ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D137
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 91/2013)
31 Μαρτίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
Α. ΜΕSSIOS & SONS LTD,
Εφεσείουσα,
v.
COUNTRY ROSE LTD,
Εφεσίβλητης.
___________________
Aντρέας Γιωρκάτζης μαζί με Νικόλα Θρασυβούλου, για Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Παύλος Παυλίδης, για Καραπατάκη, Παυλίδη ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
Γιώργος Τσαρδελής για Ηλίας Νεοκλέους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Η εφεσείουσα είναι συνιδιοκτήτρια του κτήματος με αριθμό εγγραφής 25906, Φ/Σχ.57/14, τεμάχιο 135, στην κοινότητα Πισσούρι της Επαρχίας Λεμεσού, το οποίο συνορεύει με το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 25907, Φ/Σχ. 57/14, Τεμάχιο 136, στην ίδια κοινότητα, ιδιοκτησίας σήμερα του ενδιαφερόμενου μέρους Bank of Cyprus Public Company Ltd (στο εξής «η Τράπεζα») και κατά τον επίδικο χρόνο ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης εταιρείας Country Rose Ltd.
Στις 26.1.2009, κατόπιν αίτησης της εφεσίβλητης για επίλυση συνοριακής διαφοράς που είχε με την εφεσείουσα, έγινε επιτόπια εξέταση από δύο υπαλλήλους του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού, στην παρουσία του κ. Α. Μακεδόνα, αντιπρόσωπου της εφεσίβλητης και του κ. Γ. Μέσσιου, αντιπρόσωπου της εφεσείουσας. Ακολούθως, στις 6.10.2009 εκδόθηκε απόφαση από τον Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής «ο Διευθυντής») με την οποία αποφάνθηκε ότι η διαφιλονικούμενη έκταση αποτελεί μέρος του τεμαχίου 136.
Μη ικανοποιημένη από την απόφαση του Διευθυντή, η εφεσείουσα καταχώρισε την Αίτηση/Έφεση 834/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, όπως προβλέπεται από το άρθρο 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 (στο εξής «ο Νόμος»), ζητώντας όπως η απόφαση του Διευθυντή ακυρωθεί. Η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την εν λόγω Αίτηση/Έφεση προσβάλλεται με την παρούσα έφεση στη βάση τεσσάρων λόγων έφεσης.
Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι η μη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ισχυρισμού της εφεσείουσας ότι κατά την επιτόπια εξέταση δεν υπήρξε συμμόρφωση από τον χωρομέτρη με την εγκύκλιο 412, ημερομηνίας 11.12.1998 η οποία, ως ισχυρίζεται, είχε εφαρμογή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μη συμμόρφωση με την εν λόγω εγκύκλιο δεν συγκαταλεγόταν στους λόγους ακύρωσης που διατύπωσε η εφεσείουσα στην αίτησή της, βάσει των οποίων επιδίωκε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή, γεγονός που το οδήγησε στη μη εξέταση του ζητήματος. Επί του προκειμένου, άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Προκοπίου ν Ryan κ.ά (2012) 1 ΑΑΔ 1982, στην οποία λέχθηκε:
«Οτιδήποτε δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται. (Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 322). Είναι δε απαραίτητο να προσδιορίζονται, με την αιτιολογία, τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης, τα οποία να καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1002).»
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι με τους λόγους ακύρωσης 10 και 11 προβάλλεται ότι δεν ακολουθήθηκε η ορθή και/ή νενομισμένη διαδικασία από τον Διευθυντή, ενώ οι λόγοι αυτοί αναλύονται στην ένορκη δήλωση του κ. Μέσσιου ημερομηνίας 3.5.2011.
Σύμφωνα με τους λόγους ακύρωσης 10 και 11:
«10. Κατά την επιτόπια εξέταση δεν ακολουθήθηκε η ορθή και/ή κανονική διαδικασία και η πρακτική.
11. Ο Διευθυντής παρέλειψε να εξετάσει την υπό κρίση υπόθεση τηρώντας και ακολουθώντας την ορθή και/ή νενομισμένη διαδικασία και/ή πρακτική.»
Με τον Κανονισμό 7 των Περί Ακίνητου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956 (622/1956) (στο εξής «ο Κανονισμός») ο αιτητής οφείλει να εγείρει στην Aίτηση/Έφεση του όλους τους λόγους έφεσης ή αίτησης. Προβλέπεται συγκεκριμένα:
«7. Every summons (Form 2) originating an appeal or application under these rules shall state the grounds of such appeal or application. No grounds other than those so stated shall (except with the leave of the Court hearing the appeal or application and on such terms as the Court may think just) be allowed to be taken by the applicant at the hearing of the appeal or application.»
Στο υποσημείωμα «c» του προβλεπόμενου Εντύπου 2 αναφέρεται ότι κάθε λόγος (ακύρωσης/έφεσης) και η αιτιολογία του πρέπει να εκτίθεται ξεχωριστά και με πληρότητα: «(c) Each ground and the reasons therefor should be stated separately and fully (cf. rule 7)». H διάκριση με το λεκτικό του Κανονισμού 7, επισημαίνεται με τις λέξεις «cf. rule 7». Η ανάγκη για πληρότητα, βέβαια, είναι προφανής, αφού οι λόγοι ακύρωσης/έφεσης στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα της Αίτησης/Έφεσης, τα οποία περιορίζονται σε αυτούς, επιτρέποντας και στον αντίδικο να γνωρίζει την υπόθεση που θα έχει να αντιμετωπίσει. Όπως έθεσε το θέμα ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ 1709, συζητώντας τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος μπορεί να παραλληλιστεί με τον Καν. 7 του Κανονισμού:
«Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέωση στον αιτητή να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από τα δύο όργανα, παρά τον μεγάλο αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δε λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.»
(Βλ. επίσης Ζαχαρία ν Δημοκρατίας κ.ά (2011) 3 ΑΑΔ 293).
Στην προκείμενη περίπτωση οι λόγοι ακύρωσης 10 και 11, ανωτέρω, χαρακτηρίζονται από αοριστία, ασάφεια και γενικότητα. Δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια και βεβαιότητα η διαδικασία ή πρακτική που κατ' ισχυρισμό δεν εφαρμόστηκε. Καμία αναφορά δεν γίνεται στους λόγους ακύρωσης σε παράλειψη εφαρμογής της εγκυκλίου 412, αλλά ούτε στην ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, χωρίς να θεωρούμε ότι η αναφορά στην ένορκη δήλωση θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Κανονισμού 7. Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Μέσσιου ημερομηνίας 3.5.2011, αφού είχε ήδη καταχωριστεί η ένσταση της εφεσίβλητης, στην οποία εξειδικεύεται η εφαρμογή της εγκυκλίου. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν εκτίθενται ή δεν εκτίθενται με πληρότητα στην Αίτηση/Έφεση, στο καθορισμένο από το Έντυπο 2 σημείο, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο.
Τα πιο πάνω απαντούν και στο παράπονο που διατυπώνει η εφεσείουσα με τον τέταρτο λόγο έφεσης, για παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει την εισήγησή της ότι η απόφαση του Διευθυντή έπασχε εξ υπαρχής διότι δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και οι επιτακτικές πρόνοιες του άρθρου 58 του Κεφ. 224. Αυτό γιατί δεν ειδοποιήθηκαν εγκαίρως όλα τα επηρεαζόμενα μέρη, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 58(1) του Νόμου και συγκεκριμένα οι πλείστοι των 35 αγοραστών των οικιστικών μονάδων που ανεγέρθηκαν εντός του ακινήτου, συνιδιοκτησίας της εφεσείουσας («οι αγοραστές»), οι οποίοι κατέθεσαν τα αγοραπωλητήρια έγγραφα τους στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
Το ζήτημα αυτό, υποδεικνύουν η εφεσίβλητη και το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ξεχωριστός λόγος έφεσης παρά μόνο τέθηκε για πρώτη φορά στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Μέσσιου, ημερομηνίας 3.5.2011.
Η ειδοποίηση των «μερών» αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επίλυση της διαφοράς (βλ. άρθρο 58 του Νόμου). Μελετώντας τους δεκατρείς λόγους ακύρωσης, διαπίστωσή μας είναι ότι δεν εγείρεται ζήτημα παράλειψης του Διευθυντή να ειδοποιήσει τους αγοραστές οικιστικών μονάδων επί του Τεμαχίου 135, σύμφωνα με το άρθρο 58. Αυτός, προφανώς, είναι και ο λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν εξέτασε την εισήγηση της εφεσείουσας. Ούτε οι λόγοι ακύρωσης 10 και 11, που αφορούν στο θέμα της ακολουθητέας διαδικασίας, βοηθούν την υπόθεση της εφεσείουσας αφού, όπως καταδεικνύει το περιεχόμενό τους, αφορούν σε ισχυριζόμενες παραλείψεις του Διευθυντή μετά και όχι κατά το στάδιο ειδοποίησης των μερών, που προβλέπεται από το άρθρο 58, ήτοι «Κατά την επιτόπια εξέταση.» (λόγος ακύρωσης 10) και «ο Διευθυντής παρέλειψε να εξετάσει την υπό κρίση υπόθεση τηρώντας και ακολουθώντας την ορθή και/ή νενομισμένη διαδικασία και/ή πρακτική» (λόγος ακύρωσης 11) (οι υπογραμμίσεις είναι του παρόντος Δικαστηρίου). Σημειώνουμε εδώ παρενθετικά ότι το ζήτημα της μη ειδοποίησης των αγοραστών από τον Διευθυντή για τη διεξαγωγή της επιτόπιας εξέτασης, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Μέσσιου, βρισκόταν εκτός της εμβέλειας της αίτησης που υπέβαλε η εφεσείουσα και ενέκρινε το Δικαστήριο για άδεια να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση για να απαντήσει σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς στις παραγράφους 7, 8 και 9 της ένορκης δήλωσης η οποία υποστήριζε την ένσταση των εφεσιβλήτων.
Υπό το φως των πιο πάνω ο πρώτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, κατάληξη η οποία συμπαρασύρει σε αποτυχία και τον δεύτερο λόγο, με τον οποίο αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «και να εξέταζε ένα τέτοιο λόγο . (μη συμμόρφωση με την εγκύκλιο 412 ημερομηνίας 11.12.98) δεν υπάρχει μαρτυρία ειδικού πραγματογνώμονα με την οποία να αποδεικνύεται τέτοια παράλειψη.» Αβάσιμος κρίνεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος επίσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι πλήρως αιτιολογημένη. Κατά την εφεσείουσα, προκύπτουν ερωτήματα που παρέμειναν αναπάντητα και τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, καταλήγοντας έτσι σε λανθασμένα συμπεράσματα και στο ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη. Ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, σχετική με τις συνθήκες και τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη, ώστε να καταλήξει ο Διευθυντής στην απόφασή του. Τέτοια ερωτήματα είναι, ποιες προηγούμενες χωρομετρικές εργασίες και ποιους άλλους σχετικούς φακέλους έλαβε υπόψη του ο εντεταλμένος χωρομέτρης, ποιες επιτόπου καταστάσεις που αποτελούν ή σχετίζονται με σύνορα έλαβε υπόψη του και πώς τις συσχέτισε αρμονικά με το εν χρήσει κτηματικό σχέδιο. Σε ποια σταθερά σημεία ή σε ποια χαρακτηριστικά βασίστηκε. Δεν δίδεται ο λόγος πού τοποθετήθηκαν τα ορόσημα, ούτε και εξηγείται γιατί τοποθετήθηκαν στα συγκεκριμένα σημεία. Δεν αναφέρεται, επίσης, από ποιον τεχνικό ελέγχθηκε η χωρομετρική εργασία ούτε ο τρόπος με τον οποίο ελέγχθηκε. Επιπλέον, ενώ αναφέρεται στην απόφαση του Διευθυντή ότι ο αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης προσδιόρισε επί τόπου το διαφιλονικούμενο τμήμα και ο αντιπρόσωπος της εφεσείουσας αμφισβήτησε τις θέσεις του, υποστηρίζοντας ότι τα σύνορα των κτημάτων είναι ορθά, δεν καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση τί υποδείχθηκε από το κάθε μέρος.
Όπως αναφέρεται στη νομολογία, «Ή δικαιοδοσία αφορά την αναθεώρηση απόφασης διοικητικού οργάνου που επενεργεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου» (Κάκουλλου ν. Ποχουζουρή κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 1503) και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι αυτές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων που εμπίπτουν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου (βλ. Χατζησωφρονίου ν. Δημοσθένους (2011) 1 ΑΑΔ 885 και Οικονόμου κ.α. ν. Φιλίππου Π.Ε. 366/2011 ημερ. 6.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A388). Ως εκ τούτου, σε υποθέσεις όπως η παρούσα, τυγχάνουν εφαρμογής οι λόγοι ακύρωσης που λαμβάνονται υπόψη από το Διοικητικό Δικαστήριο για ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, όπως η έλλειψη αιτιολογίας. Η αιτιολογία του Διευθυντή επιβάλλεται και από τον Καν. 6 των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956. Σύμφωνα δε με τη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 589, «Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας απόφασης κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης».
Εν προκειμένω υπενθυμίζουμε ότι η αίτηση της εφεσίβλητης για επίλυση συνοριακής διαφοράς υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 58 του Νόμου, το οποίο έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις «όπου το θέμα είναι η τοποθέτηση επί του εδάφους συνόρων, όπως αυτά περιγράφονται στον τίτλο ή φαίνονται στο σχετικό τοπογραφικό σχέδιο.» (Παναγιώτου ν. ΧʺΚυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362). Τα θέματα που εξετάζονται είναι περιορισμένα. Όπως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση ΧΧΧ Χατζήμιχαήλ ν. ΧΧΧ Φιλίππου, Πολ. Έφεση 160/2012, ημερ. 2.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A214:
«. περιορίζονται σε τεχνικά θέματα και όχι διεκδίκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων. Πρόκειται περιοριστικά για κτηματολογικό θέμα εντός της πραγματοσύνης του Τμήματος Κτηματολογίου, το οποίο έχει τα μέσα και τα στοιχεία ώστε να καθίσταται ο φυσιολογικός φορέας επίλυσης τους. (Βλ. Αυγουστή κ.α. ν. Σπυρίδου Π.Ε. 114/2012 ημερ. 24.4.2018.)»
Με αυτά υπόψη, παραθέτουμε αυτούσιο το ουσιαστικό μέρος της απόφασης του Διευθυντή:
«Η επιτόπια εξέταση έγινε από τον Κτηματολόγο Επιτόπιων Ερευνών - Σ. Νικολαϊδη και το Χωρομέτρη Α. Α. Πιερίδη, στην παρουσία του Α. Μακεδόνα, αντιπροσώπου της αιτήτριας COUNTRY ROSE LTD και του Γ. Μέσσιου αντιπροσώπου της αντιδίκου εταιρείας. Εξακριβώθηκε από τις παρουσίες ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν ειδοποιηθεί νομότυπα. Ο αντιπρόσωπος της αιτήτριας εταιρείας δήλωσε ότι έχει συνοριακή διαφορά με τους αντιδίκους και προσδιόρισε επιτόπου το διαφιλονικούμενο τμήμα. Ο αντιπρόσωπος της αντιδίκου εταιρείας αμφισβήτησε τις θέσεις του και υποστήριξε ότι τα σύνορα των δύο κτημάτων είναι ορθά, όπως κατέχονται επιτόπου. Επειδή διαπιστώθηκε η ύπαρξη συνοριακής διαφοράς, οι αρμόδιοι λειτουργοί προχώρησαν στη διαδικασία της επίλυσης της. Ο εντεταλμένος χωρομέτρης έλαβε υπόψη προηγουμένως χωρομετρικές εργασίες και άλλους σχετικούς φακέλους. Αποτύπωσε επιτόπου καταστάσεις που αποτελούν ή σχετίζονται με σύνορα και συσχέτισε αρμονικά τις καταστάσεις αυτές με το εν χρήσει κτηματικό σχέδιο πάνω στο οποίο βασίζονται οι εγγραφές των εμπλεκομένων ακινήτων. Με βάση την παραπάνω εργασία ο χωρομέτρης κατέληξε και υιοθέτησε σταθερά σημεία ή άλλα χαρακτηριστικά στα οποία βασίστηκε για να καθορίσει τα εγγεγραμμένα σύνορα. Η χωρομετρική εργασία έγινε με τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό. Έγινε με τη χρήση τοπογραφικού οργάνου TOPCON GPS και το σχεδιαστικό πρόγραμμα LISCAD 6.0. Ως αποτέλεσμα της χωρομετρικής εργασίας, τοποθετήθηκαν τα ορόσημα που καθορίζουν τη θέση εγγεγραμμένου κοινού συνόρου των ακινήτων με αριθμούς Τεμαχίων 135 και 136 του Φ/Σχ. 57/14 και ετοιμάστηκε σχεδιάγραμμα που δείχνει τόσο τη διαφιλονικούμενη λωρίδα όσο και τα ακίνητα των διαδίκων με τις απαραίτητες καταμετρήσεις. Η χωρομετρική εργασία που έγινε ελέγχθηκε από τεχνικό και ετοιμάστηκε σχέδιο στην κλίμακα του εν χρήσει κτηματικού σχεδίου σε χαρτί στο οποίο φαίνονται τα σύνορα των τεμαχίων, το διαφιλονικούμενο μέρος και οι επιτόπου καταστάσεις καθώς επίσης και σχεδιάγραμμα και μεταφέρθηκε από την ίδια τεχνικό η χωρομετρική εργασία στο εν χρήσει σχέδιο. Στο σχεδιάγραμμα που ετοιμάστηκε φαίνονται με ψηφία Α, Β και Γ τα προσωρινά ορόσημα της αιτήτριας και των αντιδίκων και με κίτρινο χρώμα φαίνεται το διαφιλονικούμενο μέρος. Αντίγραφο του σχεδιαγράμματος επισυνάπτεται στην παρούσα ως παράρτημα «Α». Στη συνέχεια και αφού επιβεβαιώθηκε ότι έχουν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 58 του Κεφ. 224, εκδόθηκε η απόφαση ημερομηνίας 6.10.2009 η οποία κοινοποιήθηκε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη με συστημένο ταχυδρομείο στις 7.10.2009, στην οποία επισυνάφθηκε σχέδιο και σχεδιάγραμμα όπου σημειωνόταν με κίτρινο χρώμα η διαφιλονικούμενη έκταση η οποία αποτελεί μέρος του ακινήτου με αριθμό Τεμαχίου 136 του Φ/Σχ. 57/14 σε κλίμακα 1:5000 και είναι μέρος της εγγραφής 25907 στο όνομα της COUNTRY ROSE LTD. Τα εγγεγραμμένα εμβαδά των κτημάτων τόσο των Αιτητών / Εφεσειόντων όσο και της Εφεσίβλητης - Καθ' ης η Αίτηση δεν επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο από την απόφαση ημερομηνίας 6.10.2009 διότι τα εγγεγραμμένα σύνορα των ακινήτων παραμένουν αναλλοίωτα.»
Είναι προφανές από το πιο πάνω απόσπασμα ότι η αιτιολογία είναι επαρκής και σαφής αφού περιλαμβάνει τόσο τα πραγματικά γεγονότα όσο και τη νομική βάση επί των οποίων βασίστηκε για να καταλήξει στην τελική του κρίση. Επισημαίνουμε δε, ότι στην παράγραφο 14 της απόφασης του ο Διευθυντής παραπέμπει στο διοικητικό φάκελο για «Περαιτέρω λεπτομέρειες και στοιχεία που πιθανόν να θεωρηθούν αναγκαία . », γεγονός που σημειώνει και η εφεσείουσα στο περίγραμμα αγόρευσης της, ισχυριζόμενη, όμως, ότι οι λεπτομέρειες αυτές και τα στοιχεία θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στην αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, πράγμα το οποίο δεν έγινε. Η θέση αυτή δεν συνάδει με την πάγια αρχή ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, χωρίς την ανάγκη περίληψης τους, βέβαια, στην αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού οργάνου.
Ο τρίτος λόγος έφεσης επίσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου