ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Nικόλα Mυριάνθη Kυριάκου ν. Mιχάλη Kεφάλα κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1400
Phasarias C. (Automotive Centre) Ltd. ν. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 785
T. A. Micrologic Computer Consultants Ltd ν. Microsoft Corporation (2002) 1 ΑΑΔ 1802
Milton Investment Company Ltd και Άλλου ν. Dryden Group Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 731, ECLI:CY:AD:2014:A220
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A306
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε9/2017)
11 Ιουλίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
1. CAT GMBH CONSULTING AGENCY TRADE & COMPANY (CYPRUS)
2. FAIRTUNE LIMITED
3. CAT TRADING GES.M.B.H
4. JOMA INDUSTRIAL SOURCE CORP.
5. CAT HOLDING (Cyprus) LIMITED
6. CORALINE LIMITED
7. SKIBLE HOLDINGS LIMITED
8. MAURICE GREGOIRE DIJOLS
Εφεσειόντων,
ν.
AB PCO INVESTMENT LIMITED
Εφεσίβλητων,
......
N. Μακρίδης, μαζί με Κ. Πατσαλίδου (κα) και κ. Ν. Τσαρδελλή, για Μαρκίδης Μαρκίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Ηλία Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και για Χαβιαράς και Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Τριανταφυλλίδης, μαζί με Γ. Λοΐζου και Χρ. Κότσαπα (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 14.12.16 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») εξέδωσε απόφαση («η Πρωτόδικη Απόφαση») διά της οποίας, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης - στην Αγωγή 579/15 («η Αγωγή») - των Εναγόντων/Αιτητών («οι Εφεσίβλητοι») ημερομηνίας 10.2.15 («η μονομερής αίτηση») οριστικοποίησε σειρά απαγορευτικών διαταγμάτων και διαταγμάτων παγοποίησης τραπεζικών λογαριασμών εναντίον των Εναγόμενων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες»), εκδίδοντας και διάταγμα (στο διά κλήσεως στάδιο) με το οποίο οι Διευθυντές των Εφεσειόντων 5 («CAT Holding») όφειλαν εντός πέντε ημερών από την προς αυτούς επίδοση να «. καταθέσουν στο Δικαστήριο και επιδώσουν στους δικηγόρους των αιτητών τη συμφωνία που σύναψε η εναγόμενη/καθ' ης η αίτηση 4 με την Εναγόμενη/Καθ' ης η Αίτηση 5 η οποία καλείται ως η «Non-Tender Agreement» ημερομηνίας 2 Δεκεμβρίου 2014» («τα διατάγματα»).
Το ποσό που δεσμεύθηκε με τα διατάγματα - και το οποίο άπτεται των περιουσιακών στοιχείων των Εφεσειόντων (και όχι του καθενός ξεχωριστά) - ανέρχεται σε €176.542.231.
Κατά το Γενικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα (που ήταν στους κρίσιμους χρόνους το δικογραφικό σημείο αναφοράς στη μονομερή αίτηση), οι Εφεσίβλητοι απαιτούν από τους Εφεσείοντες €176.542.231 «. και/ή οποιοδήποτε ποσό το Δικαστήριο ήθελε επιδικάσει ως αποζημιώσεις για συνωμοσία και/ή δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή συνωμοσία για καταδολίευση δυνάμει εξαπάτησης σύμφωνα με το κοινοδίκαιο και το άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο Κεφ. 148 και/ή για πρόκληση χρηματοπιστωτική και/ή οικονομική δυσχέρεια και/ή απώλεια και/ή οποιασδήποτε άλλης φύσης ζημιά στους ενάγοντες και/ή για ιδιοποίηση με παράνομα μέσα και/ή με νόμιμα μέσα περιουσιακών στοιχείων των εναγόντων και/ή οι εναγόμενοι 1-8 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα έθεσαν σε εφαρμογή απατηλά σχέδια (fraudulent design) με σκοπό να προκαλέσουν και/ή να αποσπάσουν δόλια και παράνομα περιουσιακά στοιχεία των εναγόντων» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο).
Για να καταστούν πιο κατανοητά τα όσα θα ακολουθήσουν - και δίχως να υποδηλώνουμε πως αποτελούν τελικά ευρήματα - κρίνουμε αναγκαία την παράθεση των πρωταρχικών γεγονότων και θέσεων στην υπόθεση, ως τα συγκεφαλαίωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κυρίως με παραπομπή, σε πρώτο στάδιο, στα όσα υποστήριξαν οι Εφεσίβλητοι (Ενάγοντες/Αιτητές).
Έπονται, τα των Εφεσειόντων (Εναγόμενων/Καθ' ων η Αίτηση).
Οι Εφεσίβλητοι παρουσιάζονται ως νομίμως εγγεγραμμένη εταιρεία στην Κύπρο και ως κατέχοντες συμφέρον 49.75% των Εφεσειόντων 1. Οι Εφεσείοντες 1 είναι συνεταιρισμός που συστάθηκε στην Κύπρο την 1.9.93 («ο Συνεταιρισμός»). Ιδιοκτήτρια των Εφεσίβλητων είναι η Anna Brinkmann («η Brinkmann»). Οι υπόλοιποι συνέταιροι στον Συνεταιρισμό είναι οι Εφεσείοντες 3 («CAT Trading») με 0.5% και οι Εφεσείοντες 6 («Coraline»), με 49.75%. Οι Εφεσίβλητοι και η Coraline είναι περιορισμένοι συνέταιροι (limited partners) στον Συνεταιρισμό ενώ η CAT Trading γενική συνέταιρος (general partner). Δυνάμει της συμφωνίας ίδρυσης του Συνεταιρισμού (ημερομηνίας 1.7.05), ως τροποποιήθηκε («η Συμφωνία Συνεταιρισμού»), οι περιορισμένοι συνέταιροι δεν λαμβάνουν μέρος στη διοίκηση του Συνεταιρισμού, με αυτή να ασκείται αποκλειστικώς από την CAT Trading. Εγγεγραμμένοι αποκλειστικοί μέτοχοι της CAT Trading είναι οι Εφεσείοντες 7 («Skible Holdings») που μέχρι την 27.10.14 ανήκε κατά 100% σε κάποιον Walter Hoft («ο Hoft») διά συμφωνίας δανεισμού μετοχών που τούτος είχε συνάψει με τους Bolton Trustees Ltd («η συμφωνία δανεισμού») υπό την ιδιότητα τους ως εμπιστευματοδόχων τού εμπιστεύματος The Rita Maria International Settlement Trust Ltd (ημερομηνίας 2.8.11), και του οποίου δικαιούχοι ήταν η οικογένεια κάποιου Semion Vaynshtok («Vaynshtok»). Κατά τις πρόνοιες της συμφωνίας δανεισμού ο Hoft ήταν ο μοναδικός εγγεγραμμένος και δικαιούχος των μετοχών της Coraline τις οποίες κατείχε και δανειζόταν ως ο ίδιος πίστευε καλύτερα. Επωφελείτο των δικαιωμάτων και μερισμάτων που επέφεραν οι μετοχές αυτές, στην περίπτωση όμως διάθεσης μερισμάτων, ο Hoft πλήρωνε στον Vaynshtok (τη μέρα της διάθεσης) ποσό ισάξιο προς 90% τού ποσού διάθεσης (αφαιρουμένων τυχόν φόρων). Αποκλειστικoί μέτοχοι της CAT Trading ήσαν η Coraline με την τελευταία να συνιστά και ένα από τους περιορισμένους συνεταίρους που έλεγχαν συνάμα τον Συνεταιρισμό μέσω της αποκλειστικής ιδιοκτησίας τής CAT Trading. Ως απόρροια της δομής αυτής, εκείνος που ελέγχει την Coraline και κατ' επέκταση τον μοναδικό μέτοχο τους (την Skible Holdings), φαίνεται να αποκτά, ιδιαίτερη επιρροή εφόσον όποιος ήλεγχε αυτές μπορούσε κατά συζήτησιν να ελέγχει και τις μετοχές τής Αυστριακής Δημόσιας Εταιρείας CAT Oil AG - εισηγμένης στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης («CAT Oil») - και που φέρεται να είναι και το ουσιαστικό περιουσιακό στοιχείο του Συνεταιρισμού. Ο Συνεταιρισμός είναι δικαιούχος 23.299.984 μετοχών (που αντιπροσωπεύουν το 47.697% του κεφαλαίου του) στην CAT Oil, με αυτές τις μετοχές να συνθέτουν εν τίνι τρόπω και το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς. Εγγεγραμμένοι μέτοχοι της CAT Oil είναι η CAT Holding, αποκλειστικοί μέτοχοι της οποίας είναι οι Εφεσείοντες 2 («Fairtune»), της οποίας αποκλειστικός μέτοχος είναι ο Συνεταιρισμός.
Περί την 21.10.14, ο Vaynshtok άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Hoft και την Brinkmann για τη λύση της συνεργασίας τους και το διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων του Συνεταιρισμού. Γύρω στις 27.10.14 (και ενόσω οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν), οι δικηγόροι του Vaynshtok ενημέρωσαν τους δικηγόρους των Εφεσίβλητων ότι ενεργούσαν για τους νέους τελικούς δικαιούχους της Coraline, δηλαδή των Εφεσειόντων 4 («JOMA») η οποία κατέστη μοναδική μέτοχος της Skible Holdings ύστερα που ενάσκησε το δικαίωμα αγοράς που παρείχε η σχετική συμφωνία δικαιώματος αγοράς που είχε με τον Hoft για την αγορά των μετοχών, την οποία ο Vaynshtok υποχρέωσε ως αναδύεται τον Hoft να υπογράψει για να έχει έτσι κάποια εξασφάλιση για τις μετοχές του εάν ο Hoft πέθαινε στο μεταξύ (μια και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας). Έτσι, η JOMA μετατράπηκε σε έμμεσο αποκλειστικό ιδιοκτήτη της Coraline και δυνάμενη να ελέγχει το 50.25% του Συνεταιρισμού (ως και την CAT Trading). Ως τελικός δικαιούχος των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της JOMA, εμφανίζεται ο Εφεσείων 8 («Dijols») και όχι ο Vaynshtok για τον οποίο ετοιμάστηκε η συμφωνία δικαιώματος αγοράς. Επιπροσθέτως, οι δικηγόροι του Vaynshtok ενημέρωσαν (περί την 27.10.14) τους Εφεσίβλητους και για το ότι ο Vaynshtok είχε καταχωρίσει (την 27.10.14) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή 6193/14 εναντίον του Συνεταιρισμού, των Εφεσίβλητων, της Brinkmann, του Hoft, κάποιας Ελπίδας Παπαστυλιανού και της Fairtune («η Αγωγή Λευκωσίας»).
Αφού η JOMA απέκτησε τον έλεγχο της CAT Holding (που ελέγχει το 47.697% της CAT Oil) είχε, ως παρουσιάζεται, χρέος να προβεί σε δημόσια πρόταση για αγορά όλων των υπολοίπων μετοχών της CAT Oil που ήσαν προς πώληση στην αγορά. Η υποχρέωση αυτή (κατά το εφαρμοζόμενο Γερμανικό Δίκαιο) περιλαμβάνει και προσφορά για αγορά μετοχών που ανήκουν σε εταιρείες που ελέγχει η JOMA (δηλαδή και τις μετοχές που κατέχει η CAT Holding στην CAT Oil). Την 31.10.14, η JOMA ανακοίνωσε την πρόθεση της να προβεί στη δημόσια πρόταση για την αγορά όλων των μετοχών της CAT Oil. Η τιμή στην οποία έπρεπε η JOMA να ορίσει στη δημόσια πρόταση, ήταν η τιμή που θα υπολόγιζε η Κεφαλαιαγορά της Γερμανίας («BAFIN»). Η JOMA εξέδωσε και δημοσίευσε την 11.12.14 το συναφές έντυπο προσφοράς (σύμφωνα με το Γερμανικό Δίκαιο) στην τιμή των €15.23 ανά μετοχή, με την JOMA να έπρεπε να ικανοποιήσει την BAFIN ότι είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει όλες τις μετοχές της CAT Oil, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της CAT Holding, και να παράσχει έναντι εξασφαλίσεων σχετική τραπεζική βεβαίωση («η Βεβαίωση»).
Επειδή η JOMA δεν μπορούσε ή δεν επιθυμούσε να παράσχει τις εξασφαλίσεις, συνήψε συμφωνία Non-Tender Agreement ημερομηνίας 2.12.14 («η ΝΤΑ»), με την οποία η CAT Holding συμφώνησε ανέκκλητα όπως μη προσφέρει για πώληση τις μετοχές της στην CAT Oil.
Οι Εφεσίβλητοι έμαθαν για πρώτη φορά για την ΝΤΑ, με τη δημοσίευση του εντύπου προσφοράς την 11.12.14 και από τους δικηγόρους του Vaynshtok, με την CAT Trading να συμφωνεί κατά τα φαινόμενα να μην αποδεχτεί τη δημόσια πρόταση της JOMA δίχως να αναφέρεται οποιοδήποτε αντίστοιχο αντάλλαγμα. Αντιθέτως, συμφώνησε ότι σε περίπτωση που αποδεχόταν την πρόταση κατά παράβαση της ΝΤΑ, τότε θα υπόκειτο σε αποζημιώσεις προς την JOMA για το ποσό που θα λάμβανε από την πώληση των μετοχών. Οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων ζήτησαν αντίγραφο της ΝΤΑ πλην όμως οι δικηγόροι της JOMA αρνήθηκαν, παραπέμποντας αντ' αυτού στο έντυπο προσφοράς που είχε δημοσιευθεί την 11.12.14 (για τα περί της δημόσιας πρότασης).
Η δημόσια πρόταση έληξε την 8.1.15 και παρά τις παροτρύνσεις των Εφεσίβλητων, η CAT Trading προκάλεσε την CAT Holding να μην αποδεκτεί τη δημόσια πρόταση της JOMA προφασιζόμενη την ύπαρξη της ΝΤΑ. Εάν η CAT Holding - κατά την εκδοχή των Εφεσίβλητων - είχε δεχθεί την προσφορά, θα έπαιρνε €354.858.756, ποσό που κατ' ουσίαν θα ανήκε στον Συνεταιρισμό - ο οποίος φέρεται να έχει τερματιστεί και να βρίσκεται υπό εκκαθάριση - και κατ' ακολουθίαν στους Εφεσίβλητους, κατά 49.75% (που ισοδυναμεί με €176.542.231). Η CAT Trading όφειλε όμως (κατά εκδοχή των Εφεσίβλητων), να ενεργεί προς το συμφέρον αμφότερων των συνεταίρων από τη στιγμή που ο Συνεταιρισμός είχε τερματιστεί.
Όταν οι Εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν πως η CAT Holding απέρριψε τη δημόσια πρόταση, ήταν πλέον ξεκάθαρο στο μυαλό τους ότι λόγω σύναψης της άκυρης ή και παράνομης ΝΤΑ, ή ανεξαρτήτως αυτής, η CAT Holding δεν αποδέχθηκε τη δημόσια πρόταση της JOMA στην τιμή που προσφέρετο, με παρεπόμενο οι Εφεσίβλητοι να υποστούν ζημιά αφού η αξία της μετοχής μειώθηκε κατά πολύ, ήτοι από €15.23 σε €10.28. Η τιμή αυτή, κατά τους Εφεσίβλητους, δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική αξία της μετοχής. Έτσι, αν οι μετοχές που κατέχει η CAT Holding στην CAT Oil πωλούνταν σήμερα, το ποσό που θα εισπραττόταν θα ήταν μάλλον πολύ χαμηλότερο από την τιμή των €10.28 ανά μετοχή. Συνεπώς, ο Συνεταιρισμός, ήδη υπέστηκε ζημιά ύψους τουλάχιστον €115.335,000 που αντιστοιχεί σε €57.379.163 στο μερίδιο 49.75% των Εφεσίβλητων.
Στη βάση των πιο πάνω ήταν - και είναι - στάση των Εφεσίβλητων πως όλοι οι Εφεσείοντες διέπραξαν το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας και της απάτης ή και συνέβαλαν σε αυτό, προκαλώντας τη σύναψη μιας άκυρης ΝΤΑ που στόχο είχε να δικαιολογήσει την κατά τα άλλα παράνομη ή και αντισυμβατική και δόλια συμπεριφορά της CAT Holding να μην αποδεχθεί τη δημόσια πρόταση της JOMA. Αν ο Συνεταιρισμός και η CAT Trading ενεργούσαν προς όφελος των συνεταίρων, τότε θα παρακινούσαν την CAT Holding να αποδεχθεί τη δημόσια πρόταση της JOMA και θα εισέπραττε το ποσό που προσφερόταν για αγορά των μετοχών, το οποίο θα κρατούσε στον λογαριασμό του Συνεταιρισμού μέχρι να εκδικαστούν οι διαφορές μεταξύ τους.
Αυτά, ως προς την οπτική των Εφεσίβλητων (Εναγόντων/Αιτητών).
Οι Εφεσείοντες (Εναγόμενοι/Καθ' ων η Αίτηση), διά εκτενούς γραπτής μαρτυρίας και αυτοί, προέταξαν πρωτοδίκως (με αυτά να αφορούν τον πυρήνα των εφετειακών τους παραπόνων), πως καμιά προϋπόθεση δεν συνέτρεχε για έκδοση των διαταγμάτων, εκτός του ότι δεν υφίσταντο και κατεπείγουσες περιστάσεις για κάτι τέτοιο και οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αποκαλύψουν ουσιώδη στοιχεία κατά το μονομερές στάδιο.
Εξήγησαν οι Εφεσείοντες πως στην Αγωγή Λευκωσίας, η JOMA (μία εκ των εκεί Εναγουσών), ισχυρίζεται ότι το 42.25% του ποσού που κατείχαν οι Εφεσίβλητοι στον Συνεταιρισμό αποκτήθηκε με δόλια μέσα και στην πραγματικότητα κρατείται προς όφελος της JOMA, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό συμμετοχής των Εφεσίβλητων θα καταστεί παραδοτέο λόγω των ουσιαστικών απαιτήσεων που υπάρχουν εναντίον τους για συμμετοχή στην κακοδιαχείριση του Συνεταιρισμού. Τούτου δοθέντος, η JOMA θεωρεί πως οι Εφεσίβλητοι δεν έχουν πραγματική οικονομική συμμετοχή στον Συνεταιρισμό και ότι, αν πράγματι η JOMA αποτύχει στην Αγωγή Λευκωσίας, αναγνωρίζει πως θα φέρει ευθύνη έναντι των Εφεσίβλητων για αποζημιώσεις.
Προσθέτως, οι Εφεσείοντες λέγουν πως οι Εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν αποδεικτικά στοιχεία για τον κίνδυνο αποξένωσης (και ότι η ΝΤΑ είναι έγκυρο και νόμιμο έγγραφο που ελέγχθηκε και εγκρίθηκε από την BAFIN), πως ουδεμία απάτη ή παρανομία διαπράχθηκε σε ό,τι αφορά στην ΝΤΑ, ότι οι Εφεσίβλητοι δεν νομιμοποιούνταν να απαιτούν από τους Εφεσείοντες οτιδήποτε αφού οι τελευταίοι έχουν μονάχα συμμετοχή στον Συνεταιρισμό (του οποίου το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο είναι οι μετοχές της Fairtune) και ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και να πετύχει η Αγωγή, οι αποζημιώσεις θα είναι ικανή θεραπεία.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε του ογκώδους μαρτυρικού υλικού και των εκτενών αγορεύσεων απέληξε πως συνέτρεχαν τα απαιτούμενα του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 («ο Ν.14/60») για οριστικοποίηση/έκδοση των διαταγμάτων.
Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση.
Το πράττουν με δέκα λόγους έφεσης.
Με τον λόγο έφεσης 1, οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε για το ότι δεν ευρέθη ουσιώδης μη αποκάλυψη γεγονότων, ενώ με τους λόγους έφεσης 2, 3, 4 και 5 αμφισβητείται η πρωτόδικη απόληξη για ύπαρξη επειγουσών περιστάσεων προς έκδοση των διαταγμάτων και τη συντρέχεια των προϋποθέσεων του Άρθρου 32, Ν.14/60.
Με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8 βάλλεται ως λαθεμένη η απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη σπουδαιότητα της Αγωγής Λευκωσίας στην υπερασπιστική εκδοχή των Εφεσειόντων και τη θεώρηση του πως οι Εφεσείοντες «. αναγνωρίζουν και παραδέχονται ότι σε περίπτωση αποτυχίας της Αγωγής Λευκωσίας [οι Εφεσίβλητοι δικαιούνται] σε αποζημιώσεις εναντίον τους λόγω της ύπαρξης του ΝΤΑ .» και ότι, εξίσου άστοχα, δεν απορρίφθηκε η μονομερής αίτηση «. στη βάση πως αυτή αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας εν όψει της προηγούμενης καταχώρησης της Αγωγής Λευκωσίας».
Διά του λόγου έφεσης 9, προτάσσεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποφάσισε πως «. η Πρώτη Ένορκη Δήλωση Οικονόμου δεν ήταν αντικανονική», ενώ με τον λόγο έφεσης 10 υποβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λάθεψε και στη διαπίστωση του πως ήταν βάσιμο το αίτημα των Εφεσίβλητων «. για διατάγματα ως το παρακλητικό Δ της αίτησης για αποκάλυψη πληροφοριών επί των αρχών της Norwich Pharmacal .».
Ως εκ της φύσεως και αντικειμένου των λόγων έφεσης, θα ασχοληθούμε πρώτα με τους λόγους έφεσης 1 και 4 - που άπτονται (αντιστοίχως) των ζητημάτων τής ουσιώδους μη αποκάλυψης γεγονότων και του κατεπείγοντος έκδοσης των διαταγμάτων - και αυτό, ως εκ της δυνητικώς ανατρεπτικής σημασίας στην τύχη της έφεσης που θα μπορούσε να έχει η αποδοχή τους.
Θα αρχίσουμε κατά λογική δικονομική και δικαιική τάξη - ως έπραξε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με το ζήτημα του κατεπείγοντος (λόγος έφεσης 4).
Δεν βρίσκουμε έρεισμα για παρέμβαση μας στο θέμα που εγείρεται.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτιμώντας σφαιρικά - και σωστά - την ολότητα των περιστάσεων της υπόθεσης και των δικηγορικών χειρισμών, κατέληξε ευλόγως στο ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι την καταχώριση της μονομερούς αίτησης «. δεν μπορεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να θεωρηθεί ως αδικαιολόγητη καθυστέρηση .». Αυτό, πάντα, σε συνδυασμό με την απώτερη στόχευση της μονομερούς αίτησης και όσα συναπάρτιζαν την εκεί εκφρασμένη αναγκαιότητα των Εφεσίβλητων για αποκόμιση προσωρινής ενδιάμεσης θεραπείας (CJSC 'TV Company Stream' και Άλλων v. Content Union S.A., Π.Ε. Ε34/18, ημ. 8.4.21).
Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Για τη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, ως ο λόγος έφεσης 1, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς και πάλι, αποτύπωσε και τούτα:
«..............................
Το παράπονο της ενάγουσας-αιτήτριας στην παρούσα υπόθεση έγκειται αποκλειστικά στο ότι με την υπογραφή της ΝΤΑ μεταξύ των καθ' ων η αίτηση 4 και 5 ο Συνεταιρισμός απώλεσε την ευκαιρία να πωλήσει τις 23.299.984 μετοχές τις οποίες κατέχει στην Αυστριακή δημόσια εταιρεία CAT Oil AG στην πολύ ελκυστική τιμή της δημόσιας πρότασης των Ευρώ 15.23 με αποτέλεσμα η ενάγουσα-απήτρια η οποία κατέχει το 49,75% του Συνεταιρισμού να υποστεί ζημιά ανερχόμενη σε Ευρώ 176.542,231. Αυτό είναι το αγώγιμο δικαίωμα της ενάγουσας-αιτήτριας όπως φαίνεται και από τη μοναδική θεραπεία την οποία επιζητεί με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα το οποίο έχει καταχωρήσει εναντίον των εναγομένων-καθ' ων η αίτηση. Όλες οι άλλες διαφορές μεταξύ των διαδίκων δεν αποτελούν ουσιώδη γεγονότα για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου στην απόφασή του να εκδώσει τα επίδικα προσωρινά διατάγματα. Ο σκοπός της υποχρέωσης του αιτητή να αποκαλύψει προς το Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα είναι για να αποφευχθεί η πιθανότητα παραπλάνησης του Δικαστηρίου εφόσον ο αντίδικος εναντίον του οποίου στρέφονται τα αιτούμενα διατάγματα δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου για να ακουσθεί. Η υποχρέωση του αιτητή δεν είναι να παρουσιάσει στο Δικαστήριο όλα τα γεγονότα που αφορούν τους διαδίκους αλλά περιορίζονται στο να αποκαλύψουν τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν το βάσιμο του δικαιώματος του ενάγοντας και είναι σημαντικό να γνωρίζει το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της απήσεως. Το ουσιώδες προς αποκάλυψη αποφασίζεται από το Δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω δεν έχει αποδειχθεί ουσιαστική απόκρυψη γεγονότος ώστε η αιτήτρια να αποκομίσει πλεονέκτημα ένεκα της απόκρυψης. Επισημαίνω ότι στο Τεκμ. 11 της ένορκης δήλωσης του Οικονόμου επισυνάπτεται η επιστολή των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση ημερ. 11,12,2014 όπου περιλαμβάνεται η δέσμευση των καθ' ων η αίτηση να μην προχωρήσουν στην πώληση των μετοχών που κατέχει η καθ' ης η αίτηση 5 στην CAT Oil AG, που εν πόση περιπτώσει δεν αναιρεί την ανάγκη για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων εναντίον όλων των εναγόμενων για σκοπούς της παρούσας αγωγής.
Σε ό,τι αφορά την αγωγή 6193/14 γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση του Οικονόμου. Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των καθ' ων η αίτηση είναι άσχετοι με τα επίδικα ζητήματα της αγωγής.
................................».
Δεν υφίσταται πεδίο ανατροπής τής πιο πάνω εκτίμησης, με δοσμένο και το ότι αυτή ήταν λελογισμένη, αρκούντως αιτιολογημένη και εντός των ορίων της νομολογίας, με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να ενασκεί διακριτική ευχέρεια κατά τρόπο αρμόζοντα και συμβατό προς τις ισχύουσες αρχές επί του θέματος (CJSC 'TV Company Stream' και Άλλων v. Content Union S.A., Π.Ε. Ε34/18, ημ. 8.4.21, Lariena Investments Ltd και Άλλων ν. RFI Consortium Ltd, Π.Ε. 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16).
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Έχοντας υπόψιν όσα τους συγκροτούν, θα εξετάσουμε από μόνο του τον λόγο έφεσης 2, και έπειτα, μαζί, τους λόγους έφεσης 3, 5, 6 και 7, και ύστερα ξεχωριστά τον καθένα από τους λόγους έφεσης 8-10.
Με τον λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες παραπονούνται βασικώς ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32, Ν.14/60 με τη σφαλερή αφετηρία πως η υπογραφή και εφαρμογή της ΝΤΑ αποστέρησε από τους Εφεσίβλητους το δικαίωμα συμμετοχής στη δημόσια πρόταση της JOMA.
Ούτε και εδώ έχουν δίκαιο οι Εφεσείοντες.
Εξηγούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσίβλητων, αποφαινόμενο πως το αδίκημα της συνωμοσίας «. δεν είναι από τα κωδικοποιημένα αστικά αδικήματα του Κεφ. 148 .», με αποτέλεσμα τούτο να είναι (κατά το Κοινοδίκαιο) «. εφαρμόσιμο στην Κύπρο κατ' εφαρμογή του άρθρου 29(γ) του Ν.14/60».
Είπε και αυτά:
«......................................
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω της υπογραφής και εφαρμογής της ΝΤΑ η οποία αποστέρησε την ενάγουσα-αιτήτρια στο δικαίωμα να συμμετάσχει στην δημόσια πρόταση της JOMA στην τιμή των €15.23 για την κάθε μετοχή για την πώληση των 23.299.984 μετοχών στην αυστριακή δημόσια εταιρεία AG και έχει προκληθεί ζημιά στην ενάγουσα-αιτήτρια την οποία διεκδικεί σαν αποζημιώσεις με την αγωγή της. Το γεγονός αυτό είναι παραδεκτό και από τους ίδιους τους καθ' ων η αίτηση οι οποίοι στην ένορκη δήλωση Παπαδοπούλου ημερ. 27.2.2015 αναφέρουν ότι στο βαθμό που η JOMA δεν επιτύχει στην αγωγή της 6193/14 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αναγνωρίζουν ότι η JOMA θα πρέπει να καταβάλει αποζημιώσεις στην ενάγουσα.
................................
Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, Reissue τόμος 45(2), σελ. 453, παρ. 697 καθορίζονται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. H ενάγουσα θα πρέπει σ' αυτό το στάδιο να αποδείξει ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων της οποίας ο κυρίαρχος σκοπός της είναι η βλάβη της και εκεί όπου τα μέσα είναι παράνομα ότι ο σκοπός της συμφωνίας είναι η βλάβη της ενάγουσας και οι πράξεις που επιτελέστηκαν κατά την εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στην ενάγουσα.
Λόγω ακριβώς της σχέσης και της μετοχικής δομής μεταξύ των εναγομένων, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση Οικονόμου η οποία υποστηρίζει την αίτηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι οι εναγόμενοι συμφώνησαν και/ή συνήψαν την ΝΤA και προχώρησαν στην εφαρμογή αυτής αφενός μεν για να προκαλέσουν ζημιά στο συνεταιρισμό και κατ' επέκταση στην ενάγουσα-αιτήτρια η οποία είναι 49,75% μέτοχος του συνεταιρισμού και αφετέρου για να ωφεληθούν οι ίδιοι αποκτώντας τον έλεγχο και την πλειοψηφία των μετοχών στην AG χωρίς να χρειαστεί να καταβάλουν προς τον συνεταιρισμό το ποσό των €354.858.756 για την πώληση των μετοχών του στην AG προς την JOMA μέσω της διαδικασίας της δημόσιας πρότασης προς €15,23 για την κάθε μετοχή. Το εάν η ΝΤΑ είναι νόμιμη ή παράνομη δεν αλλάζει το γεγονός ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της συνομωσίας. Περαιτέρω σύμφωνα με τη μαρτυρία προκύπτει ότι η αιτήτρια έχει υποστεί ζημιά από την μη αποδοχή της δημόσιας πρότασης η οποία ουσιαστικά ισούται με το ποσό το οποίο Θα εισέπραττε o συνεταιρισμός αν αποδεχόταν την δημόσια πρόταση της JOMA.
...............................».
Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται πως οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν στη δημόσια πρόταση της JOMA και ότι τέτοιο δικαίωμα είχε μόνον η CAT Holding, ενώ η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αποτμηθεί και από όσα παρόμοια απάρτισαν την πρωτόδικη ανάλυση περί συνωμοσίας των Εφεσειόντων ενάντια στα συμφέροντα των Εφεσίβλητων.
Δεν συμφωνούμε.
Η υπό συζήτηση θέση των Εφεσειόντων, δεν προκύπτει να υποστηρίζεται μαρτυριακώς, μα ούτε και αποτέλεσε αποφασιστικό σημείο αναφοράς στην πρωτόδικη διαδικασία. Απεναντίας, παρέμεινε σε επίπεδο φραστικής διατύπωσης παρά ουσίας, με εφαλτήριο μια αδικαιολόγητη, με κάθε σεβασμό, εικασία των Εφεσειόντων, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ως γράφεται στο περίγραμμα αγόρευσης τους), παρέλειψε να συνεκτιμήσει ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν «. μερίδιο μόνο στο Συνεταιρισμό και ως εκ τούτου . κανένα απολύτως ιδιοκτησιακό ή νομικό συμφέρον στην CAT Holding, η οποία ήταν αυτή η οποία σύνηψε την ΝΤΑ».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας να κρίνει μια περίπλοκη περίπτωση εξ απόψεως γεγονότων και ισχυρισμών, όχι μόνον κατέγραψε αλλά και εφάρμοσε επί του πεδίου, τη μεθοδολογία που είπε πως θα ακολουθήσει (και ακολούθησε) για να αποφανθεί επί των επίμαχων ζητημάτων (με μέτρο και τις ορθές νομικές αρχές), λέγοντας, πιο συγκεκριμένα, ότι θα στάθμιζε τα πράγματα «. με αναφορά στην Απαίτηση της ενάγουσας-αιτήτριας και στα γεγονότα όπως προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις και τεκμήρια που υποστηρίζουν την Αίτηση και την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης αντίστοιχα, που γίνεται αναφορά πιο πάνω, και έχοντας υπόψη τις θέσεις των δικηγόρων των διαδίκων, θα εξετάσω κατά πόσο τα προσωρινά διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν στις 10.2.2015 θα γίνουν απόλυτα και κατά πόσο το διάταγμα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal θα εκδοθεί».
Αυτό και έπραξε.
Συνεκτίμησε δεόντως όσα όφειλε να σταθμίσει επί της πτυχής αυτής.
Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας.
Έγινε επίσης αρκετός λόγος από τους Εφεσείοντες - και παραμένουμε στον λόγο έφεσης 2 - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας αποφανθεί πως το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσειόντων περιοριζόταν στο αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, εφάρμοσε πλημμελώς τις αφορώσες νομικές αρχές, περαίνοντας ότι «. το εάν η ΝΤΑ είναι νόμιμη ή παράνομη δεν αλλάζει το γεγονός ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της συνομωσίας .».
Ούτε και εδώ συγκλίνουμε με τους Εφεσείοντες.
Κατ' αρχάς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά με αναφορά (ξανά) σε σχετική νομολογία - και έχει αυτό τη ξεχωριστή αξία του σε όσα ακολουθούν - αυτοπροειδοποιήθηκε ικανοποιητικώς τόσο σε τύπο όσο και σε ουσία, για το ότι δεν τίθεται θέμα οριστικής διάγνωσης στο πλαίσιο διαδικασίας για έκδοση διαταγμάτων όπως τα επίδικα «. ως προς τα θέματα που συνάπτονται προς τα επίδικα της αγωγής .» και πως είναι στοιχειώδες ότι «. δεν τίθεται σε αυτό το στάδιο ζήτημα απόδειξης της βάσης της αγωγής. (Βλ. Νικόλα ν. Κεφάλα κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1400)».
Εντούτοις - είναι γεγονός - το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση Reissue, Tόμος 45(2), σελ. 453, παρ. 697,[1] παρέλειψε να αναφέρει (για τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της συνομωσίας) και το ότι οι Εφεσίβλητοι θα έπρεπε να δείξουν πως υπήρξε συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, κυρίαρχος σκοπός τής οποίας ήταν η βλάβη των Εφεσίβλητων «. εκεί που τα μέσα είναι νόμιμα .» («where the means are lawful, is an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant .».
Μολαταύτα, δεν συμμεριζόμαστε τη γνώμη των Εφεσειόντων πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ελλείψει ρητής μνείας στην ανωτέρω περικοπή , λειτούργησε με λανθασμένο κριτήριο, απολήγοντας τουτέστιν και σε εσφαλμένες διαπιστώσεις περί ικανοποίησης των πρώτων δύο προϋποθέσεων του Άρθρου 32, Ν.14/60.
Τούτο γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτιμώντας τα σχετικά γεγονότα, έκρινε ότι η νόμιμη ή παράνομη συνομολόγηση και περιεχόμενο της ΝΤΑ «. δεν αλλάζει το γεγονός ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της συνωμοσίας», με την άποψη τούτη να μην μπορεί να διαχωριστεί (υπό τις περιστάσεις και με γνώμονα τον τρόπο δικαστικής ανάπτυξης του θέματος), από την υπόλοιπη μαρτυρία την οποία πραγματεύθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ούτε και από τις έτερες επισημάνσεις στις οποίες προέβη για τα περί ανεπανόρθωτης ζημιάς στους Εφεσίβλητους και για το κατά πόσο «. θα είναι δύσκολο και/ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα .».
Περιπλέον, διιστάμεθα από τους Εφεσείοντες και στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέληξε σε απόλυτα και τελεσίδικα ευρήματα επί του ζητήματος τής κατ' ισχυρισμόν συνωμοσίας.
Η θέση αυτή των Εφεσειόντων δεν πλήττεται ευθέως και σαφώς στον λόγο έφεσης 2 (αλλά ούτε και σε άλλο λόγο έφεσης).
Η αναφορά των Εφεσειόντων στην αιτιολογία 2 του λόγου έφεσης 2 ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τις νομικές αρχές που στοιχειοθετούν το μοναδικό αγώγιμο δικαίωμα «. της παρούσας υπόθεσης .» και πως τούτο προχώρησε «. σε συμπεράσματα και ευρήματα τα οποία δεν στηρίζονταν σε οποιεσδήποτε ορθές νομικές αρχές .», δεν αμβλύνει την παράλειψη.
Οι περί ων ο λόγος θέσεις των Εφεσειόντων - και τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να αποφασίσει - έπρεπε να αμφισβητηθούν πρεπόντως διά επαρκώς δικογραφημένου και εναργούς επί τούτω λόγου έφεσης (στην προκειμένη περίπτωση τον λόγο έφεσης 2).
Δεν έγινε αυτό.
Πουθενά στο εφετήριο.
Κατά συνέπεια, οι συζητούμενοι ισχυρισμοί εκ πλευράς Εφεσειόντων περί αξιολογικών αποκλίσεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου καθίστανται απορριπτέοι (Αρμανέντο και Άλλων ν. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Π.Ε. Ε143/14, ημ. 31.5.22, Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries, Π.Ε. 127/20, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A413).
Ωστόσο - και ανεξαρτήτως τής ως άνω σκοπιάς (την οποία πάντως δεν ανέδειξαν οι Εφεσίβλητοι) - θα εξετάσουμε την ουσία των τοποθετήσεων των Εφεσειόντων για σκοπούς ολοκληρωμένης εξέτασης του λόγου έφεσης 2.
Τούτου δοθέντος, συγκλίνουμε, εν μέρει (και σε γενικότερο επίπεδο), με τη θέση των Εφεσειόντων πως είναι κατά το ελάχιστο ατυχείς οι αναφορές του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «. δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω της υπογραφής και εφαρμογής της ΝΤΑ .», ότι οι Εφεσίβλητοι θα έπρεπε να αποδείξουν τα συστατικά στοιχεία της φερόμενης συνωμοσίας, πως «. δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι οι εναγόμενοι συμφώνησαν και/ή συνήψαν την ΝΤΑ και προχώρησαν στην εφαρμογή .» και στο ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της συνωμοσίας (οι υπογραμμίσεις και εμφάσεις είναι δικές μας).
Αυτό, διότι, κατ' αρχήν, κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων για χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων (με την ευρεία έννοια του όρου), πρέπει να αποφεύγεται η δικαστική κατάληξη σε συμπεράσματα εν σχέσει προς την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης ώστε να μην αφήνονται σκιές πως το Δικαστήριο προαποφάσισε επί της υπόθεσης (Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries, Π.Ε. 127/20, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A413).
Στην Milton Investment Company Ltd και Άλλου ν. Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) , ECLI:CY:AD:2014:A220A.A.Δ. 731, 740-741 - η οποία παρέχει χρήσιμη καθοδήγηση στην παρούσα, παρ' όλες τις αναμενόμενες, και επουσιώδεις για τα τρέχοντα, διαφοροποιήσεις στα γεγονότα της - θεωρήθηκε πως, μολονότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είχαν εμπλοκή στην επίδικη αδικοπραξία «. είτε ως κλέφτες είτε ως κλεπταποδόχοι .» ήταν αχρείαστη και άστοχη, από την εφετειακή μελέτη της απόφασης στο σύνολο της, δεν εξακριβώθηκε πως το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε όντως στο σφάλμα να κρίνει πρόωρα και ενδιαμέσως την κατ' ισχυρισμόν εμπλοκή των εφεσειόντων στα όσα τους καταλογίζονταν.
Στην προκειμένη - αν και τούτο ίσως και να συμπαρέσερνε σε ανατροπή την Πρωτόδικη Απόφαση εάν συνέτρεχαν και άλλα που να δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο (όπως έγινε για παράδειγμα στην Gabov v. Bakardi και Άλλων, Π.Ε. Ε148/20, ημ. 20.12.21) - τίποτα από όσα ακούσαμε δεν θα μπορούσε να την πλήξει ουσιωδώς, μήτε ασφαλώς και το βάθρο επί της οποίας στηρίχθηκε.
Τούτο, γιατί, προσεκτική μελέτη της Πρωτόδικης Απόφασης στο σύνολο της, δεικνύει πως, μ' όλη την κακή διατύπωση της αφορώσας δικαστικής σκέψης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των (ακραίως) αποδεκτών παραμέτρων κρίσης σε τέτοιες περιπτώσεις, καταλήγοντας ως όφειλε τελικώς, για την πιθανότητα κατάδειξης τού προβαλλόμενου ουσιαστικού δικαιώματος των Εφεσίβλητων κατά των Εφεσειόντων (T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1802, 1809).
Με αυτά κατά νουν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ποσώς αξιολόγησε σε βάθος τη μαρτυρία ή αποτύπωσε ευρήματα υπό την αυστηρή έννοια του όρου.
Κάθε άλλο.
Το τι έκανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να διαπιστώσει καθηκόντως, και καταλλήλως, αν δομείτο στον απαιτούμενο βαθμό - και σε σχέση κυρίως προς την πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, Ν.14/60 (και τη δικογραφημένη βάση αγωγής) - το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας (Λόρδος και Άλλων ν. Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. Ε143/15, ημ. 23.3.17, Χριστοφόρου και Άλλων ν. Barclays Bank PLC (2009) 1(A) A.Α.Δ 25, 30-34).
Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Για τους λόγους έφεσης 3, 5, 6 και 7 - για την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, Ν.14/60 (και άλλα επάλληλα με αυτή θέματα) - το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως εξής:
«...................................Με τα εκδοθέντα διατάγματα δεν έχουν παγοποιηθεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία των καθ' ων η αίτηση αλλά με βάση τη διευκρινιστική δήλωση η οποία έγινε στο Δικαστήριο στις 20.2.2015 το συνολικό ποσό των περιουσιακών στοιχείων που έχουν δεσμευτεί σωρευτικά για όλους τους εναγόμενους ανέρχεται στο ποσό των €176.542.231 ποσό το οποίο ισούται με το ποσό το οποίο η αιτήτρια θα δικαιούτο να λάβει εάν δεν υπογράφετο η ΝΤΑ που ρητά απαγόρευε στην εναγόμενη 5 και κατ' επέκταση στον συνεταιρισμό εναγόμενο 1 να αποδεχθούν την πολύ συμφέρουσα τιμή της δημόσιας πρότασης της JOMA, εναγόμενης 4, η οποία προσφέρθηκε προς όλους ανεξαιρέτως τους μετόχους της AG εκτός της εναγόμενης 5.
Τα επίδικα διατάγματα έχουν εκδοθεί με βάση τις πρόνοιες των προαναφερθέντων νόμων ούτως ώστε σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής της ενάγουσας-αιτήτρια να μπορεί να εκτελέσει ενδεχόμενη απόφαση υπέρ της και εναντίον των εναγομένων-καθ' ων η αίτηση. Τόσο οι μετοχές που κατέχουν οι εναγόμενοι-καθ' ων η αίτηση όσο και οποιαδήποτε χρήματα έχουν κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς είναι εύκολο να διατεθούν ή να αποξενωθούν ιδιαίτερα ενόψει της ύπαρξης της παρούσας αγωγής και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αποξένωσης τους ούτως ώστε ενδεχόμενη τελική απόφαση στην αγωγή προς όφελος της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων να παραμείνει ανικανοποίητη. Στις ενόρκους δηλώσεις της κας. Παπαδοπούλου που υποστηρίζουν την ένσταση των καθ' ων η αίτηση δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση είναι σε θέση να ικανοποιήσουν ενδεχόμενη απόφαση εναντίον τους.
Αναφορικά με τη δέσμευση την οποίαν είχαν δώσει οι καθ' ων η αίτηση ότι δεν θα προβούν σε οποιαδήποτε αποξένωση των μετοχών που κατέχουν στην AG μέχρι την εκδίκαση της αγωγής 6193/14, όπως είναι διατυπωμένο το διάταγμα εάν η αξία των μετοχών που κατέχουν οι καθ' ων η αίτηση στην AG καλύπτει το ποσό των €176.542.231 που είναι η απαίτηση της αιτήτριας στην παρούσα αγωγή, τότε το διάταγμα δεν πρέπει να ενοχλεί τους καθ' ων η αίτηση εφόσον οποιαδήποτε άλλα περιουσιακά τους στοιχεία είναι ελεύθεροι να τα διαθέσουν και να τα χρησιμοποιήσουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Εάν η αξία των μετοχών αυτών δεν είναι ίση με το ποσό των €176.542.231, όπως η αιτήτρια ισχυρίζεται τότε η δέσμευση των μετοχών αυτών μόνο δεν είναι αρκετή για να ικανοποιήσει ενδεχόμενη απόφαση για αποζημιώσεις υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση στην αγωγή. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δεσμευθεί περιουσία αρκετή ώστε η ενάγουσα να διασφαλίζεται ότι τυχόν δικαστική απόφαση υπέρ της θα ικανοποιηθεί. Τα πιο πάνω ικανοποιούν και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 και αφορούν άμεσα και το ισοζύγιο της ευχέρειας το οποίο κλίνει υπέρ της διατήρησης των διαταγμάτων σε ισχύ.
...............................».
Δεν βρίσκουμε λογικό στήριγμα για ανατροπή των πιο πάνω.
Η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αποτίμηση των θέσεων των Εφεσίβλητων, απαύγασμα των οποίων ήταν ότι οι ενέργειες των Εφεσειόντων μπορεί να εκπορεύονταν και από πρόθεση να απογυμνώσουν τους Εφεσείοντες ή και τις θυγατρικές τους εταιρείες από περιουσιακά στοιχεία, δεν ήταν αίολη μαρτυρίας ούτε σίγουρα και άσχετη με το μεδούλι της βάσης αγωγής των Εφεσίβλητων εναντίον των Εφεσειόντων.
Παρενθέτουμε, πως με τα διατάγματα δεν παγοποιήθηκαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Εφεσειόντων αλλά καθορισμένο ποσό ύψους €176.542.231 (σωρευτικώς για όλους τους Εφεσείοντες) το οποίο ισούται με το ποσό που οι Εφεσίβλητοι θα δικαιούνταν να λάβουν (κατά πιθανότητα), αν δεν καταρτιζόταν η ΝΤΑ που ρητώς απαγόρευε στην η CAT Holding και συνακολούθως στον Συνεταιρισμό από το να αποδεχθεί την τιμή της δημόσιας πρότασης της JOMA η οποία προσφέρθηκε προς όλους τους μετόχους της CAT Oil (πλην της CAT Holding).
Αναφορικώς προς τη δέσμευση που έδωσαν οι Εφεσείοντες πως δεν θα προβούν σε αποξένωση των μετοχών που κατέχουν στην CAT Oil μέχρι την εκδίκαση της Αγωγής Λευκωσίας, εκείνο που μπορεί να λεχθεί - και δεν είναι τυχαία η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν ενώπιον μας οι Εφεσίβλητοι - είναι ότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων, τα διατάγματα δεν θα πρέπει να ενοχλούν τους Εφεσείοντες αφού είναι ελεύθεροι να διαθέσουν τα όποια εναπομείναντα περιουσιακά τους στοιχεία και να τα μεταχειριστούν όπως επιθυμούν. Αν όμως η αξία των μετοχών δεν καλύπτει το προειρημένο ποσό, ως διατείνονται οι Εφεσίβλητοι, τότε η δέσμευση των μετοχών δεν θα είναι αρκετή για να ικανοποιήσει ενδεχόμενη απόφαση για αποζημιώσεις υπέρ των Εφεσίβλητων.
Παρεμβάλλουμε, πως δεν ήταν απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας για κατάδειξη της πρόθεσης των Εφεσειόντων να αποξενώσουν ή να επιβαρύνουν την περιουσία τους, και ότι η σημασία του πράγματος σύγκειται στην όποια πιθανή επίδραση θα μπορούσε να έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση της περιουσίας προς ικανοποίηση της όποιας δικαστικής απόφασης ήθελε εκδοθεί (C. Phasarias (Automotive Center) Limited v. Σκυροποιϊα «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785, 789-790).
Σημειώνουμε προσέτι, πως οι Εφεσείοντες ποτέ δεν ισχυρίστηκαν ότι θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν ενδεχόμενη απόφαση εναντίον τους στην Αγωγή ώστε, στη βάση ανάλογης τεκμηρίωσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο να μπορούσε να προβεί, πιθανόν, σε άλλους συνειρμούς.
Εξάλλου, οι Εφεσίβλητοι προέταξαν με σαφήνεια, και παρουσίασαν σχετική μαρτυρία, πως η πραγματική αξία τη μετοχής της CAT Oil ήταν δραστικώς χαμηλότερη από την τιμή που κλείδωσε στις 16.1.15. Έτσι, η ζημιά (ή η πρόβλεψη της), ήταν συγκεκριμένη και αντικρίστηκε σφαιρικά από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συναρτώμενη και προς την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων των Εφεσίβλητων (Μιχαήλ και Άλλων ν. Hellenic Bank Public Co Ltd, Π.Ε. 103/13, ημ. 11.9.19).
Αστήρικτο κρίνεται και το άλλο παράπονο των Εφεσειόντων για την παρατήρηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες παραδέχθηκαν πως αν αποτύγχανε η Αγωγή Λευκωσίας, οι Εφεσίβλητοι θα δικαιούνταν σε αποζημιώσεις εναντίον των Εφεσειόντων ένεκα της ΝΤΑ.
Η αναφορά ήταν και αυτή ορθή και αντλήθηκε από το περιεχόμενο της παραγράφου 5 της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 27.2.15 (που συνάπτεται στην Ένσταση), και δη ότι, στην έκταση που η JOMA αποτύγχανε στην Αγωγή Λευκωσίας, τούτη αναγνώριζε «. that it would be liable to the Plaintiff in damages»).
Επομένως, η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μοναδικής υπεράσπισης των Εφεσειόντων, δεν μπορεί να λογιστεί αυθαίρετη αλλά ούτε και παντελώς ατεκμηρίωτη, ως εισηγούνται οι Εφεσείοντες στην αιτιολογία του αντίστοιχου λόγου έφεσης 6.
Δεν υπάρχει κατιτί άλλο που θα μπορούσε να προστεθεί.
Οι λόγοι έφεσης 3, 5, 6 και 7 απορρίπτονται.
Για τον λόγο έφεσης 8 και τη φερόμενα εσφαλμένη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αρνηθεί τη μονομερή αίτηση αφού συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας λόγω της Αγωγής Λευκωσίας που καταχωρίστηκε προγενέστερα, δεν διακρίνουμε πώς είναι που αστόχησε η πρωτοβάθμια πραγμάτευση, τη στιγμή μάλιστα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο καλώς αποφάσισε ότι η Αγωγή Λευκωσίας δεν είχε τελεσιδικήσει, με τις απαιτήσεις που τη συγκροτούσαν να παραμένουν έτσι κι αλλιώς σε επίπεδο ισχυρισμών, πέραν τού ότι βεβαίως, βάσει των όσων τέθηκαν ενώπιον του, τα επίδικα θέματα στις δύο αγωγές δεν εμφαίνονται να είναι τα ίδια ούτε και να αφορούν στους ίδιους διαδίκους.
Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 9 (και την υποτιθέμενη αντικανονικότητα της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 10.2.15 που συνόδευσε τη μονομερή αίτηση), οι Εφεσείοντες διισχυρίζονται - στην αντίστοιχη αιτιολογία στο εφετήριο - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ζύγιασε πρεπόντως το γεγονός πως η Διευθύντρια των Εφεσίβλητων ήταν Κύπρια υπήκοος και ότι η Brinkmann παρουσιάστηκε αναληθώς ως η τελική δικαιούχος των Εφεσίβλητων. Έτσι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εννόησε ως θα αναμενόταν, πως η πληροφόρηση του ομνύοντα στην περί ης ο λόγος ένορκη δήλωση εδραζόταν «. επί ψεύδους το οποίο ελέγχθηκε με μοναδικό ακριβώς σκοπό να καλύψει την αδυναμία [των εφεσίβλητων] να υποστηρίξ[ουν] την αίτηση [τους] επί του αληθινού πραγματικού υπόβαθρου της υπόθεσης».
Οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων δεν είναι βάσιμες.
Αντιτίθενται στα γεγονότα.
Και στην (εμπεδωμένη) νομολογία.
Η οποία, ορίζει, πως μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται εκ προοιμίου απλώς και μόνο γιατί ο ομνύων είναι δικηγόρος, και ότι η κάθε περίπτωση διερευνάται αναλόγως των γεγονότων της (Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου, Έφεση Αρ. 8/18, ημ. 14.4.20, Nwili v. Maremonte Investments Ltd, Π.Ε. Ε205/17, ημ. 23.4.19, Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(A) A.A.Δ. 82, 92-94).
Στην ενεστώσα περίπτωση, ο ομνύων δεν χειριζόταν την υπόθεση ο ίδιος προσωπικώς ως δικηγόρος, εκτός του ότι τούτος απεκάλυψε φανερά στην ένορκη δήλωση την πηγή από την οποία άντλησε τη γνώση του για τα γεγονότα όπως και τους λόγους για τους οποίους προέβη στην ένορκη δήλωση αντί των Εφεσίβλητων, τονίζοντας περί τούτου (στην παράγραφο 1 ένορκης δήλωσης του που συνόδευσε τη μονομερή αίτηση), πως τούτο οφειλόταν στο ότι οι εκπρόσωποι των Εφεσίβλητων «. που γνωρίζουν καλά τα γεγονότα της παρούσας βρίσκονται εκτός Κύπρου και λόγω του επείγοντος του θέματος αδυνατούν να προσέλθουν εγκαίρως στην Κύπρο για να την ορκιστούν».
Δεν παρέχεται οιαδήποτε εύλογη αιτίαση για παρέμβαση μας.
Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 10 - και όσα κατά τους Εφεσείοντες καθιστούν παράλογη την έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal - αντιτάσσεται ότι αν και το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ορθώς τις αρχές που αφορούν στο θέμα, η εφαρμογή τους επί των πραγματικών γεγονότων υπήρξε λανθασμένη, και ότι, δοσμένης της καταχώρισης τής Αγωγής, δεν συνέτρεχαν λόγοι για έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης (τύπου Norwich Pharmacal).
Αποκλίνουμε και από αυτή την πρόταξη των Εφεσειόντων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε συναφώς και αυτά:
«.................................Από τα γεγονότα φαίνεται να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τέθηκαν με την υπόθεση Mitsui (ανωτέρω): [2]
(α) Η διάπραξη ή η εκ πρώτης όψεως διάπραξη αδικοπραξίας εναντίον της αιτήτριας.
(β) Ότι η ενάγουσα-αιτήτρια χρειάζεται τις αϊτούμενες πληροφορίες γιατί είναι σημαντικές προκειμένου να διευκρινιστούν οι λεπτομέρειες του αδικήματος που διέπραξαν οι καθ' ων η αίτηση εναντίον της προκειμένου να προωθήσει την αγωγή της.
(γ) Τα πρόσωπα εναντίον των οποίων ζητούνται οι πληροφορίες είναι τα μόνα αρμόδια πρόσωπα που μπορούν να τις προμηθεύσουν στην ενάγουσα. Οι κ.κ. Ανδρούλα Παπαδοπούλου και Μάρω Φυλακτού Χριστοδούλου έχουν διοριστεί διευθύντριες της εναγόμενης 5 καθ' ης η αίτηση εταιρείας την 22.1.2015 (Τεκμ. 23) στην ένορκη δήλωση Οικονόμου ημερ. 10.2.2015.
Το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ότι:
(α) Το εν λόγω έγγραφο δεν μπορεί να ληφθεί με άλλο τρόπο και το αιτούμενο διάταγμα είναι η μόνη πρακτική πηγή πληροφόρησης εφόσον παρόλο που οι δικηγόροι της αιτήτριας ζήτησε να λάβουν αντίγραφο της ΝΤΑ όμως ο δικηγόρος αυτών αρνήθηκε να το παρέχει.
(β) Η αποκάλυψη δεν είναι ευρεία εφόσον ζητείται μόνο ένα έγγραφο.
(γ) Το εν λόγω έγγραφο δεν είναι εμπιστευτικής φύσεως.
Είναι συνεπώς καθήκον των πιο πάνω προσώπων να βοηθήσουν την αιτήτρια που έχει υποστεί μεγάλη ζημιά με το να παρέχουν το εν λόγω έγγραφο ενόψει του ότι αυτή προσπάθησε επανειλημμένως να το προμηθευτεί χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Υπό το φως των πιο πάνω, πιστεύω, ικανοποιούνται σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις και τα διατάγματα υπό τις παραγράφους A, Β και Γ του παρακλητικού της αίτησης οριστικοποιούνται. Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Δ του παρακλητικού της αίτησης.
................................».
Η ετυμηγορία συνάδει προς τα γεγονότα και τη νομολογία.
Η έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal δεν περιορίζεται κατ' ανάγκη στην έγερση αγωγής αλλά δύναται να καλύψει - υπό προϋποθέσεις - και την καταχώριση Έκθεσης Απαίτησης (Zeus Investors v. HSBC Plc [2020] EWHC 3273 (Comm), Nikitin and Others v. Butler and Others [2007] EWHC 173[QB]).
Ακόμη δε - αναλόγως της περίπτωσης - και την καταχώριση άλλων συναφών δικογράφων (κατόπιν και τροποποίησης τους).
Δεν δικαιολογείται ανατροπή του πρωτόδικου συμπεράσματος.
Ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά των Εφεσειόντων, ύψους €8.000,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/κβπ
[1] Σχετικά είναι και τα αναφερόμενα στους Halsbury's Laws of England, 5η έκδοση, Τόμος 97Α, σελ. 201-202, παρ. 299.
[2] Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625.