ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A401
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 105/2020)
26 Οκτωβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
NAVARINO WINE LODGE LIMITED
Εφεσείοντες
ν.
T.C.N. HOLDING COMPANY LTD
Εφεσιβλήτων
....
Αίτηση ημερ. 25/11/21
Δ. Βάκης για Πύργο, Βάκης LLC, για την αιτήτρια/εφεσίβλητη
Α. Παπαχαραλάμπους για Κούσιος, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την καθ' ης η αίτηση/εφεσείουσα
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Στις 30/3/2020 το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Τμήμα Λευκωσίας, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας με την οποία διέτασσε την ανάκτηση κατοχής διώροφης οικοδομής στη Λευκωσία, για σκοπούς κατεδάφισης της, της οποίας ενοικιαστής είναι η εφεσείουσα. Η ίδια η απόφαση ανέστειλε το διάταγμα μέχρι 1/4/2020 και ακολούθως από μήνα σε μήνα μέχρι και την 30η Οκτωβρίου 2020 νοουμένου ότι η εφεσείουσα θα κατέβαλλε μηνιαίο ενδιάμεσο όφελος ύψους €2.221,18 από 1/4/2020.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την εναντίον της απόφαση με την υπ' αρ. 105/2020 έφεση την οποίαν καταχώρησε στις 5/5/2020. Στις 20/5/2020 καταχώρισε ενώπιον του Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση, αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μέχρι αποπερατώσεως της έφεσης. Η αίτηση απορρίφθηκε και έτσι η εφεσείουσα ενεργοποιώντας τις διατάξεις της Δ.35 θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καταχώρισε στις 6/10/20 αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης στο Εφετείο, το οποίο μετά από εκδίκαση της αποφάσισε την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της εφεσείουσας και συνεπώς διέταξε «.. αναστολή εκτέλεσης της επίδικης απόφασης, δηλαδή του διατάγματος ανάκτησης κατοχής της επίδικης οικοδομής μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση, υπό τον όρο ότι η Εφεσείουσα θα συνεχίζει να καταβάλλει προς την Εφεσίβλητη μηνιαία από 1.11.2020 και την 1η ημέρα κάθε επόμενου μήνα, με επτά μέρες χάρη, ενδιάμεσο όφελος €2221,18. ..». 'Εκρινε δε, πως υπό τις περιστάσεις δεν ενδείκνυτο η διαταγή για «παροχή άλλης εγγύησης από την εφεσείουσα, εφόσον η δυνατότητα κατεδάφισης παραμένει εξασφαλισμένη.»
Με την κρινόμενη αίτηση η εφεσίβλητη αξιώνει έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να αναθεωρείται το εκδοθέν στις 30/10/20 διάταγμα αναστολής και επίσης διάταγμα ακύρωσης του.
Την αίτηση συνοδεύει η ένορκη δήλωση του Θ. Πίττα, διευθυντή και μετόχου της εφεσίβλητης. Αναφέρει με αυτήν πως τα γεγονότα που είχε εκθέσει στην ένσταση του όταν επιδιωκόταν από την εφεσείουσα η αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος ανάκτησης, υποστηρίζουν και αυτήν την αίτηση του και τα επαναλαμβάνει. Κρίνουμε πως η παράθεση και επανάληψη τους είναι αχρείαστη αφού είχαν εκτεθεί και ληφθεί υπόψη από το Εφετείο όταν αυτό εξέδωσε την απόφαση αναστολής εκτέλεσης.
Προσφέρει ως νέα όπως τα χαρακτηρίζει γεγονότα, την προσπάθεια εκποίησης του ακινήτου από την εταιρεία Gordian Holdings Ltd, στο εξής η «Gordian" ενυπόθηκο δανειστή, η οποία είχε αποστείλει στις 2/3/21 ειδοποιήσεις τύπου «Ι» και «ΙΒ» δυνάμει του Άρθρου 44 Γ(1) και 44 Δ(2) αντίστοιχα του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτου Νόμου 9/1965. Παρά το ότι αμφισβητεί το δικαίωμα της Gordian επί του δανείου τους το οποίο συνήψε με την Τράπεζα Κύπρου και το ύψος αυτού και έχει καταχωρήσει σχετική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιζητώντας σχετικά διατάγματα, ωστόσο δεν πέτυχε παγοποίηση της διαδικασίας πλειστηριασμού.
Με συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε στις 27/9/2022 αναφέρεται πως η «Gordian» προχώρησε με αποστολή ειδοποίησης τύπου «ΙΑ» δυνάμει του Άρθρου 44 Γ(2) ορίζοντας την πώληση του ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό στις 25/5/22. Λόγω μη ύπαρξης ενδιαφερόμενου αγοραστή για την επιφυλαχθείσα τιμή, το ακίνητο δεν πωλήθηκε. Αποτελεί την πεποίθηση της εφεσίβλητης όπως εκφράζεται μέσω των ενόρκων δηλώσεων, πως εάν της επιτραπεί η κατοχή του ακινήτου και η αξιοποίηση του, τότε θα σταματήσει και η διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης ενώ η περαιτέρω καθυστέρηση στην αξιοποίηση του ακινήτου θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την εφεσίβλητη και ενδεχομένως τη μη επιβίωση της, λόγω των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν και του γεγονότος πως ενόψει της πανδημίας δεν παράγει ικανοποιητικό εισόδημα για αποπληρωμή των οφειλών της.
Η εφεσείουσα ενίσταται στην χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας θεωρώντας την αίτηση καταχρηστική και αβάσιμη και εισηγείται πως η νομική βάση της αίτησης δεν παρέχει δικαίωμα στην εφεσίβλητη να αξιώνει αναθεώρηση και ακύρωση προηγούμενης απόφασης του Εφετείου ούτε παρέχεται ευχέρεια στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να αναθεωρήσει και ακυρώσει προηγούμενη του απόφαση.
Νομικό έρεισμα της αίτησης αποτελούν οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 θ.4-16, 18 και 19, Δ.48 θ. 11-3, 9 και 11 ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 (4/1996) Κ. 3 και 4, ο περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 1983 (2/1983), το Κοινοδίκαιο, η Νομολογία, οι γενικές και συμφυείς εξουσίες και η πρακτική του Δικαστηρίου και οι αρχές της επιείκειας.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης προς τον οποίον ετέθη το ερώτημα από την έδρα για το ποια είναι η δικαιοδοτική βάση που στηρίζει το αίτημα του, απάντησε πως δεν υπάρχει εξειδικευμένη νομική βάση, πλην της γενικής αρχής που ετέθη με τη νομολογία πως τα προσωρινά διατάγματα είναι ανά πάσα στιγμή αναθεωρήσιμα.
Η αίτηση της εφεσίβλητης, μπορούμε εξ αρχής να πούμε ότι στερείται οιουδήποτε νομοθετικού δικαιοδοτικού και συνταγματικού ερείσματος.
Οι επικαλούμενες από το συνήγορο της αποφάσεις (Avila Management Services v. Frantisek Stepanek and Others (2012) 1 AAΔ1403, Λοϊζίδης ν. ΚΧ Περατικός Λτδ, Πολ Αίτηση 32/2019, ημερ. 17/4/2019), ECLI:CY:AD:2019:D149 , οι οποίες δικαιολογούν κατά την άποψη του την αξίωση της, αφορούσαν τροποποίηση εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, το οποίον και υπό προϋποθέσεις παρέχει τέτοια δυνατότητα, δεν εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση και εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί δικαιοδοτικό βάθρο της αίτησης. Δεν παραγνωρίζουμε πως κάθε Δικαστήριο περιλαμβανομένου και του Εφετείου, έχει τη δυνατότητα να διορθώσει απόφαση του εφόσον η διόρθωση αφορά σε γραμματικό λάθος σύμφωνα με τη Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έννοια όμως που περιορίζεται σε λάθη που προκύπτουν από παράλειψη του Δικαστηρίου να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στην κατά τα άλλα αναντίλεκτη πρόθεση του (Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 ΑΑΔ 179, Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1101, ΧΧΧ Ποιηταρίδη ν. ΑΝΟΡA INVESTMENTS LTD, Πολ. Έφεση αρ. 260/11 ημερ. 21/12/18). Τα αναφερθέντα στην τελευταία απόφαση μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και τα υιοθετούμε.
«..... Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εφαρμόζεται εκεί και όπου διαφανεί ότι μια απόφαση, έστω σε επίπεδο Εφετείου, είναι άκυρη λόγω παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, όπως, για παράδειγμα, η διεξαγωγή δίκης στην απουσία ειδοποίησης διαδίκου περί της διαδικασίας. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυνατό το επανάνοιγμα της υπόθεσης και η αποκατάσταση της δικαιοσύνης, (Βογαζιανός ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1577, Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, κ.ά.). Το κατάλοιπο εξουσίας και η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχονται αρωγοί μόνο εκεί όπου η χρήση τους είναι αναγκαία για τη λειτουργία του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου. Και δεν μπορούν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα θεμελιακές, (Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122 και Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235).»
Εκείνο που ουσιαστικά επιζητεί η εφεσίβλητη είναι την επέμβαση σε απόφαση του Εφετείου καλώντας το Εφετείο να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία δεν προβλέπεται στο νομοθετικό μας σύστημα.
Όπως σημειώθηκε στην Κορέλλης (ανωτέρω) «αν θεωρητικά, το Εφετείο μας είχε τη συμφυή εξουσία να ακυρώνει ή τροποποιεί προηγούμενη απόφαση του, και την εφάρμοζε, αυτό θα σήμαινε πως μπορεί να επεμβαίνει για να τροποποιεί ή ακυρώνει όχι μόνο μια φορά την απόφασή του αλλά και περισσότερες για διάφορους λόγους, που πιθανόν να προκύπτουν μετά την έκδοση της».
Η ουσία της σκέψης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω), είναι η προσήλωση των Δικαστηρίων στην εφαρμογή του Συντάγματος και των Νόμων, ειδικότερα του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου, όπως προβλέπει το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος. Υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο σε έκνομη πορεία.
Σημειώνουμε, απαντώντας στην εισήγηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης περί ύπαρξης νέων γεγονότων μετά την έκδοση της απόφασης, ήτοι τη διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου, πως αυτά δεν αφορούν αφ' ενός τη διαφορά των εμπλεκομένων διαδίκων και αφ' ετέρου ήταν ήδη γνωστά κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και της επίδικης αίτησης, όπως η ύπαρξη δανείων για εξασφάλιση των οποίων ενεγράφη υποθήκη επί του επίδικου ακινήτου. Ουσιαστικά η τύχη του ακινήτου ενόψει των δανείων τα οποία δεν εξυπηρετούντο, όπως η παραδοχή στις ένορκες δηλώσεις και της υποθήκης ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη και αναμενόμενη. Το επιχείρημα της εφεσίβλητης πως εάν ακυρωθεί η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και της επιτραπεί να έχει την κατοχή του, τότε η «Gordian» δεν θα προχωρήσει στη διαδικασία εκποίησης του, αποτελεί μια αίολη εικασία χωρίς οποιοδήποτε αποδεικτικό και βάσιμο υπόβαθρο. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο κ. Πίττας αναφέρει στην ένορκη του δήλωση που συνοδεύει την κρινόμενη αίτηση, ήδη από τις 30/6/2020 ημερομηνία συνάντησης του με λειτουργούς της Τράπεζας, οι τελευταίοι του είχαν εκφράσει τις ανησυχίες τους για τη μη καταβολή των δόσεων για εξόφληση του δανείου.
Ενόψει των ανωτέρω, η αξίωση της εφεσίβλητης δεν μπορεί να επιτύχει.
Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €2.000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
/ΚΑς