ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A308
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Πολιτική Έφεση Αρ. Ε37/2021]
12 Ιουλίου , 2022
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ ΔΔ]
1. ΦΟΙΒΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Ν. ΠΙΡΙΛΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
2. ΔΡ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2 & 3
v.
1. ΠΑΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
2. ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
3. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΣ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
----------------------
Ν. Πιριλίδης μαζί με Σ. Θεοφάνους, Για N. Pirilides & Associates LLC Για τους Εφεσείοντες
Σ. Φασουλιώτης για Χρίστος Πουργουρίδης & Σία ΔΕΠΕ, Για τους Εφεσίβλητους
---------------------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Οι Εφεσείοντες παραπονούνται για την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία αποφασίστηκε ότι αυτό έχει κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή με αρ. 2505/2013 (στο εξής η αγωγή).
Η αξίωση των Εφεσίβλητων (Εναγόντων) εναντίον των Εφεσειόντων (Εναγομένων 2 και 3) είναι για το ποσό των €44.936,21 το οποίο, όπως ισχυρίζονται, συνίσταται σε υπερπληρωμή δικηγορικών εξόδων που κατέβαλαν στους Εφεσείοντες δικηγόρους, προκειμένου να τους εκπροσωπήσουν στα πλαίσια της αγωγής με αρ. 4040/2001.
Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση με την οποία έθεσαν ζήτημα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στερείται κατά τόπο δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας να εκδικάσει την αγωγή, η οποία εξετάστηκε από το Δικαστήριο και απορρίφθηκε.
Τα ουσιώδη γεγονότα που οδήγησαν στην έγερση της αγωγής και συνθέτουν το εγερθέν ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ήταν, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, τα εξής: Οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι διέμεναν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέθεσαν στους Εφεσείοντες, μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου τους, την υπεράσπιση τους στην αγωγή αρ. 4040/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η έδρα των οποίων ήταν στη Λευκωσία. Μεταξύ Εφεσειόντων και Εφεσίβλητων δεν είχε γίνει οποιαδήποτε ειδική συμφωνία αναφορικά με την δικηγορική αμοιβή των Εφεσειόντων για τον χειρισμό της αγωγής 4040/2001 και συνεπώς η υποχρέωση των Εφεσίβλητων ήταν η πληρωμή σύμφωνα με τα θεσμικώς προβλεπόμενα. Σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ 2001 και 2007 οι Εφεσίβλητοι κατέβαλαν στους Εφεσείοντες 2, διάφορα ποσά συνολικού ύψους ΛΚ26.300 (€44.936,21), ως αποτέλεσμα των χειρισμών που είχαν γίνει στα πλαίσια της αγωγής 4040/2001, η έκβαση της οποίας κατέστη τελικά επιτυχής για τους Εφεσίβλητους και επιδικάστηκαν έξοδα προς όφελος τους, τα οποία υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, στο ποσό των ΛΚ6.611 (€11.295,56) πλέον ΦΠΑ και νόμιμο τόκο, το οποίο και εισπράχθηκε από τους Εφεσείοντες. Με αυτά τα δεδομένα, είναι η θέση των Εφεσίβλητων ότι οι Εφεσείοντες όφειλαν να τους επιστρέψουν το ποσό των €44.936,21, το οποίο τους καταβλήθηκε αχρεωστήτως και με αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Οι Εφεσείοντες στην Υπεράσπιση τους προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι πρόσφεραν στους Εφεσίβλητους δικαστηριακές υπηρεσίες, όχι μόνο σε σχέση με την αγωγή 4040/2001 αλλά και σε σχέση με τις αγωγές 4041/2001 και 4653/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ως και εξωδικαστηριακές υπηρεσίες. Περαιτέρω, στον χειρισμό των υποθέσεων συμμετείχε και το δικηγορικό γραφείο του κ. Τάκη Ιωάννου, ο οποίος παρέσχε συνδρομή και παρά το γεγονός ότι δεν καταχώρισε εμφάνιση στις εν λόγω αγωγές, αυτός πληρωνόταν για τις υπηρεσίες του, μέσω των Εφεσειόντων και εν γνώσει των Εφεσίβλητων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έχει κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή. Με αναφορά στο άρθρο 21(1)(α)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), στον ορισμό «βάσις αγωγής» που εμπεριέχεται στο άρθρο 2 του Νόμου 14/1960 και στην σχετική νομολογία που άπτεται της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ζήτημα δικαιοδοσίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα (βλ. Ελευθέριος Κούρου ν. Αντωνία Ξενή Κόνου (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ., 2192 και Ανδρέας Κουκούνης κ.ά. ν. Γεώργιου Νικολάου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1766), κατέληξε ότι στην Έκθεση Απαίτησης, το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί αποκλειστική πηγή αναζήτησης της δικαιοδοσίας, «εμφανίζεται ως δικαιοδοτικό έρεισμα το ότι τα διεκδικούμενα έξοδα είναι συνυφασμένα με την αγωγή 4040/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και επομένως αυτή η σχέση τοποθετεί τη βάση αγωγής στη Λάρνακα».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν είναι δυνατόν, σε σχέση με δικαστηριακά έξοδα δηλαδή έξοδα σε δικαστική διαδικασία, εν προκειμένω αγωγής, να αναζητήσει κανείς δικαιοδοσία άλλη από εκείνη του δικαστηρίου στο οποίο το διοριστήριο κατατέθηκε». Συνακόλουθα, σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αξιούμενο από τους Eφεσίβλητους ποσό των €44.936,21, εντάσσεται στο ίδιο πλέγμα που εντάσσονται και τα υπολογισθέντα έξοδα στην αγωγή 4040/2001 ύψους €11.295,56 πλέον ΦΠΑ, λόγω της κατάθεσης του διοριστηρίου, ως και ότι καλύπτεται από την ίδια δικαιοδοσία. Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ισχυρίζονται ότι το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο για να εκδικάσει την αγωγή 2505/2013 είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπου οι Εφεσείοντες έχουν τη διαμονή τους ή την επαγγελματική τους έδρα και/ή όπου εγέρθηκε το αγώγιμο δικαίωμα.
Όπως προκύπτει από την ανάγνωση των τριών πρώτων λόγων έφεσης, στο επίκεντρο τους εντοπίζεται το ζήτημα της κατά τόπο αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προκύπτει συναφώς η ενιαία εξέταση των υπό αναφορά λόγων έφεσης.
Αποτελεί βασική θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας είναι κατά τόπο αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή 2505/2013, ενόψει του γεγονότος ότι οι Εφεσείοντες έχουν τη διαμονή τους και την επαγγελματική τους έδρα στη Λευκωσία και η βάση της εν λόγω αγωγής προέκυψε και συμπληρώθηκε στη Λευκωσία όπου έγινε η ανάθεση της υπεράσπισης των Εφεσίβλητων στην αγωγή 4040/2001 και όπου σε διάφορες ημερομηνίες οι Εφεσίβλητοι κατέβαλαν στους Εφεσείοντες το διεκδικούμενο ποσό των €44.936,21 στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι Εφεσίβλητοι με την αγωγή 2505/2013 δεν αξιώνουν επιστροφή της δικηγορικής αμοιβής που υπολογίσθηκε από τον Πρωτοκολλητή, αλλά του επιπλέον ποσού που είχαν πληρώσει στους Εφεσείοντες και το διεκδικούν στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το δε γεγονός ότι η δικαστική διαδικασία της αγωγής 4040/2001 διεξήχθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ουδόλως καθορίζει την κατά τόπο αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αγωγή 2505/2013.
Από την άλλη πλευρά, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων επεσήμανε ότι στην Έκθεση Απαίτησης, η οποία αποτελεί τη μοναδική πηγή από την οποία δύναται να αντληθεί σχετική πληροφόρηση, δεν υπάρχει καμιά αναφορά ότι η συμφωνία ανάθεσης της νομικής εκπροσώπησης στην αγωγή 4040/2001 έγινε στη Λευκωσία, ούτε και ότι τα ποσά που αξιώνονται με την αγωγή 2505/2013 καταβλήθηκαν από τους Εφεσίβλητους προς τους Εφεσείοντες στα γραφεία τους στη Λευκωσία. Εισηγήθηκε ότι ο μόνος τρόπος απόδειξης του ισχυριζόμενου αδικαιολόγητου πλουτισμού από τους Εφεσείοντες σε βάρος των Εφεσίβλητων είναι να διαπιστωθούν τα οφειλόμενα ποσά στα πλαίσια της αγωγής 4040/2001, με βάση τους όρους της συμφωνίας ανάθεσης νομικής εκπροσώπησης των Εφεσίβλητων από τους Εφεσείοντες, ώστε να διευκρινισθεί το ποσό που κατ' ισχυρισμό των Εφεσίβλητων έχει καταβληθεί αχρεωστήτως.
Εξετάσαμε με προσοχή τις εισηγήσεις των δύο πλευρών και καταλήξαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς αντιμετώπισε το ζήτημα της κατά τόπο αρμοδιότητας. Όπως είναι νομολογημένο, όταν εγείρεται ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στο τέλος της δίκης, το Δικαστήριο
στηρίζεται στα ευρήματα του ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Sartas Importers Distributors Ltd v. Maρούλλη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1446 και Πιττής ν. Progress Electronics Co Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 50). Ωστόσο σε κάθε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξετάζεται και οριοθετείται από τα γεγονότα που προσδιορίζονται στην Έκθεση Απαίτησης. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μουρτζίνος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1160 είναι σχετικό:
«Ένας είναι ο δικονομικός τρόπος προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται με τις γραπτές προτάσεις και, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση SEVEGEP LTD, v. United Sea Transport Ltd και άλλος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729, τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση, αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαιτήσεως. (Βλ. επίσης Αγρόκτημα ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ. και άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και άλλοι, (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Safarino Shoes Industry and Trading Company Ltd v. Βιομηχανία Υποδημάτων Ε. Σταυρινού Λτδ, (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059.»
Όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση την Έκθεση Απαίτησης - ως αποκλειστική πηγή αναζήτησης της δικαιοδοσίας - τα διεκδικούμενα έξοδα είναι συνυφασμένα με την αγωγή 4040/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και συνεπώς αυτή η σχέση τοποθετεί τη βάση της αγωγής στη Λάρνακα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η έδρα των Εφεσειόντων βρίσκεται στη Λευκωσία. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το διοριστήριο για εκπροσώπηση διάδικου, αντικατοπτρίζει τη συμφωνία μεταξύ διάδικου και δικηγόρου και ενεργοποιείται και αποκτά ισχύ με την κατάθεση του στο Δικαστήριο όπου είναι καταχωρημένη η σχετική υπόθεση. Συνάμα καθορίζει την συμβατική δέσμευση της αμοιβής του δικηγόρου. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Τούλλα Τρύφωνος το γένος Κυρ. Μακρίδη ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση 411/2011, ημερομηνίας 27.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132:
«Εν πάση περιπτώσει, ως ειδική πρόνοια, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο που να αναιρέσει τη βασική, γενική αρχή ότι η εξουσιοδότηση του δικηγόρου δεν μπορεί παρά να πηγάζει από το διορισμό του ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί να είναι έγγραφος και να αποτελεί σε κάθε υπόθεση στοιχείο του φακέλου.
Τέτοια αυστηρή εμμονή στον τύπο δεν πηγάζει μόνο από τις ρητές πρόνοιες και το όλο πλέγμα των θεσμών, αλλά και από την επισημότητα, τη θετικότητα και την ασφάλεια που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις δικαστικές πράξεις. Δεν μπορεί το κατ΄εξοχήν υπεύθυνο λειτούργημα του δικηγόρου, στη θεσμική του μάλιστα εκδήλωση, ήτοι ενώπιον δικαστηρίου, να ασκείται χωρίς να διασφαλίζεται απαραίτητα ο απαιτούμενος τύπος, ο οποίος καθορίζει τόσο το γεγονός, όσο και τους όρους του διορισμού του.
Σ΄αυτά τα πλαίσια, είναι χαρακτηριστική η σημασία που προσέδωσε ο Γ.Μ. Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), στη δική του απόφαση στην υπόθεση Simillides v. Neophytou (1986) 1 CLR 363, στην υπογραφή διοριστηρίου. Αναφερόμενος στην εμπιστευτική φύση της σχέσης δικηγόρου-πελάτη και στο πλέγμα αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πηγάζουν από τέτοια σχέση, υπέδειξε ότι σύμφωνα με τους Θεσμούς η υπογραφή διοριστηρίου, αποτελεί αναγκαίο προηγούμενο (condition precedent) για την προώθηση αγωγής για ανάληψη υπεράσπισης, καθορίζοντας συνάμα υπό την έννοια συμβατικής δέσμευσης την αμοιβή του δικηγόρου.»
Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν με την αγωγή 2505/2013 το ποσό των €44.936,21, το οποίο κατ' ισχυρισμό τους, κατέβαλαν στους Εφεσείοντες αποκλειστικά ως έξοδα για την αγωγή 4040/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στα πλαίσια της οποίας καταχωρίστηκε το διοριστήριο εκπροσώπησης τους από τους Εφεσείοντες και όχι για άλλες αγωγές ή εξωδικαστηριακές εργασίες, καταλήγουμε ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην αγωγή 2505/2013 ορθώς καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση του εν λόγω διοριστηρίου και σύμφωνα, πάντοτε, με το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης των Εφεσίβλητων. Το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες έχουν την επαγγελματική τους έδρα και τη διαμονή τους στη Λευκωσία, δεν στοιχειοθετεί αναπόφευκτα τοπική αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Τούτο, έχοντας κατά νου τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(α)(β) του Νόμου 14/1960 το οποίο προσδίδει τοπική αρμοδιότητα στο Δικαστήριο, τόσο ο τόπος διαμονής ή διεξαγωγής επαγγέλματος του Εναγόμενου, όσο και ο τόπος όπου προέκυψε, καθ' ολοκληρίαν ή εν μέρει η βάση της αγωγής. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ως ακολούθως:
«21.-(1) Τo Επαρχιακόv Δικαστήριov, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 19, θα έχη πρωτόδικov δικαιoδoσίαv ίvα ακoύη και απoφασίζη oιαvδήπoτε αγωγήv συμφώvως πρoς τας διατάξεις τoυ άρθρoυ 22 oσάκις-
(α) η βάσις της αγωγής έχη πρoκύψει είτε καθ' oλoκληρίαv είτε εv μέρει εvτός τωv oρίωv της επαρχίας δι' ηv τo δικαστήριov καθιδρύθη
(β) o εvαγόμεvoς ή oιoσδήπoτε τωv εvαγoμέvωv, κατά τov χρόvov της εγέρσεως της αγωγής, διαμέvη ή διεξάγη επάγγελμα εvτός της επαρχίας δι' ηv τo δικαστήριov καθιδρύθη
Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Νόμου 14/1960, η έννοια του όρου «η βάσις αγωγής» περιλαμβάνει «τo σύvoλov τωv γεγovότωv τωv θεμελιoύvτωv τo αγώγιμov δικαίωμα, περί oυ η αγωγή, αλλά εις αγωγάς εκ συμβάσεως δεv σημαίvει κατ' αvάγκηv oλόκληρov τηv βάσιv της αγωγής. Βάσις της αγωγής θα θεωρήται ότι έχει πρoκύψει εvτός της δικαιoδoσίας εάv η σύμβασις συvήφθη εvτός αυτής, καίτoι η διάρρηξις δυvατόv vα επήλθεv αλλαχoύ, και επίσης εάv η διάρρηξις επήλθεv εvτός της δικαιoδoσίας, καίτoι η σύμβασις δυvατόv vα συvήφθη αλλαχoύ»
Με δεδομένη την κατάληξη μας ως ανωτέρω, κρίνουμε ότι η τοπική αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ορθώς κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της συμφωνίας των διαδίκων, όπως αντικατοπτρίζεται στο διοριστήριο εκπροσώπησης των Εφεσίβλητων από τους Εφεσείοντες στα πλαίσια της αγωγής 4040/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, παρά τη διαμονή και έδρα εργασιών των Εφεσειόντων στη Λευκωσία. Είναι περαιτέρω, σημαντικό να τονιστεί ότι οι Εφεσείοντες παραδέχονται στην Υπεράσπιση τους, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι πράγματι πρόσφεραν στους Εφεσίβλητους δικαστηριακές υπηρεσίες στα πλαίσια της αγωγής 4040/2001, αν και προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι αυτές αφορούσαν και άλλες δύο αγωγές του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ως και εξωδικαστηριακές υπηρεσίες, ο οποίος εν πάση περιπτώσει, επίσης προσδίδει τοπική αρμοδιότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, εν τη εννοία του άρθρου 21(1)(α) του Νόμου 14/1960 ανωτέρω.
Συνακόλουθα, οι πρώτοι τρεις λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα έξοδα της Αίτησης, τα οποία επεδικάστηκαν προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος των Εφεσειόντων. Όπως επεξηγήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων αυτός ο λόγος έφεσης, μπορεί να εξεταστεί από το Εφετείο, στην περίπτωση που η παρούσα έφεση κριθεί επιτυχής. Η απόρριψη, ως πραγματικά και νομικά αβάσιμων των τριών πρώτων λόγων έφεσης, εκθεμελιώνει και τον τέταρτο λόγο έφεσης.
Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσίβλητων, ύψους €3,000, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.