ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Γ. Πιττάτζης, για τους αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-10-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 125/2022, 7/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D395

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 125/2022)

 

7 Oκτωβρίου, 2022

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ, 2. ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ, 3. ΞΕΝΗ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ, 4. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ ΚΑΙ 5. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ (ΚΑΞΙΣΙΗ) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI Ή ΚΑΙ MANDAMUS

 

KAI

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 22/07/2022 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/06/2022 ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 113/2021 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ 43Α ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥΟ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ Ε162/2021 ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΕΝΤΙΜΗΣ ΚΑΣ ΕΛΕΝΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22/07/2022

 

--------- 

 

Γ. Πιττάτζης, για τους αιτητές.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Oι αιτητές είναι οι συνιδιοκτήτες ενός εστιατορίου στο Παραλίμνι, το οποίο είχαν ανεγείρει σε πολύ μεγαλύτερης αξίας ακίνητο τους.  Στις 16.12.2015 εκμίσθωσαν το εστιατόριο στην A.X. NIKOLA Bros Ltd με όρο ανανέωσης μέχρι την 31.12.2020, αλλά και όρο ότι οι αιτητές θα δικαιούνταν να πωλήσουν το ακίνητο και να τερματίσουν την ενοικίαση.  Σε τέτοια περίπτωση οι ενοικιαστές υποχρεούνταν να παραδώσουν την κατοχή. 

 

Η περίοδος ενοικίασης έληξε, αλλά και το ακίνητο πωλήθηκε από τους αιτητές οι οποίοι ζήτησαν την κατοχή του εστιατορίου, όμως οι ενοικιαστές παρέλειψαν ή και αρνήθηκαν να την παραδώσουν. 

 

Οι αιτητές καταχώρισαν αγωγή για την κατοχή του εστιατορίου, την οποία διεκδίκησαν και με ενδιάμεση αίτηση.  Συγκεκριμένα ζήτησαν:

(Αιτητικό Α) Ενδιάμεσο διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγόμενους «να εισέρχονται ή και κατέχουν το εστιατόριο» και

(Αιτητικό Β) Ενδιάμεσο διάταγμα που να επιτρέπει στους αιτητές «να λάβουν την αποκλειστική κατοχή και χρήση του εστιατορίου».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη από το Εφετείο (Ζανέττου κ.α. ν. A.X. Nikola Bros Ltd κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. Ε162/2021, ημερ. 31.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:A226), με την εξής κατάληξη:

 

«Εν κατακλείδι.

         Η έφεση γίνεται αποδεκτή.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.

Αποφαινόμαστε (κατά διακριτική ευχέρεια) - με βάση τις εξουσίες που διατηρούμε δυνάμει του Άρθρου 25(3), Ν.14/60 για έκδοση οιουδήποτε διατάγματος «. το οποίον αι περιστάσεις της υποθέσεως δικαιολογούν .» σε αντικατάσταση της συναφούς πρωτόδικης κρίσης κατά την εφετειακή διάγνωση (Ζena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) A.A.Δ. 1848, 1857, Κοσμά ν. Χατζηκυπρή και Άλλων (20001(Α) Α.Α.Δ. 169, 175-177) - πως (υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης), συντρέχουν τα απαραίτητα (στο Άρθρο 32, Ν.14/60) για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ως το αιτητικό Α στην Αίτηση, ώστε και κατά το ισοζύγιο της ευχέρειας, να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των Εφεσειόντων μέχρι εκδίκασης της Αγωγής ή και μέχρι νεοτέρας διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, που ταχύτατα αναμένουμε ότι θα εκδικάσει την Αγωγή (Σταυράκης και Άλλου ν. Δήμος Λευκωσίας (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 731, ECLI:CY:AD:2015:A213, 739).

Η έκδοση διατάγματος ως το αιτητικό Β της Αίτησης, δεν καθίσταται απαραίτητη αφού τα όσα επιδιώκονται διά αυτού, επιτυγχάνονται με το απαγορευτικό διάταγμα.

Ως χρόνος υπακοής των Εφεσίβλητων στο απαγορευτικό διάταγμα καθορίζεται περίοδος 7 ημερών από την ημερομηνία τής προς αυτούς επίδοσης του διατάγματος

 

Στη συνέχεια οι αιτητές, επί τη βάσει της εν λόγω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξασφάλισαν με μονομερή τους αίτηση στις 30.6.2022, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, άδεια για να εκδώσουν ένταλμα ανάκτησης της κατοχής του εστιατορίου (writ of possession) (Δ.43Α). 

 

Όταν οι αιτητές εξέδωσαν τέτοιο ένταλμα οι εναγόμενοι επεδίωξαν, με βάση τις πρόνοιες της Δ.48 κ.8(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, και πέτυχαν την ακύρωση του στις 22.7.2022. 

 

Το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης ήταν ότι, σύμφωνα με το λεκτικό της Δ.43Α, η έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής προϋποθέτει απόφαση ή διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η παράδοση της κατοχής της ακίνητης περιουσίας.  Στην προκειμένη περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέδωσε τέτοιο επιτακτικό διάταγμα παράδοσης της κατοχής στους ενάγοντες, αλλά απαγορευτικό διάταγμα μη εισόδου και κατοχής του επίδικου εστιατορίου από τους εναγόμενους.  Τούτο διότι έκρινε ότι το πρώτο δεν ήταν αναγκαίο εν όψει του γεγονότος ότι ο σκοπός των εναγόντων (νυν αιτητών) επιτυγχάνετο με την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος, εφόσον με την απαγόρευση της εισόδου και της κατοχής στους εναγόμενους, οι ενάγοντες ουσιαστικά θα αποκτούσαν την κατοχή.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέδωσε διάταγμα που να διατάσσει την ανάκτηση κατοχής, ή την παράδοση της περιουσίας από τους εναγόμενους, στην οποία αναφέρεται η Δ.43Α.  Έστω και αν η τελική συνέπεια του εκδοθέντος απαγορευτικού διατάγματος θα ήταν η απομάκρυνση των εναγομένων από το εστιατόριο και συνακόλουθα η ανάκτηση κατοχής του από τους ενάγοντες, η ίδια η φύση του εκδοθέντος διατάγματος είναι διακριτή από αυτή του διατάγματος ανάκτησης κατοχής, ή του διατάγματος παράδοσης ακίνητης περιουσίας, κατέληξε το κατώτερο δικαστήριο.

 

Με την σκοπούμενη αίτηση certiorari επιδιώκεται να προσβληθεί η παραπάνω απόφαση, διότι παρουσιάζει έκδηλο νομικό λάθος και εκδόθηκε καθ'  υπέρβαση δικαιοδοσίας, εφόσον ακύρωσε και ματαίωσε την εκτέλεση και εφαρμογή διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση Ε162/2021, καταστρατηγώντας την ιεραρχία των κυπριακών δικαστηρίων και την αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου ή και δεδικασμένου και διαπράττοντας παρακοή του προσωρινού διατάγματος που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο και καταφρόνηση του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε ουσιαστικά ως εφετείο του εαυτού και ως τριτοβάθμιο δικαστήριο (πάνω από το Ανώτατο Δικαστήριο) και ματαίωσε και εξουδετέρωσε το προσωρινό διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου και απειλείται άμεσα η έννομη τάξη.  Το κατώτερο δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τη Δ.43Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Τις θέσεις αυτές επανέλαβε αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών, ενημερώνοντας το δικαστήριο ότι οι αιτητές έχουν ήδη καταχωρίσει αίτηση παρακοής, επί τη βάσει του προσωρινού διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσο εναντίον των εναγομένων, κάτι που φαίνεται και στην απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, όσο και εναντίον της ευπαίδευτης Προέδρου η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη αυτή απόφαση. 

Άλλα και με την σκοπούμενη αίτηση επιχειρείται να εισαχθεί ζήτημα παρακοής εκ μέρους της Προέδρου προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και καταφρόνησης τούτου, με τρόπο ώστε να υπονοείται ποινικής φύσεως ευθύνη. 

 

Στην υπόθεση Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.ά, ημερ. 15.12.2017, λέχθηκαν τα εξής, με αναφορά στο Άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154:

«Το άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 έχει ως εξής:

 

«15. Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο Κώδικας αυτός προνοεί ρητά για το αντίθετο, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, και αν ακόμη η πράξη έγινε με υπέρβαση της δικαστικής τους εξουσίας ή αν ακόμη υφίστατο νομική υποχρέωση για διενέργεια της πράξης που παραλείφθηκε

[.]

Οι σκοποί που προορίζεται να εξυπηρετεί το άρθρο 15 του Κεφαλαίου 154 είναι άμεσα συνυφασμένοι με τη δικαστική ιδιότητα και την ίδια τη φύση των καθηκόντων που επιτελεί δικαστικός λειτουργός. Η προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας προς το δημόσιο συμφέρον - και όχι απλώς η κατοχή της δικαστικής έδρας προς εξυπηρέτηση ατομικού οφέλους Δικαστή - αγγίζει τη ρίζα διασφάλισης της απρόσκοπτης και χωρίς φόβο επιτέλεσης του δικαστικού έργου και συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο στήριξης του κράτους δικαίου.»

 

Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα Άρθρα 133.10 και 153.10 του Συντάγματος, τα οποία, αν και αναφέρονται ρητά στον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και στον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντιστοίχως, κωδικοποιούν την ήδη εκ του κοινού δικαίου προϋπάρχουσα, ως θεμελιακή εγγύηση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ασυλία των δικαστών για πράξεις ή γνώμες κατά την ενάσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων. 

 

Το Άρθρο 153.10 του Συντάγματος, πανομοιότυπο με το Άρθρο 133.10, διαλαμβάνει ως ακολούθως:

  

«10. Aποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του προέδρου ή οιουδήποτε δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου δια πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων

 

 

Συνεχίζει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ερωτοκρίτου:

 

«Εξ αρχής, κατά το κοινοδίκαιο, είχε αναγνωριστεί ασυλία των δικαστών έναντι απαιτήσεων για αποζημιώσεις για πράξεις που λαμβάνουν χώρα κατά την εκτέλεση ή ενάσκηση των καθηκόντων τους, έστω και αν γίνονται καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ή ακόμα και κακόπιστα (βλ. Sirros v. Moore (1974) 3 All E.R. 776, Mireles v. Waco 502 U.S. 9 (1991)). Εξ ίσου σαφές όμως είναι ότι η σχεδόν απόλυτη αυτή προστασία, δεν αφορά τις περιπτώσεις εκείνες που οι πράξεις δεν είναι δικαστικής φύσης, ήτοι όπου ο δικαστής δεν ενεργεί υπό τη δικαστική του ιδιότητα (βλ. Mireles (ανωτέρω) με αναφορά στις υποθέσεις Forrester v. White, 484 U.S. at 227-229 και Stump v. Sparkman 435 U.S. at 360). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Australian Judiciary, second edition, H.P. Lee and Enid Campbell, Cambridge University Press, σελ. 219, υπό τον τίτλο «Acting Judicially»:

 

«Judges do not qualify for any immunity from legal liabilities when they act in a purely private capacity: for example, when a judge drives a motor vehicle home from a social gathering in a state of intoxication or publishes a novel which is defamatory. Equally, a judge is not entitled to any immunity from legal liability if he or she does something without any colour or judicial authority for example, if a judge solicits or accepts a bribe in relation to a case before the judge. While the judge in such a situation may be immune from liability in respect of the decision made in the case, he or she is not immune from prosecution for the criminal conduct involved in soliciting or accepting a bribe (Yeldham v. Rajski 18 NSWLR 48, 58-9, 65-6, 68-9).»

 

Οι αρχές αυτές έχουν ακριβώς κωδικοποιηθεί σε πρόνοιες διαφόρων πρώην αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας - και έτσι απαντώνται στο άρθρο 15 του δικού μας Ποινικού Κώδικα - και σε αντίστοιχες πρόνοιες σε Κώδικες στην επικράτεια της Αυστραλίας εξ ου και η υπόθεση Fingleton. Αναφορικά με αντίστοιχες πρόνοιες του άρθρου 15, αναφέρονται ειδικότερα τα ακόλουθα στο προαναφερθέν σύγγραμμα The Australian Judiciary, σελ. 223:

 

«Section 19 of Tasmania's Criminal Code and s. 39 of the Northern Territory's Criminal Code absolve judicial officers from any criminal responsibility for anything done or omitted to be done by them when their acts are done in excess of their judicial authority, and even when they are bound to do the act omitted to be done; however, these provisions do not immunize judicial officers against liability for crimes such as accepting a bribe.»

 

Τα πιο πάνω αποτυπώνονται  και στην ίδια την Fingleton (ανωτέρω) - στο μέρος που αφορά την εξέταση της έκτασης της προστασίας που καλύπτει το άρθρο 30 του Ποινικού Κώδικα της Queensland - όπου αναφέρεται ότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν τυγχάνουν καμίας προστασίας σε σχέση με ζητήματα ποινικής ευθύνης για εξωδικαστική συμπεριφορά και ακόμη, σε σχέση με δικαστική συμπεριφορά, υπάρχουν σαφώς καθορισμένα περιθώρια παροχής προστασίας. Αναφέρεται μάλιστα ως ξεκάθαρο παράδειγμα το άρθρο 120 του εν λόγω Κώδικα όπου η δικαστική διαφθορά συνιστά αδίκημα και δεν τυγχάνει καμίας προστασίας κάτω από το άρθρο 30 του υπό αναφορά Κώδικα.

 

Ολοκληρώνοντας επί του προκειμένου, σημειώνουμε, προς επίρρωση των πιο πάνω, ότι η μια εκ των κατηγοριών στην οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας, της δωροληψίας, τρίτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, εδράζεται στις σχετικές πρόνοιες του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου του 2000Ν. 23(ΙΙΙ)/2000(η Σύμβαση).

 

Για τους σκοπούς της Σύμβασης, ο όρος «δημόσιος αξιωματούχος» «νοείται με αναφορά στον ορισμό της λέξης «αξιωματούχος», «δημόσιος λειτουργός, «δήμαρχος», «υπουργός» ή «δικαστής» ο οποίος δίδεται στο εθνικό δίκαιο του Κράτους στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο ασκεί την αρμοδιότητα αυτή και όπως εφαρμόζεται στο ποινικό του δίκαιο.».

 

 

      Η διαχωριστική γραμμή είναι σαφής.  Ο δικαστής δεν μπορεί να τελεί υπό την απειλή ή το φόβο λήψης δικαστικών μέτρων εναντίον του για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, έστω και αν γίνονται καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ή ακόμα και κακόπιστα.  Η απόλυτη αυτή ασυλία δεν επεκτείνεται σε πράξεις που δεν είναι δικαστικής φύσεως, όταν δηλαδή ο δικαστής ενεργεί υπό την προσωπική του ιδιότητα και ιδιαίτερα όταν ενεργεί εντελώς αντιδικαστικά, αποδεχόμενος λ.χ. δωροδοκία. 

 

Η δικαστική λοιπόν ασυλία δεν έχει σκοπό να προστατεύσει το πρόσωπο του δικαστή, ως άτομο, αλλά αποτελεί λειτουργικό εχέγγυο της ελεύθερης άσκησης των καθηκόντων του, στα πλαίσια που επιβάλλει ο όρκος του για απονομή της δικαιοσύνης χωρίς φόβο για τις συνέπειες της δικαστικής του κρίσης.

 

      Ποια σχέση έχει η δικαστική ερμηνεία με αιτιολογημένη απόφαση στην οποία κατέληξε η ευπαίδευτη Πρόεδρος, με τις παραπάνω καταστάσεις που θα μπορούσαν να άρουν τη δημοσίου συμφέροντος δικαστική ασυλία, ώστε με την αίτηση να της αποδίδεται καταφρόνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου;        Το ζήτημα δεν είναι φραστικό.  Όπως προκύπτει από τη δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου των αιτητών, αυτοί έχουν ήδη καταχωρίσει αίτηση παρακοής εναντίον της.

 

 

      Εν προκειμένω, η ευπαίδευτη Πρόεδρος ασκώντας την ελεύθερη, ως απαραίτητο στοιχείο ενός κράτους δικαίου, δικαστική της κρίση ερμήνευσε με τέτοιο τρόπο το διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε τούτο να μην καλύπτεται από τις πρόνοιες της Δ.43Α οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

«1. (1) Where a judgment or order of a Court for the recovery or delivery of possession of any immovable property is sought to be enforced by a writ of possession, the writ may be issued by leave of the Court or a Judge obtained on an ex parte application by the plaintiff supported by an affidavit. The affidavit shall be in Form 39C and the writ in Form 39D.»

 

Θεώρησε ειδικότερα ότι στο διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν περιλαμβανόταν επιτακτική διαταγή για ανάκτηση ή παράδοση (recovery or delivery) της κατοχής του εστιατορίου.  Επρόκειτο για απαγόρευση επέμβασης στο εστιατόριο.  Θεώρησε περαιτέρω ότι όσο και αν θα μπορούσε, εάν οι εναγόμενοι συμμορφώνονταν, στην πράξη το αποτέλεσμα να ήταν το ίδιο, τώρα που δεν συμμορφώθηκαν, οι δυνατότητες που παρέχονται είναι διαφορετικές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επιτακτικό διάταγμα εν τη εννοία της Δ.43Α κ.1(1).  Αυτή ήταν η ερμηνεία που έδωσε το κατώτερο δικαστήριο. 

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ.127:

«Είναι πάγια η νομολογιακή θέση ότι το διάταγμα Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης - το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός βεβαίως στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπο κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής ή συνταγματικής δικαιοσύνης.  Πέραν των λόγων αυτών χωρεί η έκδοση Certiorari όποτε το δικαστήριο ενεργεί και αποφασίζει χωρίς ο νόμος να του έχει απονείμει σχετική δικαιοδοσία ή όταν υπερβαίνει τα όρια της

 

Εν προκειμένω, δεν αποκαλύπτεται οποιοσδήποτε λόγος υπό  την παραπάνω έννοια.  Εάν υπάρχει σφάλμα, είναι σφάλμα ερμηνείας του διατάγματος του Εφετείου.  Θα πρέπει άλλωστε να υπομνησθούν τα λεχθέντα στην υπόθεση Ελληνικά Πετρέλαια Κύπρου Λτδ ν. Gkinis Petrol Station Limited, Πολ. Έφ. Αρ. 109/2012, ημερ. 20.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A257, στην οποία διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να εισέρχονται και να επεμβαίνουν σε πρατήριο πετρελαιοειδών και διάταγμα με το οποίο διατάσσονταν να άρουν την παράνομη επέμβαση και διαχείριση του πρατηρίου, δεν είχαν το νόημα ότι αποκαθιστούσαν την κατοχή των εφεσιβλήτων, αλλά απλώς απέκλειαν τους εφεσείοντες από την κατοχή και διαχείριση του πρατηρίου.  Τούτο επί του σκεπτικού ότι «τα διατάγματα ομιλούν αφ'  εαυτών και περιορίζονται στα όσα ρητώς αναφέρουν».  Είναι φανερό το ερμηνευτικό πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει το κατώτερο δικαστήριο. 

Αντιμετωπίζοντας το δε, δεν ενήργησε ως Εφετείο του εαυτού του, ή χωρίς εξουσία, όπως του αποδίδεται.  Στην περίπτωση της Δ.48 κ.8(4), όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο επανέρχεται σε διάταγμα που έχει εκδώσει μονομερώς, δεν πράττει τούτο υπό την έννοια ενός επανελέγχου εφετειακής φύσεως, αλλά για να αναθεωρήσει τα πράγματα, αφού ακούσει και τις θέσεις της άλλης πλευράς, προς αποκατάσταση της θεμελιακής αρχής της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem (δικαίωμα ακρόασης και της άλλης πλευράς).  Αυτή την έννοια έχει λ.χ. η διαδικασία όταν μονομερή διατάγματα ορίζονται επιστρεπτέα (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Rock Amour Estate Company Ltd κ.α., Πολ. Αιτ. Αρ. 139/22, ημερ. 5.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:D394).

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                            

                                                          T.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/φκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο