ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:11
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 3/2021
20 Απριλίου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Α. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Εφεσείοντα
ν.
1. Π. ΛΑΖΑΡΟΥ
2. Χ. ΛΑΖΑΡΟΥ
Εφεσιβλήτων
____________________
Β. Χατζηχάννας, για τον Εφεσείοντα.
Οι Εφεσίβλητες παρουσιάζονται αυτοπροσώπως.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Μετά τη λύση του γάμου του με την Εφεσίβλητη 1, ο Εφεσείων αξίωσε το ½ μερίδιο της συζυγικής κατοικίας και διαζευκτικά ποσό €100.000 που, κατά τη θέση του, αντιπροσώπευε το μισό της αξίας της κατοικίας κατά την καταχώριση της αξίωσης του «και/ή κατά το χρόνο της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης» τους, στη βάση της συνεισφοράς του στην ανέγερση και αποπεράτωση της.
Ήταν η δικογραφημένη θέση του ότι είχε καταβάλει €74.900 για την ανέγερση της κατοικίας, ενώ άλλες €25.000 θα έπρεπε να του πιστωθούν, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των χρηματικών δώρων των αρραβώνων και του γάμου του ζεύγους εκ ποσού €57.200 «δαπανήθηκε για εξόφληση χρεών του σπιτιού και αγορά εξοπλισμού του σπιτιού».
Η κατοικία ανεγέρθηκε σε οικόπεδο της Εφεσίβλητης 2, μητέρας της Εφεσίβλητης 1 και έγινε παραδεχτό ότι το κόστος ανέγερσης της ήταν €150.000. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συνεισφορά του Εφεσείοντα ήταν €22.000, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να του επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό σε αυτή τη βάση, αφού απουσίαζε μαρτυρία για την αξία της κατοικίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάστασης του ζεύγους (Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030, 1033). Του επιδίκασε μόνο €500 στη βάση της δικογραφημένης θέσης των Εφεσίβλητων ότι κατά τη διάσταση η αξία των επίπλων, ηλεκτρικών ειδών και κουρτίνων της κατοικίας «δεν ανερχόταν σε πέραν των €10.000,00».
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης. Τέσσερις λόγοι έφεσης αφορούν στον καθορισμό της συνεισφοράς του Εφεσείοντα. Σε σχέση με τα χρηματικά δώρα των αρραβώνων και του γάμου τους (λόγος έφεσης 2) και αναφορικά με τα δάνεια του ιδίου και της Εφεσίβλητης 1 που, κατά τον ίδιο, είχαν άμεση σχέση με την ανέγερση της κατοικίας και αγορά του εξοπλισμού της (λόγος έφεσης 6). Παραπονείται ακόμα ο Εφεσείων γιατί να του επιδικαστούν μόνο €500, ενώ υπήρχε μαρτυρία, παραδοχές των Εφεσίβλητων και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για πολύ μεγαλύτερα επιμέρους ποσά (λόγος έφεσης 5) και γιατί δεν εφαρμόστηκε το τεκμήριο του Νόμου ώστε η συνεισφορά του να καθοριστεί στο 1/3 της αξίας της κατοικίας (λόγος έφεσης 1).
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο την προσέγγισε. Η αιτιολογία και των δύο αυτών λόγων παραπέμπει στη μαρτυρία αναφορικά με τη συνεισφορά του Εφεσείοντα σε εργασία, οικοδομικά και άλλα υλικά και εξοπλισμό. Ο λόγος έφεσης 7 αφορά στην επιδίκαση των εξόδων.
Κατά πόσο η πραγματική συνεισφορά του Εφεσείοντα στο κόστος ανέγερσης των €150.000 ήταν €22.000, όπως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ή μεγαλύτερη ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ανερχόταν στο 1/3 της επαύξησης της αξίας της περιουσίας της Εφεσίβλητης 1, θα είχε πρακτική σημασία νοουμένου ότι καθοριζόταν η επαύξηση αυτή, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η αξία της κατοικίας, εκτός του οικοπέδου, κατά το χρόνο της διάστασης του ζεύγους.
Με κανένα από τους λόγους έφεσης δεν προσβάλλεται η επιμέρους κατάληξη, που καθόρισε την έκβαση της υπόθεσης, ότι δηλαδή απουσίαζε μαρτυρία για την αξία της κατοικίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάστασης του ζεύγους. Ούτε η διευρυμένη αιτιολογία τους αγγίζει το ζήτημα. Ούτε και προωθείται μέσα από τους λόγους έφεσης εισήγηση ότι, στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη μια άλλη, έστω κατ' ελάχιστον, αξία.
Δεν επιζητείται με την έφεση, ούτε και θα ήταν δυνατό να αποδοθεί στον Εφεσείοντα μερίδιο στην ίδια την κατοικία, αφού, αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι το περιουσιακό στοιχείο αφ' εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας της συζύγου (Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ.179, 187). Η ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία σε οποιοδήποτε επιμέρους περιουσιακό στοιχείο και δεν απολήγει στη δημιουργία και αντιστοίχως στην αφαίρεση εμπράγματου δικαιώματος. Εκείνο που δημιουργείται είναι ενοχική αξίωση, μάλιστα προσωποπαγής. Δεν καθίσταται κύριος κανενός περιουσιακού στοιχείου ο σύζυγος που συνεισφέρει με την έννοια του νόμου. (Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656, 677-8).
Οι λόγοι έφεσης 1-6 είναι επομένως αλυσιτελείς, αφού ακόμα και αν επιτύχουν δεν μπορούν να οδηγήσουν στην επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού υπέρ του Εφεσείοντα.
Παραμένει το ζήτημα των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας. Παραπονείται ο Εφεσείων γιατί να επιδικαστούν υπέρ του τα 2/3 των εξόδων της αίτησης και στην κλίμακα του ποσού που επιδικάστηκε και όχι στην ψηλότερη κλίμακα της αίτησης του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως ανωτέρω «Ενόψει της περιορισμένης και κατ' ελάχιστον επιτυχίας της αίτησης».
Το παράπονο του Εφεσείοντα δεν δικαιολογείται. Ορθά επιδικάστηκαν έξοδα στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού και καμιά συνέπεια δεν είχε ο Εφεσείοντας που προώθησε την αίτηση του σε ψηλότερη κλίμακα και απέτυχε. Εξάλλου, είχαν επιδικαστεί υπέρ του και εναντίον της Εφεσίβλητης 2 τα έξοδα της ανταπαίτησης που είχε απορριφθεί και που ήταν σε ψηλή κλίμακα και είχε συνεκδικαστεί με την απαίτηση του. Επομένως, ο λόγος έφεσης 7 κρίνεται εντελώς αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων τα πραγματικά τους έξοδα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.