ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ευγ. Στυλιανού ν. Βασ. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130
Ιωαννίδης Ησαΐας και Άλλη ν. Chada Ιωαννίδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1446
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:DOD:2022:22
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 1/2022
(σχ. 2/2022)
7 Ιουλίου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Γ. Δ.
Εφεσείοντας
ν.
Α. Β.
Εφεσίβλητης
____________________
Έφεση Αρ. 2/2022
(σχ. 1/2022)
Α. Β.
Εφεσείουσα
ν.
Γ. Δ.
Εφεσίβλητου
____________________
Α. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου (κα), για Εφεσείοντα στην 1/2022 και Εφεσίβλητο στη 2/2022.
Η. Χρίστου, για Εφεσείουσα στην 2/2022 και Εφεσίβλητη στην 1/2022.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου με απόφαση του ημερ.8.7.2021 κατέστησε απόλυτο προσωρινό διάταγμα ημερ.27.10.2020, με το οποίο ανατίθετο στον Εφεσείοντα στην έφεση αρ.1/2022, ο πατέρας, τη φύλαξη και φροντίδα των τριών ανήλικων παιδιών που απέκτησε με την Εφεσείουσα στην έφεση αρ.2/2022, η μητέρα. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την Α.Β. v. Γ.Δ., Έφ. Αρ.23/2021, ημερ.23.6.2022.
Το ίδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, σε αίτηση της μητέρας, με απόφαση του ημερ.22.12.2021, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο ρύθμισε την επικοινωνία της με τα παιδιά της, η πρωτόδικη απόφαση. Η αίτηση της μητέρας είχε καταχωριστεί την 18.6.2021, πριν δηλαδή την οριστικοποίηση του διατάγματος φύλαξης και φροντίδας υπέρ του πατέρα.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η μητέρα είχε δικαίωμα επικοινωνίας με τα τρία ανήλικα παιδιά κάθε Δευτέρα και Τετάρτη απόγευμα, μεταξύ των ωρών 15:00-19:00 και κάθε Σάββατο ή Κυριακή εναλλάξ, μεταξύ των ωρών 10:00-18:00.
Ούτε ο πατέρας, αλλά ούτε και η μητέρα, ικανοποιήθηκαν από την πρωτόδικη απόφαση, την οποία εφεσίβαλαν, ο πατέρας καταχωρώντας την έφεση αρ.1/2022 με εννέα λόγους έφεσης και η μητέρα την έφεση αρ.2/2022 με τέσσερεις λόγους έφεσης.
Ο πατέρας θεωρεί πως δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί διάταγμα επικοινωνίας της μητέρας. Τέσσερεις λόγοι έφεσης (1, 3, 5 και 8) περιστρέφονται γύρω από την επιθυμία, κατά τον ίδιο, των παιδιών να μην έχουν επικοινωνία με τη μητέρα τους, θέση που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, αφού παρέλειψε να ζητήσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη των παιδιών. Τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να εξαναγκαστούν να κάμουν κάτι που δεν επιθυμούσαν και το εκδοθέν διάταγμα αντιστρατευόταν τα συμφέροντα τους. Δεν επρόκειτο για αδυναμία των γονέων να ρυθμίσουν το ζήτημα, όπως εσφαλμένα εξέλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά απόφαση των ίδιων των παιδιών. Εγείρεται ακόμα ζήτημα απουσίας ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης (λόγος έφεσης 2), ότι δεν συνέτρεχαν οι νομικές προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος (λόγος έφεσης 4), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε με εσφαλμένο υπόβαθρο ότι πριν την διάσταση των διαδίκων η μητέρα είχε επικοινωνία με τα παιδιά της σε τακτική βάση (λόγος έφεσης 6), ότι αυθαίρετα κατέληξε ότι το διάταγμα που εκδόθηκε ήταν εύλογα αναγκαίο για το συμφέρον και την ευημερία των παιδιών (λόγος έφεσης 7) και ότι παρέλειψε να διερευνήσει τους λόγους της αποξένωσης των παιδιών από την μητέρα (λόγος έφεσης 9).
Η μητέρα θεωρεί ότι η ρύθμιση του δικαιώματος της για επικοινωνία, εσφαλμένα περιορίστηκε. Το ζήτημα εγείρεται με τους λόγους έφεσης 1, 3 και 4, μάλιστα με το λόγο έφεσης 3 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο μεροληψία και παραβίαση των δικαιωμάτων της και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Ο λόγος έφεσης 2 αφορά στην επιδίκαση μόνο των μισών εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, παρά την επιτυχία της αίτησης της.
Οι λόγοι έφεσης 1, 3, 5 και 8 της έφεσης του πατέρα περιστρέφονται γύρω από το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άκουσε τα παιδιά προτού καταλήξει στην απόφαση του. Προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του πατέρα είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 17(3) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Άρθρου 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/1990. Το Άρθρο 17 προνοεί ότι:
«(1) Ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
(2) Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος, προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο.
(3) Στην απόφαση του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει κατ' αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 6.»
Ενώ το Άρθρο 6 ότι:
«(1) Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου.
(2)(α) Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησης της.
(β) Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.
(3) Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσο η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.»
Στην Ευγ. Στυλιανού ν. Βασ. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130, 135, όπου παρέπεμψε ο πατέρας, αναφέρθηκε ότι:
«Η μαρτυρία των ανηλίκων αναφορικά με τις επιθυμίες τους ως προς την επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου τους αποτελεί πρωτογενές συστατικό στοιχείο για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας όπου καταρρέει ο γάμος. Αυτό συνάγεται ευθέως από τις πρόνοιες του Άρθρου 6(3) του Ν. 216/90 που επιτάσσει την αναζήτηση της γνώμης των ανηλίκων, εφόσον έχουν την ωριμότητα να διαμορφώσουν γνώμη, πριν την λήψη οποιασδήποτε απόφασης "σχετικά με τη γονική μέριμνα". Η μαρτυρία των ανηλίκων σε διαδικασία για γονική μέριμνα δεν στρέφεται εξ αντικειμένου εναντίον οποιουδήποτε· είναι δηλωτική της γνώμης τους για το συμφέρον και την ευημερία τους. Το δικαίωμα που τους αναγνωρίζεται αποτελεί απόρροια της αυθυπαρξίας του ατόμου τους.»
Και στη σελ.138 ότι:
«Η λήψη της γνώμης του παιδιού, εφόσον η ωριμότητα του καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση γνώμης, για την ανάθεση της επιμέλειας και μέριμνας του είναι υποχρεωτική, όπως προβλέπει το Άρθρο 6(3) του Ν. 216/90, και ενέχει βαρύνουσα σημασία ως αποκαλυπτική της δικής του βούλησης για την ευτυχία και πρόοδο του. Όπως εξηγείται στην Gillick (ανωτέρω),[1] όσο μεγαλώνει το παιδί και ανεξαρτητοποιείται ανάλογα μεγαλύτερη και βαρύνουσα καθίσταται και η γνώμη του για την επιμέλεια του ατόμου του. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ελευθερία του ατόμου συμπληρώνεται μεν στο 18ο έτος της ηλικίας, δεν παύει όμως να υφίσταται ως στοιχείο της προσωπικότητας του από το χρόνο που το παιδί είναι ικανό για λελογισμένη σκέψη. Στην προκείμενη περίπτωση τα τέκνα του ζεύγους (13½ και 12½ ετών (περίπου) αντίστοιχα, όταν κατέθεσαν) είχαν την ωριμότητα να διαμορφώσουν άποψη για το συμφέρον και την ευημερία τους και η γνώμη τους ενείχε βαρύνουσα σημασία για την ανάθεση της επιμέλειας και φροντίδας του προσώπου τους ενόψει της ηλικίας τους.»
(βλ. ακόμη Ιωαννίδης κ.ά. ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ.1446, 1452 και 1453-4 ως προς τη διαδικασία για τη διαπίστωση ή όχι ωριμότητας).
Η μητέρα πρόταξε σχετικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ακούσει τα παιδιά γιατί επρόκειτο για ενδιάμεση διαδικασία η οποία πρέπει να διεκπεραιώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν παρέπεμψε σε νομολογία ή βιβλιογραφία που να υποστηρίζει τέτοια προσέγγιση. Υποστήριξε ακόμα ότι τα παιδιά λόγω του νεαρού της ηλικίας τους δεν θα μπορούσαν να εκφέρουν γνώμη, αλλά και η γνώμη τους δεν θα ήταν ειλικρινής και αληθινή λόγω του επηρεασμού τους από τον πατέρα. Επομένως, διατείνεται, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να μην καλέσει τα παιδιά για συνέντευξη. Αναφέρει ακόμα ότι ούτε και πριν την απόφαση με την οποία ανάθεσε τη φύλαξη των παιδιών στον πατέρα, είχε το Δικαστήριο ακούσει τα παιδιά.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των προνοιών των Άρθρων 17(3) και 6(3) του Ν.216/1990 απολήγει στο ότι, όταν το Δικαστήριο αποφασίζει για την άσκηση του δικαιώματος του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί για προσωπική επικοινωνία με το παιδί, ανάλογα με την ωριμότητα του παιδιού και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται η γνώμη του. Επομένως, η γνώμη του παιδιού πρέπει να ζητείται εκτός και αν διαπιστώνεται ότι δεν έχει την ωριμότητα και βαθμό αντίληψης που απαιτούν οι περιστάσεις, για να εκφέρει τη γνώμη του.
Μας έχει προβληματίσει κατά πόσο η υποχρέωση να ακουστεί το παιδί θα συμβιβάζεται με το κατεπείγον ή σε κάθε περίπτωση την ταχύτητα ρυθμίσεως που απαιτείται στις περιπτώσεις ενδιάμεσων διαταγμάτων. Έχει όμως ο νομοθέτης καθορίσει, με τις λέξεις που χρησιμοποίησε, ότι το δικαίωμα του παιδιού να ακουστεί στο ζήτημα που το αφορά, ιεραρχείται κατά τρόπο ώστε να καθιστά επιβεβλημένο να ακουστεί, παρά τις όποιες διαδικαστικές δυσχέρειες που μπορεί να προκύψουν και βασικά την καθυστέρηση. Η αναφορά στο Άρθρο 6(3) σε «κάθε απόφαση» καθιστά σαφές ότι περιλαμβάνει και ενδιάμεσες αποφάσεις και αναμφίβολα εφαρμόζεται όπου το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα μονομερώς, περίπτωση για την οποία θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι δεν παρέχεται εκ των πραγμάτων η δυνατότητα λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης έκδοσης του διατάγματος προς το συμφέρον του παιδιού, το οποίο μπορεί να καταστρατηγηθεί αντί να εξυπηρετηθεί, εφόσον καθυστερήσει η έκδοση του προκειμένου να ακουστεί το παιδί. Δεν ήταν τέτοια η προκειμένη περίπτωση, όπου η αίτηση της μητέρας είχε καταχωριστεί την 18.6.2021 και η ακρόαση της διεξάχθηκε την 24.11.2021, δηλαδή κάτι περισσότερο από πέντε μήνες μετά.
Στο ελληνικό δίκαιο, όπου υπάρχει ανάλογη πρόνοια,[2] η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακούει το παιδί, καλύπτει και την περίπτωση εκδίκασης αίτησης για «ασφαλιστικά μέτρα» διαδικασία που αφορά στην έκδοση ενδιαμέσως, προσωρινής θεραπείας, με ορίζοντα την έκδοση τελικής απόφασης, όπως είναι η ενδιάμεση προσωρινή θεραπεία στο κυπριακό δίκαιο.
Το Δικαστήριο οφείλει να ακούσει το παιδί. Τη θέση του, εφόσον βάσιμη και ειλικρινή και όχι καθοδηγούμενη ή προς ικανοποίηση του γονέα με τον οποίο διαμένει, θα συνεκτιμήσει. Δεν είναι όμως υπόχρεο να την ακολουθήσει. Όπως εξηγούμε στη συνέχεια, κυρίαρχη και καθοριστική παράμετρος παραμένει το συμφέρον του, όπως το Δικαστήριο θα αποφασίσει ότι εξυπηρετείται καλύτερα.
Τα παιδιά των διαδίκων είναι τα δύο μεγαλύτερα αγόρια που γεννήθηκαν το 2006 και το 2009 και το μικρότερο κορίτσι που γεννήθηκε το 2013, δηλαδή ήταν 15½, 12½ και 8½ χρόνων αντίστοιχα κατά τη δίκη. Οι ηλικίες τους δεν ήταν τέτοιες ώστε να καθίσταται εκ προοιμίου και χωρίς άλλο πρόδηλο ότι δεν θα είχαν την απαραίτητη ωριμότητα. Το αντίθετο ίσως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι κατέγραψε στην απόφαση του αυτούσιες τις υπό συζήτηση πρόνοιες, δεν ενήργησε στη βάση τους, αλλά ούτε και εξήγησε γιατί δεν το έπραξε. Προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ότι δεν άκουσε κανένα από τα παιδιά προτού αποφασίσει. Ούτε και εξέτασε ζήτημα ωριμότητας ή βαθμού αντίληψης οποιουδήποτε παιδιού, ώστε να αποκλίνει από του να ακούσει τη γνώμη του. Δεν έλαβε απόφαση να μην ακούσει τα παιδιά, όπως υποστηρίζει η μητέρα, απλά δεν τα άκουσε.
Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συμμορφώθηκε με την πρόνοια του νόμου που καθιστά επιβεβλημένο, εκτός και αν κριθεί ότι δεν έχει την ωριμότητα ή αντίληψη που απαιτείται, να ακούγεται ένα παιδί πριν από κάθε απόφαση «επικοινωνίας» που αφορά τα συμφέροντα του, όπως αναμφίβολα ήταν το ζήτημα που είχε να αποφασίσει. Επομένως η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί. Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για πολύ ευαίσθητο ζήτημα, θα κρίναμε ότι το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών θα εξυπηρετείτο καλύτερα με το να εκδιδόταν διάταγμα όπως η υπόθεση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επανανοιχτεί ώστε, αφού, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκπληρωθεί η υποχρέωση που επιβάλλει το Άρθρο 6(3), να ρυθμιστεί το ζήτημα της επικοινωνίας της μητέρας με τα παιδιά της.
Η κατάληξη αυτή, ενώ καθιστά την έφεση αρ. 2/2022 χωρίς αντικείμενο και απορριπτέα, δεν μας απαλλάσσει της υποχρέωσης να εξετάσουμε και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης στην έφεση αρ. 1/2022, εφόσον, τυχών επιτυχία κάποιου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς την ανάγκη να επανανοιχτεί η αίτηση της μητέρας.
Η σχέση των διαδίκων είχε καταστεί προβληματική, με τον καθένα να δίδει την δική του εκδοχή, και βρίσκονταν σε διάσταση και διέμεναν χωριστά από 22.10.2020. Η μητέρα δεν είχε επικοινωνία με τα παιδιά της και αποτάθηκε στο Δικαστήριο.
Η αίτηση για επικοινωνία από τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί έχει ως νομικό υπόβαθρο το δικαίωμα του γονέα αυτού για επικοινωνία με το παιδί του. Ωστόσο, κυρίαρχη παράμετρος στην απόφαση για το ζήτημα δεν είναι η ικανοποίηση του δικαιώματος του γονέα, αλλά το συμφέρον του παιδιού, εφόσον εκεί πρέπει να αποβλέπει η απόφαση του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ιεράρχησε το συμφέρον των παιδιών ως την προτεραιότητα του, αποδίδοντας του καθοριστική σημασία.
Και αποφάσισε το αυτονόητο. Ότι στην απουσία εξαιρετικών και ακραίων περιστάσεων που υπαγορεύουν άλλη κατάληξη, τα παιδιά πρέπει να έχουν επικοινωνία με το γονέα τους με τον οποίο δεν διαμένουν, γιατί αυτό είναι το επιστημονικά αποδεδειγμένο και κατά γενική ομολογία συμφέρον τους, να διατηρούν δηλαδή επαφή μαζί του. Το ζήτημα δεν είναι η πρόσκαιρη προτίμηση του παιδιού, αλλά το συμφέρον του. Δεν είναι ζήτημα κατά πόσο το παιδί δεν αρέσκεται στην επικοινωνία γιατί διαταράσσεται το πρόγραμμα ή οι συνήθειες του, ή γιατί ο γονιός αυτός δεν μπορεί να προσφέρει ανάλογες ανέσεις ή αναψυχή ή δεν είναι διασκεδαστικός ή είναι αυστηρός ή επικριτικός μαζί του. Το συμφέρον του κάθε παιδιού για επικοινωνία με τον γονέα του είναι πολύ ουσιαστικό.[3] Το παιδί έχει πολλά να κερδίσει από την επικοινωνία μαζί του και στην απουσία της πολλά να χάσει. Τόσα έτσι ώστε μόνο πολύ ιδιαίτερες, ακραίες θα λέγαμε, περιστάσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό τέτοιας επικοινωνίας, η οποία πρέπει να αποκαθίσταται χωρίς χρονοτριβή, ώστε να μην δημιουργούνται συνθήκες αποξένωσης ή να επιτείνεται υφιστάμενη αποξένωση του παιδιού από τον γονέα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του βεβαίωση ψυχολόγου ότι κατά τη συνεργασία της με τη μητέρα δεν διαπίστωσε «καμιά συμπτωματολογία στο φάσμα των αγχωδών των συναισθηματικών, των ψυχωσικών ή οποιωνδήποτε άλλων ψυχικών διαταραχών». Χαρακτήρισε δε τα όσα ο πατέρας καταλόγισε στη μητέρα για τη συμπεριφορά και την κατάσταση της ψυχικής της υγείας ως απλούς ισχυρισμούς. Έστω και στο στάδιο του ενδιάμεσου διατάγματος, κατά το οποίο δεν χωρεί αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων, η αντικειμενική διαπίστωση ότι η μια εκδοχή υποστηριζόταν με ιατρική βεβαίωση, ενώ η αντίθετη όχι, ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να θεωρήσει ότι για σκοπούς της ενώπιον του διαδικασίας δεν δικαιολογείτο να παρεκκλίνει από τον γενικό κανόνα που θέλει τα παιδιά να έχουν επαφή και με τους δύο γονείς τους.
Δεν θα υφίστατο ο παραμικρός λόγος για να ακυρώσουμε το διάταγμα επικοινωνίας που εκδόθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αν δεν διαπιστώναμε την πιο πάνω παράλειψη συμμόρφωσης με το νόμο.
Η έφεση αρ.1/2022 επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η έφεση αρ.2/2022 απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για πολύ ευαίσθητο ζήτημα, κρίνουμε ότι το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών θα εξυπηρετηθεί καλύτερα με το να εκδοθεί διάταγμα όπως η υπόθεση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επανανοιχτεί ώστε, η ίδια Δικαστής, δίδοντας άμεση προτεραιότητα, αφού εκπληρώσει την υποχρέωση που επιβάλλει το Άρθρο 6(3), να αποφασίσει την αίτηση.
Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα επίσης παραμερίζεται. Το ζήτημα θα ρυθμιστεί με την απόφαση που θα εκδώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αίτηση που επανανοίχτηκε. €1500 έξοδα της έφεσης αρ.1/2022 επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα, πατέρα και εναντίον της Εφεσίβλητης. Ουδεμία διαταγή για έξοδα στη συνεκδικαζόμενη έφεση αρ.2/2022.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
[1] [1985] 3 All E.R. 402.
[2] Το εδάφιο (4) του Άρθρου 1511 του Αστικού Κώδικα της Ελλάδας, όπως αντικαταστάθηκε με το ν.4800/2021 προνοεί ότι: «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του». Προηγουμένως το Άρθρο προνοούσε ότι «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση εφόσον η απόφαση αυτή αφορά τα συµφέροντά του».
[3] Το νέο Άρθρο 1520 του Αστικού Κώδικα της Ελλάδας, όπως εισάχθηκε με το ν.4800/2021, προνοεί ότι: «Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων».