ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D370
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.109/2022
(iJustice)
29 Σεπτεμβρίου, 2022
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Ε. Χ. ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
Kαι
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 77(Ι)/1997 ΤΗΝ 5/5/2022 ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΗΣ Τ. Ε. ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 206/22 ΣΤΙΣ 05/05/2022
------------------
N.Xαραλαμπίδου, (κα), για την Αιτήτρια
Χ.Παπαχριστοδούλου με Κλ.Πλατύ και Φρ.Χαραλάμπους (κα), για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ, για τον Καθ' ου η Αίτηση
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 21/6/2022 παραχωρήθηκε άδεια για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης για σκοπούς έκδοσης προνομιακού εντάλματος certiorari.
Τα γεγονότα, σύμφωνα ΅ε την ΄Εκθεση που συνοδεύει την αίτηση είναι τα εξής: Ο καθ' ου η αίτηση, σύζυγος της αιτήτριας, καταχώρησε στις 5/5/2022 την μονομερή αίτηση υπ' αρ. 206/22 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος για υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση της αιτήτριας και την έκδοση σχετικής γνωμάτευσης, στη βάση του άρθρου 10(3)(α) του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου, Ν. 77(Ι)/97, («ο Νόμος»). Η αίτηση συνοδευόταν από την ένορκη δήλωση του καθ' ου η αίτηση στην οποία περιλαμβάνετο αριθμός ισχυρισμών επί των οποίων στήριζε το αίτημα του. Η αίτηση ορίστηκε την ίδια ημέρα και ο επιλαμβανόμενος αυθημερόν την αίτηση, Επαρχιακός Δικαστής, εξέδωσε διάταγμα εξέτασης της αιτήτριας και εκτίμησης της κατάστασής της.
Η αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση αρνείται τα όσα της καταλογίζει ο καθ' ου η αίτηση και τονίζει την κακόπιστη και καταχρηστική από πλευράς του, όταν αποτάθηκε μονομερώς, συμπεριφορά. Μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στην απουσία της, χωρίς η ίδια να ακουστεί, καθώς και ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν προέβη σε δική του διαπίστωση, ως προς το κατά πόσο η αιτήτρια ήταν σε θέση να καταθέσει ενώπιόν του.
Η άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση της δια κλήσεως αίτησης (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της E.X., Πολ. Αιτ. 92/22, 21.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:D257, απόφαση Σάντη, Δ,)[1] δόθηκε για λόγους που παρατίθενται στο κείμενο της απόφασης, ως αφορώντες σε ζητήματα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο ενήργησε κατά παράβαση των ΄Αρθρων 10(Ι)(ζ) και 10(3)(9) του Νόμου αλλά και των ΄Αρθρων 11 και 30 του Συντάγματος, στην ύπαρξη κακοπιστίας, εκφοβιστικών και αλλότριων κινήτρων εκ μέρους του καθ΄ου η αίτηση, στο αναιτιολόγητο και αδικαιολόγητο της έκδοσης του Διατάγματος, το οποίο εξεδόθη χωρίς να ακουστεί η αιτήτρια, στην απουσία δέουσας αιτιολογίας της επίδικης δικαστικής απόφασης (τεκμ.8), στην έλλειψη κατεπείγουσας ανάγκης έκδοσης του διατάγματος (δίχως μάλιστα να διαταχθεί από το κατώτερο Δικαστήριο η επίδοση της επίδικης αίτησης προς την αιτήτρια) και στην ύπαρξη κατάχρησης της διαδικασίας, καθότι ένα μήνα προηγουμένως ο καθ΄ου η αίτηση καταχώρισε άλλην αίτηση στην οποία εκδόθηκε μονομερώς όμοιο διάταγμα χωρίς και πάλι να ακουστεί η αιτήτρια.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτήτρια, το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέλειψε να ικανοποιηθεί ότι η αιτήτρια είχε σοβαρή ψυχική διαταραχή εν τη εννοία του Νόμου, ότι ο σύζυγος της ήταν τω όντι προσωπικός της αντιπρόσωπος εφόσον βρίσκονταν σε κάποιου είδους διάσταση, ότι υπήρξε παράλειψη επίδοσης σ΄αυτήν, της αίτησης, και μη προβληθέντες λόγοι επείγουσας κατάστασης, ως καθορίζεται στο Νόμο.
Η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση δίδει άλλην εκδοχή των πραγμάτων, εμμένοντας στη βασιμότητα και ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος. Χρήσιμο δε είναι να παραθέσουμε τα σημεία ένστασης του, όπως συνοψίζονται στη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε με οδηγίες του Δικαστηρίου. Κατά τη θέση του υπήρξε παραπλάνηση του Δικαστηρίου, κατά τη λήψη της αδείας. Δεν είναι το ΄Αρθρο 10(1)(ζ) που εφαρμόζεται αλλά το ΄Αρθρο 10(3)(α) και το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε κατά πάντα χρόνο εντός της δικαιοδοσίας του αφού δεν βασίστηκε μόνο στο ότι ο καθ΄ου η αίτηση ζήτησε την άμεση εξέταση για να λάβει η αιτήτρια τη φαρμακευτική της αγωγή, αλλά εξέδωσε το επίδικο διάταγμα αιτιολογημένα, βάσει των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του, κυρίως το ότι η αιτήτρια δεν λάμβανε τη φαρμακευτική της αγωγή και είχε επιθετικές τάσεις.
Θα πρέπει να γίνει εκτενής αναφορά τόσο στην ένορκη δήλωση που είχε στηρίξει την αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, μέρος του τεκμ.7, όσο και στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερ. 5.5.2022, τεκμ.8. Από το τεκμ.7 παραθέτουμε αυτούσιες τις παραγράφους 5 και 6:
«5. Οι λόγοι για τους οποίου υποβάλλεται η αίτηση είναι οι ακόλουθοι: είναι διεγνωσμένη με ψυχική διαταραφή (παράνοια). Παρακολουθείται από ψυχίατρο αλλά δεν λαμβάνει τα φάρμακα της. Πριν ένα μήνα, 28.3.22 έβγαλα ξανά ένταλμα και εξετάστηκε από ψυχίατρο του Νοσοκομείου ΄Εγκωμης, ώρα 1-2. Της χορηγήθηκε το ενέσιμο HALDOL και υποσχέθηκε ότι κάθε μήνα θα έβαζε την ένεση σε συνεννόηση με τη ψυχίατρο της. Την προηγούμενη βδομάδα δεν παρουσιάστηκε στη γιατρό λέγοντας ότι δεν πρόκειται να βάζει την ένεση. Κυκλοφορεί χωρίς φαρμακευτική αγωγή με ότι συνεπάγεται αυτό και για την ίδια αλλά και για τα ανήλικα παιδιά που βιώνουν στο σπίτι ψυχολογική βία (φωνές, νεύρα, παράνοιες, εντάσεις). Παρακαλώ όπως παραπεμφθεί επειγόντως σε κυβερνητικό ψυχίατρο ώστε να της παραχωρηθεί άμεσα η φαρμακευτική αγωγή.
6. Η πιο πάνω συμπεριφορά του υπό αναφορά προσώπου δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στον ίδιο και στα πρόσωπα που βρίσκονται γύρω του σε βαθμό επικινδυνότητας και καθιστούν την εξήγηση του/της κατεπείγουσα. Ως εκ τούτου ζητώ όπως η παρούσα αίτηση εξεταστεί σήμερα ή εν πάση περιπτώσει το συντομότερο δυνατό και εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα».
Σύμφωνα με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου τεκμ.8, αναφέρεται πως το Δικαστήριο έκανε αποδεκτό αίτημα του αιτητή για εξέταση της αίτησης του αυθημερόν αντί στο χρόνο που κανονικά προνοείται από τον Κανονισμό 13 λόγω του κατεπείγοντος. Ως εκ τούτου θεώρησε ότι δικαιολογείται η μη επίδοση της αίτησης. Στη δε παράγραφο 6 της απόφασης αναφέρεται η θέση του καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια αρνείται να εξεταστεί για το σκοπό εξασφάλισης ψυχιατρικής γνωμάτευσης. Τελικά δε, κρίνεται δικαιολογημένη η έκδοση του διατάγματος για άμεση εξέταση και εκτίμηση της κατάστασης της και έκδοσης της ψυχιατρικής γνωμάτευσης σχετικά με την αναγκαιότητα προς αυτή της παροχής ψυχιατρικής νοσηλείας.
Το άρθρο 10 του Νόμου επί του οποίου βασίστηκε η αίτηση για την έκδοση του διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης, προβλέπει τα εξής:
10.(1) Η διαδικασία για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας είναι η ακόλουθη:
(α) Υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ασθενούς για την έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας ασθενούς. Σε περίπτωση που ο προσωπικός αντιπρόσωπος δεν υποβάλει αίτηση ή δε δύναται να εντοπιστεί, την αίτηση υποβάλλει η αστυνομία ή κοινωνικός λειτουργός·
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) η αίτηση υποστηρίζεται από ψυχιατρική γνωμάτευση σχετικά ΅ε την αναγκαιότητα της παροχής νοσηλείας βάσει του παρόντος άρθρου·
(γ) το διάταγμα προσωρινής νοσηλείας έχει διάρκεια μέχρι είκοσι οκτώ μέρες ·
(δ) το δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ορίζει ημερομηνία κατά την οποία εξετάζει κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η έκδοση διαρκούς νοσηλείας·
(ε) αν το δικαστήριο κρίνει, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στο εδάφιο (δ) πιο πάνω, ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία δε συνιστάται η έκδοση διατάγματος διαρκούς νοσηλείας, τότε ο ασθενής αφήνεται ελεύθερος. Αν όμως το δικαστήριο κρίνει ότι ο ασθενής πρέπει να κρατηθεί σε κέντρο για σκοπούς νοσηλείας, τότε εκδίδει διάταγμα διαρκούς νοσηλείας:
Νοείται ότι αν ο υπεύθυνος ψυχίατρος κρίνει ότι ο ασθενής δε χρήζει περαιτέρω νοσηλείας, δύναται να τον απολύσει, προτού εκπνεύσει η διάρκεια του διατάγματος προσωρινής νοσηλείας, αφού δώσει έγκαιρη ειδοποίηση προς το δικαστήριο·
(στ) το διάταγμα διαρκούς νοσηλείας είναι για αρχική περίοδο μέχρι 2 μηνών και δύναται να ανανεώνεται βάσει των προνοιών του άρθρου 11·
(ζ) κατά την έκδοση κάθε διατάγματος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα μαρτυρία πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς και όταν αυτός δεν εντοπίζεται, τις απόψεις του κοινωνικού λειτουργού, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής·
.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ασθενής αρνείται να εξεταστεί για σκοπούς προσκόμισης της ιατρικής γνωμάτευσης που απαιτείται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ισχύουν οι πιο κάτω διατάξεις:
(α) Ύστερα από αίτηση από οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για άμεση εξέταση και εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς και έκδοσης της σχετικής γνωμάτευσης, το οποίο στη συνέχεια θα αναφέρεται ως διάταγμα εξέτασης.
Για την έκδοση διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης είναι ορθό ότι απαιτείται η υποβολή αίτησης η οποία διέπεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς οι οποίοι ισχύουν σε σχέση με κάθε αίτηση που γίνεται στο πλαίσιο του Νόμου.
Πρόκειται για τους περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2009, (Δ.Κ.4/2009) οι οποίοι προβλέπουν:
«12. Κάθε αίτηση αναγκαία να επιδοθεί ή την οποία το Δικαστήριο διατάσσει όπως επιδοθεί σε πρόσωπο ή πρόσωπα ή οποιαδήποτε υπηρεσία του κράτους, επιδίδεται τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον προβλεπόμενο τρόπο από τους εκάστοτε σε ισχύ Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
13. Εκτός αν άλλως διατάξει το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής προς αυτό προφορικής εισήγησης του αιτούμενου προσώπου, επικαλούμενο επείγοντες λόγους, κάθε αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, ορίζεται από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και ανάλογες οδηγίες, σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.
14. Εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο, κάθε αίτηση επιδίδεται τουλάχιστον 10 καθαρές ημέρες πριν από την ημερομηνία που είναι αυτή ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, κάθε δε κλητήριο προς μάρτυρα, επιδίδεται τουλάχιστον 7 καθαρές ημέρες πριν την ημερομηνία που η αίτηση είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου.
15. Η διαδικασία που ακολουθείται κατά την ορισθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου ημερομηνία για εξέταση κάθε αίτησης είναι ανάλογη με τη διαδικασία που ακολουθείται στις πολιτικές αγωγές».
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», του Π. Αρτέμη, Πρώτη Έκδοση 2004, σελ. 114, τα προνομιακά εντάλματα έχουν εισαχθεί στη νομική ΅ας τάξη από την Αγγλία. Μέσω του εντάλματος certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο εποπτεύει και ελέγχει τα κατώτερα δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιεσδήποτε αποφάσεις, διαταγές ή διαδικασίες ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, οι οποίες λαμβάνονται ή ασκούνται καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους. Είναι θεμελιωμένο ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, η οποία αποτελεί αντικείμενο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Καλλιόπης Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634 αναφέρθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα, καταφανές στο πρακτικό, του Δικαστηρίου. Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου εξετάζεται και τότε ΅όνο η απόφασή του ακυρώνεται, εάν προκύπτει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη νόμου πρόδηλη στο πρακτικό προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση ή λήψη της απόφασης ΅ε δόλο ή ψευδορκία ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Pastellopoulos v. Republic (1985) 1 A.A.Δ. 165 και Christofi & Others v. Iacovidou (1986) 1 Α.Α.Δ. 236) Η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν συνιστά υποκατάστατο της Δευτεροβάθμιας Διαδικασίας ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθούν. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται το ένταλμα certiorari ούτε ως έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε ως μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται. Αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας μιας απόφασης και όχι της ορθότητάς της - (βλ. Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Global Consolidator Public Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 464 και Μαρία Αρτεμίου κ.α. ν. Erin Resources S.A. κ.α. Πολ. Έφ. 104/2013, 124/2013, (2014)1A A.A.Δ, 55).
Με βάση τις πιο πάνω Αρχές θα πρέπει να εξεταστεί εάν το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξεδόθη καθ΄υπέρβαση της δικαιοδοσίας του ως αντιτιθέμενο στο Νόμο, και δη στο ως άνω ΄Αρθρο 10(3), στους σχετικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς ή κατά παράβαση των Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης, ως εξηγεί η πλευρά της αιτήτριας με λόγους που εν πολλοίς είναι επάλληλοι.
Ο πυρήνας των λόγων αυτών μπορεί να προσδιοριστεί σε δύο βασικά ζητήματα:
(α) στο λόγο που από τη μαρτυρία στο Επαρχιακό Δικαστήριο προσδιορίστηκε ως αναγκαίος για την έκδοση του διατάγματος, και
(β) στο λόγο για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης ή των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Είναι θέμα λογικής σειράς να ξεκινήσω από την εξέταση του θέματος (β) ανωτέρω.
Θα συμφωνήσω με τη θέση της πλευράς της αιτήτριας ότι από τη διαδικασία που καθορίζει το ΄Αρθρο 10 του Νόμου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ως άνω Διαδικαστικού Κανονισμού που απαιτούν την κατά κανόνα επίδοση οποιασδήποτε αίτησης, υπό το φως επίσης του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 6 της ΕΣΔΑ, προκύπτει διασφάλιση του δικαιώματος του προσώπου σε σχέση με το οποίο επιδιώκεται η έκδοση υποχρεωτικής εξέτασης, ως προς την επίδοση σε αυτόν της αίτησης, ώστε να κατοχυρώνεται το δικαίωμα ακρόασης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της αίτησης για έκδοση διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης. Αυτό τονίστηκε στην υπόθεση Μαρία Οικονομίδου κ.ά. Πολ.΄Εφ.327/2014, 23.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A112, η οποία αφορούσε τόσο διάταγμα για υποχρεωτική εξέταση όσο και για ψυχιατρική νοσηλεία:
«Αποτελεί θεμελιακό κανόνα του δικαϊκού μας συστήματος ότι κανείς δεν δικάζεται χωρίς να ακουστεί. Αρχή δικαίου η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα «audi alteram partem». Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ο νομοθέτης επιτρέπει την παρέκκλιση από τον παραπάνω κανόνα και την έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες συναρτώνται με το επείγον της περίπτωσης ή όπου υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις (βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6)».
Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί που εδώ απασχολούν προβλέπουν για την υποβολή αίτησης και τον ορισμό της σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών μεταγενέστερα, εκτός εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αίτηση είναι επείγουσα. Επομένως, με τον καθορισμό του τύπου αυτού, δεν εξυπακούεται και δικαιοδοσία, χωρίς άλλο, να προβεί το δικαστήριο στη μονομερή εξέταση της αίτησης, η οποία τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο θα ικανοποιηθεί πως δικαιολογείται η παράκαμψη του παραπάνω κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, για επείγοντες λόγους. Αυτό προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των Κανονισμών 13 και 14 που προνοούν, για την επίδοση της αίτησης, «εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο», και για τον ορισμό της αίτησης, τουλάχιστον 21 μέρες μετά την καταχώρηση της, «εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο» κατόπιν επίκλησης επειγόντων λόγων.
Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρήθηκε πρωτοδίκως πως το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει τις αιτήσεις για υποχρεωτική εξέταση και για προσωρινή νοσηλεία αυθημερόν, ενόψει του επείγοντος της υπόθεσης, όπως περιγράφεται στα γεγονότα των αιτήσεων. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας των δύο αιτήσεων που επιλήφθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο ή των σχετικών αποφάσεων του ημερομηνίας 18 και 19.3.2014, αντίστοιχα, να είχε εισηγηθεί η Αστυνομία, όπως επιληφθεί το Δικαστήριο των αιτήσεων νωρίτερα των 21 ημερών που επιτακτικά ορίζει ο Κανονισμός 13, επικαλούμενη επείγοντες λόγους. Εν πάση δε περιπτώσει, ούτε το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε και κατέγραψε, ούτως ώστε να είναι δυνατός και ο δικαστικός έλεγχος ως προς την συνδρομή του επείγοντος, την ύπαρξη επειγόντων λόγων, οι οποίοι αν υπήρχαν, θα παρείχαν έρεισμα στην εξέταση των αιτήσεων αυθημερόν, αλλά και μονομερώς, δηλαδή χωρίς να ακουστούν οι εφεσείοντες. Διαπίστωση η οποία είναι αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει στην επιτυχία της έφεσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τα άλλα θέματα που εγείρονται με την έφεση. Η προς το αντίθετο καταγραφείσα ως προς το ζήτημα θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι με το να εξεταστεί αυθημερόν η αίτηση σημαίνει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο τη θεώρησε επείγουσα, δεν ευσταθεί. Είναι οφειλόμενη η άσκηση δικαστικής κρίσης επί του θέματος, εάν χρειάζεται ή όχι να ακουστεί η αίτηση ως επείγον μέτρο ή εάν δεν πρέπει να επιδοθεί. Η υποχρεωτική νοσηλεία επηρεάζει δραστικά το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακολουθούνται αυστηρά οι διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών».
(Βλ. επίσης και Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Σ., Πολ. ΄Εφ. 360/2020, 18.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A551).
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αφορούν τον πυρήνα των λόγων έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Συνάγεται από τις αναφορές τόσο σε σχέση με την ένορκη δήλωση του καθ΄ου η αίτηση στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όσο και από την ίδια την απόφαση η οποία εξεδόθη δυνάμει της ως άνω μαρτυρίας πως δεν είχαν τεθεί ουσιαστικοί λόγοι ώστε να παρακαμφθεί η ανάγκη επίδοσης της αίτησης προς την αιτήτρια. Η επίκληση σε επείγοντες λόγους προκύπτει ως εντελώς σχηματική και δεν συσχετίζεται με επαρκές υπόβαθρο γεγονότων που να το δικαιολογούν δεδομένου πως η αιτήτρια φαίνεται να εξακολουθεί να παρακολουθείται ψυχιατρικά και δεν καταδεικνύεται τέτοια εξαιρετική περίσταση ώστε να επιτρέπεται η παραβίαση αυτού του σημαντικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, που θα επέτρεπε στην ίδια να ακουστεί στη διαδικασία μάλιστα ενόψει δύο σημαντικών παραγόντων, (α) της ίδιας της αμφίρροπης ιδιότητας του καθ΄ου η αίτηση ως προσωπικού της αντιπροσώπου ενόψει, της διαφαινόμενης και στις δύο εκδοχές, διάστασης της σχέσης των διαδίκων και (β) το γεγονός ότι ο σκοπός που φαίνεται να αναζητείται με την καταχώρηση της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είναι η ίδια η ψυχιατρική εξέταση και νοσηλεία η οποία εκ του νόμου είναι ο σκοπός τέτοιων αιτήσεων, αλλά η ανάγκη να ακολουθείται μια συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή, κατά τη θέση του ενόρκως δηλούντα και ενώ προηγουμένως δεν μεσολάβησε αναγκαιότητα ψυχιατρικής νοσηλείας, ενώ ο καθ΄ου η αίτηση το επιδίωξε με άλλες αιτήσεις.
Με βάση αυτά που έχω εξηγήσει, η ενασχόληση μου με τα λοιπά θέματα που ευρέως απασχόλησαν στα δικόγραφα, κυρίως την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, είναι ατελέσφορη γιατί ακριβώς η παθογένεια αναφορικά με τη μη επίδοση ή για την παρουσίαση ικανοποιητικού υπόβαθρου για τη μη αναγκαιότητα επίδοσης μολύνει εξ αρχής τη διαδικασία καθιστώντας παράνομο το διάταγμα στη ρίζα του.
Με απασχόλησε επίσης το θέμα που έθιξε ο κ.Παπαχριστοδούλου στην προφορική του, αγόρευση, επί της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου προς θεραπεία, με επίκληση της υπόθεσης Κύπρος Κυπριανού ν. Δέσπω Κυπριανού (2003)1 Α.Α.Δ. 679. Όπως τέθηκε, παρά το γεγονός ότι από τις τελευταίες ως άνω αποφάσεις προκύπτει πως είχαν παραχωρηθεί άδειες για certiorari σε σχέση με τη διαδικασία υποχρεωτικής εξέτασης για νοσηλεία, ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλούμενος την υπόθεση αυτή θεώρησε ότι θα έπρεπε να καταχωρηθεί έφεση. Να σημειωθεί ότι η Κυπριανού δεν πραγματεύεται το θέμα, απλώς αποτελεί έφεση η οποία αφορά τον ως άνω Νόμο. Ως εκ τούτου, δεν δημιουργεί αφ΄εαυτής άλλη γραμμή νομολογίας. Περαιτέρω, έχω ανατρέξει στη δικογραφία της αίτησης και παρατηρώ ότι στην παραγρ.11 της ένστασης της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση προβάλλεται μόνο το θέμα της «μη ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari». Εν πάση περιπτώσει, στη σύνοψη που γίνεται των λόγων ένστασης στη γραπτή αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση, το θέμα δεν επανέρχεται ως μέρος της ένστασης. Συνεπώς, εύλογα θεωρείται πως υπήρξε εγκατάλειψη αυτής της θέσης και δεν θα πρέπει να εξεταστεί. Εξάλλου, η σαφής γραμμή της νομολογίας ειδικά με τις πιο πάνω αναφερθείσες αποφάσεις, ανωτέρω, δεικνύει την ενεργοποίηση της διαδικασίας προνομιακού εντάλματος σε σχέση με την παραβίαση των πιο πάνω άρθρων του Νόμου, εφόσον καταδεικνύεται υπέρβαση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στην αντίληψη περί του πρακτέου και στην παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης ώστε να ακουστεί το πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ψυχικής ασθένειας.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari ως η αίτηση. Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όσο και της μονομερούς για εξασφάλιση αδείας, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, στο ποσό των 2,500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
[1] Να σημειωθεί πως η άδεια δόθηκε από τον αδελφό Δικαστή Σάντη, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η εκδίκαση της διά κλήσεως αίτησης, από τον ίδιο, καθότι παρουσιάστηκε κώλυμα του ιδίου που αφορούσε, την πλευρά των δικηγόρων του καθ΄ου η αίτηση.