ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Κα Μ. Μιχαήλ για Γ. Βασιλείου ΔΕΠΕ για τον εφεσείοντα κ. Χρ. Χριστοφή για Χριστοφή amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2022-10-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Γ. Μ. Γ. v. Ε. Α. Γ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 13/2021, 20/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2022:29

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 13/2021)

 

20 Oκτωβρίου, 2022

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

 

 

Γ. Μ. Γ.

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

Ε. Α. Γ.

Εφεσίβλητης,

---------

 

Κα Μ. Μιχαήλ για Γ. Βασιλείου ΔΕΠΕ για τον εφεσείοντα

 

κ. Χρ. Χριστοφή για Χριστοφή & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη

-------------------

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.

 

----------------

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.Οι διάδικοι είχαν αποκτήσει από το γάμο τους δύο τέκνα.  Μια θυγατέρα και έναν υιό, οι οποίοι γεννήθηκαν το 2007 και 2010 αντίστοιχα.

 

Ο γάμος τους διαλύθηκε με την έκδοση διαζυγίου στις 19/3/2019.  Τα ανήλικα τέκνα διέμεναν και διαμένουν με την εφεσίβλητη, η οποία έχει τη φύλαξη και φροντίδα τους, ενώ ο εφεσείων διατηρεί δικαίωμα επικοινωνίας με αυτά.

 

Με αίτηση της με αρ. 202/2019 στο Οικογενειακό Δικαστήριο, Δικαιοδοσία Διατροφής, η εφεσίβλητη αξίωσε την καταβολή εκ μέρους του εφεσείοντα, ως συνεισφορά του για τη διατροφή των τέκνων τους το ποσό των €1.475 μηνιαίως ή οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε κρίνει εύλογο το Δικαστήριο.

 

Υπολόγισε τα μηνιαία έξοδα των ανηλίκων, διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, εκπαίδευσης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ψυχαγωγίας στο ποσό των €2.950 παραθέτοντας λεπτομερή προς τούτο κατάλογο για ένα έκαστο αξιούμενο επιμέρους κονδύλι.

 

Υπήρξε η δικογραφημένη της θέση ότι εργάζεται ως νοσηλεύτρια στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ο μισθός της, ο οποίος αποτελεί το μοναδικό της εισόδημα, ανέρχεται στο ποσό των €1.600 μηνιαίως.  Κατά τη μαρτυρία της η οποία δόθηκε στις 12/9/2020 υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης ανέφερε ότι λαμβάνει επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας ύψους €367,09 μηνιαίως από τον Αύγουστο του 2020 και ποσό €330 από ενοικίαση διαμερίσματος της στη Λάρνακα.  Δεδομένου ότι καταβάλλει συγκεκριμένα ποσά μηνιαίως για αποπληρωμή δανείου για την αγορά του διαμερίσματος στο οποίο διαμένει με τα παιδιά της, καθώς επίσης φόρους και κοινόχρηστα για αμφότερα τα διαμερίσματα και το γεγονός ότι έχει επέλθει μείωση και αποκοπή του μισθού της, όπως για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της απομένει ποσό €1.650,52 μηνιαίως.

 

Ο εφεσείων/καθ' ου η αίτηση αμφισβήτησε με την έκθεση υπεράσπισης του την αξίωση της εφεσίβλητης ισχυρισθείς ότι τα εισοδήματα της είναι πολύ υψηλότερα των δηλωθέντων.  Προέβαλε επίσης τη θέση ότι το διαμέρισμα στο οποίο διαμένουν τα τέκνα του και η εφεσίβλητη ανήκει και σε εκείνον και αφότου έφυγε, όταν διαλύθηκε ο γάμος τους, το χρησιμοποιεί αποκλειστικά η εφεσίβλητη χωρίς να εισπράττει ο ίδιος οποιοδήποτε ενοίκιο.

 

Προέταξε τον ισχυρισμό ότι το εισόδημα του ως επιπλοποιού/ξυλουργού είναι περιορισμένο ανερχόμενο στο ποσό των €1.333 μηνιαίως και ότι δαπανά ορισμένα χρηματικά ποσά όταν ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας με τα ανήλικά, και συνεπώς τα ποσά αυτά αποτελούν τη δική του συνεισφορά και αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε άλλο ποσό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόρισε το ποσό του μηνιαίου εισοδήματος του εφεσείοντα σε εκείνο των €2.000, ενώ της εφεσίβλητης στο ποσό των €2.432 και έκρινε ίση την εισοδηματική ικανότητα των διαδίκων.  Αφού εξέτασε και αξιολόγησε τα αξιούμενα ποσά ως έξοδα των τέκνων, καθόρισε τις ανάγκες αυτών στο ποσό των €583 για την Α και €604 για τον Α και εξέδωσε διάταγμα συνεισφοράς του εφεσείοντα στο ήμισυ των ανωτέρω ποσών, ήτοι €292 και €302 σύνολο €594 μηνιαίως.

 

Με έξι λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, οι οποίοι πλήττουν την κρίση για τον καθορισμό αυθαίρετα ως διατείνεται ο εφεσείων του εισοδήματος του, του υπολογισμού των βιοτικών αναγκών των τέκνων και της αναδρομικής ισχύος του διατάγματος διατροφής.

 

Προτού υπεισέλθουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε τις πρόνοιες του περί Σχέσεων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/1990) «ο Νόμος» που διέπει τα ζητήματα διατροφής.  Στο Άρθρο 33(1) αυτού προδιαγράφεται η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός, ενώ το ΄Αρθρο 37 καθορίζει την έννοια της διατροφής η οποία προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου «όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν».  Περιλαμβάνει δε «όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.»

 

Επανερχόμενοι στην εξέταση των λόγων έφεσης ξεκινούμε με τον πρώτο με τον οποίο χαρακτηρίζεται ως αυθαίρετο, εσφαλμένο και βεβιασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το μηνιαίο εισόδημα του εφεσείοντα.

Η εφεσίβλητη είχε ισχυρισθεί ότι τα μηνιαία έσοδα του εφεσείοντα από την εργασία του ανέρχονται στο ποσό των €3.000, ενώ ο δεύτερος δήλωσε πως τα έσοδα του δεν ξεπερνούν τα €1.333.  Καταθέτοντας προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού βεβαίωση η οποία εκδόθηκε από λογιστή.  Το Δικαστήριο με το κάτωθι σκεπτικό προσδιόρισε το εισόδημα του στις €2.000.

 

"O καθ' ου η αίτηση ανέφερε ότι το μηνιαίο εισόδημα του από την εργασία του είναι €1.333 όπως αναφέρεται στη βεβαίωση του λογιστή του που κατέθεσε ως τεκμήριο.  Αρνήθηκε τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι είναι €3.000.  Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι το ποσό των €1.333 είναι αυτό που δηλώνει για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης.  Εύλογα διερωτάται κανείς για τον ακριβή καθορισμό του εισοδήματος του ως αυτοεργοδούμενος στο ποσό των €1.333.  Με τις σκέψεις αυτές, θεωρώ ότι το μηνιαίο εισόδημα του θα μπορούσε να είναι πέραν του ποσού των €2.000.  Εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημα του»

 

Προς αιτιολόγηση της ανωτέρω κρίσης του επικαλέστηκε την Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1(Β) ΑΑΔ 1418 αναφέροντας πως, όπως εκεί κρίθηκε, σε υποθέσεις διατροφής ανηλίκων τέκνων οι γονείς έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών εισοδημάτων τους και όχι μόνο των εξόδων τους και το Δικαστήριο μπορεί να προβαίνει σε έρευνα για υπολογισμό αυτών.

 

Κρίνουμε πως ορθά καταγράφηκε η νομολογιακή αρχή περί της υποχρέωσης αποκάλυψης των εισοδημάτων του κάθε διαδίκου χωρίς να αποτελεί υποχρέωση του ετέρου, να τα αποδείξει.

 

Συνάμα όμως αποτελεί και υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβεί σε πλήρη έρευνα των προσκομισθέντων στοιχείων.  Σχετική η ακόλουθη περικοπή από την ανωτέρω απόφαση:

 

«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δυο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δυο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette [1965] 1 All. E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο καθού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο καθού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ' ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει. (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και   Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή ή την αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.»

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δύο αντικρουόμενες εκδοχές για τα εισοδήματα του εφεσείοντα.  Τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης για εισόδημα €3.000 και εκείνης του ιδίου για €1.333.  Ο τελευταίος προς επίρρωση της θέσης του κατέθεσε σχετική βεβαίωση του λογιστή του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε δέουσα έρευνα των στοιχείων, που είχε ενώπιον του αλλά σε ένα κατ' αποκοπή ποσό, χωρίς αιτιολογία για τον καθορισμό του στο συγκεκριμένο ύψος.  Δεν έχουμε ενώπιον μας το σκεπτικό του, το οποίο οδήγησε στο συμπέρασμα αυτό ή τα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία να το προσδιόριζαν.  Ούτε ανιχνεύονται τέτοια στοιχεία στο μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Όπως πχ. εάν το ποσό των €3.000 ήταν εκείνο το οποίο κέρδιζε ο εφεσείων, όταν ακόμη διέμενε με την εφεσίβλητη ή εάν αυτοεργοδοτούμενοι του ιδίου με τον εφεσείοντα επαγγέλματος κερδίζουν ή αναμένεται να κερδίζουν αυτό το ποσό.  Δεν λησμονούμε την πάγια θέση ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του καθ' ου η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity) (Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E,R, 683, McEwan v. McEwan (1972 2 All ER 708, Δημητρίου (ανωτέρω)].  Εδώ όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ούτε έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα, αναφορικά με τα εισοδήματα του, ούτε εξηγεί πως οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι μπορεί να αυξήσει το εισόδημα του.  Ενδεχομένως, το δηλωθέν ως εισόδημα ποσό να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, πλην όμως η κρίση για το κερδαινόμενο ή αναμενόμενο να αποκτηθεί εισόδημα, έπρεπε να βασιζόταν σε πιο στέρεα ερείσματα, όπως πχ. με τη σύγκριση των μισθών άλλων παρόμοιων επαγγελματιών, ανάλογης ηλικίας με τον εφεσείοντα.

 

Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και συμπαρασύρει και το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου περί ίσης εισοδηματικής ικανότητας των διαδίκων.  Κρίνουμε όμως πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε τα εισοδήματα της εφεσίβλητης,  η οποία παρουσίασε τη μισθοδοσία και έσοδα της τα οποία διαφοροποιήθηκαν μετά την καταχώρηση της αίτησης και τα οποία αποκάλυψε με τη μαρτυρία της χωρίς να τα αποκρύψει.

 

Ορθή κρίνεται επίσης η κατάληξη για τις βιοτικές και άλλες ανάγκες των ανηλίκων.  Το μέτρο με το οποίο καθορίζεται η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951).  Ούτε εντοπίζεται βασιμότητα στο παράπονο του εφεσείοντα πως δεν μπορούν να θεωρηθούν έξοδα των παιδιών τα καταβαλλόμενα για ηλεκτρικό, θέρμανση, νερό κ.α., επειδή σύμφωνα με τον ίδιο, καταβάλλεται ούτως ή άλλως από την εφεσίβλητη η οποία διαμένει στο διαμέρισμα.  Τέτοιος ισχυρισμός είναι αβάσιμος, καθώς μπορεί αφ' ενός η χρήση αυτών των αγαθών να γίνεται και από την εφεσίβλητη, αφ' ετέρου όμως, η κατανάλωση και δαπάνη αυξάνονται ανάλογα με τον αριθμό των προσώπων που διαμένουν σε μια οικία και απολαμβάνουν τις ωφέλειες αυτές.  Τέτοια έξοδα, συμπεριλαμβάνονται στα έξοδα διατροφής όπως έχει ήδη επιβεβαιωθεί στην πρόσφατη νομολογία (ΑΓ ν. ΣΔΤ, Εφ. Αρ. 36/2018 ημερ. 7/5/2020) από την οποία το παρακάτω απόσπασμα:

 

«διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του".  Στην παράγρ. (Ι) του ίδιου άρθρου, σαφώς ορίζει ότι "η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του.".  Συνεπώς η λέξη "διατροφή" δεν αποδίδει την πλατιά έννοια που ο σοφός νομοθέτης φρόντισε επιγραμματικά να αποδώσει.  Η διατροφή, σύμφωνα με την έννοια που δίδει ο νόμος, δεν καλύπτει μόνο τη δαπάνη για την τροφή. Περιλαμβάνει κάθε αναγκαία βιοτική δαπάνη όπως τροφή, στέγη, ντύσιμο, φωτισμό, θέρμανση, ψυχαγωγία, νοσηλείες και φάρμακα, συγκοινωνία, επικοινωνία, έξοδα για γενική μόρφωση και επαγγελματική εκπαίδευση.  Ο νομοθέτης με την διατύπωση του Νόμου καθόρισε τόσο το πλάτος της διατροφής όσο και το επίπεδο της πάντοτε μέσα στα μέτρα του δυνατού (βλ. Κουμάντου Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, 2ος Τόμος σελ. 44 κ.ε) 

 

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, την αρχή πως η απόφαση επί του ποσού της διατροφής δεν μπορεί να προσδιορίζεται με απόλυτους αριθμούς επί των εισοδημάτων και των κονδυλίων, τη μείωση του εισοδήματος του εφεσείοντα από εκείνο το οποίο καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά τονίζοντας πως ο εφεσείων οφείλει να εκπληροί το προς τα τέκνα του καθήκοντα του γονέα, καταβάλλοντας, εφόσον οι ικανότητες του το επιτρέπουν, προσπάθεια για αύξηση του εισοδήματος του (δεν προσφέρθηκε μαρτυρία περί οποιασδήποτε αδυναμίας) κρίνουμε πως έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει το ποσό των €530 μηνιαίως ως συνεισφορά για τη διατροφή των τέκνων του (€260 και €270 αντίστοιχα).

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε βάσιμο λόγο να διαφοροποιήσουμε την έναρξη ισχύος του διατάγματος όπως αυτή καθορίστηκε πρωτοδίκως, ήτοι από 1/9/2019, ορθά αιτιολογημένη ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων δεν κατέβαλε κανένα ποσό διατροφής ούτε προσφέρθηκε να καταβάλει, αρνούμενος οποιαδήποτε τέτοια υποχρέωση.

 

Συνακόλουθα, το εκδοθέν διάταγμα διαφοροποιείται και εκδίδεται διάταγμα €530 μηνιαίως από 1/9/2019.

 

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, κρίνουμε πως είναι εύλογο και δίκαιο, κάθε διάδικος να επωμισθεί τα έξοδα του.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου

 

                                                               Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                                Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο