ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:31
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 19/2022
20 Οκτωβρίου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Α. Ο.,
Εφεσείοντα,
ν.
D. T. V.,
Εφεσίβλητης.
____________________
Γ. Γεωργίου (κα) με Μ. Μιλτιάδους (κα) και Στ. Δεκατρή (κα), εκ μέρους Δρ Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, εκ μέρους Ε. Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με δέκα λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για τροποποίηση του διατάγματος διατροφής που είχε, εκ συμφώνου, εκδοθεί εναντίον του την 23.11.2018, με το οποίο διατασσόταν να καταβάλλει στην Εφεσίβλητη, πρώην σύζυγο του, για την ηλικίας έξι χρόνων θυγατέρα τους, ποσό €2.250 μηνιαία.
Με δύο περαιτέρω λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τα αιτήματα του για αντεξέταση της Εφεσίβλητης και για να κλητεύσει το γενικό διευθυντή του ΓΕΣΥ/ΟΚΥΠΥ για να δώσει μαρτυρία. Αυτοί πρέπει να εξεταστούν πρώτοι, αφού αφορούν στην ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
Εφόσον ο Εφεσείων έκρινε ότι η μαρτυρία του γενικού διευθυντή του ΓΕΣΥ/ΟΚΥΠΥ θα ήταν βοηθητική για την υπόθεση του, μπορούσε να υποστηρίξει την αίτηση του με ένορκη δήλωση του προσώπου αυτού. Αν το ζήτημα είχε προκύψει ως αποτέλεσμα των όσων η Εφεσίβλητη πρόβαλε στη δική της ένορκη δήλωση, μπορούσε να ζητήσει την καταχώρηση τέτοιας ένορκης δήλωσης εκ των υστέρων. Μόνο εφόσον ο επικείμενος μάρτυρας αρνείτο να προβεί σε ένορκη δήλωση θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία εξαναγκασμού του να παρουσιαστεί για να υπογράψει σχετική ένορκη δήλωση (Δ.30, θ.5(5)(vii) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών[1]) ή ως μάρτυρας για να δώσει προφορική μαρτυρία (Δ.30, θ.7(γ)[2]). Ο Εφεσείων δεν είχε εγείρει ζήτημα άρνησης του προσώπου αυτού, ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε να ασχοληθεί με την ουσία της προτεινόμενης μαρτυρίας, κρίνοντας ότι δεν θα ήταν βοηθητική για την υπόθεση, όπου σχετική παράμετρος ήταν τα εισοδήματα της Εφεσίβλητης κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης για τροποποίηση του διατάγματος και όχι η ενδεχόμενη αλλαγή τους στο μέλλον, με τη μελλοντική εγγραφή της Εφεσίβλητης ως ιατρού στο ΓΕΣΥ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθόρισε το επιμέρους επίδικο ζήτημα. Κρίνουμε ότι η διακριτική του ευχέρεια, με αυτό το υπόβαθρο, ασκήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και εύλογα κατέληξε στην απόρριψη του επιμέρους αιτήματος.
Ως προς την αντεξέταση της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση σχετικού διατάγματος. Παρά το ότι συγκεκριμενοποιούνταν, όπως αναφέρει, οι ισχυρισμοί της Εφεσίβλητης επί των οποίων επιθυμούσε ο Εφεσείων να αντεξετάσει, όπως σημειώνεται στην ενδιάμεση απόφαση «δεν επεξηγείται ποιος είναι ο σκοπός που επιδιώκεται η αντεξέταση, ούτε και υποδεικνύεται στον αναγκαίο βαθμό τι θα εξυπηρετηθεί από την αντεξέταση και πως μια τέτοια αντεξέταση θα είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι οι υποθέσεις ταχείας εκδίκασης, όπως ήταν η ενώπιον του περίπτωση, εκδικάζονται στη βάση ενόρκων δηλώσεων και η δυνατότητα αντεξέτασης παρέχεται κατ' εξαίρεση και με φειδώ. Παρέπεμψε στην Rana (Αρ.1)(2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1660, 1662, όπου αναφέρεται ότι το ζήτημα διέπεται από το θ.1 της Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Η Rana (Αρ.1) αφορούσε σε προνομιακό ένταλμα, όπου μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιτραπεί η αντεξέταση. Γι' αυτό και παραπονείται ο Εφεσείων, ότι δηλαδή λήφθηκε καθοδήγηση από περίπτωση όπου τα κριτήρια είναι πιο αυστηρά.
Στην παρούσα υπόθεση εφαρμογή είχε η Δ.30, θ.7 των Κανονισμών που προνοεί ότι το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει, κατ' εξαίρεση και μόνο, διαταγή ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από διάδικο ή μάρτυρα που ήδη κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του. Όταν την αντεξέταση αιτείται διάδικος, οφείλει (Δ.30, θ.7(δ)[3]) να καθορίσει το λόγο και την αναγκαιότητα της αντεξέτασης.
Ο Εφεσείων φαινομενικά μόνο συγκεκριμενοποίησε τις πτυχές στις οποίες επιθυμούσε να αντεξετάσει την Εφεσίβλητη, αφού ουσιαστικά αναφέρθηκε σε όλες τις παραμέτρους της μαρτυρίας της. Βάσισε δε το αίτημα του για αντεξέταση της «για να είναι σε θέση ο [Εφεσείων] να αμφισβητήσει τη βασιμότητα των ισχυρισμών της και το Δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη εικόνα και άποψη», «επιπλέον για διευκρίνηση των θεμάτων που η [Εφεσίβλητη] ισχυρίζεται στις πιο πάνω παραγράφους και για την υποβοήθηση του έργου του Δικαστηρίου». Είναι ορθή η επισήμανση ότι η περίπτωση αφορούσε αίτηση όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο θα είχε να αποφασίσει επί της ουσίας, όμως το γεγονός δεν απάλλασσε τον Εφεσείοντα της υποχρέωσης να καθορίσει το λόγο και την αναγκαιότητα της αντεξέτασης.
Βρίσκουμε ότι και εδώ διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και εύλογα κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος αντεξέτασης της Εφεσίβλητης. Η αναφορά στην Rana (Αρ.1) δεν οδήγησε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε λανθασμένα πλαίσια.
Επομένως, αμφότεροι οι περαιτέρω λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Προτού προχωρήσουμε στους λόγους έφεσης που αφορούν στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις βασικές παραμέτρους που διέπουν το ζήτημα της τροποποίησης διατάγματος διατροφής, όπως τις είχαμε συνοψίσει στην Χριστοδουλίδου ν. Πολυβίου, Έφ. Αρ.27/2020, ημερ.15.12.2021:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ενώ το Άρθρο 38 του ιδίου νόμου προνοεί ότι: «(1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής». Στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφ. Αρ.16/2013, ημερ.21.12.2016, αναφέρθηκε ότι η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος και πως: «Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα». Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του (βλ. ακόμα Μέγας ν. Kvasnikova, Αρ. Έφ. 26/2019, ημερ.10.7.2020 και Πετρή ν. Γρηγοριάδου Αρ. Έφ. 28/2019, ημερ.4.6.2021, ECLI:CY:DOD:2021:13). Στην Σ.Κ. ν. Ε.Ζ., Αρ. Έφ.39/2016, ημερ.5.3.2020, ECLI:CY:DOD:2020:9, αναφέρθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση να καταδείξει τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και δικαιολογούσαν την τροποποίηση του, αναλόγως. Δεν ήταν, όμως, συγχρόνως, αναγκαίο να αποδειχθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν, αρχικά, στην έκδοσή του, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.»
Είχαμε, περαιτέρω, στην Λ.Μ. ν. Γ.Τ., Έφ. Αρ.22/2021, ημερ.23.6.2022, σχολιάσει ότι:
«Η τελευταία παρατήρηση είναι βέβαια ορθή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αναφύονται δυσκολίες, όταν τα δεδομένα στη βάση των οποίων εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα δεν έχουν καταγραφεί, πολύ περισσότερο όταν παραμένουν αδιευκρίνιστα ή και αμφισβητούμενα. Σε γενικές γραμμές, το ποσό του διατάγματος διατροφής παιδιού, προκύπτει από την επεξεργασία τριών στοιχείων. Των αναγκών του παιδιού και των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων του ξεχωριστά. Απαιτείται να έχει μεταβληθεί τουλάχιστο ένα στοιχείο για να δικαιολογείται η τροποποίηση του διατάγματος διατροφής του. Αλλά κι' έτσι, υπάρχουν δυσκολίες, γιατί και στο πιο απλό παράδειγμα όπου τα εισοδήματα του γονέα που καταβάλλει διατροφή έχουν μειωθεί, είναι η νέα αναλογία τους προς το αναλλοίωτο εισόδημα του άλλου γονέα που θα καθορίσει το νέο ποσό και τη σχετική μείωση.»
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια το λόγο έφεσης 7, με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι έλαβε υπόψη του μη δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης.
Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι ενώ στην Υπεράσπιση της η Εφεσίβλητη είχε ισχυριστεί ότι: «ο [Εφεσείων] είναι ιδιοκτήτης σωρείας οχημάτων πολυτελείας καθώς και βάρκας, η αξία των οποίων ξεπερνά το 1.000.000€.», το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία της στην οποία αναφερόταν σε συγκεκριμένα έξι αυτοκίνητα του και ένα σκάφος. Περαιτέρω, ενώ στην Υπεράσπιση της είχε ισχυριστεί ότι ο Εφεσείων διατηρεί σημαντική ακίνητη περιουσία τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό και είναι ιδιοκτήτης οικιών και διαμερισμάτων, η αξία των οποίων ξεπερνά τα €4.000.000, από τις οποίες εισπράττει ενοίκια πέραν των €5.000 μηνιαία, μαρτύρησε για οκτώ ακίνητα, περιλαμβανομένης μιας κατοικίας στον Καναδά. Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι του στερήθηκε το δικαίωμα να απαντήσει μέσα από την Απάντηση του στην Υπεράσπιση και να παρουσιάσει τεκμήρια για να αντικρούσει τις θέσεις της Εφεσίβλητης. Κατάφερε έτσι η Εφεσίβλητη να δημιουργήσει μια λανθασμένη εικόνα ευμάρειας και οικονομικής άνεσης του ιδίου και παραπλάνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Είναι θεμελιωμένο ότι στα δικόγραφα αναγράφονται οι βασικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, αλλά όχι η μαρτυρία με την οποία θα αποδειχθούν οι ισχυρισμοί τους και ο αντίδικος μπορεί, στην κατάλληλη περίπτωση, να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες (Κυριάκου ν. Troodos Electric Cables Ltd (2015) 1(B) A.A.Δ. 975, 977, Πολυκάρπου ν. Elneda Trading Ltd (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 699, 703 και Δημήτρη κ.ά. ν. Beven κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 663, 673).
Ο Εφεσείων δεν είχε κρίνει ότι χρειαζόταν λεπτομέρειες των ισχυρισμών της Υπεράσπισης και δικογράφησε στην Απάντηση του ότι τα όσα αναφέρονταν ήταν «αναληθή και ανυπόστατα». Η Εφεσίβλητη, έχοντας δικογραφήσει επαρκώς τους επιμέρους ισχυρισμούς της, μπορούσε να προσάξει μαρτυρία προς απόδειξη τους και το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να τη λάβει υπόψη. Το παράπονο του Εφεσείοντα δεν ευσταθεί και ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 2 αφορά στην αποδοχή της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης, παρά το ότι αυτή είχε, κατά τον Εφεσείοντα, υποπέσει σε αντιφάσεις. Ακριβώς γιατί αφορά στην αξιοπιστία της Εφεσίβλητης, είναι ο επόμενος που θα εξετάσουμε.
Όταν η υπόθεση εκδικάζεται στη βάση γραπτών ενόρκων δηλώσεων που έχουν καταχωριστεί και δεν υπήρξε προφορική αντεξέταση των δηλούντων, τα διαχρονικά διακηρυγμένα για την πλεονεκτική θέση που βρίσκεται το πρωτόδικο δικαστήριο έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, στη βάση της εντύπωσης που αποκομίζει μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης εξ αντικειμένου, δεν ισχύουν. Ωστόσο, παρά το ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας τους του ανήκει. Το γεγονός δε ότι το Εφετείο είναι στην ίδια καλή θέση να κρίνει την αξιοπιστία τους, δεν αλλοιώνει τη δικαιοδοσία και το ρόλο του ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δεν του επιτρέπει να υποκαθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του εκτίμηση. Η έφεση δεν αποτελεί δεύτερη ευκαιρία, για ευνοϊκότερη ίσως κρίση της αξιοπιστίας μάρτυρα, αλλά το μέσο ελέγχου της πρωτόδικης κρίσης. Η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι, στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων, το Εφετείο μπορεί να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις και να αποφασίσει κατά πόσο το ποσό της διατροφής θα πρέπει να μειωθεί, στην έννοια της εξ υπαρχής κρίσης της υπόθεσης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν και για τις περιπτώσεις αυτές, αναλλοίωτες. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1 και Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).
Και σε σχέση με αντιφάσεις στη μαρτυρία, για τις οποίες γίνεται λόγος στην έφεση, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη (Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.166/2015, ημερ.8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335).
Ο Εφεσείων αντιπαραβάλει ισχυρισμό στην Υπεράσπιση της Εφεσίβλητης με αναφορά στην ένορκη της δήλωση, για να υποστηρίξει ότι η Εφεσίβλητη υπήρξε αντιφατική. Κατά πρώτο λόγο, δεν είναι επιτρεπτή η απόρριψη μαρτυρίας ως αναληθούς με αιτιολογία την ασυμφωνία της με δικογραφημένο ισχυρισμό (Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1098, 1101). Πέραν όμως τούτου, η μαρτυρία είχε δοθεί εννέα μήνες μετά και τα αναφερόμενα γεγονότα αφορούσαν σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρισης του δικογράφου. Ότι από τον Ιούλιο του 2021 έψαχνε χώρο για να ανοίξει ιατρείο και βρήκε τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου, δεν θα μπορούσε να δικογραφηθεί στην Υπεράσπιση που είχε καταχωρίσει την 9.2.2021. Η δε δημοσίευση της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το Μάϊο του ιδίου χρόνου, που επικαλείται ο Εφεσείων, δεν καταδεικνύει ότι είχε ξεκινήσει να εργάζεται ως ιατρός από τότε. Μάλλον το αντίθετο, αφού έλεγε ότι: «Good morning world. Thank you for visiting. For now, I' ll stick with up-to date medical news and interesting articles. More info regarding location and services of my medical practice will follow in due time. Stay tuned».
Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της Εφεσίβλητης. Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του ότι τα εισοδήματα του Εφεσείοντα είχαν στο μεταξύ μειωθεί δραματικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα αφ' ενός απουσίαζε μαρτυρία των εισοδημάτων του κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος, αφ' ετέρου, σε σχέση με τα εισοδήματα του κατά την καταχώριση της αίτησης αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από ασυνέπεια και πλήρη αντιφατικότητα. Η ουσία του επιμέρους παραπόνου του Εφεσείοντα είναι ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η επί του προκειμένου θέση του, όπως διατυπώνεται στην αιτιολογία του λόγου.
Δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή ευρημάτων ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή, οι δε χαρακτηρισμοί του εύλογοι και αιτιολογημένοι με αναφορές σε στοιχεία της μαρτυρίας του Εφεσείοντα τα οποία αντιπαρέβαλε. Δεν υπάρχει, ούτε εδώ, περιθώριο που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία του Εφεσείοντα. Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι τα πραγματικά εισοδήματα της Εφεσίβλητης είχαν αυξηθεί, αλλά ούτε και την ικανότητα της να κερδίζει ως εγγεγραμμένη γενική παθολόγος ιατρός. Και τούτο με αναφορά στο γεγονός ότι κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος ήταν ειδικευόμενη ιατρός, ενώ κατά την αίτηση εγγεγραμμένη ως γενική ιατρός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από το δικόγραφο του Εφεσείοντα απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά προσδιοριστική των εισοδημάτων της Εφεσίβλητης κατά την έκδοση του αρχικού διατάγματος και ότι τα όσα ανάφερε για τα εισοδήματα της κατά την αίτηση στηρίζονταν σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
Οι παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένες. Ο Εφεσείων δεν είχε θετική πληροφόρηση για τα εισοδήματα της Εφεσίβλητης. Είχε αναφέρει ότι: «είναι φανερό ότι η [Εφεσίβλητη] δεν προβαίνει στην εγγραφή της στο ΓΕΣΥ διότι τα εισοδήματα της ανέρχονται πέραν των €200.000 το χρόνο και εν πάση περιπτώσει, σίγουρα δεν είναι Ευρώ 1.700 το μήνα αλλά πέραν των Ευρώ 15.000 μηνιαίως, σύμφωνα με τα έσοδα κάποιου ανάλογου ιατρού που είναι εγγεγραμμένος στο ΓΕΣΥ ή που είναι εκτός ΓΕΣΥ».
Ωστόσο, ότι καθόρισε την επιμέρους κατάληξη ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις θέσεις της Εφεσίβλητης ως προς τα εισοδήματα της, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος, όσο και κατά το χρόνο της αίτησης για τροποποίηση του, για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν υπήρξε αύξηση των εισοδημάτων της. Έχοντας απορρίψει το λόγο έφεσης 2, δεν παρέχεται κανένα περιθώριο για να διαταραχτεί η διαπίστωση αυτή.
Καθ' όσον αφορά τη θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ικανότητα της να κερδίζει ως εγγεγραμμένη γενική παθολόγος ιατρός, η γενική μας τοποθέτηση είναι ότι μετά την έκδοση του διατάγματος, αλλαγή στην ικανότητα ή και προοπτική κάποιου γονέα να κερδίζει εισοδήματα, μπορεί να στοιχειοθετήσει μεταβολή στους όρους του, εφόσον η ικανότητα ή και προοπτική, αυτή είναι σχετική παράμετρος κατά τον καθορισμό της διατροφής αρχικά. Ωστόσο η τροποποίηση εκδοθέντος διατάγματος αναμένεται, στη συνήθη περίπτωση, να εδράζεται σε μαρτυρία μείωσης ή αύξησης των εισοδημάτων που ένας γονέας πράγματι κερδίζει.
Η επίδικη περίπτωση δεν αφορούσε γονέα, την Εφεσίβλητη, που απέκρυπτε πραγματικά εισοδήματα που είχε ή που επεδείκνυε έλλειψη ενδιαφέροντος στο να κερδίζει τα εισοδήματα που θα μπορούσε. Όπως διαπιστώθηκε οργάνωνε το άνοιγμα δικού της ιατρείου. Θεωρούμε λοιπόν ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφανθεί στη βάση των πραγματικών εισοδημάτων της Εφεσίβλητης ήταν, στις περιστάσεις της υπόθεσης, η ενδεδειγμένη.
Ο λόγος έφεσης 1 επίσης απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε το εύλογο των εξόδων της ανήλικης και όπως καταγράφονται αφενός στην αίτηση και αφετέρου στην ένσταση.
Η ισχύς και αξία ενός διατάγματος που εκδίδεται εκ συμφώνου, είναι η ίδια με αυτή ενός διατάγματος στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο μετά από δίκη. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση ενδέχεται να ελλείπει αναφορά στις επιμέρους παραμέτρους που οδήγησαν στο ποσό του διατάγματος που, κατά κανόνα, εμφαίνονται σε μια αιτιολογημένη απόφαση.
Προκύπτει από την αίτηση ότι ο Εφεσείων δεν είχε κατανοήσει τη σημασία του διατάγματος που είχε εκδοθεί. Φαίνεται να αμφισβητεί την ορθότητα του στο χρόνο έκδοσης του. Γι' αυτό και διατεινόταν στην αίτηση του ότι το αποδέχτηκε «υπό φόβο και/ή πίεση», έπειτα από δήλωση της Εφεσίβλητης ότι επιθυμούσε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να μεταβεί στον Καναδά, παίρνοντας μαζί της και την θυγατέρα τους. Η προσέγγιση του αντανακλάται στον τρόπο που προώθησε την αίτηση του για την τροποποίηση του διατάγματος και στα παράπονα του, όπως εκφράζονται με τους λόγους έφεσης 4 και 5. Ουσιαστικά επεδίωξε τον προσδιορισμό των αναγκών της θυγατέρας τους, χωρίς αναφορά στο αρχικό διάταγμα, δικογραφόντας ότι οι ανάγκες για τη συντήρηση της εκτιμώνται, κατά προσέγγιση, στα €1.000 μηνιαία. Δεν δικογράφησε ότι οι ανάγκες της μειώθηκαν και δεν αναφέρθηκε σε επιμέρους έξοδα που μειώθηκαν ή εξαλείφθηκαν. Αγνόησε ότι σύμφωνα με το αρχικό διάταγμα, εφόσον η συνεισφορά του ήταν €2250, τα έξοδα διατροφής της θυγατέρας των διαδίκων ήταν ακόμα περισσότερα.
Το ποσό του διατάγματος καταδεικνύει ότι ο Εφεσείων ήταν οικονομικά εύρωστος και ότι η ανήλικη απολάμβανε, από αυτή την άποψη, ψηλό βιοτικό επίπεδο. Είναι στη βάση αυτή, που καθόρισε και το ποσό του διατάγματος, που θα έπρεπε να κριθούν οι ανάγκες της. Συγκεκριμένη μαρτυρία μεταβολής των εξόδων της ανήλικης χρειαζόταν για να ικανοποιηθεί ένα δικαστήριο ότι τα έξοδα ενός παιδιού μειώθηκαν μέσα σε 18 μήνες από πέραν των €2.250 σε €1.000, όπως υποστήριξε ο Εφεσείων.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθορίζοντας τα επίδικα θέματα, δεν περιέλαβε σε αυτά ζήτημα μείωσης των εξόδων διατροφής της θυγατέρας των διαδίκων. Εφόσον εγειρόταν με την αίτηση τέτοιο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο θα εξέταζε για να διαπιστώσει τα εύλογα έξοδα της θυγατέρας για να τα αντιπαραβάλει με τα έξοδα της κατά το αρχικό διάταγμα και να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε μείωση. Δεν ήταν όμως έργο του να τα διαπιστώσει για να καθορίσει το ποσό της διατροφής ως εάν να επρόκειτο για αίτηση διατροφής και όχι μεταβολής υφιστάμενης διαταγής, όπως ήταν η ενώπιον του περίπτωση. Επομένως, και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 6 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του ότι ο Εφεσείων, μετά το διάταγμα, απέκτησε δεύτερο παιδί με τη νέα του σύζυγο, ότι τα δύο παιδιά του πρέπει να τυγχάνουν ίσης οικονομικής αντιμετώπισης (λόγος έφεσης 8) και ότι η νέα του σύζυγος λαμβάνει χαμηλό εισόδημα και επομένως, επιβαρύνεται ο ίδιος (λόγος έφεσης 9). Με το λόγο έφεσης 10 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι ο Εφεσείων δεν αναφέρθηκε στα έξοδα του δεύτερου του παιδιού, παρά μόνο στα έξοδα του για το νηπιαγωγείο.
Το γεγονός της γεννήσεως του δεύτερου παιδιού του Εφεσείοντα και οι υποχρεώσεις που εκπηγάζουν για τον τελευταίο, είναι παράμετρος που μπορεί να επηρεάζει τη δυνατότητα του να συνεισφέρει για τη διατροφή της θυγατέρας του, που το διάταγμα αφορά. Και αυτό στις περιπτώσεις όπου τα εισοδήματα είναι περιορισμένα και πρέπει να κατανεμηθούν προς ικανοποίηση των αναγκών. Προϋπόθεση βέβαια για να ληφθεί υπόψη το γεγονός είναι να μπορεί να θεωρηθεί ως διαφοροποίηση στις περιστάσεις μετά την έκδοση του διατάγματος. Όχι στη βάση του τυπικού χρονικού προσδιορισμού έλευσης του γεγονότος, αλλά κατά πόσο ήταν παράμετρος που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό του αρχικού διατάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας επισημάνει ότι το δεύτερο παιδί του Εφεσείοντα γεννήθηκε πέντε ημέρες μετά την έκδοση του διατάγματος, την 28.11.2018, ορθά έκρινε ότι ο Εφεσείων, συναινώντας στην έκδοση του, είχε υπόψη του ότι θα αποκτούσε δεύτερο παιδί σε λίγες μέρες. Ασφαλώς και το εκ συμφώνου διάταγμα δεν εκδόθηκε με χρονικό ορίζοντα μερικών μόνο ημερών. Άλλωστε θα άρχιζε από 1.12.2018. Ήταν επομένως στις περιστάσεις της υπόθεσης πρόδηλο ότι το ποσό του διατάγματος καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσείων θα γινόταν πατέρας δεύτερου παιδιού σε λίγες μέρες και θα είχε καθήκον και υποχρέωση διατροφής έναντι και του δεύτερου του παιδιού. Επομένως, ορθά κρίθηκε ότι η γέννηση του δεύτερου παιδιού του Εφεσείοντα δεν συνιστούσε μεταβολή στους όρους έκδοσης του αρχικού διατάγματος.
Η πρωτόδικη προσέγγιση βρίσκει ενίσχυση στη βιβλιογραφία που παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στο σύγγραμμα του Απ. Σ. Γεωργιάδη, «Οικογενειακό Δίκαιο», έκδ. 2014, 666, αναφέρεται ότι: «Το δικαίωμα για μεταρρύθμιση της απόφασης: Κρίσιμα γεγονότα που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής διατροφής καλύπτονται από το δεδικασμένο που θα προκύψει από την απόφαση και δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση νέας αγωγής.», ενώ στο σύγγραμμα των Απ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, «Αστικός Κώδιξ», Έκδ. 1991, 769, αναφέρεται ότι: «Η μεταβολή των όρων διατροφής πρέπει να είναι ουσιώδης και να επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον που καθορίζει η απόφαση ή η ρυθμιστική σύμβαση ως χρόνο έναρξης της διατροφής, και μάλιστα σε χρόνο τόσο μεταγενέστερο ώστε να μην ήταν δικονομικά δυνατόν σ' εκείνον που ζητεί μεταρρύθμιση να προβάλει τη μεταβολή στην αρχική δίκη».
Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται. Ως αποτέλεσμα συμπαρασύρονται σε απόρριψη και οι λόγοι έφεσης 8, 9 και 10.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης, €2.000 πλέον το σχετικό Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
[1] «Το Δικαστήριο δύναται κατόπιν προφορικού αιτήματος να δώσει άδεια για έκδοση κλήσης μάρτυρα με σκοπό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να υπογράψει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (i), ανωτέρω, δήλωση.»
[2] «Όπου οποιοσδήποτε των διαδίκων υποβάλει στο Δικαστήριο τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, αίτηση για να επιτραπεί η προφορική μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα του ιδίου που ένεκα της ιδιότητας του ή του αντικειμένου της μαρτυρίας του δεν υπήρχε η δυνατότητα να κατονομαστεί ενωρίτερα ή να καταγραφεί η κατάθεση του.»
[3] «Το αίτημα καταχωρείται γραπτώς στο Πρωτοκολλητείο με ειδοποίηση προς τους υπόλοιπους διαδίκους και ορίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για προφορική παράσταση σε χρόνο που το Δικαστήριο καθορίζει.
Στο αίτημα καθορίζεται απαραιτήτως το όνομα του διαδίκου ή μάρτυρα του οποίου η προφορική παρουσίαση απαιτείται, εκείνο το μέρος της μαρτυρίας επί της οποίας καθίσταται αναγκαία η προφορική εξέταση, ο λόγος και η αναγκαιότητα της προφορικής εξέτασης ή αντεξέτασης, καθώς και ο χρόνος που απαιτείται για την προφορική αυτή εξέταση.»