ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE HJICOSTAS (1984) 1 CLR 513
Λοΐζου Aντωνάκης ν. Stylson Engineering Co. Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 2077
Aριστείδου Γιώργος ν. R.K. Super Beton Ltd και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 114
PAPHOS STONE C ESTATES LTD κ.α. ν. Βύρωνα Χριστοδουλίδη κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 2110
Χατζηχριστοφή Κώστας ν. Πιερή Γεωργίου και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 873
Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ. ν. Κώστα Γεωργίου (2003) 1 ΑΑΔ 980
Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ. ν. Παύλου Παπαχριστοδούλου (2006) 1 ΑΑΔ 625
Αντέννα Λτδ ν. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου (2010) 1 ΑΑΔ 392
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A148
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 297/2014)
6 Απριλίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
HAWAII HOTELS LTD,
Εφεσίβλητων.
....
Ζ. Νικολάου, για Ζένιος Νικολάου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χ" Κωστής, για Κώστας Π.Χ. Χ"Kωστής & Σία, για τους Εφεσίβλητους.
.......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής («ο Εφεσείων») αμφισβητεί με τρεις λόγους έφεσης την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), να απορρίψει την Αίτηση 478/09 ημερομηνίας 30.11.09 («η Αίτηση») την οποία είχε καταχωρίσει ο Εφεσείων εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι»), ζητώντας σειρά αποζημιώσεων λόγω εξαναγκασμού του σε παραίτηση («η Πρωτόδικη Απόφαση»).
Προτού προχωρήσουμε με την ουσία, θα αναφερθούμε στις βασικές εκδοχές των μερών, ως αναπτύχθηκαν πρωτοδίκως (αλλά και ενώπιον μας), ώστε να καταστούν περισσότερο αντιληπτά τα όσα έπονται.
Το πράττουμε αμέσως.
Αποτελεί θέση του Εφεσείοντα πως από την 2.4.95 που εργοδοτήθηκε ως μάγειρας από τους Εφεσίβλητους σε ξενοδοχειακή τους μονάδα στην Λεμεσό με την επωνυμία Grand Resort ή και Hawaii («το Ξενοδοχείο»), ήταν ρητός όρος της σύμβασης απασχόλησης του ότι η εργασία του θα ήταν αδιάκοπη, χωρίς αναστολές και διακοπές και πως τούτος θα λάμβανε τις συμφωνημένες απολαβές αδιαλείπτως, στο ακέραιο και χωρίς μείωση. Εντούτοις, χωρίς τη συγκατάθεση του, οι Εφεσίβλητοι κατά παράβαση της σύμβασης απασχόλησης ανέστειλαν μονομερώς τη λειτουργία του Ξενοδοχείου από 16.11.09 μέχρι 1.5.10, με παρεπόμενο ο Εφεσείων να στερηθεί του δικαιώματος εργασίας και μισθοδοσίας. Δεν αποδέχθηκε την απόφαση. Γνωστοποίησε προς τους Εφεσίβλητους ότι η κατάσταση θα τον εξανάγκαζε σε παραίτηση. Όπως και έγινε (μετά από την 16.11.09 που οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν σε αναστολή λειτουργίας του Ξενοδοχείου).
Συνέθεσε εκδοχή των Εφεσίβλητων, όπως και εδώ (με δόρυ αυτή τη φορά και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), πως η παραίτηση του Εφεσείοντα ήταν αδικαιολόγητη και οικειοθελής. Λέγουν ότι, ως εργοδότες, είχαν δικαίωμα να αναστείλουν προσωρινώς τη λειτουργία του Ξενοδοχείου δυνάμει συμφωνίας ή και εθίμου και υπό όρους και συνθήκες που δεν συνιστούσαν διακοπή απασχόλησης του Εφεσείοντα. Ισχυρίζονται προσθέτως πως με συμφωνία των συντεχνιών των ξενοδοχοϋπαλλήλων, του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων και του Υπουργείου Εργασίας, παρεχόταν ευχέρεια στους διαχειριστές των ξενοδοχείων να αναστέλλουν για καθορισμένο χρονικό διάστημα τη λειτουργία των ξενοδοχείων για τη χειμερινή περίοδο ή για ανακαίνιση και πως με την επίδικη αναστολή δεν θα επηρεαζόταν το συνεχές τής απασχόλησης των εργαζομένων οι οποίοι (εκτός της επιπρόσθετης αμοιβής από τους Εφεσίβλητους σε καθορισμένο ποσοστό), είχαν και δικαίωμα να εγγραφούν ως άνεργοι και να τύχουν ανάλογου επιδόματος από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αυτή η συμφωνία, προβάλλουν οι Εφεσίβλητοι, ήταν δεσμευτική για τον Εφεσείοντα καθότι ήταν μέλος συντεχνίας αλλά και γιατί είχε αποδεχθεί και σε προηγούμενη περίπτωση αδιαμαρτύρητα την αναστολή των εργασιών του Ξενοδοχείου. Πέραν τούτου, κατόπιν διαβουλεύσεων με τις συντεχνίες και το Υπουργείο Εργασίας, οι Εφεσίβλητοι έλαβαν έγκριση και προχώρησαν σε αναστολή λειτουργίας του Ξενοδοχείου από την 16.11.09 μέχρι την 31.3.10 ένεκεν της χειμερινής περιόδου (και υπό το βάρος κρίσης στην τουριστική βιομηχανία).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ανέπτυξε στο σκεπτικό του (στο οποίο θα εγκύψουμε κατά τις ανάγκες), αποφάνθηκε την 28.8.14 (απορρίπτοντας την Αίτηση και στο πλαίσιο αυτής, τη μαρτυρία και εκδοχή του Εφεσείοντα, αποδεχόμενο τη μαρτυρία και εκδοχή των Εφεσίβλητων), πως ο Εφεσείων δεν απέδειξε συνομολόγηση ατομικής σύμβασης απασχόλησης με τους Εφεσίβλητους, μήτε και το ότι εξαναγκάστηκε τελικώς σε παραίτηση.
Καταλήγοντας στην ετυμηγορία του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε και τα πιο κάτω (απρόσβλητα διά της έφεσης), παραδεκτά και μη αμφισβητηθέντα γεγονότα, ως τα αποκόμισε και συγκέντρωσε από «. τα δικόγραφα, τις δηλώσεις των διαδίκων μερών και την . μαρτυρία .» (διατηρούμε την αρίθμηση στην Πρωτόδικη Απόφαση):
«1. Δυνάμει τριμερούς συμφωνίας που έγινε μεταξύ του Υπουργείου Εργασίας, του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων και των Συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ συμφωνήθηκαν όροι αναστολής της λειτουργίας των ξενοδοχειακών μονάδων κατά τους χειμερινούς μήνες ώστε να μην γίνονται απολύσεις αλλά να διατηρούν οι εργοδοτούμενοι την εργασία τους καθώς και το συνεχές της απασχόλησης τους.
2. Οι πρόνοιες της εν λόγω τριμερούς συμφωνίας υιοθετήθηκαν από την Συλλογική Σύμβαση μεταξύ του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων και των Συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ, η οποία ήταν σε ισχύ κατά την περίοδο της απασχόλησης του Αιτητή στην υπηρεσία των Καθ' ων η Αίτηση.»
8. Οι Καθ' ων η Αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων.
9. Στη σχετική συλλογική σύμβαση υπάρχει ειδική πρόνοια (Τεκμήριο 7), που καλύπτει ξενοδοχειακές μονάδες που αναστέλλουν τη λειτουργία τους και μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «η περίοδος της αναστολής λειτουργίας δεν θα υπερβαίνει τους 5 μήνες...»
10. Από το μισθό του Αιτητή αποκόπτετο συνδρομή για τη Συντεχνία που ήταν μέλος καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στους Καθ' ων η Αίτηση.
11. Το μόνο θέμα που παρέμεινε προς εκδίκαση είναι το κατά πόσο ο Αιτητής εξαναγκάστηκε σε παραίτηση».
Σε πρώτο στάδιο, θα περιοριστούμε σε συγκεφαλαίωση των λόγων έφεσης για να αποδώσουμε αδρομερώς τη φύση των εναντιώσεων του Εφεσείοντα προς την Πρωτόδικη Απόφαση.
Με τον λόγο έφεσης 1, ο Εφεσείων προτάσσει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εναπόθεσε το βάρος απόδειξης σε αυτόν για να τεκμηριώσει την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας εργοδότησης «. στην οποία να συμπεριλαμβάνεται ο όρος ότι θα εργαζόταν δώδεκα μήνες το χρόνο και ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν θα ανέστελλαν ποτέ τις εργασίες τους» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι άλλες που ακολουθούν).
Με τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων εκφράζει τη θέση ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν θίγει τους υφιστάμενους κανόνες απόδειξης η παράλειψη των Εφεσίβλητων να του γνωστοποιήσουν γραπτώς τους ουσιώδεις όρους εργασίας του «. όπως επιβάλει ο Περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που Διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμος του 2000 (Ν100(Ι)2000).».
Με τον λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων υποβάλλει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λαθεμένα και χωρίς λογική και αιτιώδη συνάφεια με τα γεγονότα που αξιολόγησε και αποδέχθηκε, έκρινε ότι δεν εργαζόταν με ατομική σύμβαση εργασίας (όπου προνοούνταν δωδεκάμηνη εργασία για έκαστο έτος).
Διεξήλθαμε με τη δέουσα προσοχή τις αγορεύσεις των μερών.
Αποτιμήσαμε προσέτι καθετί που μας τέθηκε.
Συνιστά τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντα (στα όσα συγκροτούν τον λόγο έφεσης 1), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το Άρθρο 7(2) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 («ο Ν.24/67») αφού, ως λέγει ο Εφεσείων, από τη στιγμή που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε πως υπήρχε τέτοιας μορφής διαγωγή των Εφεσίβλητων, ως εργοδοτών που να δίδει δικαίωμα στον Εφεσείοντα, ως εργοδοτούμενου, να τερματίσει νομίμως την απασχόληση του, θα έπρεπε να καλέσει τους Εφεσίβλητους να αποδείξουν ότι οι όροι της συλλογικής σύμβασης ενσωματώθηκαν στους όρους απασχόλησης της ατομικής σύμβασης εργασίας για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά που επέδειξαν, και όχι (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) να καλέσει τον Εφεσείοντα να αποδείξει το αντίστροφο (δηλαδή ότι οι όροι απασχόλησης στην ατομική σύμβαση δεν περιλάμβαναν τις πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης περί αναστολής εργασιών του Ξενοδοχείου). Στη βάση των γεγονότων, ισχυρίζεται επίσης ο Εφεσείων, απέσεισε το βάρος απόδειξης «. που του εναπόθεσε το άρθρο 7(2) του Νόμου από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι υπήρξε διαγωγή του εργοδότη που του έδινε το δικαίωμα να τερματίσει νόμιμα την απασχόληση του .» και πως, αν υπό ορισμένες προϋποθέσεις «. η διαγωγή αυτή ήταν δικαιολογημένη, είναι έργο του εργοδότη να το αποδείξει και όχι του αιτητή .» αφού (κατά θεμελιωμένη αρχή) «. όποια πλευρά επικαλείται στο Δικαστήριο ένα θετικό γεγονός έχει το βάρος να το αποδεικνύει .».
Δεν συγκλίνουμε με τον Εφεσείοντα.
Σύμφωνα με το Άρθρο 7, Ν.24/67:
«7.-(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ' εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοιαν του άρθρου 3.
(2) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως».
Κατ' αρχάς - και είναι σωστή η επί τούτω αποτύπωση των πραγμάτων στην Πρωτόδικη Απόφαση - με το Άρθρο 7(2), Ν.24/67, ο Εφεσείων όφειλε να αποδείξει ότι νομίμως τερμάτισε την απασχόληση του εξαιτίας της κατ' ισχυρισμόν διαγωγής των Εφεσίβλητων.
Τίποτα από όσα ακούσαμε εκ πλευράς Εφεσείοντα για τα περί του βάρους απόδειξης δεν πλήττουν την πρωτόδικη προσέγγιση.
Αυτό, διότι, τα όσα σχετικώς κρίθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνταιριάζονται πλήρως με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη αλλά και με τις εμπεδωμένες και ισχυρές νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα (βλ. Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου και Άλλων (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 873, 885-886, Paphos Stone C. Estates και Άλλων ν. Χριστοδουλίδης και Άλλων (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ 2110, 2115, Αριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd και Άλλων (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 114, 121, Επί τοις Αφορώσι την Αίτηση των Λούης Τούριστ Έϊτσενσυ Λτδ (Αρ.2) (1991) 1 Α.Α.Δ. 315, 317-318 [Ολομέλεια]).
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων διατείνεται πως αφ' ης στιγμής ο εργοδότης υποχρεούται κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 4(1), Ν.24/67 να γνωστοποιεί στον εργοδοτούμενο τούς ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, έχει και το βάρος να αποδείξει τους όρους απασχόλησης στη σύμβαση εργασίας τού εργοδοτούμενου και ότι είναι «. σχήμα οξύμωρο και στερείται λογικής να ζητείται από τον εργοδοτούμενο να αποδείξει τους όρους εργοδότησης του όταν το βάρος απόδειξης της γνωστοποίησης το εναποθέτει ο Νόμος στον εργοδότη .». Κατ' ακολουθίαν, με δοσμένο πως οι Εφεσίβλητοι δεν γνωστοποίησαν τους όρους εργοδότησης στον Εφεσείοντα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να θεωρήσει ότι οι όροι της συλλογικής σύμβασης ενσωματώθηκαν στην ατομική σύμβαση εργασίας του Εφεσείοντα «. επειδή αυτός δεν κατάφερε να πείσει το Δικαστήριο για το αντίθετο».
Δεν συμμεριζόμαστε την ερμηνευτική του Εφεσείοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - σε σύμπνοια πάντως με τη νομολογία (βλ. Μενελάου ν. Αντώνης Ασκάνης Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 312, 317-318) - κατέληξε πως οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1), Ν.24/67 δεν καθιστούν «. τον έγγραφο τύπο ουσιαστικό στοιχείο της σύμβασης εργασίας και ούτε θίγει τους υφιστάμενους κανόνες απόδειξης .», αναγνωρίζοντας συνάμα, ότι με την έγγραφη γνωστοποίηση ο εργοδοτούμενος αποκτά (ως γεγονός) «. ένα ασφαλές αποδεικτικό μέσο». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ακολούθως πως «. το γεγονός ότι δεν παρουσιάστηκε τέτοια γνωστοποίηση και το γεγονός ότι οι Καθ' ων η Αίτηση παρέλειψαν να γνωστοποιήσουν εγγράφως, ως όφειλαν τους όρους απασχόλησης του Αιτητή όπως ακριβώς αναφέρεται στο Νόμο, αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να διακριβώσει την πραγματική κατάσταση πραγμάτων και δη τη φύση της απασχόλησης του Αιτητή από την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας».
Η πραγμάτευση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.
Δικαιολογούνταν βάσει της αξιόπιστης μαρτυρίας.
Αλλά και από τις εφαρμοζόμενες νομολογιακές αρχές.
Εξηγήσαμε γιατί.
Ούτε και εδώ επιβάλλεται η επέμβαση μας.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων παραθέτει σειρά αιτιάσεων (στη συνοδευτική τού λόγου αυτού αιτιολογία), διά των οποίων παραπονείται κατ' ουσίαν για τον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, σε μια προσπάθεια του Εφεσείοντα να εντάξει, ίσως, τις πτυχές τούτες στις πλατύτερες ορολογικές παραμέτρους του όρου νομικό σημείο ώστε να τις καταστήσει εφέσιμες κατά τα προνοούμενα στο Άρθρο 12(11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67 (βλ. Ermes Department Stores Plc v. Κωνσταντίνου, Π.Ε. 307/14, ημ. 16.3.22, Ermes Department Stores Plc v. Αντωνιάδου, Π.Ε. 308/14, ημ. 16.3.22, Μιχαήλ ν. Nakis Theocharides & Son Ltd, Π.Ε. 296/10, ημ. 8.7.16).
Όπως υπενθυμίσαμε συναφώς στην Γεωργίου ν. Ermes Department Stores Plc, Π.Ε.309/14, ημ. 16.3.22:
«..............................
Για τούτη την περί αρχών πτυχή, αποφανθήκαμε στην Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυριάδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21 και στην Terra Santa College v. Παπαπαρασκευά και Άλλου, Π.Ε. 93/13, ημ. 21.12.20 - και υστερότερα στην Kallinika Developing Limited v. Γεωργίου και Άλλης, Π.Ε. 383/14, ημ. 12.10.21 - υπογραμμίζοντας και τα εξής:
«Πράγματι, ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος έφεσης, άπτεται της αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δίχως να προκύπτει κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ένταξη του λόγου αυτού ως νομικού σημείου κατά τις επιταγές του άρθρου 12 (11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67, έτσι ώστε, δεόντως πλέον, να θεωρηθεί το παράπονο των Εφεσειόντων ως επιτρεπτή αφετηρία αναθεώρησης και ανατροπής των επίδικων ευρημάτων (Παυλίδης ν Depfa Bank Public Limited Company και Άλλων, ΠΕ 198/14, ημ. 18.11.20, ECLI:CY:AD:2020:A391, Αντέννα Λτδ ν Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) ΑΑΔ 392).
Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (.).
..................................».
Τούτα, θέτουν, εκτός δικαιοδοτικού ορίου τον λόγο έφεσης 3.
Ακόμη όμως και να θεωρούσαμε - κατά μια πολύ ελαστική ανάγνωση των όσων καταγράφονται για τα ζητήματα που εγείρει ο Εφεσείων στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 3 - ότι τα όσα βάλλονται με τον λόγο έφεσης 3 συνδέονται με συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, και πάλι δεν θα υπήρχε περιθώριο επιτυχίας του.
Αυτό, επειδή, η πρωτόδικη κρίση υπήρξε μεστή αιτιολόγησης και εντελώς εναρμονισμένη με τις εφαρμοζόμενες αρχές, δίχως κιόλας να έχει προταχθεί κάποιος πειστικός λόγος για το αντίθετο από τον Εφεσείοντα.
Είπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
«..............................Στην παρούσα υπόθεση όπως αναφέρουμε πιο πάνω, ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει την ύπαρξη ατομικής σύμβασης απασχόλησης στην οποία να προνοείται δωδεκάμηνη εργασία για έκαστο χρόνο. Εάν υπήρχε, όπως αναφέρθηκε στη Λοΐζου v. Stylson Enqineering Co Ltd (1998) 1Δ Α.Α.Δ 2077, 2087 και στη Ζαχαρίας Χατζηκωνσταντή v. Golden Coast Ltd, Πολ. Εφ. 314/08 ημερ. 24/1/2012, θα ήταν υπεράνω της συλλογικής σύμβασης «εκτός βέβαια και εάν οι όροι της συλλογικής σύμβασης με ρητή ή εξυπακουόμενο τρόπο ή δια νόμου ενσωματώθηκαν στην ατομική σύμβαση εργασίας». Παρόλο που στη Χατζηκωνσταντή (ανωτέρω) το Εφετείο αποφάσισε ότι λόγω της αναστολής εργασιών ο Αιτητής θα λάμβανε ένα μικρό μέρος του μισθού του και ένα άλλο μέρος από τα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπό μορφή ανεργιακού και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, η περίπτωση εκείνη διαφοροποιείται από την παρούσα. Αφενός εκεί ήταν παραδεκτή η ύπαρξη προσωπικής συμφωνίας εργοδότησης οι όροι της οποίας δεν μπορούσαν να διαφοροποιηθούν μονομερώς και φυσικά η εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης άφησε ανέπαφη την προσωπική συμφωνία εργοδότησης και αφετέρου ο Αιτητής αντέδρασε άμεσα αφού ήταν η πρώτη φορά που ενημερώθηκε ότι θα διακόπτετο και η δική του εργασία.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνεται και η τύχη της παρούσας Αίτησης. Ακόμη όμως και αν αποδεχόμασταν τη θέση του Αιτητή ότι κατά την πρόσληψή του συμφωνήθηκε προφορικά με τους Καθ' ων η Αίτηση ότι το ξενοδοχείο δεν Θα ανέστελλε τη λειτουργία του αυτό θα σήμαινε ότι στη συμφωνία εργοδότησής του υπήρχαν δύο αντίθετοι μεταξύ τους όροι, αφού τόσο ο ίδιος ο Αιτητής όσο και ο κ.Ψύχας και η κ.Τσεριώτου παραδέχθηκαν ότι οι όροι της συλλογικής σύμβασης ήταν μέρος των όρων εργασίας του Αιτητή. Πέραν αυτού, το γεγονός ότι ο Αιτητής παρέμεινε στην εργασία του παρά το γεγονός ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ανέστελλαν σχεδόν κάθε χρόνο τις εργασίες του ξενοδοχείου από τις αρχές του 2005 θα τον εμπόδιζε από το να ισχυριστεί τον Νοέμβριο του 2009 ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ακόμη και αν αποδείκνυε, κάτι που δεν έκανε, ότι υπήρχε τέτοιος όρος στη σύμβαση εργασίας του, εφόσον με τη συμπεριφορά του θα επιβεβαίωνε την «τροποποιημένη» σύμβαση εργασίας.
.............................».
Επομένως, τα παράπονα του Εφεσείοντα για εσφαλμένη ερμηνεία του δικαστικού σκεπτικού στην Χατζηκωνσταντή ν. Golden Coast Ltd (2012) 1(A) A.A.Δ. 65, δεν θεμελιώνονται από τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε όμως και από τη συνοδό συλλογιστική του.
Τούτο, γιατί, όσα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ως αιτιολογία ήσαν λελογισμένα και εντός του δικαιοδοτικού πεδίου που καθορίζει τη λειτουργία του.
Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που θα μπορούσε να προστεθεί.
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα ύψους €2.000,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ