ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A187
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 237/2014)
16 Μαΐου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX XXX ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
PHAR LAP ESTATES LTD,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Α. Πετρίδης για Π. Πετρίδης & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Πρωτοδίκως η αξίωση του Εφεσείοντα/ Ενάγοντα ήταν για ειδική εκτέλεση ενός πωλητηρίου εγγράφου, ημερομηνίας 11.2.2005, βάσει του οποίου αγόρασε από την Εφεσίβλητη/Εναγόμενη κατοικία σε κτηριακό συγκρότημα στα Περβόλια. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του εκπλήρωσε όλες τις συμβατικές του υποχρεώσεις, καταβάλλοντας πλήρως το τίμημα αγοράς και, ως εκ τούτου, είχε δικαίωμα στη μεταβίβαση και εγγραφή επ΄ ονόματί του, του επίδικου ακινήτου.
Προβλήθηκε από την υπεράσπιση ο ισχυρισμός ότι ο Ενάγων, με εκχωρητήριο έγγραφο ημερομηνίας 15.2.2005, εκχώρησε τα δικαιώματά του, που απορρέουν από το πωλητήριο έγγραφο, στην τότε Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (η Τράπεζα). Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το ως άνω ζήτημα, σημείωσε ότι κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, 24.7.2009, η εκχώρηση ήταν σε ισχύ. Ακολούθως, εξέτασε κατά πόσο ο Ενάγων νομιμοποιείτο από μόνος του να καταχωρήσει την αγωγή. Παραπέμποντας στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ιδιαιτέρως στην υπόθεση Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 1524, έκρινε ότι η αγωγή ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη, θεωρώντας ότι ο Ενάγων δεν είχε το νομικό δικαίωμα προς καταχώρησή της. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν προχώρησε στην αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν «άγονο», αλλά και για να μην «προδεσμεύσει ή επηρεάσει μελλοντική δικαστική διαδικασία που ενδεχομένως θα προέκυπτε μεταξύ των μερών στη βάση της νέας διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων».
Παρεμβάλλουμε ότι μετά την καταχώρηση των περιγραμμάτων, περί το τέλος του 2019, με απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου, το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε στον Εφεσείοντα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οποίες συνιστούν κοινό έδαφος, το ουσιαστικό αντικείμενο της μεταξύ των μερών διαφοράς εξέλειπε. Πλην όμως, παραμένει σε εκκρεμότητα το θέμα των πρωτόδικων εξόδων, απόρροια της κατάληξης του Δικαστηρίου και της απόρριψης της αγωγής, έξοδα για τα οποία παρασχέθηκε εκ μέρους του Εφεσείοντα εγγυητική για το ποσό των €15.000, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα ακολουθήσει το αποτέλεσμα της ενώπιόν μας έφεσης.
Η ορθότητα της καθοριστικής για την τύχη της αγωγής κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα της εκχώρησης, συνιστά τον πυρήνα της ενώπιόν μας έφεσης.
Προβάλλει ο Εφεσείων, μέσα από τους πρώτους πέντε λόγους έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς το καίριο ζήτημα της εκχώρησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από το πωλητήριο έγγραφο, αφού παρέλειψε να αξιολογήσει την ενώπιόν του μαρτυρία και να εφαρμόσει κατά το στάδιο έκδοσης της απόφασής του τις πρόνοιες του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011, Ν.81(Ι)/2011 (ο Νόμος), ερμήνευσε λανθασμένα τη σημασία και τη νομική αξία του Τεκμηρίου 5, το οποίο αφορούσε συγκατάθεση της Τράπεζας για μεταβίβαση επ΄ ονόματι του Εφεσείοντα του επίδικου ακινήτου, προσέγγισε λανθασμένα τους όρους και τη σημασία του εκχωρητηρίου εγγράφου (Τεκμήριο 9) και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του αναφορικά με τα υπό κρίση, επίδικα, θέματα.
Αναπτύσσοντας σχετικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγείται ότι το εκχωρητήριο δεν θα μπορούσε να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρήσει αγωγή για ειδική εκτέλεση, λαμβάνοντας υπόψη ότι, εκκρεμούσης της αγωγής, το δάνειο προς την Τράπεζα είχε εξοφληθεί και, συνεπώς, το εκχωρητήριο δεν βρισκόταν σε ισχύ και δεν μπορούσε να παράξει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, παραπέμποντας σε πρόνοιες του Νόμου 81(Ι)/2011 και στη συγκατάθεση της Τράπεζας, Τεκμήριο 5, εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα εκείνα τα στοιχεία που του έδιδαν τη δυνατότητα να εκδώσει το σχετικό διάταγμα ειδικής εκτέλεσης. Καταλήγοντας έθεσε ότι η εξόφληση στον ενδιάμεσο χρόνο του δανείου, παρείχε το δικαίωμα στον Εφεσείοντα, δυνάμει των όρων του εκχωρητηρίου, να διεκδικήσει δικαστικά το σχετικό διάταγμα ειδικής εκτέλεσης, προς μεταβίβαση επ΄ ονόματί του, του επίδικου ακινήτου, αφού, κατά τη θέση του, το σύνολο των προϋποθέσεων προς έκδοσή του είχε στοιχειοθετηθεί.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι τοποθετήσεις του Εφεσείοντα. Εξηγούμε:
Η συμφωνία πώλησης του επίδικου ακινήτου έλαβε χώρα την 11.2.2005. Λίγες μέρες αργότερα, την 15.2.2005, ο Εφεσείων εκχώρησε όλα τα δικαιώματά του επί της υπό αναφορά συμφωνίας στην Τράπεζα, εκχώρηση η οποία κοινοποιήθηκε προς την Εφεσίβλητη και έγινε αποδεκτή από αυτή. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 24.7.2009 και αφορούσε, ουσιαστικά, αξίωση για ειδική εκτέλεση του πωλητηρίου εγγράφου.
Η νομική διάσταση της εκχώρησης (assignment), αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Φασαρία ν. American Life Insurance Company, Πολ. Εφ. Αρ. 325/2012, ημερομηνίας 20.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:D155. Με αναφορά στην προηγούμενη επί του θέματος νομολογία, επιβεβαιώθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εκχώρηση (assignment) στην Κύπρο διέπεται από τις αρχές της επιείκειας από την οποία και προέρχεται (βλ. μεταξύ άλλων την Λουκά (ανωτέρω), την Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 CLR 10, Markidou v. Kiliari and Another (1983) 1 CLR 392). Συνέπεια της εκχώρησης, εάν αυτή είναι απόλυτη (absolute), είναι η μεταβίβαση του χρέους και συνεπακόλουθα του αντίστοιχου αγωγίμου δικαιώματος (chose in action). Όπως ελέχθη στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστόπουλου (1994) 1 ΑΑΔ 479:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση, χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή (Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 CLR 10, Markidou v. Kiliari and Another (1983) 1 CLR 392).»
Με δεδομένο ότι δικαίωμα αγωγής έχει απευθείας ο εκδοχέας, στη Λουκά εξετάστηκε κατά πόσο τέτοιο δικαίωμα έχει παράλληλα και από μόνος του ο εκχωρητής. Το ερώτημα απαντήθηκε με αναφορά στην Three Rivers DC v. Bank of England [1995] 4 All ER 312, όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα (αντιγράφουμε από τη Λουκά):
«Where there was an agreement to assign a legal chose, in equity the assignee became the owner and controller of the legal chose and was entitled to sue for the recovery of the chose, although as a matter of practice he was normally required by the court to join the assignor either as plaintiff or, if he refused to give his consent, as defendant. However (Staughton L.J. dissenting), where the assignor wished to sue and it was known that there had been an assignment the court required the assignee to be joined and would not permit the assignor to maintain the action in the absence of the assignee. The assignor was entitled to sue as trustee for the assignee if the assignee so wished, but in that event he was required to reveal his representative capacity . . ."
Σε ελεύθερη μετάφραση:
Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο. Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα. Ο εκχωρητής δικαιούται να ενάγει ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα εάν τούτο επιθυμεί ο εκδοχέας, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκαλύπτει την εκπροσωπευτική του ιδιότητα ...».
Στη Λουκά τα ωφελήματα ασφαλιστικού εγγράφου είχαν απολύτως εκχωρηθεί, με όρο παρόμοιο όπως στην παρούσα υπόθεση (τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση στην αίτηση για προσθήκη διαδίκου), σε τράπεζα η οποία παρέσχε στεγαστικό δάνειο στον εφεσείοντα. Εκκρεμούσας της οφειλής του εφεσείοντα για αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, αυτός υπέστη ατύχημα και καταχώρισε αγωγή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας με βάση το ασφαλιστικό συμβόλαιο το οποίο είχε εκχωρήσει απόλυτα στην τράπεζα. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε ως άνω στην αρχή της Three Rivers κατέληξε ως εξής:
«Όλα τα πιο πάνω είναι καθοδηγητικά και στην υπό κρίση υπόθεση, αφού και εδώ το θέμα αφορούσε «νομικό αντικείμενο αγωγής» (legal chose in action).
Ο εφεσείων-εκχωρητής ενήγαγε προσωπικά, χωρίς να έχει συνενώσει και τον εκδοχέα ως διάδικο, που, φυσιολογικά και νομικά είχε τον πρώτο λόγο στη διαδικασία λόγω της εκχώρησης. Πουθενά δε δεν φαίνεται να τον είχε εξουσιοδοτήσει ο εκδοχέας να τον εκπροσωπεί ως εμπιστευματοδόχος του.
Mε βάση τις πιο πάνω αρχές, καταλήγουμε πως ο εφεσείων-ενάγων δεν είχε δικαίωμα αγωγής προσωπικά εναντίον των εφεσίβλητων-εναγομένων εκτός αν συνένωνε και τον εκδοχέα ή αν ενεργούσε κατ' εντολήν του και ως εκ τούτου η αγωγή του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι'αυτό το λόγο.»
..........................................................
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρισε ορθά το ζήτημα. Ο εκχωρητής εφόσον εκχωρήσει απολύτως την απαίτηση που έχει εναντίον τρίτου, εκχωρεί και το νομικό αντικείμενο της αγωγής, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον ο ίδιος δικαίωμα να εγείρει την αγωγή προσωπικά, αλλά μόνο ως αποκαλυπτόμενος αντιπρόσωπος και εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα, στοιχείο που εν προκειμένω δεν υπήρχε ή δεν αποκαλύφθηκε.»
Ταυτόσημη είναι η κατάσταση πραγμάτων στην ενώπιόν μας περίπτωση, όπου, κατ΄ ακολουθία των διαλαμβανομένων στο εκχωρητήριο, Τεκμήριο 9, ο Εφεσείων είχε εκχωρήσει προς όφελος της Τράπεζας «. όλα τα δικαιώματα του που πηγάζουν από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και ειδικότερα το δικαίωμα του για ειδική εκτέλεση της σύμβασης και εγγραφή του κτήματος στο όνομα του.». Η απόλυτη και σαφής εκχώρηση δεν άφηνε πλέον περιθώριο νομιμοποίησης του Εφεσείοντα/Εκχωρητή προς διεκδίκηση, με αγωγή, ειδικής εκτέλεσης, χωρίς τη συνένωση του εκδοχέα ως συνενάγοντα. Νέος δικαιούχος του υπό κρίση δικαιώματος ήταν ο εκδοχέας.
Οι πρόνοιες του μεταγενέστερου της καταχώρησης της αγωγής Νόμου 81(Ι)/2011, δεν επιδρούν στο υπό συζήτηση ζήτημα. Η ελαστικότερη ευχέρεια, που νομοθετικά παρέχεται πλέον στο Δικαστήριο προς έκδοση διαταγμάτων ειδικής εκτέλεσης υποχρεώσεων που πηγάζουν από σύμβαση, περιλαμβανομένης της εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας, που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης, καθώς επίσης και η περαιτέρω διασφάλιση των δικαιωμάτων αγοραστή ακίνητης ιδιοκτησίας, δεν μεταβάλλουν τις βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα εκχώρησης, όπως αυτές αναπτύχθηκαν νομολογιακά. Όπως ήδη λέχθηκε στην ενώπιόν μας περίπτωση ο Εφεσείων-Ενάγων, ως αποτέλεσμα της απόλυτης εκχώρησης των δικαιωμάτων του, δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση, προσωπικά, αγωγής εναντίον της Εφεσίβλητης-Εναγόμενης, εκτός εάν συνένωνε και την Τράπεζα ή αν ενεργούσε κατ΄ εντολή της. Συνεπώς, η αγωγή του Εφεσείοντα έπασχε θεμελιακά και, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν επιτρεπτή τυχόν ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη συνδρομή των προϋποθέσεων για έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης.
Τέλος, όπως ορθά επεσήμανε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, «. ουσιώδης χρόνος είναι ο χρόνος καταχώρησης της αγωγής και όχι ο οποιοσδήποτε μεταγενέστερος χρόνος». Κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, όπως ήδη λέχθηκε, ο Εφεσείων, έχοντας ήδη εκχωρήσει κατά απόλυτο τρόπο τα δικαιώματά του, δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της αγωγής. Υπό το πρίσμα αυτό, η μετέπειτα εξόφληση του δανείου δεν επιδρούσε, όπως δεν επιδρούσε βεβαίως και η, μεταγενέστερη της καταχώρησης της αγωγής, συγκατάθεση της Τράπεζας, ημερομηνίας 3.5.2012, (Τεκμήριο 5), συγκατάθεση που αφορούσε απλά και μόνο στη μεταβίβαση του ακινήτου επ΄ ονόματι του Εφεσείοντα, υπό την προϋπόθεση ότι, ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση, το ακίνητο θα υποθηκευόταν προς όφελός της.
Η απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης ιχνηλατεί και το αποτέλεσμα επί των λόγων έφεσης 6 και 7. Αφορούν, ουσιαστικά, στην αποδιδόμενη στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη να εξετάσει το υπόλοιπο μέρος των επίδικων θεμάτων, που κάλυπταν την αξίωση για έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι ο Εφεσείων είναι ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου και σε σχόλια του Δικαστηρίου ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Δεδομένης, όμως, της κατάληξης, ως προς το ζήτημα της νομιμοποίησης στην καταχώρηση της αγωγής, οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης είναι πλέον θεωρητικής και μόνο σημασίας.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα έξοδα, ασκήθηκε λανθασμένα. Όπως προβάλλει μέσα από την αιτιολογία του λόγου αυτού, το παράπονο επικεντρώνεται στην, κατ΄ ισχυρισμό, επιβολή τόκου επί των εξόδων από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και στην επιδίκαση κονδυλίων εξόδων, κατά παράβαση, προηγούμενων οδηγιών του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο - ορθά ενεργώντας ενόψει του αποτελέσματος - απέρριψε την ενώπιόν του αγωγή με έξοδα και διέταξε όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, ούτε ενώπιόν μας γίνεται αναφορά σε περαιτέρω λεπτομέρειες, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των εξόδων που ακολούθησε, ούτως ώστε να γίνει κατανοητό το παράπονο του Εφεσείοντα και να καταστεί δυνατή τυχόν επέμβασή μας επί του ζητήματος της επιδίκασης εξόδων. Συνεπώς, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, ως μετέωρος, απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000 επιδικάζονται εις βάρος του Εφεσείοντα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.