ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
EVANGELOU & ANOTHER ν. AMBIZAS AND ANOTHER (1982) 1 CLR 41
Παναγιώτου Aνδρέας ν. Γιαννάκη Iωάννου (1999) 1 ΑΑΔ 917
Volodymyr Demchenko και Άλλος ν. Michael Abou Nassar (2007) 1 ΑΑΔ 1342
Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Πανίκκου Χίννη (2012) 1 ΑΑΔ 1331
Λουκαΐδης Λουκής ν. Πρώτο Θέμα Α.Ε. και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 313
Kayat Trading Ltd ν. Genzyme Corporation (Αρ. 1) (2013) 1 ΑΑΔ 438
Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460
OMEX ENTERPRISES LTD ν. ELIA, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 469/2012, 20/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A384
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014, 8/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D243
Παφίτης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102
Σιακόλα Κωνσταντίνα ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 110
Χατζηξενοφώντος Ανδρέας και Άλλη ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316
Αγαθοκλέους Αγαθοκλής και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 44, ECLI:CY:AD:2014:D66
ΑΝΤΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 162/2014, 2/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B154
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:A403
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2013)
26 Οκτωβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Εφεσείοντα,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητου.
.....
Μ. Πανταζή (κα), για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 23.4.13 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), διά σχετικής απόφασης («η Πρωτόδικη Απόφαση»), απέρριψε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας την Αγωγή 7606/06 («η Αγωγή»), αντικείμενο της οποίας ήταν αξίωση του Ενάγοντα («ο Εφεσείων») εναντίον του Εναγόμενου («ο Εφεσίβλητος») - ως τούτη περιορίστηκε στην εκτύλιξη της υπόθεσης - για ποσό Λ.Κ.3.000,00 (€5.125,80), ως ειδικές αποζημιώσεις (αξία επιδιόρθωσης του οχήματος του), συνεπεία παραβίασης συμφωνίας ή και αμέλειας εκ πλευράς Εφεσίβλητου.
Ήταν παραδεκτό γεγονός στη δίκη ότι ο Εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης του οχήματος μάρκας SAAB, με αριθμό εγγραφής [ ] («το όχημα») και ο Εφεσίβλητος, Διευθυντής τής Latouros Winner Cars Ltd («η Εταιρεία») η οποία ασχολείτο μεταξύ άλλων με την πώληση αυτοκινήτων, και πως κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής οδήγησης του οχήματος «. η μηχανή του . κάηκε» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες που ακολουθούν).
Κατά την εκδοχή του Εφεσείοντα - πρωτοδίκως και εφετειακώς - περί τον Απρίλιο 2006, έπειτα από σχετική συμφωνία με τον Εφεσίβλητο, ο Εφεσείων μετέφερε το όχημα, σε άριστη μηχανική κατάσταση, στις εγκαταστάσεις της Εταιρείας για να πουληθεί και πως ήταν ρητός ή και εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας, ότι ο Εφεσίβλητος θα επεδείκνυε λογική επιμέλεια και φροντίδα διατηρώντας το όχημα και τα εξαρτήματα του, συμπεριλαμβανομένης της μηχανής, στην ίδια καλή κατάσταση που τα είχε παραλάβει. Μολαταύτα, περί τον Μάιο 2006, σε μια δοκιμαστική οδήγηση του οχήματος, ο Εφεσίβλητος παραλείποντας να επιδείξει εύλογη επιμέλεια και φροντίδα προς το όχημα και τα εξαρτήματα του, προκάλεσε την ολοσχερή καύση της μηχανής. Ο Εφεσίβλητος αποδέχθηκε πλήρη ευθύνη και μετέφερε το όχημα σε μηχανικό της επιλογής του, ο οποίος και κοστολόγησε την εργασία του σε Λ.Κ.3.000,00 (για την αλλαγή της μηχανής και τις αναγκαίες προς τούτο εργασίες). Περί τον Ιούλιο 2006, παρ' όλες τις επανειλημμένες οχλήσεις του Εφεσείοντα προς τον Εφεσίβλητο για διευθέτηση «. καταβολής πληρωμής για τη μηχανή .», ο τελευταίος δεν συμμορφώθηκε, με παρεπόμενο το ποσό να πληρωθεί προς τον μηχανικό από τον Εφεσείοντα.
Σύμφωνα με τη θέση του Εφεσίβλητου στη δίκη, κατά τους κρίσιμους χρόνους, τούτος δεν ασκούσε εμπορική δραστηριότητα προσωπικώς αλλά ήταν υπάλληλος ή και αντιπρόσωπος της Εταιρείας ενεργώντας για λογαριασμό ή και εκ μέρους της. Όταν ο Εφεσείων άφησε το όχημα στη «. μάντρα αυτοκινήτων .» της Εταιρείας για να πουληθεί, ο Εφεσίβλητος τού είχε επεξηγήσει ρητώς και απεριφράστως, κάτι που δέχθηκε ο Εφεσείων, ότι άφηνε το όχημα εκεί, με δική του ευθύνη και πως όταν ο Εφεσίβλητος ρώτησε τον Εφεσείοντα αν το όχημα είχε οποιαδήποτε μηχανική βλάβη, αυτός απάντησε αρνητικά. Μερικές μέρες αργότερα, όταν ένας προτιθέμενος αγοραστής οδήγησε το όχημα για σκοπούς δοκιμής - με τον Εφεσίβλητο να ελέγχει πρώτα και να διαπιστώνει πως το όχημα δεν παρουσίαζε κάποια μηχανική βλάβη και ήταν πλήρες από νερό και λάδι - όλως αιφνιδίως «. απεκόπη το κολάνι της μηχανής και η πόμπα του νερού δεν εργαζόταν με αποτέλεσμα να καεί η μηχανή». Ο Εφεσίβλητος υπέδειξε, τηλεφωνικώς, προς τον Εφεσείοντα αρκετούς μηχανικούς που θα μπορούσαν να επιδιορθώσουν το όχημα, με τον Εφεσείοντα ωστόσο, παρότι δήλωσε αρχικώς πως θα επικοινωνούσε μαζί του τις επόμενες ημέρες, να μην το πράττει.
Στη δίκη έδωσε μαρτυρία ο Εφεσείων και δύο άλλοι μάρτυρες - ένας πρώτος εξάδελφος του Εφεσείοντα (ΜΕ1) και ένας άλλος φερόμενα μηχανολόγος («ο ΜΕ2») «. Automobile Engineer Accident Investigator and Road Traffic Accident Reconstractor .» - ενώ ο Εφεσίβλητος δεν προσέφερε μαρτυρία ή κάλεσε μάρτυρες.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την προφορική και γραπτή μαρτυρία - έχοντας υπόψιν και τη δικογραφία - απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και των μαρτύρων του, με επακόλουθο, κρίνοντας προσέτι ότι ο Εφεσείων δεν απέσεισε το αφορών βάρος (και επίπεδο) απόδειξης, την απόρριψη της Αγωγής.
Ο Εφεσείων αντιτίθεται στην Πρωτόδικη Απόφαση με τέσσερεις λόγους έφεσης, διατεινόμενος, αδρομερώς, ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ατεκμηρίωτη τη θέση του πως «. όταν κοπεί το κολάνι της μηχανής σε περίπτωση που γίνει επανεκκίνηση του οχήματος η μηχανή θα καεί .» (λόγος έφεσης 1), ότι εσφαλμένως δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2 «. επειδή δεν προσκόμισε τα διπλώματα μηχανολογίας επειδή δεν τα βρήκε .» (λόγος έφεσης 2), πως κακώς θεώρησε ότι η δοκιμαστική οδήγηση του οχήματος όταν τούτο βρισκόταν στη φύλαξη του Εφεσίβλητου δεν καταδεικνύει αντισυμβατική συμπεριφορά (λόγος έφεσης 3) και πως αστόχως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε αναφορά «. ότι η μαρτυρία του μάρτυρα του Ενάγοντα και του ιδίου έμεινε αναντίλεκτη .» (λόγος έφεσης 4).
Αποτιμήσαμε στην πλήρη του μορφή καθετί που μας τέθηκε.
Το ίδιο πράξαμε και σε σχέση προς την επιμελή αγόρευση των ευπαίδευτων δικηγόρων του Εφεσείοντα.
Ο Εφεσίβλητος δεν καταχώρισε περίγραμμα αγόρευσης, αφού οι δικηγόροι του αποσύρθηκαν μετά από άδεια του Εφετείου επειδή τούτος (κατά τον τότε συνήγορο του) «. ευθύς εξ αρχής δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ενώ έχει καλή υπόθεση και αναγκαστήκαμε με οδηγίες του Σεβαστού Δικαστηρίου σε άλλη σύνθεση να επιδώσουμε και έχουμε προσωπικά επιδώσει στον ίδιο ότι θα ζητήσουμε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθούμε για λόγους που αφορούν τον χειρισμό αλλά και το οικονομικό ζήτημα παράλληλα.». Ο Εφεσίβλητος, καίτοι τού επιδόθηκε νέα ειδοποίηση για τον ορισμό της έφεσης από το Πρωτοκολλητείο (πληροφορώντας τον για την ακρόαση που θα λάμβανε χώραν, όπως και έγινε, την 24.10.22), επέλεξε να μην εμφανιστεί.
Σε πρώτο στάδιο, θα επιληφθούμε, σωρευτικώς, των λόγων έφεσης 1, 2 και 4, και τούτο γιατί αυτοί πλήττουν τα πρωτόδικα ευρήματα και συμπεράσματα ως διαμορφώθηκαν κατά φυσική απόρροια τής κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το αναξιόπιστο της μαρτυρίας και εκδοχής του Εφεσείοντα (και των μαρτύρων του), πτυχή όμως που ο Εφεσείων δεν προσέβαλε, ως έπρεπε, ευθέως και σαφώς με τους περί ων ο λόγος λόγους έφεσης (και το αιτιολογικό που τους συνοδεύει), κάτι που, κατά πάγια νομολογία - και πάντως υπό τις πραγματικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης - καθιστά τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 ως δίχως άλλο μη εξεταστέους και απορριπτέους (Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, Φιλίππου ν. Parkin, Έφεση 12/18, ημ. 6.4.21, Omex Enterprises Ltd και Άλλων ν. Elia, Π.Ε. 469/12, ημ. 20.9.19, ECLI:CY:AD:2019:A384).
Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με δεδομένη την απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστης, ορθώς έκρινε την περί ης ο λόγος θέση του τελευταίου ως μη τεκμηριωμένη, μια που, στην απουσία άλλων νομιμοποιητικών λόγων περί του αντιθέτου, το θεμέλιο της ήταν, ομοίως, απογυμνωμένο αξιοπιστίας. Απέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτά τα σχετικά με ό,τι εδώ ενδιαφέρει:
«....................................
Ο Εναγών δεν μου έδωσε την εντύπωση φιλαλήθους ατόμου και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του. Η θέση του ότι είχε κοπεί το κολάνι της μηχανής κατά την διάρκεια της δοκιμής και το ξαναεκκίνησαν με αποτέλεσμα να καεί η μηχανή και ότι όταν κοπεί το κολάνι σταματά η μηχανή για λόγους ασφαλείας, παρέμεινε ατεκμηρίωτη, διότι δεν στηρίζεται από το ΜΕ2, του οποίου η θέση ήταν ότι δεν σταματά η μηχανή αλλά ανάβει προειδοποιητική λάμπα. Ενώ ο Ενάγων ανέφερε ότι τον Απρίλιο 2006 πήγε το όχημα του στον Εναγόμενο ο ΜΕ2 παρέλαβε, ως η θέση του, το όχημα στο συνεργείο για να το επιδιορθώσει ήδη από το Μάρτιο 2006. Δεν παύει όμως η μαρτυρία του ΜΕ2 να είναι μαρτυρία διά την πλευρά του Ενάγοντας. Γενικά η όλη θέση του Ενάγοντας δεν αντέχει ούτε και στον έλεγχο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας. Θα ανέμενα από ένα σοβαρό άτομο πριν να παραδώσει το όχημα του σε ένα πωλητή που πωλούσε οχήματα στις καφετέριες να συμφωνήσει μαζί του και συγκεκριμένους όρους καθώς και να λάβει τα μέτρα του πως θα προστατεύσει τη περιουσία του την οποία εμπιστεύθηκε σε άτομο του οποίου δεν γνωρίζει το όνομα.
...................................».
Δεν βλέπουμε ευλόγως πεδίο για παρέμβαση μας στα πιο πάνω (και τα οποία άπτονται, βασικώς, του λόγου έφεσης 1).
Εν σχέσει προς το παράπονο του Εφεσείοντα περί μη αποδοχής του ΜΕ2 ως πραγματογνώμονα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε σύντομους, πλην όμως πειστικούς, λόγους για την απόληξη του, προσθέτοντας πως, ακόμη και να δεχόταν τον ΜΕ2 ως πραγματογνώμονα, και πάλι δεν θα ασπαζόταν τη μαρτυρία του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε επί τούτω και τα εξής:
«....................................
Από την ως άνω μαρτυρία προκύπτει ότι κανείς μάρτυρας ήταν παρών, όταν κάηκε η μηχανή του οχήματος, διά να βοηθήσει με τη μαρτυρία του το Δικαστήριο να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα.
Θα πρέπει να αξιολογηθεί συνεπώς η μαρτυρία του ΜΕ2, ο οποίος κατέθεσε στο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμων. Οι εμπειρογνώμονες όπως αποφασίστηκε στην απόφαση Evangelou & another ν. Ambizas and another (1982) 1 CLR 41 προμηθεύουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να αξιολογηθεί η ορθότητα των συμπερασμάτων των. Βασική αρχή είναι ότι «experts give evidence and do not decide the issue» (Phipson on Evidence 12. έκδοση σελ. 486).
Η εμπειρογνωμοσύνη του ΜΕ2 έχει αμφισβητηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία, όμως ο μάρτυς αυτός, καίτοι του ζητήθηκε από το δικηγόρο του Ενάγοντος, δεν προσκόμισε το δίπλωμα του σε ότι αφορά τα ακαδημαϊκά του προσόντα. Βρίσκω συνεπώς ότι ο ΜΕ2 στον τομέα του δεν είναι εμπειρογνώμων.
Ακόμη και να δεχόμουν ότι ο ΜΕ2 είναι μηχανολόγος αυτοκινήτων και ασχολείται με επιδιορθώσεις οχημάτων μάρκας SAAB, αξιολογώντας τη μαρτυρία του, ο ΜΕ2 δεν μου έδωσε την εντύπωση του σοβαρού επαγγελματία και δεν την αποδέχομαι, αφού δεν προμήθευσε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά του κριτήρια, για το πως κατέληξε σε συμπεράσματα για τα αίτια της καταστροφής της μηχανής του οχήματος και δεν τα επεξήγησε ως όφειλε στο Δικαστήριο. Ιδιαίτερα όταν κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν έχει καμία σημασία αν είχε σπάσει το κολάνι της μηχανής και δεν τροφοδοτείτο με νερό η μηχανή.
Αντιφατικός ήταν ο ΜΕ2 και με την αναφορά του ότι όταν παρέλαβε το όχημα, το κολάνι δεν ήταν κομμένο αλλά ήταν φθαρμένο, εκτός θέσεως. Όταν του τέθηκε το Τεκμήριο 2 να σχολιάσει, όπου αναγράφεται ότι «...The engine V/belt was cut off...», o ME2 με υπεκφυγές ανέφερε ότι το κολάνι κόπηκε και έφυγε, θέση που δεν αντέχει στη λογική αλλά και έρχεται σε αντίφαση στη θέση του ΜΕ2 ότι το κολάνι δεν είχε κοπεί αλλά ήταν φθαρμένο.
..................................».
Η συζητούμενη πρωτόδικη απόφανση δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην λελογισμένη παρεμπιπτόντως και υπό τα δεδομένα διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΕ2, αν και κλήθηκε προς τούτο κατά την αντεξέταση, τούτος δεν παρουσίασε «. το δίπλωμα του σε ότι αφορά τα ακαδημαϊκά του προσόντα .», αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες εκφάνσεις της μαρτυριακής και επαγγελματικής του συμπεριφοράς, κατασταλάζοντας πως έτσι κι αλλιώς ο ΜΕ2 απέτυχε να εφοδιάσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο με τα απαιτούμενα εκείνα επιστημονικά κριτήρια ώστε να του επιτρέψει να αποφανθεί δυνητικώς επί του ζητήματος. Είναι σημειωτέο ότι ο μάρτυς κατά την αντεξέταση αμφισβητήθηκε, ως συνάγεται από τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν - και τούτη η αξιολογική μέθοδος είναι θεμιτή αφού δεν είναι απαραίτητο οι θέσεις του αντεξετάζοντος να τίθενται στον μάρτυρα με τον κλασικό τρόπο «Σου υποβάλλω ότι ...» αφού αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους (Παφίτης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 118) - για την υποτιθέμενη πραγματογνωμοσύνη του και την κατοχή του πανεπιστημιακού του τίτλου. Όταν του υποβλήθηκε χωρίς περιστροφές πως δεν κατείχε πτυχίο μηχανολόγου αυτοκινήτων («Automobile Engineer Accident Investigator and Road Traffic Accident Reconstractor»), ο μάρτυς απάντησε «Α. Έχω πολλά πτυχία, αν θέλετε ελάτε να τα δείτε», με τον συνήγορο να τον καλεί να παρουσιάσει το πτυχίο στο οποίο αναφερόταν, με τον μάρτυρα να ανταπαντά «Α. Να σας το στείλομε αν θέλετε δεν υπάρχει πρόβλημα». Μετά από την απάντηση αυτή και την περάτωση της αντεξέτασης ο δικηγόρος του Εφεσείοντα ζήτησε χρόνο «. για την επανεξέταση .» δοσμένου πως παρέμενε ανοικτό ως «. μοναδικό θέμα . το θέμα του πτυχίου». Η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση την 13.7.12, ημερομηνία όμως κατά την οποία ο μάρτυς δεν εμφανίστηκε μολονότι είχε μιλήσει μαζί του ο συνήγορος και ο Εφεσείων. Εκδόθηκε εναντίον του ΜΕ2 ένταλμα σύλληψης το οποίο όμως επιστράφηκε ανεκτέλεστο με επακόλουθο η υπόθεση να επαναοριστεί για την 6.8.12 και ύστερα για την 13.9.12 οπόταν και ο μάρτυς παρουσιάστηκε, με την υπόθεση να ορίζεται για συνέχιση της ακρόασης την 25.10.12, όπου επανεξεταζόμενος αρνήθηκε κατ' ουσίαν να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν (για την παρουσίαση του πτυχίου και για επιβεβαίωση πως είχε «. παρακολουθήσει σεμινάρια»), λέγοντας «. Εγώ νομίζω ότι τέλειωσε η μαρτυρία μου. Δεν έχω να παρουσιάσω οτιδήποτε στο Δικαστήριο . δεν έχω οτιδήποτε να πω στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία μου είναι ότι, οτιδήποτε έχω πει το έδωσα. Παρακαλώ όπως το Δικαστήριο όπως με απαλλάξει διότι έχω συμπληρώσει τη μαρτυρία μου». Επέμενε στη στάση αυτή ο ΜΕ2 και υστερότερα, όταν κλήθηκε, ξανά, να απαντήσει και να παρουσιάσει το επίμαχο πτυχίο.
Με όλα αυτά κατά νουν και χωρίς άλλα πολλά, κατατάσσουμε την υπό ανάλυση προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως δέουσα, πλήρως αιτιολογημένη και συμπλέουσα με συναφή διαχρονική νομολογία. Ο Εφεσείων - αλλά εν τίνι τρόπω και ο ΜΕ2 - είχε το βάρος απόδειξης της πραγματογνωμικής ιδιότητας του εν λόγω μάρτυρα με αρμόζουσα μαρτυρία ως προς τα αφορώντα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και εμπειρικά του προσόντα (Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (Αρ.1) (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 438, 445).
Δεν πέτυχε ο Εφεσείων στο έργο του αυτό, όπως εξάλλου και ο ΜΕ2.
Στην Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 162/14, ημ. 2.5.17, ECLI:CY:AD:2017:B154, το Εφετείο ανέφερε και αυτά ως συγκεφαλαίωση όσων ενεστώτως απασχολούν κατ' αρχήν, με οριζόντια εφαρμογή εννοείται σε ποινικές και πολιτικές υποθέσεις:
«..............................................
Η πραγματογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα μελέτης, πείρας ή εκπαίδευσης (Δέστε Χατζηξενοφώντος κ.ά. v. Aστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 316. Μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία πραγματογνώμονα όταν προέρχεται από επιστήμονα, στα πλαίσια της επιστήμης του (Δέστε Folkes v Chadd (1782) 3 Dong KB157-15.4.13). Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας, χωρίς, κατ΄ανάγκη, να κατέχει τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα εάν έχει μεγάλη πείρα επί του θέματος (Δέστε Ηλιάδη & Σάντη - Το Δίκαιο τη Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, σελ. 575 - 587). Για να καταθέσει κάποιος ως πραγματογνώμονας, πρέπει να καταδείξει ότι κατέχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο (Δέστε Raimonds Polis v Francis (2013) EWCA Crim. 123). Το ζήτημα του ποιος είναι πραγματογνώμονας αποφασίζεται από το Δικαστήριο μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας και αφού εξετάσει τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα, στο συγκεκριμένο θέμα που καλείται να καταθέσει (Δέστε Σιακόλα v Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110 και Yaacoub v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2013, ημερ. 19.3.2014), ECLI:CY:AD:2014:D66. Το ζήτημα της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να αποφασιστεί κατά την προσπάθεια παρουσίασης της σχετικής μαρτυρίας ή ακόμη ευχερέστερα, στο τέλος της υπόθεσης, κατά τη διατύπωση της τελικής ετυμηγορίας, εκτός αν το όλο ζήτημα εξεταστεί στα πλαίσια δίκης εντός δίκης. Το καίριο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι το για ποιο θέμα παρουσιάζεται ο μάρτυρας ως πραγματογνώμονας (Δέστε R. V Clarke (2013) EWCA, Crim. 162).
................................................................................................................».
Τα υιοθετούμε και τα επαναλαμβάνουμε.
Συνεπώς, απορρίπτουμε και τούτη τη θέση του Εφεσείοντα, η οποία αφορά, εν πολλοίς, στον λόγο έφεσης 2.
Αναφορικώς προς τον ψόγο τού Εφεσείοντα (στον λόγο έφεσης 4 και το αιτιολογικό που τον συναπαρτίζει), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να δεχθεί «. την μαρτυρία των μαρτύρων του Ενάγοντα και του ιδίου αφού καμία απολύτως μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από την άλλη πλευρά που να αμφισβητεί την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία έμεινε χωρίς να απαντηθεί από την πλευρά του Εναγομένου», παρατηρούμε πως και αυτή η θέση αντιτίθεται, όχι μόνον προς τη νομολογία (και την κοινή και δικαιική λογική) αλλά και τού περιεχομένου της Πρωτόδικης Απόφασης η οποία καθαρώς επισημαίνει ότι «. η πλευρά του Εναγομένου δεν προσέφερε καμία μαρτυρία .», και πως παρά ταύτα το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ολόκληρη τη μαρτυρία ενώπιον του, έκρινε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και των μαρτύρων που κάλεσε ως μη αξιόπιστη και ταυτοχρόνως ως αναπόδεικτη ή και απρόσφορη, όπως λόγου χάριν προκειμένου να «. αποδείξει τα αναγκαία στοιχεία διά να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της ζημιάς που έχει υποστεί ...».
Δεν υπάρχει άτεγκτη κοινοδικαιϊκή αρχή ότι ελλείψει παρουσίασης μαρτυρίας στη δίκη από αντίδικο, θα πρέπει απαρεγκλίτως να γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία τού διαδίκου που προσφέρει τέτοια μαρτυρία. Απεναντίας, η νομολογία προβλέπει πως όλα ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται - δυνάμει δικαστικής υποχρέωσης ύψιστης σπουδαιότητας - η ολότητα της μαρτυρίας, ασχέτως αν ο αντίδικος εισφέρει ή δεν εισφέρει αντίθετη μαρτυρία ή και καθόλου (Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430, Λαϊκή Ασφαλιστική Λίμιτεδ ν. Ματσούκα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460, 1384-1385, Λουκαΐδης ν. Πρώτο Θέμα ΑΕ και Άλλων (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 313, 323, Demchenko και Άλλου v. Nassar (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342, 1345).
Ούτε ασφαλώς - και το αποτυπώνουμε τούτο παρενθετικώς - επιδρά (στην κανονική πορεία των πραγμάτων), όπως εδώ, στην εφετειακή κρίση εναντίον του (και υπέρ του εφεσείοντα) το γεγονός ότι ένας εφεσίβλητος - όπως κειμένως ο Εφεσίβλητος - επιλέγει να μην εμφανιστεί ή να προωθήσει τις όποιες αντιθέσεις του στην έφεση (Παναγιώτου ν. Ιωάννου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 917, 920).
Επομένως, μήτε και αυτό το επιχείρημα του Εφεσείοντα - σχετιζόμενο προς τον λόγο έφεσης 4 - μπορεί να πετύχει.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται.
Για τον λόγο έφεσης 3 και το προτασσόμενο ως σφάλμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα περί μη απόδειξης αντισυμβατικής συμπεριφοράς από τον Εφεσίβλητο, ο Εφεσείων ισχυρίζεται πως το όχημα παρελήφθη από τον Εφεσίβλητο σε άριστη κατάσταση «... και κατά τη δοκιμαστική οδήγηση κάηκε η μηχανή του ενώ βρισκόταν στη φύλαξη του Εναγόμενου ...» και ότι ο Εφεσίβλητος «... από την υπάρχουσα και μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία που έμεινε αναντίλεκτη αφού δεν έδωσε μαρτυρία ... προκύπτει ότι συμφώνησε με τον Ενάγοντα να πληρώσει τη ζημιά του οχήματος πράγμα που δεν έπραξε».
Αποκλίνουμε με κάθε σεβασμό και από τούτες τις απόψεις του Εφεσείοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε το θέμα ικανοποιητικώς. Είπε:
«.................................................................................................................Δικογραφημένη θέση του Ενάγοντας είναι ότι ο Εναγόμενος θα επιδείκνυε λογική επιμέλεια και φροντίδα, θα διατηρούσε και θα χρησιμοποιούσε το όχημα στην καλή κατάσταση στην οποία το είχε παραλάβει. Ο Ενάγων καταλογίζει στον Εναγόμενο ότι κατά παράβαση της συμφωνίας και/ή επιδεικνύοντας αμέλεια κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής οδήγησης κάηκε η μηχανή. Σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση θα πρέπει πρώτα να απαντηθεί από το Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσο ευθύνεται ο Εναγόμενος διά την καμένη μηχανή του οχήματος του Ενάγοντας. Είναι γεγονός πως δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε άμεση μαρτυρία διαφωτιστική των συνθηκών κάτω από τις οποίες κάηκε η μηχανή.
Άγνωστη, μετέωρη και συνεπώς ατεκμηρίωτη παρέμεινε στο Δικαστήριο η συμβατική παράβαση του Εναγομένου και η αμέλεια του αναφορικά με το όχημα του Ενάγοντος. Η χρήση του οχήματος του Ενάγοντος σε δοκιμαστική οδήγηση (test drive) με συγκεκριμένο πελάτη από μόνη της δεν καταδεικνύει οποιαδήποτε αντισυμβατική συμπεριφορά και/ή η αμέλεια του Εναγομένου. Ούτε όμως και στο δικόγραφο του ο Ενάγων εξειδικεύει οποιεσδήποτε πράξεις και/ή παραλείψεις του Εναγομένου τις οποίες προσπάθησε να αποδείξει κατά την ακροαματική διαδικασία.
Η αρχή του RES IPSA LOQUJTUR δεν είναι δικογραφημένη και δεν θα με απασχολήσει. Εφόσον όμως ο Ενάγων παρουσίασε μαρτυρία δια να αποδείξει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, ο κανών αυτός δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Επίσης ο Ενάγων δεν έχει κατάφερε να αποδείξει τα αναγκαία στοιχεία διά να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της ζημιάς που έχει υποστεί, αφού το Τεκμήριο 2 και οι εκεί αναφορές δεν επεξηγήθησαν στο Δικαστήριο από το άτομο το οποίο το συνέταξε (Elissar International Trading ν. Πανευρωπαϊκής Ασφαλ. Εταιρ. Λτδ, (2006) 1 Α.Α.Δ. 683). Σημειώνω ότι η θέση που καταγράφεται στο Τεκμήριο 2 ότι είχε κοπεί το κολάνι αμφισβητήθηκε από το ΜΕ2.
................................................................................................................».
Όσα ανέλυσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο για τα υπό συζήτηση, δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις προηγηθείσες περί αξιοπιστίας τής μαρτυρίας και εκδοχής του Εφεσείοντα και των μαρτύρων του δικαστικές διαπιστώσεις, αφού, ακριβώς, τούτη η αναξιοπιστία καθόρισε τα ευρήματα που επακολούθησαν, δίχως κιόλας να εγείρεται - και καλώς - ζήτημα αποδοχής μέρους της μαρτυρίας των υπό αναφορά μαρτύρων ως αξιόπιστου και απόρριψη τού υπολοίπου ως αναξιόπιστου αφού η μαρτυρία όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν κρίθηκε ως θεμελιακώς αναξιόπιστη. Επί του θέματος αυτού αποφασίσαμε και τούτα στην Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316:
«.................................................................................................................Η αξιολόγηση του μάρτυρα υπήρξε επαρκώς αιτιολογημένη. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε κατά βάσιν τον μάρτυρα ως αξιόπιστο και προχώρησε να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του ως αληθές (εκείνο που αφορούσε στην ύπαρξη προβλημάτων στο Κατάστημα), θεωρώντας το υπόλοιπο της μαρτυρίας του ως μιασμένο από υποκειμενικότητα προς όφελος του Εφεσείοντα, κατατάσσοντας έτσι την αποδεικτική βαρύτητα της μαρτυρίας του μάρτυρα ως ανεπαρκή για οποιοδήποτε άλλο λόγο πέραν εκείνων που το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε. Τούτη η μεθοδολογία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - και η δυνατότητα που είχε να αποδεχθεί αιτιολογημένως τη μαρτυρία ενός κατά βάσιν αξιόπιστου μάρτυρα και να απορρίψει το υπόλοιπο της - είναι αποδεκτή και αποτελεί (και τούτη) μια ακόμη έκφανση του ευρύτατου πεδίου αξιολογικής δράσης των πρωτόδικων δικαστηρίων (βλ. Περατικού ν Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, ΠΕ 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254, Φάρμα Ρένος Χ'' Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν Χίννη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1331, 1333-1334).
................................................................................................................».
Δεν έχουμε να προσθέσουμε κάτι στα όσα προείπαμε για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός ίσως από το να καταγράψουμε όσα είχαμε την ευκαιρία να υπομνήσουμε προσφάτως στην Badar v. Ηλία, Π.Ε. 17/14, ημ. 25.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A400:
«...................................Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά άλλα στην τρέχουσα ενότητα παρά να θυμίσουμε, μαζί και με κάποια άλλη πρόσφατη νομολογία, ό,τι είχαμε συναφώς την ευκαιρία να εκφράσουμε στην Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437:
«Έχει καταστεί πλέον τετριμμένο - με αμετάβλητη ωστόσο και εξέχουσα τη σπουδαιότητα που η αρχή αυτή εκφράζει - πως μονάχα εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας (κρινόμενα αντικειμενικώς) δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (ή κρίνονται ανυπόστατα ως ουσιωδώς αντιφατικά), μπορεί αναλόγως να υπάρξει εφετειακή επέμβαση (Νεοκλέους ν. Θεοδότου, Π.Ε. 40/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D243, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21), ECLI:CY:AD:2021:A254».
Προσθέτως, στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Π.Ε. 94/13, ημ. 30.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D288, το Εφετείο υπέμνησε για πολλοστή φορά, πως:
«[...]θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. [...] Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».
Δεν είναι η παρούσα, περίπτωση που να καλεί σε αξιολογική ανατροπή.
Επεξηγήσαμε γιατί.
.........................................».
Ούτε και η τρέχουσα περίπτωση δικαιολογεί διάφορη αντίκρυση, και τους λόγους για αυτό τους έχουμε ήδη αποσαφηνίσει.
Απορρίπτουμε και τον λόγο έφεσης 3.
Εν κατακλείδι, ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επειδή ο Εφεσίβλητος δεν προώθησε τις εναντιώσεις του στην έφεση, θεωρούμε ορθό και δίκαιο να μην εκδώσουμε διαταγή για τα έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ