήν, της νόμιμης και κανονικής διοικήσεως της Ι. Μονής  Μεταμορφώσεως, συνιστούν προφανείς παραβιάσεις των μοναχικών υποχρεώσεών τους και άρα εκκλησιαστικά παραπτώματα που επισύρουν τις προβλεπόμενες από τους ιερούς κανόνες ποινές, τυχόν προσχώρηση δε των μοναζουσών αυτών σε άλλη, σχισματική, Εκκλησία Παλαιοημερολογιτών, συνιστά, πέραν της διαπράξεως του κανονικού αδικήματος του σχίσματος, και απώλεια της ουσιώδους προϋποθέσεως για εγκαταβίωσή τους στην εν λόγω Ι. Μονή.»

 

Tου εν λόγω μάρτυρα δεν αμφισβητείται από τους συνηγόρους των εφεσειουσών,  η ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, ως αποτέλεσμα των γνώσεων και εμπειριών του.  Αμφισβητείται όμως η ορθότητα της γνώμης του και το ανασφαλές των γεγονότων επί των οποίων στηρίχτηκε.

 

Αποτελεί σταθερή και πάγια καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως ένας εμπειρογνώμονας οφείλει να παρουσιάζει στο Δικαστήριο την αντικειμενική έντιμη και ανεξάρτητη θέση του, ώστε να βοηθά το έργο του Δικαστηρίου.  Η γνώμη του κατ' εξαίρεση με άλλους μάρτυρες γίνεται αποδεκτή εφόσον βασίζεται σε γεγονότα τα οποία έχουν αποδειχτεί.  Παράλειψη απόδειξης τους εξαλείφει το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται η γνώμη του ειδικού (Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση ο μάρτυρας λαμβάνει ως δεδομένο, ότι ο μ. Επιφάνιος, με δικά του χρήματα αγόρασε το 1947 έρημη έκταση 15 στρεμμάτων γης και συνεπώς είναι προφανές ότι υπήρξαν αφιερώσεις περιουσιακών στοιχείων προσωπικής δηλαδή περιουσίας που δικαιολογούν και καλύπτουν πλήρως τις απαιτήσεις των Ιερών Κανόνων.

 

Τέτοια μαρτυρία όμως, δεν φαίνεται να προσφέρθηκε στο Δικαστήριο, ούτε ο ίδιος ο Μ.Υ.1 αναφέρει από πού άντλησε τις πληροφορίες και γεγονότα αυτά, ώστε να αποδείξει τον ισχυρισμό περί κτητορίας.

 

Αντίθετα, δόθηκε μαρτυρία και παρουσιάστηκαν έγγραφα όπου ο ίδιος ο μ. Επιφάνιος περιγράφει μια τραγικά φτωχή κατάσταση όπου δεν διέθετε χρήματα να αγοράσει τροφή και έτρωγε χόρτα από τους αγρούς.  Ό,τι έλαβε δανεική μια «τσάππα» από τη νονά του επειδή ακριβώς δεν διέθετε χρήματα να την αγοράσει.

 

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το τεκμ. 77(9) χειρόγραφο έγγραφο, το οποίο κατέθεσε η Μ.Υ.2 και φέρεται να καταγράφει τη βιογραφία του μ. Επιφανίου μερικές αναφορές, του οποίου είναι διαφωτιστικές:

«Από 20 ετών, χωρίς σπίτι, χωρίς χρήματα, χωρίς ψωμί, χωρίς βιβλία¨

«Εδανείσθη μια σκαπάνην από τη νοννά του.  Δεχότανε μόνο από τη νοννά του ολίγον ψωμί»  «Δεν είχε χρήματα να κτίσει μικρόν δωμάτιον να αγοράσει σκέπασμα.»

 

Αναφέρει επίσης σε άλλο σημείο ότι αγόρασε γη έναντι δανείου (χωρίς όμως οποιεσδήποτε διευκρινίσεις) αλλά αμέσως μετά σημειώνει ότι δεν είχε χρήματα να πληρώσει τους κτίστες, ότι του έδωσε χρήματα μια μοναχή, πιστοί και άλλες μοναχές που προσήλθαν στο χώρο εκείνο.  Αυτά, ήτοι οι δωρεές μοναχών που προσήλθαν για να εγκαταβιώσουν στη Μονή οι οποίες πρόσφεραν χρήματα, σύνταξη και την προίκα τους, συνάδει με τη μαρτυρία της εφεσείουσας 3 η οποία παρέθεσε με λεπτομέρειες το ποσό χρημάτων που κάθε μια μοναχή επρόσφερε.  Η μαρτυρία αυτή δεν κρίθηκε αναξιόπιστη.  Περαιτέρω, στο τεκμ. 34, το οποίο φέρεται να περιλαμβάνει αφήγηση του μ. Επιφανίου, γίνεται μνεία για ομαδική εργασία ανέγερσης της Μονής και για στερήσεις.

 

Συνεπώς απουσίαζε το αναγκαίο υπόβαθρο για την κατάληξη του Δικαστηρίου στο εύρημα του, ότι ο μ. Επιφάνιος ήταν κτήτορας της Μονής, το δε Τεκμ. 61 στο οποίο το Δικαστήριο στηρίχθηκε για το εύρημα του και στο οποίο γίνεται αναφορά σε ιδρυτή και κτήτορα, είναι έγγραφο το οποίο συντάχθηκε από τον ίδιο τον Επιφάνιο, όπως και αρκετά άλλα στα οποία αυτοαποκαλείται κτήτορας.  Η έννοια όμως του κτήτορα, η οποία σημαίνει κτήση, αποκτάται με την αποδεδειγμένη δημιουργία και ανέγερση Ναού ή Μονής εξ ιδίων αποκλειστικά πόρων, όπως αποδέχτηκε ο Μ.Υ.1.

 

Δεν αμφισβητείται όμως, ότι ήταν ο εμπνευστής της ιδρύσεως και ο ιδρυτής της Μονής, ο οποίος εργάστηκε σκληρά για την ανέγερση τους και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ο Επιφάνιος ασκούσε ευρείες εξουσίες σε κάθε ζήτημα που αφορούσε την ΕΓΚ.  Μόνο η Καλλίστη τολμούσε να έχει κάποιες αντιπαραθέσεις μαζί του».

 

Συναφές με το ανωτέρω ζήτημα ήταν το κατά πόσον η εφεσείουσα 1 ήταν ηγουμένη της Μονής, γεγονός το οποίο η Υπεράσπιση των εφεσιβλήτων αρνείτο και γύρω από τη θέση αυτή περιεστρέφει η μαρτυρία τους για μη ύπαρξη δικαιώματος της να αποφασίζει και διαχειρίζεται τα θέματα της Μονής.  Ο εφεσίβλητος 1 στηριζόμενος στη θέση αυτή, επέβαλε και χειροτόνησε άλλη ηγουμένη και δικαιολόγησε τη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων 2-20 για τη μη επίδειξη υπακοής προς την εφεσείουσα 1.  Όμως παρά τη θεμελίωση της υπεράσπισης στην άρνηση αυτή, οι συνήγοροι τους αποδέκτηκαν εν τέλει, ότι το χειροτονητήριο της, τεκμ. 66, ηταν γνήσιο, αλλά είχαν άγνοια του.  Ούτε αμφισβητήθηκε δι' αντέφεσης το εύρημα του Δικαστηρίου ότι καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο ηγουμένη, ήταν η εφεσείουσα 1.  Στο τεκ. 67 το οποίο είναι διευκρινιστικά σημειώματα του εφεσίβλητου 1 προς τα ΜΜΕ, αμφισβητεί την ηγουμενία Μαρκέλλας και την κατηγορεί ότι «παρουσίασε» ξαφνικά χειροτονητήριο και ότι παρασύρεται από λαϊκούς.  Κρίθηκε όμως αναξιόπιστος και ότι εξέπεμπε αρνητική εικόνα.

 

Με δεδομένη την απουσία της ιδιότητας του κτήτορα, δεν υπήρχε η δυνατότητα μεταβίβασης οποιουδήποτε τέτοιου δικαιώματος στον εφεσίβλητο 1.  Ο διορισμός του, ως υπεύθυνου της μονής, όπως φαίνεται ότι ήταν ο ίδιος (μ. Επιφάνιος) τον οποίο οι μοναχές εσέβονταν και υπάκουαν λόγω της από μακρού χρόνου σύμπλευσης τους, της κοινής εργασίας για ανέγερση της μονής, δεν του έδιδε το δικαίωμα της επιβολής της θέλησης του, της απομάκρυνσης των εφεσειουσών και ούτε τον καθιστούσε «ηγούμενο» σε γυναικεία μονή αφού τούτο απαγορεύεται όπως έγινε αποδεκτό, από τους ιερούς κανόνες και παραδόσεις.  Σημειώνουμε επίσης πως δια της «διαθήκης», τεκμ. 77(2) ο μ. Επιφάνιος τον καθιστά πνευματικό καθοδηγητήν, όπως ήταν και ο ίδιος, των μοναχών της Μονής, τις οποίες μοναχές προέτρεπε να τον σέβονται και να τον αγαπούν, ως εκείνον.

 

Συνακόλουθα οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Το επόμενο και καίριο ζήτημα όπως στην αρχή της απόφασης εντοπίστηκε, είναι η ορθότητα ή μη του ευρήματος περί έγκυρης εκλογής ως μητροπολίτη Κιτίου του εφεσίβλητου 1.

 

Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι παρέμβαση της ΕΓΕ (εκκλησία της Ελλάδας) στο ευρύτερο ζήτημα της εκλογής του μητροπολίτη Κιτίου, έγινε κατόπιν πρόσκλησης και παράκλησης των κληρικών της ΕΓΚ (εκκλησίας της Κύπρου).  Ότι η ΕΓΕ ενήργησε όπως έκρινε ορθό για να παράσχει τη συνδρομή της στο ζήτημα και επομένως οι ενέργειες της ήσαν εξουσιοδοτημένες.  Έκρινε επίσης, πως υπό τις περιστάσεις αυτές, η ΕΓΕ δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβίασε το αυτοκέφαλο της ΕΓΚ ακόμη και αν θα μπορούσε να ενεργήσει και διαφορετικά. 

 

Είναι κοινά αποδεκτό από αμφότερες τις πλευρές ότι οι παλαιοημερολογίτες Κύπρου συνέχισαν να εφαρμόζουν το Καταστατικό του 1814 της Εκκλησίας της Κύπρου μέχρι το έτος 1961 όπου υιοθέτησαν το δικό τους Καταστατικό (τεκμ. 2).

 

Οι παλαιοημερολογίτες  θεωρούν τους εαυτούς τους και την εκκλησία τους ως τη συνέχεια της εκκλησίας που ίδρυσαν οι Απ. Παύλος και Βαρνάβας.  Γι΄αυτό και θεωρούν ότι όσα ίσχυαν πριν από το Σχίσμα που επήλθε το 1924, αποτελούν μέρος της δικής τους ιστορίας και τους δεσμεύουν και τους αφορούν άμεσα. 

 

Ορθή είναι η θέση των συνηγόρων των εφεσειουσών την οποία ασπάζονται και οι εφεσίβλητοι, πως η Εκκλησία της Κύπρου υπήρξε από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού αυτοκέφαλη.  Το προνόμιο αυτό έχει κατοχυρωθεί με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.  Αυτοκέφαλος Εκκλησία σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι έχει το δικαίωμα να εκλέγει και χειροτονεί η ίδια τους επισκόπους της και να διοικεί μόνη της τα του οίκου της.  Κανένας πατριάρχης και καμιά άλλη τοπική εκκλησία δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά ζητήματα μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας αυτόβουλα.  Μια αυτοκέφαλη εκκλησία έχει βέβαια το αναφαίρετο δικαίωμα να ζητήσει τη συνδρομή και βοήθεια από οποιαδήποτε άλλη εκκλησία με την οποία διατηρεί πνευματικές σχέσεις.  Αλλά η όποια συνδρομή και βοήθεια θα πρέπει απαραίτητα να περιορίζεται αυστηρά σε όσα ζητούνται.  Δεν μπορεί μια άλλη εκκλησία με το πρόσχημα της βοήθειας που της ζητείται να προβεί και σε άλλες ενέργειες που δεν της ζητήθηκαν και έτσι να παραβιάζει το αυτοκέφαλο και το αυτοδιοίκητο της εκκλησίας που ζητεί τη βοήθεια.  Ο Η κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου που κατοχύρωσε το αυτοκέφαλο της Κύπρου είναι σαφής και ρητά ορίζει ότι δεν επιτρέπεται καμιά έξωθεν επέμβαση, «μηδέ εν ιερουργία προσχήματος».  Σχετική η επί του θέματος είναι η μαρτυρία του Μ.Ε.4 Άγγελου Κυριακούδη ο οποίος επεξήγησε την έννοια του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Κύπρου.  Η απόρριψη της μαρτυρίας του από το πρωτόδικο Δικαστήριο για το μοναδικό λόγο ότι ήταν άσχετη με τα εξεταζόμενα θέματα δεν ήταν ορθή, αφού ήταν σχετική και επεξηγηματική του θέματος του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου.

 

Μετά το θάνατο του μ. Επιφανίου ζητήθηκε από την εκκλησία της Ελλάδος (ΕΓΕ) με επιστολή της ΕΓΚ ημερ. 14/5/2005 (τεκμ. 7) να συνδράμει στην εκλογή του Μητροπολίτη Κιτίου και να ορίσει Επίσκοπο το όνομα του οποίου να μνημονεύεται στις ακολουθίες αφού δεν υπήρχε εν ζωή Επίσκοπος στην Κύπρο.

 

Η ΕΓΕ απαντώντας στο αίτημα αυτό, αποδέχθηκε αρχικά και συναίνεσε ρητά με επιστολή της ημερ. 17/6/2005, τεκμ. 3  ότι η όποια συνδρομή της θα εξικνείτο μέχρι του σημείου της βοήθειας και δεν θα επενέβαινε, ούτε θα επηρέαζε το αυτοκέφαλο της ΕΓΚ.   Αποδέχεται στο εν λόγω τεκμήριο πως «η Εκκλησία της Κύπρου» άνωθεν και εξ αρχής από παλαιόν . εστάθη αυτοκέφαλος», δηλώνει ότι ο μνημονευόμενος Επίσκοπος δεν ασκεί πλήρη αρχιερατικήν εξουσίαν αλλά περιορίζεται στα καθήκοντα, τα οποία ρητώς αναφέρει στην επιστολή, ενώ στη σελ. 4 του ιδίου τεκμηρίου τονίζει ότι ο μνημονευόμενος αρχιερεύς δεν χειροτονεί ούτε χειροθετεί πρεσβυτέρους ή διακόνους, ούτε ηγουμένους μονών και γενικώς «ουδέν έργον επιτελεί το οποίον θα επιβαρύνει ή θα δυσχεράνει το έργον του εκλεγησομένου κυριάρχου επισκόπου.»  Παρά ταύτα κατόπιν νέας επιστολής τεκμ. 32 που εστάλη από το δικηγόρο του εφεσίβλητου 1, η ΕΓΕ εξέλεξε και χειροτόνησε 2 επισκόπους.  Ήτοι, τον εφεσίβλητο 1 σε επίσκοπο Τριμυθούντος και το Λάζαρο Αθανάσιο, επίσκοπο Αμαθούντος.  Όριζε επίσης τον εφεσίβλητο 1 ως Τοποτηρητή της μητρόπολης Κιτίου με σκοπό τη διενέργεια εκλογών Μητροπολίτη.  Με το τεκμ. 5, επιστολή ΓΟΧ Ελλάδος, ημερ. 23/1/2007 (5/2/2007) ανακοίνωνε την εκλογή και προχείριση δύο Επισκόπων.  Του Σεβαστιανού Σταύρου, Επισκόπου Τριμυθούντος και του Λάζαρου Αθανασίου, Επισκόπου Αμαθούντος (σχετικό επίσης το τεκμ. 28 πράξις/απόφασις εκλογής και προχείρισης των ήδη εγκριθέντων ιερέων ως υποψηφίων). 

 

O εφεσίβλητος 1 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Τριμυθούντος την 25/1/2007 και ενθρονίστηκε Μητροπολίτης Κιτίου στις 21/5/2007.

 

Αυτή η πράξη, ο διορισμός, και η χειροτονία των 2 επισκόπων κρίνεται αντικαταστατική αφενός και επέμβαση στο αυτοκέφαλο της ΕΓΚ αφετέρου.

 

Σύμφωνα με το Καταστατικό τεκμ. 2 της ΕΓΚ Άρθρο 27 επιβάλλεται να διενεργείται πρώτα εκλογή Μητροπολίτη και εάν ο ίδιος επιθυμεί βοηθούς επισκόπους, τότε εκείνος να μεριμνήσει για την εκλογή τους.

 

Παρατίθεται αυτούσιο το Άρθρο 27:

 

«27.  Τον Επίσκοπον εκλέγουσι οι Μητροπολίται και Επίσκοποι πάντες της «Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» της Νήσου και οι κληρικοί και Ηγούμενοι των Μονών της Επισκοπής περί ής γίνεται η εκλογή.  Πάντες ούτοι καλούνται υπό του Μητροπολίτου της Επαρχίας και γίνεται η εκλογή, ή ομοφώνως ή διά ψηφοφορίας κατά πλειοψηφίαν. Χηρευούσης Μητροπόλεως γίνεται πρώτον εκλογή Μητροπολίτου ίνα ούτος ενεργήση τα της εκλογής Επισκόπου.»

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε το αντίθετο.  Περαιτέρω η εκλογή δέον να διενεργείται από ΓΟΧ της Νήσου κλήρο και λαό και άρα, όχι από άλλους.  Το καταστατικό διά του 'Αρθρου 16 προβλέπει πως η Εκκλησία των ΓΟΧ περιλαμβάνει δύο Επισκοπικές περιφέρειες.  Αυτήν της Μητροπόλεως Κιτίου και της Επισκοπής Τριμυθούντος.  Δεν περιλαμβάνει Επισκοπικήν Περιφέρεια Αμαθούντος, ούτως ώστε να υπάρχει ανάγκη εκλογής Επισκόπου Αμαθούντος, όπως έγινε με την εκλογή του δεύτερου Επισκόπου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως από τη στιγμή που η ΕΓΕ προσκλήθηκε να συνδράμει στην εκλογή του μητροπολίτη Κιτίου τότε μπορούσε να ενεργήσει όπως εκείνη έκρινε ορθό.  Το συμπέρασμα του αυτό στήριξε στη μαρτυρία και γνωμοδότηση του Μ.Υ.1 κ. Κονιδάρη, ο οποίος υποστήριξε πως η ΕΓΕ από την ώρα που  προσκλήθηκε από τους κληρικούς της ΕΓΚ να τους συνδράμει στην εκλογή μητροπολιτη Κιτίου μπορούσε να ενεργήσει όπως εκείνη ήθελε για να παράσχει τη συνδρομή της.  Χωρίς όμως να εξειδικεύσει ή να εξηγήσει τον κανόνα επί του οποίου βάσισε τη γνώμη του αυτή.

 

Ούτε έτυχε εξήγησης η άποψη του πως το Άρθρο 27 του Καταστατικού των ΓΟΧ Κύπρου το οποίο ορίζει ότι «χηρευούσης μητροπόλεως γίνεται πριν εκλογή μητροπολίτου ίνα ούτος ενεργήσει τα της εκλογής επισκόπου», δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, επειδή δεν υπήρχε μητροπολίτης.  Με δεδομένο επομένως πως οι γνώμες και θέσεις αυτές δεν υποστηρίχθηκαν με παραπομπή σε κανόνες του Καταστατικού, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να καταλήξει στα συμπεράσματα τα οποία εξήγαγε ότι δηλαδή η εκκλησία της ΕΓΕ μπορούσε να ενεργήσει ως ενήργησε. 

 

Πρόσθετα - και αυτό είναι καταλυτικής σημασίας για την υπόθεση ζήτημα - η μαρτυρία Κονιδάρη και η κρίση του Δικαστηρίου η οποία στηρίχθηκε σε αυτή, βασίστηκε σε γεγονότα τα οποία δεν αποδείχθηκαν και ήσαν αντίθετα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων.  Η θέση του Μ.Υ.1 στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η εκκλησία των ΓΟΧ Κύπρου ζήτησε από την Ιερά εκκλησία των ΓΟΧ Ελλάδος να χειροτονήσει δύο επισκόπους.  Δέχθηκε όμως αντεξεταζόμενος ο Μ.Υ.1, πως εάν δεν υπήρχε πρόσκληση από την ΕΓΚ προς την ΕΓΕ για να εκλέξει και χειροτονήσει δύο επισκόπους, τότε η εκλογή που έγινε δεν θα ήταν έγκυρη.  Παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει τη θέση αυτή του κ. Κονιδάρη, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του, με την οποία προέταξε θέση αντίθετη με τη δικογράφηση των εφεσιβλήτων, η οποία έλεγε πως «..σύσσωμος ο κλήρος και ο λαός των ΓΟΧ Κύπρου ζήτησε ελεύθερα και ανεπηρέαστα τη συνδρομή της για την εκλογή των νέων επισκόπων για τις δύο επισκοπικές περιφέρειες Κύπρου των ΓΟΧ Κύπρου» και ότι «ολόκληρη η εκκλησία των ΓΟΧ Κύπρου, ο κλήρος και ο λαός κάλεσαν εξαρχία από την Ιερά Σύνοδο των ΓΟΧ Ελλάδος με την οποία πάντοτε ήταν σε πνευματική επικοινωνία για αρωγή και καθοδήγηση στην εκλογή επισκόπων ούτως ώστε να δυνηθεί να λάβει χώρα η εκλογή νέου μητροπολίτη των ΓΟΧ Κύπρου».  

(οι υπογραμμίσεις είναι του δικαστηρίου)

 

Περί συνδρομής, αρωγής και καθοδήγησης ήταν επομένως η πρόσκληση και όχι εκλογής και χειροτονίας, όπως η μαρτυρία του Κονιδάρη την οποία το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί.  Συνεπώς η αποδοχή μαρτυρίας η οποία έρχεται σε αντίθεση με δικογραφημένες θέσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή και το οποιοδήποτε συμπέρασμα πως η ΕΓΕ μπορούσε να ενεργήσει ως ενήργησε εκλέγοντας και χειροτονώντας επισκόπους είναι έκθετο σε απόρριψη.

 

Άσχετα βεβαίως, εάν ο εφεσίβλητος 1, ως ο μόνος Αρχιμανδρίτης και άγαμος ιερέας ήταν ίσως κατάλληλος και δικαιούμενος σε εκλογή Επισκόπου.

 

Έχοντας κρίνει ως ανωτέρω, θεωρούμε αχρείαστη την ενασχόληση με τους λόγους έφεσης αναφορικά με την ύπαρξη και δημιουργία σχίσματος αφού με τη μη έγκυρη εκλογή και χειροτονία, οποιαδήποτε επέμβαση επί της περιουσίας της μονής είναι παράνομη.  Εξάλλου, όπως και στην αρχή της απόφασης καταγράφηκε, οι απόψεις των συνηγόρων των διαδίκων συνέκλιναν προς τούτο, ότι δηλαδή η κρίση περί του εγκύρου ή του ακύρου της εκλογής επιλύει την επίδικη διαφορά. 

 

Αναφορικά με τις εφεσίβλητες 2-20, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούν μέλη της Αδελφότητας της Ι.Μ. Μεταμορφώσεως εξηγώντας ότι μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται τα ονόματα τους στο Μοναχολόγιο (τεκμ. 77).  Το εύρημα αυτό παρότι πλήττεται ως λανθασμένο, δεν έρχεται σε αντίθεση με το τεκμ 67 όπως ισχυρίζονται οι εφεσείουσες ότι περιέχονται παραδοχές του εφεσίβλητου 1.  Αντίθετα, σ' αυτό το τεκμήριο υποστηρίζεται η θέση αυτή (ότι αποτελούν μέλη της αδελφότητας) και εξηγείται ο τρόπος λειτουργίας της Μονής.  Εξ΄ άλλου και η εφεσείουσα 3 δέχθηκε ότι οι εναγόμενες 2-20 διέμεναν στο ξενώνα της Μονής δίδοντας βέβαια τη δική της εκδοχή, για την ανάγκη της διαμονής τους στη Μονή και όχι στο Ιερό Ησυχαστήριο Ζωοδόχου Πηγής.  Το οποίο, όπως έγινε αποδεκτό  περιελάμβανε μόνο δύο δωμάτια και δεν υπήρχε δυνατότητα εγκαταβίωσης τους εκεί.

 

Άρα ήσαν μέλη της αδελφότητας της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως και εδικαιούντο και εκείνες στη διαχείριση της περιουσίας της Μονής.

 

Συνεπώς, με όλα όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, η χειροθεσία της εφεσίβλητης 11 η οποία έγινε από τον εφεσίβλητο 1 και ενώ δεν είχε παυθεί η εφεσείουσα 1, έγινε παράτυπα.

 

Δεδομένου πως η εφεσείουσα 1, ηγουμένη καθώς και η εφεσείουσα 4 έχουν αποβιώσει γι' αυτό και αποσύρθηκαν η αγωγή και έφεση τους, απόφαση και διατάγματα θα εκδοθούν υπέρ των εφεσειουσών 2 και 3.  Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα και την κατάληξη μας επί των λόγων έφεσης, εκδίδεται διάταγμα διατάσσον τον εφεσίβλητο 1 να τερματίσει την παράνομη επέμβαση στα ακίνητα της Μονής.  Διατάσσονται επίσης οι εφεσίβλητοι 1-20 να παύσουν να εμποδίζουν τις εφεσείουσες 2 και 3 να διαμένουν στη Μονή και στην κατοχή και χρήση της ακινήτου περιουσίας της Μονής.

 

Επιδικάζονται έξοδα €3,000 υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον των εφεσιβλήτων 1-20.  Δεδομένου ότι η αγόρευση και η προώθηση της υπόθεσης εκ μέρους των εφεσειουσών ήταν κοινή, παρότι εκπροσωπήθηκαν από 2 δικηγόρους, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων.  Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα επίσης παραμερίζεται και διατάσσονται οι εφεσίβλητοι 1-20  να καταβάλουν τα έξοδα των εφεσειουσών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

     

     

                                                                Α. Λιάτσος, Π.

 

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

/ΚΑς

 

 

 

 

 

 

 

    

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο