ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D364
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 145/2022)
23 Σεπτεμβρίου, 2022
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ. Σ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 11, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 44 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ - ΚΕΦ. 155
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 02/08/2022 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 2368 ΧΡ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
________________________________________
Γ. Πολυχρόνης για Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ και Β. Ακάμας για Βίκτωρ Φ. Ακάμας ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
______________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-tempore)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα Αίτηση ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το σκοπό ακύρωσης του Εντάλματος Σύλληψης, ημερ. 2/8/2022 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από ένορκη δήλωση του Σ. Μάου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή.
Ως λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση οι ακόλουθοι:
(Α) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης εξεδόθη κατόπιν έκδηλης πλάνης Νόμου και/ή προφανή υπέρβαση δικαιοδοσίας, λόγω του ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε, προκειμένου να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα και χωρίς να πληρούνται σωρευτικά οι αναγκαίες προϋποθέσεις που τίθενται από τα Άρθρα 18 και 19 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
(Β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης στερείτο δικαιοδοσίας και/ή υπερέβη τη δικαιοδοσία του δεδομένου ότι δεν τήρησε και/ή υπερέβη τα όρια που θέτει η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, εφόσον η Αστυνομία δεν παρουσίασε ικανή μαρτυρία για την αναγκαιότητα σύλληψης.
(Γ) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης εξεδόθη κατόπιν δόλου και/ή αποτελεί προϊόν απόκρυψης και/ή μη συμπερίληψης από μέρους του αιτούντος ουσιωδών στοιχείων που ήταν γνωστά στον ενόρκως δηλούντα, δεδομένου ότι ο Αστυνομικός που ορκίστηκε για την έκδοση του δεν πήγε με καθαρά τα χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου.
(Δ) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας εφόσον δεν ζητείτο για τον εκ του Νόμου προβλεπόμενο σκοπό, ήτοι τη διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά για να παρέμβουν οι Κυπριακές Αρχές να διακόψουν τη διερεύνηση της υπόθεσης από τις Βρετανικές Βάσεις.
Στην Ένορκη Δήλωση του ο Αιτητής αρχικώς αναφέρεται στα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν της έκδοσης του προσβαλλόμενου Εντάλματος Σύλληψης ως ακολούθως:
Στις 2/8/2022 και περί ώρα 02:30 π.μ. ο Αιτητής μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο (Ε. Ε.), συνελήφθηκαν από την Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων ως ύποπτοι για τα αδικήματα της συνομωσίας για διάπραξη κακουργήματος (Άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος (Άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
Την ίδια ημέρα, 2/8/2022, ο Αιτητής και το άλλο πρόσωπο οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο των Βρετανικών Βάσεων στην Επισκοπή, όπου το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων για προσωποκράτηση τους για δύο ημέρες.
Στις 2/8/2022, περί τις 18:12 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, μετά από Αίτηση της Αστυνομίας Κύπρου, εξέδωσε το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης εναντίον του Αιτητή.
Στις 3/8/2022, ενώ ο Αιτητής βρισκόταν στα Κρατητήρια της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων, πριν λήξει το διάταγμα προσωποκράτησης του, η Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων τον συνέλαβε εκ νέου εκτελώντας το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τεκμήριο 1), το οποίο είχε πιστοποιηθεί (certified) στη βάση διαδικασίας της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων.
Στις 4/8/2022 ο Αιτητής μεταφέρθηκε από την Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων στο Δικαστήριο των Βρετανικών Βάσεων στην Επισκοπή για σκοπούς έκδοσης του και παράδοσης του στη Δημοκρατία, με βάση τα προβλεπόμενα στη σχετική Αγγλική Νομοθεσία, Offenders Removal and Detention Ordinance 2016 (Τεκμήριο 4)[1].
Ο Αιτητής επικαλείται τη μαρτυρία που έδωσε ο επικεφαλής της υπόθεσης Αστυνόμος και Αναπληρωτής Διευθυντής της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων Κ. Πέτρου στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου της Επισκοπής κατά τις 4/8/2022, η οποία αφορούσε την προσαγωγή του Αιτητή εντός 24 ωρών από τη σύλληψη του ενώπιον του Δικαστηρίου και για να αποφασιστεί κατά πόσο αυτός συγκατατίθεται ή όχι στο αίτημα της Κυπριακής Αστυνομίας για έκδοση του στην Κυπριακή Δημοκρατία (removal hearing). Ειδικότερα προβάλλεται ότι η δήλωση του ενόρκως δηλούντα στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας της Δημοκρατίας για έκδοση Εντάλματος Σύλληψης, ότι οι Κυπριακές Αρχές ζήτησαν την έκδοση του Αιτητή και αναμένεται σύντομα η έκδοση του, «διαψεύδεται κατηγορηματικά από τα όσα ο μάρτυρας της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων, Αστυνόμος κ. Κωνσταντίνος Πέτρου, κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο της Επισκοπής στις 04/08/22».
Αποτελεί ισχυρισμό του Αιτητή ότι «η συγκεκριμένη αυτή δήλωση του ενόρκως δηλούντα προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατά τη διαδικασία που η Αστυνομία αιτείτο την έκδοση Ε.Σ εναντίον του Αιτητή, είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου, μολύνοντας τα γεγονότα που περιέβαλλαν την Αίτηση της Αστυνομίας, ώστε ανυπόστατα να καταδείξει την αναγκαιότητα της έκδοσης του επίδικου Ε.Σ, παρασύροντας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήδη έχει γίνει το αίτημα της Αστυνομίας προς τις Βρετανικές Βάσεις και έχει συμφωνηθεί και η παράδοση τους».
Το υπόλοιπο μέρος της Ένορκης Δήλωσης του Αιτητή αποτελεί επανάληψη και υιοθέτηση των νομικών λόγων που παρατίθενται στην Έκθεση.
Έχω διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής, μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων του, έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στην εκτεταμένη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:A586, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).»
Είναι δεδομένο από τη νομολογία (Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 212, Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινωφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1018 και Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, 285) ότι η νομιμότητα εντάλματος σύλληψης ή έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari και μάλιστα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα ενός τέτοιου εντάλματος (Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ GEORGIOU, Πολιτική Αίτηση Αρ. 122/2021, ημερ. 24/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:D273).
Για την έκδοση εντάλματος σύλληψης απαιτούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, εύλογη υπόνοια πως πρόσωπο διέπραξε αδίκημα και αναγκαιότητα σύλληψής του. Όπως τονίστηκε από το Χατζηχαμπή, Δ. στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Μάρθας Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17:
«Ο δικαστής δεν ενεργεί μηχανικά σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη του τις συνέπειες του εντάλματος σύλληψης και να ικανοποιείται απόλυτα ότι υπάρχει τόσο η εύλογη υπόνοια όσο και η αναγκαιότητα για τη σύλληψη. Έχει σε σωρεία υποθέσεων υποδειχθεί η σημασία των αρχών αυτών και δεν πρέπει να υποτιμάται ακόμα και στην ελάχιστη των υποθέσεων.»
Αφού λοιπόν ικανοποιηθεί για τη συνδρομή της πρώτης προϋπόθεσης, το Δικαστήριο προχωρά «στο δεύτερο στάδιο της έρευνας, η οποία αποσκοπεί στη διαπίστωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του [εντάλματος σύλληψης] αναγκαία ή επιθυμητή» (Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυκάρπου (ανωτέρω)).
Εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή ότι πουθενά στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Σύλληψης δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε σε σχέση με την αναγκαιότητα της σύλληψης του Αιτητή και ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε τα δύο απαιτούμενα κριτήρια για την έκδοση εντάλματος σύλληψης ουσιαστικά ως ένα θεωρώντας ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του ήταν λογική και απόρροια της εύλογης υποψίας εναντίον του Αιτητή που περιεχόταν στην ένορκη δήλωση».
Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της, ιδιαίτερων, περιστατικών. Η υποστηρικτική ένορκη δήλωση, που συνοδεύει αίτημα προς έκδοση εντάλματος σύλληψης, θα πρέπει να προσεγγίζεται και να εξετάζεται στην ολότητά της και, σε καμία περίπτωση, αποσπασματικά και μικροσκοπικά. Ό,τι έχει σημασία, εν προκειμένω, δεν είναι, κατ' ανάγκη, η ρητή επίκληση από τον ενόρκως δηλούντα της αναγκαιότητας έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης και η ειδική αναφορά σε κινδύνους στην περίπτωση που παραμείνει ελεύθερος, όπως ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, καταστροφής τεκμηρίων ή ενδεχόμενης απόδρασης του Αιτητή, αλλά η παράθεση τέτοιων πρωτογενών γεγονότων και στοιχείων τα οποία να δίδουν βάση για τέτοιο ενδεχόμενο και να στοιχειοθετούν λογικά την αναγκαιότητα κράτησης.
Στην υπόθεση Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094, εξετάσθηκαν οι απαιτήσεις του ΄Αρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος και του Άρθρου 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Πέραν της εκτενούς ανάλυσης της βασικής προϋπόθεσης απόδειξης του στοιχείου της «εύλογης υπόνοιας», εξετάσθηκαν και απαντήθηκαν τα ζητήματα της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος και αιτιολογίας του. Κατέληξε ως ακολούθως ο Δικαστής Καλλής, εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (σελ. 1103-1104):
«Τα επόμενα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι κατά πόσο,
(α) τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούσαν ή όχι την έκδοση του εντάλματος αναγκαία (βλ. Πολυκάρπου, πιο πάνω), και
(β) κατά πόσο το ένταλμα είναι αιτιολογημένο όπως απαιτείται από το αρ. 11.3 του Συντάγματος.
Ως προς το πρώτο ερώτημα έχουμε την άποψη πως οδηγός για τον προσδιορισμό της αναγκαιότητας είναι η φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων. Θεωρούμε ότι η σοβαρότητα και η φύση των αδικημάτων καθιστούσαν αναγκαία την έκδοση του επίδικου εντάλματος.»
Τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Παναγιώτου (ανωτέρω) θεωρώ ότι ισχύουν και στην υπό κρίση περίπτωση.
Η σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων τα οποία αφορούσαν σε συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, είναι δεδομένη. Τα όσα προηγήθηκαν της σύλληψης του Αιτητή και ακόμη ενός προσώπου και ο εντοπισμός στον Πειραιά από τις Ελληνικές Αρχές εμπορευματοκιβωτίου προερχομένου από το Γκουαγιακίλ του Ισημερινού με τελικό προορισμό το λιμάνι Λεμεσού, στο οποίο ανακαλύφθηκαν επιμελώς κρυμμένες συσκευασίες που περιείχαν κοκαΐνη βάρους 17 κιλών περίπου και η ελεγχόμενη παράδοση που ακολούθησε σε συνεννόηση με την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών, ακριβώς επιμαρτυρούν τη φύση και τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Ο Αιτητής και ακόμη ένα πρόσωπο ήταν τα άτομα που φέρονται να επιχείρησαν να εξασφαλίσουν τις πιο πάνω συσκευασίες, που στο μεταξύ είχαν αντικατασταθεί με ομοιώματα στο πλαίσιο της ελεγχόμενης παράδοσης που διενεργήθη, μετά την άφιξη του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου στο λιμάνι Λεμεσού και τη μεταφορά του σε αποθήκη εταιρείας που ήταν ο τελικός παραλήπτης αυτού, σε έδαφος των Βρετανικών Βάσεων.
Όπως τονίσθηκε στην Παναγιώτου (ανωτέρω), έτσι και εδώ, η φύση και η σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων καθιστούσαν αναγκαία την έκδοση του επίδικου Εντάλματος Σύλληψης[2].
Η συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, το πρώιμο στάδιο στο οποίο αυτές ευρίσκοντο μετά και τον εντοπισμό του Αιτητή και τρίτου προσώπου και η ανάγκη για πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης, επέβαλλαν και την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Σύλληψης.
Όσον αφορά τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων ως λόγου αγνώστου στο Νόμο, αυτά, με κάθε σεβασμό, οφείλονται σε παρανόηση. Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο Αιτητής, ενόψει και της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (ανωτέρω), αφορούσαν στη διευκόλυνση ανακρίσεων ως λόγου αγνώστου για την έκδοση εντάλματος έρευνας, όχι εντάλματος σύλληψης που είναι η υπό κρίση περίπτωση (Αναφορικά με την Αίτηση του Neil Lee Cook (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1268).
Ο δόλος και η ψευδορκία αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης κατώτερου δικαστηρίου, όταν, όμως, πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων[3]. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604:
«..an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amounting to a confession by such person.» (βλ. επίσης In Re Charalambous (1985) 1 CLR 746).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης όπου, δηλαδή, έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας στη διαδικασία που έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου των Βάσεων και τα οποία επικαλέστηκε ο Αιτητής, δεν μπορούν να στηρίξουν τέτοιο ζήτημα. Ακόμη και να θεωρούντο ως μια αντίθετη εκδοχή δεν θα ήταν, σε καμία περίπτωση, επιτρεπτή η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη στα ανάλογα ευρήματα.
Υπό το φως όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, η υπό κρίση Αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] Δέστε Άρθρο 7(3) του Offenders Removal and Detention Ordinance 2016, το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:
"(3) The person must be brought before the Resident Judge's Court as soon as practicable (the "initial hearing"), and in any event not more than 24 hours after the arrest."
[2] Δέστε επίσης, Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 131/2021, ημερ. 27/10/2021.
[3] Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Μιχαηλίδου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/2019, ημερ. 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:D256 όπου, μεταξύ άλλων, τονίσθηκαν και τα εξής: «. θα πρέπει τέτοια ψευδορκία ή δόλος να τίθενται στα πλαίσια της αίτησης certiorari ως αποδεδειγμένα ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα και δεν μπορεί το δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία να προβεί σε αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και σε ευρήματα για τον ένα ή τον άλλο ισχυρισμό ...»