ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:24
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 38/2019)
7 Ιουλίου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
1. Λ. Κ.
2. [ ] HOLDINGS LTD
Εφεσείoντες,
και
Π. Ρ.
Εφεσίβλητη.
---------------------
Δ. Ζένιου (κα) για Ερμή Σ. Στυλιανίδη ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.
Α. Γρύλλη (κα) για P. Tsangaris & Associates LLC, για Εφεσίβλητη.
-------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την
Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 5.11.2018 καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού η κυρίως αίτηση περιουσιακών διαφορών από την Εφεσίβλητη/αιτήτρια εναντίον του εν διαστάσει συζύγου της - Εφεσείοντα 1 - καθ΄ου η αίτηση αλλά και διαφόρων εταιρειών, συμφερόντων του πρώτου. Τελικά η αίτηση προωθήθηκε εναντίον των Εφεσειόντων/καθ΄ων η αίτηση 1 και 3.
Με βάση τη μονομερή αίτηση εξεδόθη στις 6.11.2018 το ακόλουθο διάταγμα:
"1. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οπωσδήποτε τρόπο διαθέσει το διαμέρισμα με αριθμό θύρας [ ], στο [ ] COMPLEX στην πολυκατοικία [ ] House με αρ. εγγραφής [ ], Φ/Σχ. [ ], τμήμα 4, τεμάχιο [ ], στην περιοχή [ ], στην Λεμεσό, το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι του Καθ' ου η Αίτηση 1, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
2. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει την γη συνολικής έκτασης 2163τμ περιοχή στη Λεμεσό, στην περιοχή «Green Area», με αρ. εγγραφής [ ], Φ/Σχ. [ ], τεμάχιο [ ] στην περιοχή [ ] στον Δήμο [ ] στην Λεμεσό, η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του Καθ' ου η Αίτηση 1, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
3. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει την γη στην περιοχή [ ] στην Λεμεσό, επί της οποίας βρίσκεται μια διώροφη οικία με στοιχεία τίτλου αρ. εγγραφή [ ], Φ/Σχ. [ ], τεμάχιο [ ], η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του Καθ' ου η Αίτηση 1, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
4. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του και/ή υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή και/ή ως το πρόσωπο που ασκεί τον απόλυτο έλεγχο της εταιρείας [ ] HOLDINGS LTD (HE [ ])/Καθ' ης η Αίτηση 3 και/ή την εταιρεία [ ] HOLDINGS LTD (HE [ ])/Καθ' ης η Αίτηση 3 να πωλήσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή δωρίσουν και/ή αποξενώσουν και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσουν το διαμέρισμα στον 3° όροφο με αριθμό θύρας [ ], στο [ ] Apartments Μπλοκ Β', με αρ. εγγραφής [ ], Φ/Σχ. [ ], τμήμα 4, τεμάχιο [ ], στην περιοχή [ ] στην Λεμεσό, το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι της εταιρείας [ ] HOLDINGS LTD (HE [ ])/Καθ' ης η Αίτηση 3, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
10. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει τα έπιπλα και/ή εξοπλισμό της συζυγικής εστίας που βρίσκεται στην οδό [ ], στην [ ], συνολικής αξίας εκ €20,000 (είκοσι χιλιάδες ευρώ) περίπου μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
11. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ'ου η αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει το αυτοκίνητο μάρκας [ ] με αριθμούς εγγραφής [ ] αξίας εκ €3,000 (τρεις χιλιάδες ευρώ) το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του Καθ'ου η αίτηση 1 και κατέχεται από την Αιτήτρια, -μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
12. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει το αυτοκίνητο μάρκας [ ] με αριθμούς εγγραφής [ ] αξίας εκ €25,000 (είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ) το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του Καθ' ου η Αίτηση 1 και κατέχεται από αυτόν, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
13. Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (bind) και/ή απαγορεύει στον Καθ' ου η Αίτηση 1 προσωπικά και/ή μέσω των αντιπροσώπων του να πωλήσει και/ή μεταβιβάσει και/ή δωρίσει και/ή αποξενώσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει το αυτοκίνητο μάρκας [ ] με διακριτικούς αριθμούς [ ] αξίας εκ €25,000 (είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ) το οποίο είναι ιδιοκτησίας του Καθ' ου η Αίτηση 1, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, κατέστησε απόλυτο το ως άνω προσωρινό διάταγμα, εκτός από την παράγραφο 13.
Θεώρησε ότι όλες οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60) συνέτρεχαν και έκρινε επίσης ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας ήταν υπέρ της Εφεσίβλητης αφού ήταν δίκαιο και εύλογο να διατηρηθούν τα δεδομένα ως είχαν αμέσως πριν την έγερση της κυρίως αίτησης.
Οι Εφεσείοντες 1 και 2 προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση με τέσσερις λόγους έφεσης. Ότι, εσφαλμένα το Δικαστήριο οριστικοποίησε το Διάταγμα, χωρίς να εξετάσει εάν η Εφεσίβλητη μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα σε μεταγενέστερο χρόνο άδικα παραλείποντας να εξετάσει το σχετικό λόγο ένστασης και/ή χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση με βάση το ΄Αρθρο 32 ανωτέρω (πρώτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα έκρινε ότι συνέτρεχε το κατεπείγον και/ή παρέλειψε να το αιτιολογήσει ειδικά ενόψει ανυπαρξίας ισχυρισμού περί πρόθεσης του Εφεσείοντα για αποξένωση της ως άνω περιουσίας, ούτε προβλήθηκε οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση που θα δικαιολογούσε την έκδοση του διατάγματος (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα οριστικοποίησε τα διατάγματα εναντίον των Εφεσειόντων 2, κρίνοντας ότι αρκούσε ότι ο Εφεσείων 1 ήταν διευθυντής των Εφεσειόντων 2, των οποίων κατείχε μετοχές προς όφελος τρίτου προσώπου, άνευ αιτιολόγησης του σκεπτικού το οποίο οδήγησε στην κατάληξη αυτή (τρίτος λόγος), ότι προέβη σε έκδοση και οριστικοποίηση Διαταγμάτων απαγορευτικά της αποξένωσης σε σχέση με το όλο μερίδιο των επίδικων ακινήτων (τέταρτος λόγος έφεσης).
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους ως άνω λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών, καθώς και την περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία της άλλης πλευράς. Θεωρούμε ότι οι λόγοι 1 και 4 μπορούν να εξετασθούν σε κοινό πλαίσιο, αφού αφορούν στην ουσία, τις προϋποθέσεις έκδοσης και οριστικοποίησης των επίδικων διαταγμάτων.
Ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες στο βασικό πυρήνα του πρώτου λόγου έφεσης πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε τα διατάγματα χωρίς να πεισθεί ότι η Εφεσίβλητη δυνατόν να αποζημιούτο με χρήμα. Η όλη επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων αφορά την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Το Δικαστήριο αφού προβαίνει σε εμπεριστατωμένη ανάλυση ότι συντρέχουν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 σε συσχετισμό με το Άρθρο 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων του 1991, Ν. 232/91 που προνοεί ότι η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη συνεισφορά) κατέληξε ως εξής σε συνάρτηση με την τρίτη προϋπόθεση:
«Περαιτέρω, η οποιαδήποτε πώληση ή μεταβίβαση της περιουσίας, θα εξοστράκιζε την πιθανή θεραπεία. Πιθανή θεραπεία είναι αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 14Ε του Ν. 232/91 με βάση την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στην Αιτητή περιουσίας του Καθ΄ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας. Σε προσωρινά διατάγματα, απαγορευτικά της αποξένωσης ή επιβάρυνσης περιουσίας δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση των εναγομένων για αποξένωση, αλλά εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος (Βλ. Κιτρομηλίδου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1165 και Αποστόλου κ.α. ν. Ιωάννου κ.α. (ανωτέρω)). Συνεπώς, τηρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60.»
Πραγματικά, δυσκολευόμαστε να δούμε την λογική του λόγου έφεσης. Τα σχετικά επιχειρήματα των Εφεσειόντων παραγνωρίζουν τη φύση της αξίωσης της κυρίως θεραπείας με την οποία αξιώνετο απόδοση στην Εφεσίβλητη του μέρους της περιουσίας του Εφεσείοντος 1, το οποίο αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου, ή κατά τη διάρκεια του, το οποίο προέρχεται από τη δική της συμβολή και/ή το οποίο διατηρούσε ο Εφεσείων 1 ως καταπίστευμα προς όφελος της ως επίσης και την εγγραφή επ' ονόματι της του ½ μεριδίου επί των ακινήτων τα οποία, κατ' ισχυρισμόν πάντα, αποτελούν την αύξηση της περιουσίας του Εφεσείοντα στην οποία αύξηση έχει συνεισφέρει. Όπως τονίζει η πλευρά της Εφεσίβλητης, η απόδοση σ' αυτή της αξίας των εν λόγω μεριδίων σε χρήμα, τίθεται διαζευκτικά.
Ισχύουν εν προκειμένω απολύτως τα αποφασισθέντα στην Ε.Ε. ν. Μ.Ε., Έφεση Αρ. 34/16, 11.4.2019:
«Το δικαστήριο πρωτοδίκως έκρινε ότι "το δικαίωμα αξίωσης σε συμμετοχή σε περιουσία δεν περιορίζεται σε αξίωση χρηματική" και ότι η εφεσίβλητη αξιώνει, με την Ανταπαίτηση της, και εγγραφή μεριδίου επί των συγκεκριμένων ακινήτων. Καταλήγει δε ότι, η ενδεχόμενη αποξένωση των ακινήτων του εφεσείοντα θα εξουδετερώσει και την παραμικρή ικανοποίηση της Ανταπαίτησης της εφεσίβλητης και ότι η ζημιά που θα υποστεί θα είναι ανεπανόρθωτη, δεδομένου ότι η αξίωση της δεν είναι αποκλειστικά χρηματική.
Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο θεώρησε ότι τυχόν αποξένωση της περιουσίας θα απέληγε σε δημιουργία ενός κενού το οποίο θα έθετε, στο τέλος της υπόθεσης, την εφεσίβλητη σε δυσμενέστερη θέση .»
Το ίδιο προκύπτει από την Σκουτέλλα ν. Σκουτέλλα, Έφεση Αρ. 43/12, 24.3.2017:
«.Αλλά και το τρίτο κριτήριο ικανοποιείται εφόσον οι αποζημιώσεις φανερά δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την αξίωση της εφεσείουσας δεδομένου ότι θα πρέπει να αποφασιστεί στο τέλος της ημέρας ποια είναι η πραγματική σε χρήμα αξία της περιουσίας που διεκδικείται στο σύνολο της που περιλαμβάνει κατάστημα, μετοχές, λογαριασμό ή λογαριασμούς και ένα όχημα. Έτσι και το ισοζύγιο της ευχέρειας που είναι το κριτήριο το οποίο θα πρέπει να ικανοποιηθεί μετά την εξέταση των τριών πρώτων κριτηρίων, σαφώς κλίνει υπέρ της εφεσείουσας.»
Συνεπώς η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν και ορθή και πλήρως συμβατή με την νομολογία. Κανένα σφάλμα δεν εντοπίζουμε και σίγουρα δεν θα βοηθούσε την πλευρά των Εφεσειόντων η μικροσκοπική ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με ισχυρισμούς περί της οικονομικής τους δυνατότητας να αποζημιώσουν σε χρήμα την Εφεσίβλητη, αφού κάτι τέτοιο θα παραγνώριζε τη φύση της αξίωσης και ότι τα διατάγματα εκδόθηκαν και οριστικοποιήθηκαν με σκοπό την προστασία περιουσίας αντικείμενο της διαφοράς της ειδικής αυτής αξίωσης, ως αναλύθηκε πιο πάνω.
Το ίδιο ισχύει και για τον τέταρτο λόγο έφεσης με τον οποίο οι Εφεσείοντες παραπονούνται πως εσφαλμένα το Δικαστήριο απαγόρευσε την αποξένωση «σε σχέση με το όλο μερίδιο των επιδίκων ακινήτων».
Στην Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2004) 1 ΑΑΔ 629 έχουν σημειωθεί τα κάτωθι σχετικά:
«Αλλά και για τη δέσμευση του ενός δευτέρου μεριδίου του στο διαμέρισμα παραπονείται ο Εφεσείων (με το λόγο έφεσης 3). Η εισήγηση του είναι ότι, καθ' όσον η ίδια η Εφεσίβλητη ανεγνώριζε ότι ήταν ιδιοκτήτης κατά το ένα δεύτερο μερίδιο δυνάμει συμφωνίας τους και δεν είχε οποιαδήποτε απαίτηση ως προς το εν λόγω ένα δεύτερο μερίδιο του, δεν δικαιολογείτο η δέσμευση του. Παραγνωρίζει η εισήγηση ότι η δέσμευση δεν γίνεται στη βάση απαίτησης επί της συγκεκριμένης περιουσίας αλλά στη γενικότερη βάση του άρθρου 32 προς διασφάλιση της δυνατότητας απονομής πλήρους δικαιοσύνης στο τέλος της ημέρας. Και ως προς τούτο, δεν έχουμε κληθεί, ούτε θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας, με τη διακριτική εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να καθαρίσει το εύρος της περιουσίας που έκρινε αναγκαίο να δεσμεύσει και που περιλάμβανε και το εν λόγω μερίδιο στο διαμέρισμα.»
Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέσμευσε ολόκληρο το μερίδιο, έστω και αν η Εφεσίβλητη αξίωνε το ½. Παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται οι Εφεσείοντες να δέχθησαν περιορισμό του διατάγματος στο ½, δεν προέβαλαν και σχετικό λόγο ένστασης. Εν πάση περιπτώσει, ήταν επιτρεπτό στο Δικαστήριο να πράξει ως έπραξε, καθότι εάν αφήνετο ελεύθερο έστω και ½, υπήρχε ο κίνδυνος αποξένωσης. Κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να μπορούσε να αποκλεισθεί και οι Εφεσείοντες δεν «προσέφεραν» οτιδήποτε απτό ώστε οι φόβοι να διασκεδασθούν.
Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.
Ο δεύτερος λόγος αφορά το θέμα του κατεπείγοντος, αφού οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε αιτιολόγηση του σχετικού ευρήματος του.
Έχουμε προστρέξει στο σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη κρίση στην οποία γίνεται αναφορά ευρύτερα στο στοιχείο του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από τη νομολογία με ειδική αναφορά στην Αμβροσιάδου κ.α. ν. Coward κ.α. (2013) 1(Α) ΑΑΔ 78.
Ευθέως βεβαίως έρχεται στο προσκήνιο το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), το οποίο αφορά τη δυνατότητα ex parte έκδοσης διατάγματος απαγορευτικής φύσεως «όταν καταδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις». Η τελευταία αυτή βάση «άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις» δεν πρέπει να αγνοείται ή να παραγνωρίζεται αφού λειτουργεί - ας μας επιτραπεί ο όρος - ως η άλλη πλευρά του ιδίου νομίσματος ως προς την επιτυχία ή μη της κατάδειξης της τρίτης προϋπόθεσης ή του ικανοποιητικού βάθρου στη βασιμότητα της μονομερούς έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, ευθύς εξ αρχής, βασιμότητα βεβαίως που επαναξιολογείται κατά το στάδιο της ακρόασης της οριστικοποίησης ή μη του διατάγματος, υπό το πρίσμα πλέον των θέσεων της άλλης πλευράς.
Εν προκειμένω, είναι φανερό πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συσχέτισε την εγκυρότητα του μονομερούς διαβήματος με τη φύση της αξίωσης, την ανάγκη προστασίας της επίδικης περιουσίας στις περιστάσεις που η Εφεσίβλητη κατέδειξε και η πλευρά των Εφεσειόντων δεν «ανέτρεψε» στην έννοια και στα στεγανά μιας προσωρινής θεραπείας (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598).
Συγκεκριμένα η Εφεσίβλητη, εξέφρασε ανησυχία της για ενδεχόμενο αποξένωσης εκ μέρους του Εφεσείοντα ώστε να εμποδισθεί η Εφεσίβλητη να ικανοποιήσει τυχόν απόφαση υπέρ αυτής. Ανέφερε τις ενέργειες της άλλης πλευράς να «την πείσει» να υπογράψει αποποίηση δικαιωμάτων αφορούσα την κατ' ισχυρισμόν κοινή περιουσία. Και αυτό σε σχέση με την απόκρυψη εκ μέρους του Εφεσείοντα, απαλλαγής εκ του χρέους για συγκεκριμένο ακίνητο. Δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες. Ούτε βεβαίως σημαίνει ότι στην εκδίκαση της ουσίας θα αποδειχθεί αυτό. Σημασία έχει το βάσιμο και το εύλογο μιας θέσης στο ευρύτερο σκηνικό των ενεργειών που οδήγησε την Εφεσίβλητη στο Δικαστήριο για την προσωρινή θεραπεία. Γι΄ αυτό και το Πρωτόδικο Δικαστήριο συσχέτισε τις παραμέτρους εξέτασης του επείγοντος με την ευρύτερη έννοια ιδιαίτερων περιστάσεων με την τρίτη προϋπόθεση (βλ. Αποστόλου ν. Ιωάννου κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 604). Παρά ότι η αιτιολόγηση θα έπρεπε να ήταν πιο σαφής δεν εντοπίζεται λάθος ώστε η πρωτόδικη κρίση να ανατραπεί.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης ομοίως απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο οριστικοποίησε τα διατάγματα εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση 3, δηλαδή των εφεσειόντων 2 ([ ] Holdings Ltd).
Το μέρος αυτό του διατάγματος αφορά στο διαμέρισμα στο [ ] Apartments που καταγράφεται πιο πάνω στην αρίθμηση 4 του συνταχθέντος διατάγματος, το οποίο όντως είναι εγγεγραμμένο στους Εφεσείοντες 2, στους οποίους ο Εφεσείων 1 είναι διευθυντής και, σύμφωνα με την Εφεσίβλητη, το πρόσωπο το οποίο ασκεί τον απόλυτο έλεγχο επ΄ αυτής.
Ο Εφεσείων 1 ισχυρίστηκε πως το διαμέρισμα αυτό στο [ ] Apartments ουδεμία σχέση έχει με τον ίδιο, καθότι είναι ιδιοκτησίας των Εφεσειόντων 2, οι οποίοι, μάλιστα το αγόρασαν με δάνειο και διατηρούν την κατοχή του. Το δε μετοχικό κεφάλαιο των Εφεσειόντων δεν του ανήκει «αλλά το διατηρεί προς όφελος τρίτων προσώπων».
Η θέση της Εφεσίβλητης είναι ότι το εν λόγω διαμέρισμα εντάσσεται στην αξιούμενη θεραπεία και μάλιστα απετέλεσε τη συζυγική οικία των διαδίκων για κάποια χρόνια.
Με βάση αυτά τα δεδομένα - και χωρίς να δύναται το Δικαστήριο στο βάθος να εξετάσει την ουσία θέσεων - ήταν εύλογα επιτρεπτή η ένταξη του συγκεκριμένου διαμερίσματος στην απαγορευτική δέσμευση αναφορικά με τα επίδικα ακίνητα. Έχει καταδειχθεί «ισχυρή» σύνδεση του ακινήτου με τους διαδίκους και την έγγαμη τους σχέση, έστω και εάν η ιδιοκτησία αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, εφόσον στο τρίτο αυτό πρόσωπο έχουν καταδειχθεί περαιτέρω στοιχεία που θα δικαιολογούσαν απόλυτο έλεγχο του Εφεσείοντα 1, για σκοπούς της παρούσας.
Στην Χαραλάμπους ν. Εγγλέζου κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 1015, λέχθησαν τα εξής:
«Εδώ η εταιρεία είχε αγοράσει το οικόπεδο πριν από το γάμο, το οποίο με την ανοχή ή συγκατάθεση της χρησιμοποιήθηκε για να οικοδομηθεί οικία προς στέγαση των συζύγων. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις θεωρείται πως δεν μπορεί το Οικογενειακό Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία επειδή η ακίνητη αυτή περιουσία παραμένει εγγεγραμμένη επ' ονόματι της εταιρείας. Δεν είναι τόσο το ότι η αξίωση «διέρχεται μέσα από τις σχέσεις των συζύγων», όπως λέχθηκε στη Γρηγορίου v. Γρηγορίου, όσο ότι η αξίωση αρχίζει και τελειώνει με τη σχέση των συζύγων και εξαιτίας αυτής. Διαφορετική αντιμετώπιση (όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο), θα σήμαινε ότι πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί η συνεισφορά του αιτητή στην οικογενειακή περιουσία και μετά να εγερθεί αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση πλέον εμπιστεύματος ή άλλης αξίωσης για να του αποδοθεί το μερίδιο του, αλλά και εκεί θα μπορούσαν να εγερθούν ζητήματα αρμοδιότητας. Τέτοια εξέλιξη είναι ανεπιθύμητη διότι κατακερματίζει σε πέραν του ενός Δικαστηρίου τη διαφορά, ενώ ο πυρήνας της αξίωσης παραμένει ο ίδιος, εμπίπτουσα φυσιολογικά στην οικογενειακή διαφορά. .»
Στη δε Αποστόλου κ.α. ν. Ιωάννου κ.α. (ανωτέρω) αναφέρθηκε πως τα αγγλικά Δικαστήρια αίρουν την προστασία του εταιρικού πέπλου, εκεί όπου η εταιρεία χρησιμοποιείται από τον ελέγχοντα την εταιρεία σαν «μια ασπίδα προς αποφυγή υποχρέωσης».
Και ο τρίτος λόγος απορρίπτεται.
Η έφεση, συλλήβδην, απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της Εφεσίβλητης.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.