ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A216
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.06/2022)
(ηλεκτρονική)
31 Μαϊου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν.133(Ι)/2004
F. R. MAXIMILLIAN,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος.
------------------------
Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή ημερομηνίας 20.5.2022
------------------------
Γ.Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα
Ο.Σοφοκλέους (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο
-----------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων/αιτητής, στα πλαίσια εκδικάσεως της έφεσης, καταχώρησε αίτηση δια κλήσεως με την οποία θέτει αίτημα παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ βάσει του ’ρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) με τα εξής επτά ερωτήματα:
«1. Επιτρέπει η απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, στο Δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης του ΕΕΣ, όταν αποφασίζει για την υπεράσπιση της εδαφικής δικαιοδοσίας, που προνοεί το άρθρο 4(7)(α) της 2002/584/ΔΕΥ να λαμβάνει υπόψη την σχετική αρνητική ή θετική απόφαση των εθνικών διωκτικών αρχών, για δίωξη του εκζητούμενου, στο κράτος μέλος εκτέλεσης για τα ίδια αδικήματα με αυτά που έχει εκδοθεί το ΕΕΣ ή τούτο περιορίζει τη Δικαστική προστασία που παρέχεται από την απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ γενικά αλλά και ειδικά από την αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως-πλαισίου, σε σχέση με την εφαρμογή του προαιρετικού λόγου μη εκτέλεσης του άρθρου 4(7)(α) της 2002/584/ΔΕΥ;
2. Παρομοίως με το πρώτο ερώτημα, η υπεράσπιση της εδαφικής δικαιοδοσίας, που προνοεί το άρθρο 4(7)(α) της 2002/584/ΔΕΥ είναι θέμα που αποφασίζεται αποκλειστικά από το Δικαστήριο, που αποφασίζει την εκτέλεση του ΕΕΣ και μόνο στην βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης ή αποφασίζεται λαμβάνοντας υπόψη την σχετική αρνητική ή θετική απόφαση των εθνικών διωκτικών αρχών, για πιθανή δίωξη του εκζητούμενου στο κράτος μέλος εκτέλεσης του ΕΕΣ για τα ίδια αδικήματα;
3. Κατά πόσο το να έχουν αρμοδιότητα ή γνώμη οι διωκτικές αρχές σε θέματα που αφορούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς εφαρμογή του προαιρετικού λόγου μη εκτέλεσης του άρθρου 4(7)(α) της 2002/584/ΔΕΥ αντίκειται στο μηχανισμό του ΕΕΣ, που αποτελεί ένα απλουστευμένο σύστημα παράδοσης, που λαμβάνει χώρα ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ μεταξύ Δικαστικών αρχών, υπό την έννοια του ότι αυτή η ερμηνεία του άρθρου 4(7)(α) της 2002/584/ΔΕΥ δημιουργεί μια «δεσμευμένη δικαστική διακριτική ευχέρεια» που υπονομεύει το Δικαστικό έλεγχο κατά το στάδιο που αποφασίζεται η εκτέλεση ενός ΕΕΣ;
4. Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, σε περίπτωση που το κράτος μέλος εκτέλεσης εφαρμόζει στην εθνική του νομοθεσία τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ που τίθενται στο άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο α', της αποφάσεως- πλαισίου, πώς πρέπει να κρίνει η δικαστική αρχή εκτέλεσης την εφαρμογή των προαιρετικών λόγων μη έκδοσης που προβλέπουν τα άρθρα 4(2) και 4(3) της 2002/584/ΔΕΥ; Πως αλληλοεπιδρούν οι προαιρετικοί λόγοι μη εκτέλεσης του ΕΕΣ που τίθενται στο άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο α' με τά άρθρα 4(2) και 4(3) της 2002/584/ΔΕΥ;
5. Αλλάζει η απάντηση των 1 και 2 ερωτημάτων, όταν οι διωκτικές αρχές του κράτους μέλους εκτέλεσης του ΕΕΣ, εμφανίζονται μέσω του Νομικού τους εκπροσώπου ως διάδικος στη διαδικασία εκτέλεσης ενός ΕΕΣ, εκπροσωπώντας την αιτήτρια χώρας, προς προώθηση και υποστήριξη του αιτήματος της για παράδοση, σε κατ΄ αντιμωλία δίκη, παρουσιάζοντας αποδεικτικά μέσα προς τεκμηρίωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκτέλεσης του ΕΕΣ και προς απόρριψη-αντίκρουση της όποιας υπεράσπισης του εκζητούμενου; Επιτρέπουν μια τέτοια ερμηνεία της απόφασης πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αλλά άλλες και θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου ως κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του ΧΘΔΕΕ, υπό την έννοια του ότι οι διωκτικές αρχές που αποφασίζουν για την δίωξη στο κράτος μέλος εκτέλεσης είναι ταυτόχρονα αντίδικος ενός εκζητούμενου, δηλαδή συνδυάζουν τις ιδιότητες του διάδικου, του μάρτυρα και ενός όργανου που συμμετέχει σημαντικά στην Δικαστική απόφαση για την εκτέλεση του ΕΕΣ;
6. Κατά πόσο ο προαιρετικός λόγος μη εκτέλεσης του ΕΕΣ που τίθεται στο άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο α΄ και οι παράγοντες που λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης για να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε όλη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο του γράμματος της εν λόγω διατάξεως όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο;
7. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πιο πάνω ερώτημα ποιοι οι παράγοντες που λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης για να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, προς εφαρμογή του προαιρετικού λόγου μη εκτέλεσης του ΕΕΣ που τίθεται στο άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο α'».
Παράλληλα αιτείται αναστολής της διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης από το ∆ΕΕ επί της προδικαστικής παραπομπής.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Καθ' ου η Αίτηση/Εφεσίβλητο στην ένστασή της εισηγείται ότι:
1. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ’ρθρου 267 της Συνθήκης,
2. Η παραπομπή του εγειρόμενου θέματος δεν είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση 6/2022 (εκ παραδρομής αναγράφεται Ποινική Έφεση), αφού σε καμία περίπτωση δεν εξαρτάται τέτοια απόφαση από οποιαδήποτε ερμηνεία από το ΔΕΕ,
3. Η αίτηση αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας και τυχόν έγκρισή της θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση και επηρεασμό των δικαιωμάτων του Καθ' ου η Αίτηση και/ή Γερμανικών Αρχών για διεξαγωγή και περάτωση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο σύμφωνα με το ’ρθρο 30 του Συντάγματος,
4. Δεν προκύπτει ζήτημα το οποίο να αφορά το κύρος και την ερμηνεία της απόφασης-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του τίτλου VΙ της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον τίτλο VΙ της ευρωπαϊκής ένωσης, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους,
5. Τα εγειρόμενα ζητήματα μπορούν να αποφασιστούν από το εκδικάζον Δικαστήριο εφόσον η απόφαση-πλαίσιο έχει εφαρμοστεί στην εθνική νομοθεσία με την εφαρμογή του Ν. 133(Ι)/2004,
6. Πρωτόδικα η απόφαση λήφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βάσει του Ν. 133(Ι)/2004 και το ΔΕΕ αποφαίνεται επί του κύρους του Ευρωπαϊκού και όχι του εθνικού δικαίου,
7. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα προκαλέσει ισχυρή δυσμένεια στον Καθ' ου η Αίτηση/Εφεσίβλητο αφού η εκδίκαση της παρούσας αίτησης για εκτέλεση του ΕΕΣ θα παραπεμφθεί σε βάθος χρόνου και θα ανασταλεί για αόριστο χρόνο,
8. Δεν υπάρχει ασάφεια και/ή αμφισβήτηση Κοινοτικής Διάταξης,
9. Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι που τελούν υπό αμφισβήτηση και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η υποβολή αίτησης για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ,
10. Δεν είναι αναγκαία η απάντηση των ερωτημάτων που τίθενται στην αίτηση για την ομοιόμορφη εφαρμογή του Δικαίου στα υπόλοιπα κράτη-μέλη και/ή για την διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και/ή δεν έχει στόχο να διασφαλίσει σε όλες τις περιπτώσεις ότι ο νόμος είναι ίδιος σε όλα τα κράτη-μέλη,
11. Δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου πλήρη νομικά και πραγματικά στοιχεία και σαφής και/ή ξεκάθαρη εικόνα των γεγονότων που περιβάλουν το αίτημα για προδικαστική παραπομπή,
12. Τα αιτούμενα προδικαστικά ερωτήματα, αφορούν θέματα ακαδημαϊκής, θεώρησης και/ή υποθετικά ερωτήματα και/ή γενικά και αόριστα ερωτήματα τα οποία δεν μπορούν να τύχουν προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ και
13. Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη ασκείται καταχρηστικά και σκοπό έχει τη καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης και έκδοσης απόφασης σ' αυτήν.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν καταθέσει τις γραπτές τους αγορεύσεις επί του θέματος στις οποίες επιμελώς αναφέρονται σε σχετική και ευρωπαϊκή νομολογία.
Η παραπομπή ζητημάτων που χρήζουν ερμηνείας στο ΔΕΕ με προδικαστικές αποφάσεις, διέπεται από το ΄Αρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ΅ε προδικαστικές αποφάσεις: (α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών, (β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Δικαστήριο κράτους ΅έλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ' αυτού. Δικαστήριο κράτους ΅έλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους ΅έλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν."
Από πλευράς Εθνικού Δικαίου, σχετικές είναι οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται ΅ε βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού.
(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον τον Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»
Τα εδάφια του ’ρθρου 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/∆ΕΥ (όπως τροποποιήθηκε) τα οποία αναφέρονται στα νομικά ερωτήματα που θέτει ο Αιτητής/Εφεσείοντας έχουν ως ακολούθως:
«Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:
1. . ·
2. όταν το πρόσωπο για το οποίο εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διώκεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης για την ίδια πράξη με εκείνη στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης·
3. όταν οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν δίωξη για την αξιόποινη πράξη που αποτελεί το αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είτε να παύσουν τη δίωξη ή όταν ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης·
4. . ·
5. ..·
6. . ·
7. όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά αξιόποινες πράξεις οι οποίες:
α) κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης θεωρούνται ότι διεπράχθησαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφός του κράτους εκτέλεσης ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο·
β) . »
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή/Εφεσείοντα προώθησε ενώπιον ΅ας τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να παραπεμφθούν τα εγερθέντα ζητήματα στο ∆ΕΕ.
Παρόλα ταύτα θα πρέπει να λεχθεί ότι το Εθνικό Δικαστήριο δύναται να αποστείλει ερώτημα, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, έστω και αν ακόμη το χρησιμοποιηθέν δικονομικό μέτρο από διάδικο είναι ελλιπές ή άκυρο, όπου το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώσει την προς τούτο αναγκαιότητα εφόσον κρίνει ότι το ανακύψαν ζήτημα είναι ουσιώδες και η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του κρίσης. Το ’ρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, είναι σχετικό (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 5/2016, η΅ερ. 5.4.2017).
Στην πιο πάνω Αναφορά λέχθηκαν, επίσης, από την Ολομέλεια τα ακόλουθα:
"Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να ΅ην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 (1982) E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο. Η Κυπριακή σχετική νομολογία επί των θεμάτων της προδικαστικής παραπομπής έχει αναφερθεί και συνοψισθεί σε αρκετές αποφάσεις μεταξύ των οποίων η Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305 και Kristian Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013 κ.ά., η΅ερ. 8.9.2015. Για το διαδικαστικό μέρος μιας παραπομπής έχει δημοσιευθεί ο προαναφερθείς περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2008, κατά τον οποίο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας σχετική διαταγή παραπομπής είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αίτησης διαδίκου, εκθέτοντας σε Παράρτημα την παράκληση προς το Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής απόφασης εξειδικεύοντας το ερώτημα και όλα τα σχετικά στοιχεία που καθορίζονται στον Κανονισμό."
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα τέθησαν ενώπιον μας. Είναι η διαπίστωση μας ότι τα ερωτήματα διατυπώνονται κατά γενικό τρόπο χωρίς να καθορίζεται με ακρίβεια ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ερμηνεία του ∆ΕΕ και ο τρόπος επηρεασμού επί των επιδίκων θεμάτων.
Επίσης, όσο αφορά το ’ρθρο 4(3) της απόφασης-πλαίσιο, παρατηρούμε ότι υπάρχει προηγούμενη νομολογία που απαντά στα σχετικά ερωτήματα (βλ. AY C-268/17, 25.7.2018).
Περαιτέρω, στην πράξη, αυτό που ζητείται είναι το πώς ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, κάτι που θα ελεγχθεί δια της έφεσης. Το ΄Αρθρο 14 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμου του 2004 (133(Ι)/2004) παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τους προαιρετικούς λόγους που αναφέρονται σ΄αυτόν. (΄Αρθρο 4 της απόφασης-πλαίσιο). Το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ο τρόπος άσκησης της ευχέρειας θα κριθεί εφετειακά. (Bλ. C-396/11, Ciprian Vasile Radu, ημερ. 29.1.13, στις σκέψεις 35 και 36).
΄Εχοντας υπόψη την πρωτόδικη κρίση, θεωρούμε ότι δεν τίθεται ζήτημα για το οποίο να χρειάζεται ερμηνεία, ως η εισήγηση. Είναι η κρίση μας ότι τα πιο πάνω δεν χρήζουν απάντησης για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και εξέτασης των λόγων έφεσης, αλλά θα ήταν απλά ακαδημαϊκή άσκηση. Σίγουρα δεν είναι αυτός ο σκοπός της παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος.
Συνεπώς, καταλήγουμε ότι δεν δικαιολογείται παραπομπή τέτοιου ερωτήματος. Το αίτημα απορρίπτεται.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.