ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σάντης, Νικόλας Μενέλαος Κυπριανού, μαζί με τον Ανδρέα Λύτρα, για Michael Kyprianou amp;amp;amp; Co LLC, για τους Εφεσείοντες Χρυσόστομος Νικολάου, μαζί με τον Χρίστο Ιωάννου, για Πατρίκιος Παύλου amp;amp;amp; Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-05-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SHASHKIN κ.α. v. EUROGAL SURVEYS LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E100/2020, 30/5/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A210

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. E100/2020

 

(30 Μαΐου 2022)

 

(ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές)

 

 

1.  XXX XXX  SHASHKIN,

2.  ANTARICA  LTD,

3. XXX XXX  SHASHKIN,

4.  ANTARICA  FORWARDING  LTD

5.  ANTARICA  LOGISTICS  LTD,

6.  ANTARICA  AGRO  LTD,

7.  CIS  P  AND  I  SERVICES  YUG  LTD,  CISPANDI  LTD,

8.  ANTARICALTD,

Εφεσειόντων-Εναγομένων

 

- και -

 

1.  EUROGAL  SURVEYS  LTD,

2.  CIS  PANDI  SERVICES  LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων

----------------------------

Μενέλαος Κυπριανού, μαζί με τον Ανδρέα Λύτρα, για Michael Kyprianou & Co LLC, για τους Εφεσείοντες

Χρυσόστομος Νικολάου, μαζί με τον Χρίστο Ιωάννου, για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους

--------------------------

 

        Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 6.4.2020 (η απόφαση),στην αγωγή αρ. 909/2019 (η αγωγή).  Με την απόφαση, είχε εγκριθεί ενδιάμεση αίτηση των εφεσιβλήτων, εναγόντων στην αγωγή, που οδήγησε στην έκδοση υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων, εναγομένων σε αυτή, αριθμού παρεμπιπτόντων απαγορευτικών διαταγμάτων.  Με τα εν λόγω διατάγματα, επιδιώκεται η διασφάλιση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων, εκκρεμούσης της αγωγής, τα οποία φέρεται να απορρέουν από Συμφωνία Δικαιοχρησίας (Franchise Agreement) (η Συμφωνία),την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συνάψει, αρχικά με τον εφεσείοντα 1, στις 31.10.2013.  Ωστόσο, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, η έφεση δεν στρέφεται, ευθέως, κατά της πιο πάνω πτυχής της απόφασης.  Τούτο γίνεται, σε κάποιο βαθμό, με την αντέφεση των εφεσιβλήτων.

 

Η Συμφωνία προέβλεπε για την παραχώρηση στον δικαιοδόχο (franchisee), δικαιωμάτων εκμετάλλευσης συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων των εφεσιβλήτων, δικαιοπαρόχων σε αυτή. Δεν αναφέρεται στη Συμφωνία, το είδος των δραστηριοτήτων των τελευταίων. Τα μέρη, όμως, τελούσαν, υπό την κοινή αντίληψη ότι ήταν στους τομείς της παροχής υπηρεσιών ναυτικών επιθεωρητών, διαχειριστών απώλειας ζημιάς, αντασφάλισης και εκτίμησης, καθώς, επίσης, νομικών υπηρεσιών.  Τα γεγονότα και οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί που παρατίθενται εδώ, αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα και έτυχαν του δέοντος χειρισμού από το Δικαστήριο, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί(ο Ν.14/1960), που διέπουν την υπό αναφορά ενδιάμεση διαδικασία.

 

Στο ίδιο πλαίσιο, ανωτέρω, αναφέρεται, επίσης, πως οι εφεσίβλητες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, συστάθηκαν στην Κύπρο όπου και δραστηριοποιούνται στους τομείς που αφορά η Συμφωνία .Ο ιδρυτής τους, είναι ο αποκλειστικός μέτοχος της πρώτης εφεσίβλητης, η οποία με τη σειρά της είναι η αποκλειστική μέτοχος της δεύτερης εφεσίβλητης. Το πιο πάνω φυσικό πρόσωπο, αρχικά, δραστηριοποιείτο στους προαναφερθέντες τομείς στη Ρωσία, από όπου και η  καταγωγή του.  Στην συνέχεια, επέκτεινε τις δραστηριότητες του διεθνώς, μέσω, των εφεσιβλήτων. Αυτές, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών τους,  δημιούργησαν ένα ευρύ κατάλογο πελατών ανά το παγκόσμιο.  Είναι δε γνωστές στους πελάτες τους με τις επωνυμίες που είναι εγγεγραμμένες στον Έφορο Εταιρειών, τις οποίες φαίνεται ότι κατοχύρωσαν και ως εμπορικά σήματα στο Τμήμα Εμπορικών Σημάτων της Κύπρου.  Όσον αφορά τον εφεσείοντα 1,αναφέρεταιότι υπήρξε συνεργάτης του ιδρυτή των εφεσιβλήτων πριν από το 2013, όταν αυτός δραστηριοποιείτο στους εν λόγω τομείς, στη Ρωσία.  Με την ίδρυση των εφεσιβλήτων το 1996 και το 1999, αντίστοιχα και την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και εκτός Ρωσίας, όπως έχει προαναφερθεί, η συνεργασία τους με τον εφεσείοντα 1,έλαβε τη μορφή της Συμφωνίας. Την εφαρμογή της φέρεται να ανέλαβε, τελικώς, η εφεσείουσα 2, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με έδρα τη Ρωσία, συσταθείσα στην εν λόγω χώρα το 2000.

 

Είναι ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων 1 μαζί με τον  υιό του, εφεσείοντα 3 και το δίκτυο των εφεσειουσών εταιρειών 2 και 4 έως 8 που ίδρυσαν επί σκοπώ, με ενέργειες τους, ιδιοποιήθηκαν με διάφορους τρόπους, μέρος του πελατολογίου τους, προς αποκλειστικό όφελος τους.  Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες1 και 3 ενεργώντας διά των λοιπών εφεσειόντων, φέρεται να χρησιμοποιούντο διαδίκτυο, για να κατευθύνουν πελάτες των εφεσιβλήτων σε δικές τους ιστοσελίδες.  Τους πληροφορούν ότι ανέλαβαν τις εργασίες των εφεσιβλήτων στους προαναφερθέντες τομείς και καλούν τους πελάτες τους να επικοινωνούν με τις ιστοσελίδες, που οι ίδιοι δημιούργησαν στο διαδίκτυο.

 

Οι εφεσίβλητες, καταχώρησαν την υπό αναφορά αγωγή  επικαλούμενες παραβίαση από τους εφεσείοντες 1 και 2 της Συμφωνίας, την οποία τερμάτισαν, ως αποτέλεσμα, με επιστολή τους ημερομηνίας 8.4.2019.  Στη βάση, ανωτέρω, αξιώνουν από αυτούς γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εκατοντάδων χιλιάδων δολλαρίων Η.Π.Α..  Πέραν της πιο πάνω απαίτησης, αξιώνουν από τους λοιπούς εφεσείοντες, που δεν είναι συμβαλλόμενοι στη Συμφωνία, αποζημιώσεις, στη βάση ότι, αυτοί με τις ενέργειες τους προκάλεσαν την παραβίαση της.  Γίνεται εκτενής αναφορά στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, σε ενέργειες των εφεσειόντων οι οποίες, κατ'  ισχυρισμό, επέφεραν τα πιο πάνω αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό,  οι εφεσίβλητες ισχυρίζονται, επίσης, ότι οι εφεσείοντες συνωμότησαν μεταξύ τους, προς επίτευξη των όσων οδήγησαν στον τερματισμό, ως ανωτέρω, της Συμφωνίας.

 

Οι εφεσείοντες, καταχώρησαν την υπό εξέταση έφεση και με έξι  λόγους επιχειρούν την ανατροπή της απόφασης του Δικαστηρίου η οποία, υπενθυμίζεται, οδήγησε στην έκδοση των εν λόγω παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.  Όπως θα φανεί στη συνέχεια, κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ασχολείται, ευθέως, με τις απαιτήσεις του άρθρου 32(1) τουΝ.14/1960και τη μαρτυρία που  κατέθεσαν, συναφώς, οι εφεσίβλητες, προκειμένου να καταδειχθεί πως δεν υπήρξε ικανοποίηση τους. Ο λόγος για την πιο πάνω πορεία οφείλεται σε κάποιες θέσεις, τις οποίες οι εφεσείοντες πρόβαλαν με την ένσταση τους, κατά της υπό αναφορά αίτησης των εφεσιβλήτων.  Συγκεκριμένα, εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής και ότι το εφαρμοστέο δίκαιο, όσον αφορά τις διαφορές, σε σχέση με τη Συμφωνία, ήταν αυτό της Ρωσίας. Το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι τα δύο πιο πάνω θέματα, είχαν εξεταστεί και αποφασιστεί στις 11.11.2019,από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, υπό άλλη σύνθεση,(το Επαρχιακό Δικαστήριο),στο πλαίσιο της εξέτασης δύο όμοιων, μεταξύ τους, αιτήσεων των εφεσειόντων. Με αυτές, είχε ζητηθεί η ακύρωση διαταγμάτων για την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή εκτός δικαιοδοσίας,  για τους ίδιους, ακριβώς, λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.  Στη βάση αυτή, έκρινε ότι η προηγούμενη δικαστική απόφαση, σε σχέση με τα προαναφερθέντα θέματα, δημιούργησε δεδικασμένο. 

 

Πράγματι, το Επαρχιακό Δικαστήριο στις πανομοιότυπες αποφάσεις του, με την πιο πάνω ημερομηνία, αποφάσισε ότι υπήρχε ενώπιον του το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων με βάση το οποίο αποκαλυπτόταν καλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δυνάμει των σχετικών προνοιών τηςΔ.6των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας) που το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση.  Τούτο δε, όπως επεσήμανε, επιπρόσθετα στη βάση και της ρήτρας στον όρο 16 της  Συμφωνίας όπου προβλέπεται ότι, σε σχέση με αυτή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Κύπρου, (16 Jurisdiction: At Franchisor jurisdiction - Cyprus).  Στο πλαίσιο της απόφασής του, το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε, επιπρόσθετα, ότι οι εφεσίβλητες είχαν, επίσης,  καταδείξει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο, αναφορικά με τη Συμφωνία, ήταν αυτό της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Προχωρώντας, όμως, περαιτέρω, διατύπωσε και τη θέση πως, με δεδομένο το δικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάστηκαν τα προαναφερθέντα θέματα, οριστική απόφαση, σε σχέση με αυτά, θα μπορεί να ληφθεί στο πλαίσιο της τελικής απόφασης, επί της ουσίας της αγωγής.

 

Η πιο πάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, πράγματι, αποτελούσε κώλυμα στην έγερση των ιδίων, ακριβώς, θεμάτων στο πλαίσιο της επόμενης διαδικασίας, που αφορούσε στην αίτηση των εφεσιβλήτων για έκδοση παρεμπιπτόντων απαγορευτικών διαταγμάτων.  Βέβαια, όχι υπό τη μορφή δεδικασμένου όπως έκρινε το Δικαστήριο, αφού σε καμιά περίπτωση, δεδομένης της φύσεων των εν λόγω διαδικασιών δεν υπήρχε δυνατότητα για τελικά  ευρήματα επί των γεγονότων, στα οποία αφορούσαν τα ως άνω, εγερθέντα θέματα. Η έγερση, επομένως, των ιδίων ακριβώς, θεμάτων που είχαν εγερθεί και στην πρώτη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ουδόλως δικαιολογείτο, δεδομένου και του ιδιαίτερου σκοπού της, που αναφέρεται πιο πάνω. Δεν είχαν, άλλωστε, σχέση με ό,τι, κατά κανόνα, αποτελεί αντικείμενο εξέτασης σε αίτηση για έκδοση παρεμπιπτόντων απαγορευτικών διαταγμάτων. Επομένως, η έγερση τους, εκ νέου, χωρίς, όπως διαπιστώνεται να υπήρχε οποιαδήποτε εύλογη αιτία, προς τούτο, σαφώς, αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και όχι παραβίαση δεδικασμένου όπως, ατυχώς, θεώρησε το Δικαστήριο. Οι δύο διαδικασίες όπως έχει διαπιστωθεί προηγουμένως, επεδίωκαν τον ίδιο ακριβώς σκοπό και όχι κάτι διαφορετικό, (βλ. Mammous κ.α. ν. Willstrop κ.α. (2012) 1 A.A.Δ. 90, σελίδα 99). Βέβαια, η παρούσα εξέταση, είναι γεγονός ότι διενεργείται στη βάση των ιδίων δεδομένων, στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την προαναφερθείσα κατάληξη του.  Το Εφετείο, ασκώντας, στη βάση αυτών,  αυτεπάγγελτα, την εξουσία του «για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των διαδικαστικών διαδικασιών»(βλ. Παπόρην. Maskinfabriken "Sio" A/S (1996) 1 A.Α.Δ. 1037, σελ. 1040στηνοποίαγίνεταιαναφοράκαι στην υπόθεση Hunterv. Chief Constable of West Midlands&another (1981) 3 All E.R. 727, 729),δύνατο να διατάξει την απόρριψη των λόγων στην ένσταση των εφεσειόντων με τους οποίους εγείρονταν τα υπό εξέταση θέματα, ως καταχρηστικών (βλ.Δ/ντης των Φυλακώνν. xxx Περρέλλα (1995) 1 Α.Δ.Δ. 217).Στην προκειμένη περίπτωση, τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την απόρριψη των σχετικών λόγων έφεσης.

 

Οι εφεσείοντες, με την ένσταση τους και στη συνέχεια με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, ήγειραν και ένα τρίτο θέμα.  Πρόβαλαν ότι η Σύμβαση είναι άκυρη συνεπεία αβεβαιότητας ως προς την ταυτότητα των συμβαλλομένων μερών σε αυτή.  Στήριξαν την πιο πάνω εισήγηση τους σε ό,τι σχετικό αναγράφεται στη Σύμβαση και στη συνέχεια την ερμήνευσαν με βάση το ρωσικό δίκαιο, παραπέμποντας για το σκοπό αυτό, σε γνωμάτευση ειδικού στο εν λόγω δίκαιο.  Το Δικαστήριο παρατήρησε πως οι εφεσείοντες το ενέταξαν έτσι, υπό το θέμα, ανωτέρω, του εφαρμοστέου δικαίου, σε σχέση με το οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο διατύπωσε ήδη την κρίση του.   Η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου, αναφορικά με το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξεταστούν τα θέματα της δικαιοδοσίας του και του εφαρμοστέου δικαίου σε σχέση με την υπό αναφορά αγωγή, καλύπτουν, οπωσδήποτε και το θέμα της εγκυρότητας της Συμφωνίας.  Με την κατάληξη, και ως προς το τελευταίο πιο πάνω θέμα, διαπιστώνεται ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Το Δικαστήριο, εκδίδοντας τα αιτηθέντα από τους εφεσίβλητους παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα, περιόρισε τα πρώτα τρία, υπό τις παραγράφους Α., Β., Γ., στους εφεσείοντες 1 και 2.  Επομένως, αυτά δεν είχα οποιαδήποτε επίδραση σε σχέση με τους εφεσείοντες 3 έως 8. Οι εφεσίβλητοι, με τον μοναδικό λόγο αντέφεσης που προβάλλουν,  επιδιώκουν τον παραμερισμό του πιο πάνω διατακτικού της απόφασης του.  Εισηγούνται, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία και ούτε αιτιολόγησε δεόντως την  πιο πάνω απόφαση του. 

 

Με το αιτητικό Α. της αίτησης, ζητείτο να απαγορευθεί στους εφεσείοντες, εναγομένους στην αγωγή, να ενεργούν κατά τρόπο που να παραβιάζονται οι πρόνοιες της Συμφωνίας.  Με τα αιτητικά υπό το Β. και το Γ. εξειδικεύονταν οι τομείς, στους οποίους θα αφορούσε η αιτούμενη απαγόρευση. Είναι γεγονός, πως οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν εκτενώς στην ένορκη δήλωση, που υποστηρίζει την αίτηση τους, στην, κατ'  ισχυρισμό, δράση των εφεσειόντων 3 έως 8 που φέρεται να προκάλεσε την παραβίαση της Συμφωνίας και επέφερε, τελικώς, τον τερματισμό της.  Είναι σημαντικό δε, να αναφερθεί,  πως το Δικαστήριο έκανε δεκτούς τους εν λόγω ισχυρισμούς και ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν, με την έφεση τους, τις διαπιστώσεις του, σχετικά, στο πλαίσιο, βέβαια, πάντοτε της αίτησης.  Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνεται ότι ο περιορισμός των αιτητικών υπό Α., Β., και Γ. στους εφεσίβλητους 1 και 2, δεν δικαιολογείτο.  Το Δικαστήριο, άλλωστε, διαπίστωσε ότι ικανοποιούντο οι απαιτήσεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960,στη βάση της σχετικής μαρτυρίας, σε σχέση με όλους τους εφεσείοντες, ώστε να δικαιολογείτο η έκδοση των αιτητικών υπό το Α., Β. και Γ. και για τους υπόλοιπους εφεσείοντες.  Δεδομένων των διαπιστώσεων ανωτέρω, η συγκεκριμένη διακριτική εξουσία ασκείται, εν προκειμένω, από το Εφετείο, οπότε διατάσσεται αναλόγως, δηλαδή τα αιτητικά υπό το Α., Β. και Γ. να ισχύουν σε σχέση και με τους εφεσείοντες 3 έως 8.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, ενώ η αντέφεση επιτυγχάνει, ως η διαταγή, ανωτέρω.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

                                                   Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                             Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

 

 

                                             Ν. Σάντης, Δ.

 

                                                    

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο