ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Beogradska Banka D.D. (1995) 1 ΑΑΔ 737
Κούλλουρου Ελένη ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αθηαίνου (2005) 1 ΑΑΔ 987
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.585
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A115
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 71/2016)
(Γενική Αίτηση 509/14)
16 Μαρτίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1979, N.84/79
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME ΤΗΝ ERTASIO HOLDINGS LIMITED, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME ΤΗΝ JOINT-STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ
Εφεσίβλητοι/Αιτητές
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΚΔΟΘΕΙ ΣΤΙΣ 21/04/2014 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 163/2013 ΠΟΥ ΔΙΕΞΗΧΘΗ ΚΑΙ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ.
--------------
Κ.Κληρίδης μαζί με ασκούμενο δικηγόρο κ.Ζ.Σάντη για Φ.Χρ.Κληρίδη & Σ/τες, για τoυς Εφεσείοντες
Χρ.Νικολάου μαζί με Ελ.Χριστοφή (κα) για Π.Παύλου & Σ/τες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους
-------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη Γενική αίτηση αρ.509/14 εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 11.12.2015, με την οποία ενέκρινε την αίτηση των Εφεσιβλήτων-Αιτητών για εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση Διαιτητικής Απόφασης ημερ. 21.4.2014 που εξεδόθη στα πλαίσια της διαδικασίας Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας με αριθμό 163/2013 που διεξήχθη και αποπερατώθηκε από το Διεθνές Εμπορικό Διαιτητικό Δικαστήριο στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μεταξύ των διαδίκων.
To πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε εν εκτάσει, στη δικογραφία της αίτησης και της ένστασης, έκρινε, με βάση τους λόγους και αιτιολογία που παρέθεσε, ως ορθή νομική βάση εξέτασης της αίτησης τον περί της Σύμβαση για την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικού) Νόμου 84/79 (εν τοις εφεξής ο Ν.84/79) και τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο, 101/87. (εν τοις εφεξής ο Ν.101/87).
Καταληκτικά έκρινε πως οι Εφεσίβλητοι ικανοποίησαν όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, αναφέροντας παράλληλα πως οι Εφεσείοντες/καθ΄ων οι αίτηση δεν παρουσίασαν ικανοποιητικούς λόγους για να τεκμηριώσουν την ένσταση τους.
Όπως αναφέρθηκε πρωτοδίκως, προέκυψε από την προσφερθείσα μαρτυρία (και ιδιαίτερα από το περιεχόμενο της Διαιτητικής Απόφασης, Τεκμήριο 1) ότι οι Εφεσίβλητοι, κατά τα προνοούμενα στη Συμφωνία Δανείου, Τεκμήριο 2, απέστειλαν αίτηση στις 14.8.13, για τη διεξαγωγή διαιτητικής διαδικασίας στο Διεθνές Εμπορικό Διαιτητικό Δικαστήριο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΔΕΔΔ) για είσπραξη του επίδικου ποσού, πλέον έξοδα. Το ΔΕΔΔ, ενημέρωσε δεόντως (διά επιστολών και επίδοσης σχετικής έκθεσης απαιτήσεως) τους Εφεσείοντες για την έναρξη της Διαιτητικής Διαδικασίας, καλώντας τους να εμφανιστούν ενώπιον του για να προβάλουν τις θέσεις και ενστάσεις τους. Οι τελευταίοι, παρά το ότι παρέλαβαν εγκαίρως τη σχετική δικογραφία, δεν εμφανίστηκαν και δεν έλαβαν μέρος στη Διαιτητική Διαδικασία. Σημειώνεται ακόμη πως οι Εφεσείοντες απέστειλαν αίτημα προς το ΔΕΔΔ στις 13.12.13, για αναστολή της διαδικασίας και ανάκτηση αποδείξεων. Το αίτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το ΔΕΔΔ, με το τελευταίο να αποφαίνεται πως η μη εμφάνιση των Εφεσειόντων στη Διαιτητική Διαδικασία (έπειτα από προσήκουσα ενημέρωση τους περί διεξαγωγής της), δεν εμπόδιζε την έναρξη της ακρόασης, η οποία έλαβε χώραν στις 28.2.14.
Κρίθηκε πως οι Εφεσίβλητοι ικανοποίησαν όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης-Τεκμήριο 1, δηλαδή:
1. Η Διαιτητική Απόφαση είναι αλλοδαπή εφόσον εκδόθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο.
2. Αφορά «εμπορικό ζήτημα» δηλαδή την μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων από τους Εφεσείοντες οι οποίες πηγάζουν από Σύμβαση Δανείου.
3. Οι Εφεσίβλητοι έχουν επισυνάψει δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο της Διαιτητικής Απόφασης και της Σύμβασης Δανείου όπου περιέχεται η Συμφωνία για παραπομπή σε διαιτησία στον όρο 12(2) αυτής. Συγκεκριμένα όπως φαίνεται από τις επίσημες και πιστοποιημένες μεταφράσεις των πιο πάνω εγγράφων:
(ι) Το δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο της Διαιτητικής Απόφασης:
(α) φέρει τις υπογραφές των 3 Διαιτητών και φέρει την σφραγίδα του ΔΕΔΔ,
(β) πιστοποιείται ως πιστό αντίγραφο από την αναπληρώτρια υπεύθυνη γραμματέα του ΔΕΔΔ και υπάρχει η σφραγίδα του ΔΕΔΔ σε αυτήν την πιστοποίηση,
(γ) περαιτέρω πιστοποιείται ως πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου εγγράφου από συμβολαιογράφο της Μόσχας με την σφραγίδα του ΔΕΔΔ, ο οποίος είναι αρμόδιο πρόσωπο για να πιστοποιήσει δεόντως το αντίγραφο της διαιτητικής απόφασης.
(ιι) Το δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο της Συμφωνίας Δανείου στην οποία περιέχεται η Ρήτρα Διαιτησίας και των Αιτήσεων Αρ.1-6:
(α) πιστοποιούνται από συμβολαιογράφο της Μόσχας ως πιστά αντίγραφα των πρωτοτύπων.
(β) πιστοποιούνται από το ΔΕΔΔ που υπάγεται στο «Chamber of Commerce and Industry of the Russian Federation».
4. Οι Αιτητές έχουν επισυνάψει επίσημη μετάφραση των ως άνω εγγράφων στην ελληνική γλώσσα.
Πολλά από τα εγερθέντα πρωτοδίκως, επανέρχονται στην ΄Εφεση την οποία οι Εφεσείοντες έχουν εγείρει, ως εξής:
1ος Λόγος ΄Εφεσης.
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την Αίτηση για εγγραφή Διαιτητικής Απόφασης θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν ευσταθούν οι λόγοι ένστασης Β,Γ και Δ και συγκεκριμένα ότι δεν υφίσταται παραβίαση της Δημόσιας Πολιτικής και/ή Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή ότι δεν διαφάνηκε ότι τα δάνεια μεταξύ άλλων και του επίδικου ήταν άκυρα και/ή ότι η διαφορά ενέπιπτε στα πλαίσια της Διαιτησίας.
2ος Λόγος Έφεσης.
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την εν λόγω Αίτηση απορρίπτοντας τον Ε΄ λόγο ένστασης και/ή εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι το γεγονός ύπαρξης της Αγωγής αρ. 7537/2014 εναντίον των Εφεσιβλήτων με την οποία αξιώνεται μεταξύ άλλων Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το επίδικο δάνειο έχει εξοφληθεί, ότι τα εμπιστεύματα είναι έγκυρα και δεσμευτικά αποτελούν λόγο μη εγγραφής της διαιτητικής απόφασης αφού αυτό θα ήταν αντίθετο με τη δημόσια πολιτική μέρος της οποίας είναι και ο σεβασμός των εκκρεμουσών διαδικασιών.
3ος Λόγος Έφεσης.
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την εν λόγω Αίτηση απορρίπτοντας τον Η΄ λόγο ένστασης και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι δεν πληρούνται οι λόγοι ένστασης που προβλήθηκαν.
4ος Λόγος Έφεσης.
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον Ζ, Θ και I λόγο ένστασης και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι δεν πληρούνται οι λόγοι ένστασης που προβλήθηκαν.
5ος Λόγος Έφεσης.
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον Κ λόγο ένστασης και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του Διατάγματος.
Όπως είναι διατυπωμένοι οι λόγοι έφεσης θεωρούμε ορθό να ασχοληθούμε πρώτα με τον 4ον λόγο έφεσης ο οποίος θα προσδιορίσει κατά πόσο η αίτηση εξετάστηκε σε ορθό νομικό πλαίσιο, εφόσον, με την επίλυση του λόγου αυτού συναρτώνται και τα υπόλοιπα εγειρόμενα θέματα, τα οποία επίσης συσχετίζονται με το ποίος Νόμος είναι σχετικός και κατ΄ακολουθίαν ποιες προϋποθέσεις έπρεπε να συντελεστούν.
4ος Λόγος ΄Εφεσης - Λόγοι ένστασης που αφορούν την ορθή νομική βάση της Αίτησης.
Οι λόγοι ένστασης που αφορούν το συγκεκριμένο λόγο έφεσης συναρτώνται με το ποία είναι η ορθή νομική βάση που αφορούσε την αίτηση. Με βάση την εισήγηση των Εφεσειόντων στην προκείμενη περίπτωση θα πρέπει να τύχει εφαρμογής ο περί της Συνθήκης για παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου, η οποία έχει κυρωθεί με το Νόμο 172/86. (εν τοις εφεξής ο Ν.172/86). Ως εκ τούτου, ισχυρίζονται περαιτέρω, πως έχουν παραβιαστεί οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου. Επιχειρείται επίσης δικαιοδοτική διασύνδεση του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000 (Ν. 121(I)/2000).
Δεν συμφωνούμε. Οι Νόμοι που τύγχαναν εφαρμογής εν προκειμένω ήσαν ο Ν.84/79, και ο Ν.101/87 και μόνο για συγκεκριμένα διαδικαστικά θέματα ο Ν.121(Ι)/2000. Σαφώς και ο Ν.172/86 δεν αφορούσε «διαιτητικές αποφάσεις» αλλά μόνο «δικαστικές» που δεν είναι η περίπτωση. Ο δε Ν.121(Ι)/2000 δεν παρείχε δικαιοδοτικό πλαίσιο αφού είναι διαδικαστικού περιεχομένου. (Βλ. Υπουργός Δικαιοσύνης v. Καραμπατάκη (2007)1 A.A.Δ. 503).
Ο Ν.84/79 προνοεί ρητά ότι τα μόνα έγγραφα τα οποία ο αιτητής πρέπει να καταχωρίσει, είναι η Διαιτητική Απόφαση, η Συμφωνία για Παραπομπή της Διαφοράς σε Διαιτησία και επικυρωμένες μεταφράσεις αυτών. Ο δε Ν. 101/87 προνοεί ακόμα λιγότερα απαραίτητα έγγραφα για την εγγραφή, εφόσον δεν επιβάλλει την προσκόμιση μεταφράσεων των προαναφερόμενων εγγράφων με την καταχώρηση της αίτησης για εγγραφή (άρθρο 35(2) του Ν. 101/87).
Σε αντίθεση με τη θέση των Εφεσειόντων, οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν καμία υποχρέωση να παρουσιάσουν «πιστοποιητικό εκτελεστότητας» της διαιτητικής απόφασης, ούτε πιστοποιητικό εμπρόθεσμης κλήτευσης της Εφεσείουσας ενώ προκύπτει από τη Διαιτητική Απόφαση ότι το ΔΕΔΔ έκρινε πως οι Εφεσείοντες είχαν ειδοποιηθεί δεόντως (γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται). Ούτε όφειλαν οι Εφεσίβλητοι να παρέχουν στοιχεία για το αν εκκρεμεί μεταξύ των μερών άλλη απόφαση ή διαδικασία για το ίδιο αντικείμενο. Αυτά είναι έγγραφα που απαιτούνται από τις πρόνοιες της Διμερούς Συνθήκης σε περίπτωση έκδοσης Δικαστικής Απόφασης, δηλαδή του Ν.172/86 και οι πρόνοιες αυτές δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση. Ομοίως, όπως ορθά ελέχθη, το έργο του Δικαστηρίου κατά την εξέταση Αίτησης Εγγραφής Διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους Νόμους 84/79 και 101/87 είναι περιορισμένο και οι λόγοι απόρριψης της αιτούμενης εγγραφής προσδιορίζονται σαφώς από τα ΄Αρθρα V του Ν.84/79 και το 36 του Ν.101/87. Σίγουρα δε, το Δικαστήριο δεν δύναται να επανεξετάσει την ουσία της διαφοράς, ειδικά έχοντας υπόψη ότι οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να το πράξουν στη Διαιτησία και δεν το έπραξαν. (Βλ. Κούλλουρου ν. ΣΠΕ Αθηαίνου (2005)1(B) Α.Α.Δ. 987 και Ironhold Estates Ltd ν. Travelworld Vacation Ltd (2010)1(A) Α.Α.Δ. 452).
Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Λόγοι ΄Εφεσης 1 και 2 - Το θέμα της δημόσιας τάξης - η ύπαρξη της αγωγής
΄Εχουμε μελετήσει τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών σε σχέση με την πρωτόδικη κρίση για το θέμα της παραβίασης της δημόσιας τάξης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ευρεία ανάλυση και εις βάθος αιτιολογία θεώρησε πως ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός πως οι Εφεσείοντες για να στηρίξουν τη θέση τους προέβαλαν εκδοχή για εμπλοκή τρίτων προσώπων, για διάφορες επάλληλες συναλλαγές και άλλες διαδικασίες καθώς και ποινικές έρευνες, πάντα με πυρήνα την προβολή της βασικής γραμμής εκ μέρους τους ότι συγκεκριμένα άτομα που κατονομάζονται έδωσαν οδηγίες σε συγκεκριμένη εταιρεία ώστε να ιδρυθούν εταιρείες (μεταξύ των οποίων τους Εφεσείοντες) στην Κύπρο για να λάβουν δάνεια από τους Εφεσίβλητους με σκοπό την αγορά περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό ή εν γένει για αλλότριους σκοπούς. Σε αυτό το πολύπλοκο πλαίσιο εντάσσεται και η παρούσα υπόθεση. Υπό το κράτος αυτό δε των εισηγήσεων διατυπώθηκε η ακυρότητα των επιδίκων συμβάσεων και η παραβίαση της δημοσίας τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι το κυρίως ζητούμενο παραμένει στην ανενέργεια των Εφεσειόντων να λάβουν μέρος στη διαιτητική διαδικασία ευθύς εξ αρχής. Παράλειψη, για την οποία οι Εφεσείοντες δεν έπεισαν. (Βλ. K.S.R. Comercio E Industria de Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. σελ.309, Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100, 115).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντιμετωπίζει το θέμα ως εξής:
«Όταν καλείται το Δικαστήριο να κρίνει εάν η αναγνώριση και εκτέλεση μιας διαιτητικής απόφασης αντίκειται στην ημεδαπή δημόσια τάξη, η έρευνα που διεξάγει είναι περισσότερο εποπτικής υφής και παρόλο που (το Δικαστήριο) ελέγχει το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης, περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση του κατά πόσο η απόφαση είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη δίχως να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση της Joint-Stock Commercial Bank «Bank of Moscow» (Open Joint-Stock Company), Πολ. Αίτ. 151/15, ημ. 23.11.15, ECLI:CY:AD:2015:D776, Αναφορικά με Αίτηση της Beogradska Banka DD (1995) 1 ΑΑΔ 737, 756-760).
Ο όρος δημόσια τάξη, περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία σε μια δεδομένη χρονική περίοδο αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές και άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη (βλ. κατ' αναλογίαν, Χαραλαμπίδης ν Westacre Investments Inc (2008) 1(Β) ΑΑΔ 1217,1221).
Είναι υπό αυτό το φάσμα που θα αποφασιστεί (και εδώ), το αν υφίσταται αντίθεση προς τη δημόσια τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Κένυας ν Βank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG (1999) 1(A) AAΔ.585, 596-597).
Σε τελευταία ανάλυση, για να στοιχειοθετηθεί η ένσταση επί του θέματος της δημόσιας τάξης, τούτη θα πρέπει να άπτεται ζητήματος ευρύτερης και γενικότερης σπουδαιότητας για την έννομη τάξη που αφορά η περίπτωση, με τη σχετική κατηγοριοποίηση να μην περιορίζεται απλώς (ή και καθόλου καμιά φορά), στην αντίληψη των διαδίκων ως προς τη νομική ορθότητα της επίδικης συναλλαγής (ή παραφυάδων της), τοσούτο δε μάλλον όταν το τι επιχειρείται στην πραγματικότητα (από τον καθ' ου η αίτηση) είναι μια εκ βάθρων αναθεώρηση της διαιτητικής απόφασης στο στάδιο της αίτησης για εγγραφή (και όχι στη διαιτητική ακρόαση) και όταν οι καθ' ων η αίτηση (ως είναι εδώ η περίπτωση), φαίνεται να επέλεξαν συνειδητώς να μη συμμετάσχουν στη διαιτητική διαδικασία και να προσφέρουν μαρτυρία προς θεμελίωση των όσων αναφέρουν τώρα μέσω της ένορκης δήλωσης του Μάριου Φιερού (εν σχέσει φερ' ειπείν (και) με τους λόγους ένστασης (Γ) και (Δ)).
Η διαιτητική διαδικασία δεν αποτελεί προστάδιο για την προσφυγή στο Δικαστήριο, αλλά αυτοτελή και ανεξάρτητη διαδικασία με τους δικούς της διαδικαστικούς και αποδεικτικούς κανόνες (βλ. κατ' αναλογίαν, Κούλλουρου ν Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αθηαίνου (2005) 1(Β) ΑΑΔ 987, 992-993).
Η Διαιτητική Απόφαση-Τεκμήριο 1, για τους λόγους που μόλις εξηγήθηκαν (και για κάποιους έτερους που αναπτύσσονται κατωτέρω), ποσώς αντίκειται στη δημόσια τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η πρωτόδικη κρίση. Με βάση το ΄Aρθρο V(2)(b) του Νόμου 84/79, όντως καταγράφεται ως λόγος για τον οποίο «δύναται» να απορριφθεί αίτηση για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, το γεγονός ότι «η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης αντίκειται προς τη δημόσια τάξη της χώρας», δηλαδή εν προκειμένω της Κύπρου.
Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι η επίκληση της δημόσιας τάξης μπορεί να γίνει μόνο σε εξαιρετικές αλλά και ξεκάθαρες υποθέσεις. (Βλ. Fender v. Mildmay [1937]3 All E.R. 402 όπου αναφέρθηκε "The doctrine of public policy should be involved only in clear cases, in which the harm to the public is substantially incontestable ...").
Στην κρινόμενη περίπτωση, μέσα από μια πολύπλευρη σειρά ισχυρισμών, γεγονότων και νομικών θεωρήσεων επιχειρείται να αναχθεί η εκδοχή των Εφεσειόντων σαν θέμα δημοσίας τάξεως. Οποιαδήποτε απόπειρα αναδίπλωσης των ισχυρισμών αυτών αντιμάχεται την καθαρότητα με την οποία έπρεπε να προκύψει το θέμα δημοσίας τάξεως ως προσκρούουσα στην ίδια τη διαιτητική απόφαση και όχι, φυσικά, «σαν μια άλλη εκδοχή», η οποία εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να προωθηθεί ως υπεράσπιση στην ίδια τη διαιτητική διαδικασία. Κάτι που εμφανώς εδώ δεν έγινε (Βλ. Ιronhold Estates Ltd ανωτέρω και Ηenderson v. Henderson [1843]3 Hare 110). Εξάλλου, στην Βeogradska Banka D.D. (1995)1 A.A.Δ. 737, τονίστηκε πως στην εξέταση του αιτήματος της δημόσιας τάξης το Δικαστήριο δεν πρέπει να υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης.
Οποιαδήποτε τέτοια προσέγγιση θα ήταν εξ υπαρχής λανθασμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνοψίζοντας με επάρκεια τις αρχές επί του θέματος, τις εφάρμοσε ορθά και η κρίση του περί μη παραβίασης της αρχής της δημοσίας τάξεως επικυρώνεται. Να σημειώσουμε πως η αυθεντία Soleimany v. Soleimany [1999] Q.B. 785 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, αφού τα περιστατικά της είναι πολύ διαφορετικά, κυρίως στο ότι είναι στη διαιτητική απόφαση που αναγνωρίστηκε η παρανομία της συναλλαγής.
Yπ΄ αυτή την έννοια ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται θνησιγενής και απορρίπτεται.
Με τον 2ο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη την έγερση της αγωγής 7537/14 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον των Εφεσιβλήτων από τους Εφεσείοντες (ομού με αριθμό άλλων εταιρειών) ήταν σφάλμα, συνδέοντας το με θέμα παραβίασης δημοσίας τάξεως, ως εξηγείται στο 2ο λόγο έφεσης. Με την αγωγή αυτή προβάλλεται η βασική θέση των Εφεσειόντων ότι έχουν εξοφλήσει το ποσό του επιδίκου δανείου με μορφή εμπιστευμάτων που επηρεάζει αριθμό εταιρειών. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες δια της αγωγής, επιδίωξαν μεταξύ άλλων να αναγνωρίσει το Δικαστήριο την εγκυρότητα «εγγράφων εμπιστευμάτων» και μεταβιβάσεις μετοχών και ότι δι΄αυτών υπήρξε εξόφληση. Συνεπώς προσβάλλεται η συναφής κρίση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να προχωρήσει και να εγγράψει τη διαιτητική απόφαση, αφού με τον τρόπο αυτό δεν διασφαλίζεται η εκκρεμούσα διαδικασία και δεν διευκρινίστηκε ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία πως η διαιτητική απόφαση έχει εξοφληθεί.
Η απάντηση είναι απλή και στην ουσία αποτελεί επανάληψη της πιο πάνω γενικότερης θεώρησης μας, ότι, εάν έτσι είχαν τα πράγματα, το κατάλληλο forum για να προβάλουν την υπεράσπιση αυτή οι Εφεσείοντες, ήταν η διαδικασία της διαιτητικής απόφασης. Να σημειωθεί ότι η έγερση της αγωγής συνετελέσθη μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης αλλά αφορά ισχυρισμό εξόφλησης πριν την έκδοση της.
Και ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
3ος Λόγος ΄Εφεσης - Η Ρήτρα Διαιτησίας
Με τον 3ο λόγο, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ένστασης Η΄ και έσφαλε όταν αποφάσισε ότι η «διαφορά» η οποία ήταν αντικείμενο της διαιτητικής διαδικασίας ήταν «διαφορά» που μπορούσε να υπαχθεί σε τέτοια διαδικασία. Επρόκειτο απλώς για «απαίτηση για εξόφληση υπολοίπου» και όχι για «διαφορά».
Ούτε ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει. Δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε πως η αξίωση της οφειλής (μάλιστα υπό το κράτος της αμφισβήτησης της) δεν θα ενέπιπτε στην έννοια της διαφοράς των διαδίκων. Εν πάση περιπτώσει η ρήτρα παραπομπής σε διαιτησία δυνάμει του όρου 12(2) της Συμφωνίας δανείου περιέχει και τη λέξη «αξίωση» πέραν της λέξης «διαφορά».
Η διαιτητική διαδικασία ενεργοποιήθηκε λόγω της παράλειψης τήρησης συμβατικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων είναι και η πληρωμή του οφειλόμενου. Συνεπώς η «διαφορά» σαφώς και αφορά τη συμφωνία δανείου και σαφώς αφορά τους διαδίκους.
Το δε Διαιτητικό δικαστήριο επ΄αυτού ανέφερε (βλ. σελ.14 της μετάφρασης του τεκμηρίου 1):
«Με βάση τα ανωτέρω, το σώμα διαιτησίας κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα. Δεδομένου ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις των μερών βρίσκονται σε διαφορετικά, κράτη (Ρωσική Ομοσπονδία και Κύπρος) ενώ η εξεταζόμενη διαφορά προέκυψε από τους όρους, οι οποίοι περιέχουν ρήτρα διαιτησίας που παραπέμπει την παρούσα διαφορά στην δικαιοδοσία του ΔΕΔΔ, σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρο 1 του Νόμου και 1 & 2 των Κανονισμών το ΔΕΔΔ αποδέχεται τη δικαιοδοσία επί της παρούσας διαφοράς».
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Russel "On Arbitration", 24th ed. para 2-101:
«All differences", "all disputes", "all claims". The most comprehensive forms of wording are those which refer to the decision of the arbitral tribunal between the parties on issues expressed by the use of the terms differences, disputes or claims».
Λανθασμένο είναι και το επιχείρημα των εφεσειόντων πως η χρηματική απαίτηση δεν αποκρυσταλλώθηκε και δεν ήταν δεκτική διαιτησίας, αλλά θα έπρεπε να καταχωρηθεί αγωγή στην Κύπρο πρώτα. Ισχύουν αναλογικά αυτά που λέχθηκαν πιο πάνω.
O 3ος λόγος έφεσης ομοίως απορρίπτεται.
Ο 5ος Λόγος ΄Εφεσης
Ο 5ος λόγος αναφέρεται με άκρως γενικό τρόπο ότι η πρωτόδικη απόφαση ήτα λανθασμένη ως προς το σημείο Κ της ένστασης που αναφέρει: «Δεν συντρέχουν προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενο διατάγματος» και παραπέμπει ως αιτιολογία στους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Είναι φανερό ότι ο λόγος αυτός όπως προβάλλεται δεν έχει αυτονομία και δεν μπορεί να τύχει ξέχωρης εξέτασης. Ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.