ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D111
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 372/2014 και 373/2014)
17 Μαρτίου, 2022
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.]
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 372/2014)
Μ. ΜΑΚΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Ενάγων
ΚΑΙ
Α. ΑΥΓΟΥΣΤΗ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος
____________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2014)
Α. ΑΥΓΟΥΣΤΗ,
Εφεσείων/Εναγόμενος
ΚΑΙ
Μ. ΜΑΚΡΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων
Μ. Πανταζή (κα) για Κούσιο, Κορφιώτη, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 372/14 και για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 373/14.
Α. Χατζηϊωάννου για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 372/14 και για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 373/14.
__________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Μ. Μακρίδης (Εφεσείων στην Π.Ε. 372/14) καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 19.12.2007, γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Ο.2, r.1), εναντίον του Α. Αυγουστή (Εφεσείοντα στην Π.Ε. 373/14), με το οποίο αξίωνε αποζημιώσεις για γενικές και ειδικές ζημιές που κατ΄ ισχυρισμόν υπέστη, συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που επεσυνέβη στις 9.10.2006 στη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, στο Στρόβολο. Με την Έκθεση Απαίτησης του, η οποία καταχωρίστηκε στις 29.4.2009, είχε ισχυριστεί πως το τροχαίο δυστύχημα έλαβε χώρα καθ΄ ον χρόνο ο ίδιος επέβαινε επί μοτοσικλέτας η οποία «ήταν σταματημένη στην άκρη του δρόμου». Ήταν η θέση του ότι ο εναγόμενος, ο οποίος οδηγούσε αυτοκίνητο επί της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως, στην προσπάθεια του να προσπεράσει από δεξιά την ακινητοποιημένη μοτοσικλέτα του, κτύπησε σ΄ αυτή, με αποτέλεσμα αυτός να τραυματιστεί σοβαρά και να υποστεί γενικές και ειδικές ζημιές.
Ο εναγόμενος με το δικόγραφο της Υπεράσπισης, το οποίο καταχωρίστηκε στις 4.9.2009, αρνήθηκε ότι υπήρξε αμελής. Ισχυρίστηκε πως το δυστύχημα οφείλετο στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα. Ανάμεσα στις λεπτομέρειες αμελείας του ενάγοντα που παρέθεσε, ήταν πως ο ενάγων «ενώ ήταν σταθμευμένος στην αριστερή πλευρά του δρόμου, εκκίνησε και εισήλθε δεξιότερα ενώ το αυτοκίνητο του ήταν πολύ κοντά», με αποτέλεσμα να επιπέσει και/ή συγκρουσθεί με το αυτοκίνητο που οδηγούσε.
Ο ενάγων στις 24.9.2009 καταχώρισε Απάντηση. Με αυτήν απέρριψε τις λεπτομέρειες αμέλειας που ο εναγόμενος του είχε καταλογίσει με το δικόγραφο της Υπεράσπισης. Απαντώντας όμως στις δικογραφημένες θέσεις του εναγομένου σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα, κατέγραψε και τα ακόλουθα, τα οποία παραθέτουμε αυτολεξεί:
«(α) Ότι είχε αντιληφθεί έγκαιρα το όχημα του Εναγομένου.
(β) Ότι δεν απέκοψε την πορεία του οχήματος του Εναγομένου.
(γ) Ότι ξεκίνησε το όχημα του τηρώντας τους Νόμους και τους Κανονισμούς σχετικά με τη οδική ασφάλεια.
(δ) Ότι ήταν συνεπής και προσεκτικός λαμβάνοντας υπόψη του άλλους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν το δρόμο.
(ε) Ότι ο Εναγόμενος συγκρούστηκε με το όχημα του Ενάγοντος κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων του Εναγομένου.
(στ) Έδειξε ότι θα εκκινήσει και ότι θα εισέλθει στο δρόμο.
(ζ) Ότι οδηγούσε προσεκτικά και λάμβανε όλα τα μέτρα προστασίας και δικής του ασφάλειας.
(η) Ότι η προσοχή του ήταν στραμμένη στο δρόμο και ήτο συνεπής στην οδήγηση του.
(θ) Γενικά οδηγούσε με φροντίδα και προσοχή»
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν και οι δύο διάδικοι. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε γενικές γραμμές τη μαρτυρία που έδωσαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα.
Η θέση του Ενάγοντα ήταν ότι στις 9.10.2006 και περί ώρα 20.15 οδηγούσε μοτοσικλέτα, μεγάλου κυβισμού, επί της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως με κατεύθυνση την Λεωφόρο Τσερίου. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε «στην άκρη του δρόμου, στα αριστερά του δρόμου στο πεζοδρόμιο» για να απαντήσει σε τηλεφώνημα που δέχθηκε στο κινητό του τηλέφωνο. Χωρίς να αφαιρέσει το κράνος του, απάντησε στο τηλεφώνημα, χωρίς να απενεργοποιήσει τη μοτοσικλέτα του ενώ με το δεξί του πόδι «πατούσε τα δεξιά πισινά φρένα για να έχει περισσότερο φως η μοτοσικλέτα για σκοπούς ασφαλείας». Αφού ολοκλήρωσε το τηλεφώνημα, «έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του παντελονιού του δεξιά κοίταξε προς το μέρος της οικίας της κοπέλας του η οποία βρίσκεται στην παράλληλο της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως», και την ίδια στιγμή κτυπήθηκε από όχημα που ερχόταν από πίσω του, δηλαδή από το όχημα xxxx56 που οδηγούσε ο εναγόμενος. Στην παράγραφο 12 της γραπτής του δήλωσης ημερ. 6.12.2013, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, καταγράφονται τα ακόλουθα: «Από όσα μπορώ να γνωρίζω αλλά και από όσα οι δικηγόροι μου με συμβουλεύουν το δυστύχημα αυτό οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια του εναγόμενου ο οποίος με εκτύπησε από πίσω, αφού παρέλειψε να αντιληφθεί ότι ευρισκόμουν μπροστά του με σταματημένη τη μοτοσικλέτα μου στην άκρη του δρόμου». Αντεξεταζόμενος, επέμενε ότι κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εναγομένου ενόσω η μοτοσικλέτα του ήταν «σταματημένη αριστερά του δρόμου στο πεζοδρόμιο», και χωρίς να κάνει κίνηση για να εισέλθει στο δρόμο.
Η θέση του Εναγομένου ήταν ότι κατά την πιο πάνω ημερομηνία και ώρα, οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής xxxx56 επί της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως, στο Στρόβολο, με ταχύτητα γύρω στα 30-40 ΧΑΩ. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, όπου υπήρχε στάση λεωφορείων, πρόσεξε μια μοτοσικλέτα με τον οδηγό της, η οποία ήταν ακινητοποιημένη στην αριστερή μεριά του δρόμου, σε απόσταση περίπου 10 μέτρων. Ο ίδιος κινήθηκε προς τα δεξιά «για να περάσει δίπλα από τη μοτοσικλέτα». Όταν ήταν έτοιμος να περάσει από δίπλα της, η μοτοσικλέτα ξεκίνησε και οδηγήθηκε «με κλίση δεξιά και του κτύπησε στο αριστερό μπροστινό μέρος». Αντεξεταζόμενος, αρνήθηκε την υποβολή ότι ο ενάγων κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του «ενόσω ήταν σταθμευμένος στην αριστερή άκρη του δρόμου».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, απέρριψε τη θέση του ενάγοντα ότι η σύγκρουση έγινε καθ΄ ον χρόνο η μοτοσικλέτα του ήταν ακινητοποιημένη και έκανε δεκτή τη θέση του εναγόμενου ότι και τα δύο οχήματα κατά το χρόνο της σύγκρουσης ήταν εν κινήσει. Καταλόγισε 50% ευθύνη στον ενάγοντα και 50% ευθύνη στον εναγόμενο. Στη βάση του πιο πάνω ποσοστού ευθύνης, εξέδωσε προς όφελος του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου απόφαση για το ποσό των €30.000 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον τόκο, για το ποσό των €10.000 ως μελλοντική απώλεια εισοδήματος, και για το ποσό των €10.810 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκο. Να σημειώσουμε ότι οι ειδικές ζημιές είχαν συμφωνηθεί. Τέλος, καταδίκασε τον εναγόμενο στα έξοδα της Αγωγής, στην κλίμακα του ποσού για το οποίο εξεδόθη απόφαση.
Ούτε ο ενάγων ούτε ο εναγόμενος έμειναν ικανοποιημένοι από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και οι δύο καταχώρισαν εφέσεις.
Ο μεν ενάγων καταχώρισε την Π.Ε. 372/14, όπου με 4 λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τους δύο πρώτους λόγους αναφέρει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ιατρική μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του με αποτέλεσμα να επιδικάσει προς όφελος του «έκδηλα χαμηλές γενικές αποζημιώσεις και έκδηλα χαμηλές μελλοντικές απολαβές». Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του Δικαστηρίου «ότι η μοτοσικλέτα του ενάγοντος είχε αρχίσει να διακινείται με κλίση προς τα δεξιά του δρόμου, όταν έγινε η σύγκρουση». Θεωρεί ο ενάγων, ότι αυτό το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυθαίρετο και δεν υποστηρίζεται από την πραγματική μαρτυρία. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην αποδοχή της μαρτυρίας του εναγομένου, η οποία κατά τον ενάγοντα ήταν «γεμάτη αντιφάσεις».
Ο δε εναγόμενος καταχώρισε την Π.Ε. 373/14 όπου με τρεις λόγους έφεσης ουσιαστικά αναφέρει ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε, βρήκε ότι αυτός είχε αμέλεια. Όπως αναφέρει στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, ουδείς λογικός οδηγός θα μπορούσε να είχε προβλέψει πως ενόσω ο ενάγων επέβαινε επί ακινητοποιημένης μοτοσικλέτας, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, θα εισερχόταν ξαφνικά στο δρόμο και στην πορεία του αυτοκινήτου του, ενόσω αυτό οδηγείτο πολύ πλησίον. Μια τέτοια ενέργεια, ανέφερε, ήταν ακραία πιθανότητα.
Καθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, πως ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν δύο αντικρουόμενες εκδοχές σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η σύγκρουση των δύο μηχανοκίνητων οχημάτων. Ως γνωστό, σε τέτοιες περιπτώσεις η σημασία της αδιαμφισβήτητης πραγματικής μαρτυρίας είναι μεγάλη (Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1 ΑΑΔ, 213). Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέφυγε στην αδιαμφισβήτητη πραγματική μαρτυρία, για να καταλήξει ότι αυτή δεν υποστήριζε τη θέση του ενάγοντα σε σχέση με την αιτία πρόκλησης της σύγκρουσης. Ως ανέφερε, η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος, Μ.Ε. 1, κατέδειξε ότι το αυτοκίνητο υπέστη ζημιές στο αριστερό μπροστινό φτερό και αριστερό καθρεφτάκι, και η μοτοσικλέτα στο δεξιό οπίσθιο εξώστ, στα πλαστικά δεξιά και στο δεξιό καθρεφτάκι. Όπως σημειώνει «. από τις ζημιές των οχημάτων συνάγεται ότι η σύγκρουση δεν επεσυνέβη στο πίσω μέρος της μοτοσικλέτας, ως θα ήταν λογικό αν ήταν ορθή η εκδοχή του ενάγοντος ότι η μοτοσικλέτα ήταν σταματημένη και το όχημα του εναγόμενου επέπεσε επ΄ αυτής. Από τις ζημιές των οχημάτων προβάλλει ότι η μοτοσικλέτα του ενάγοντος συγκρούσθηκε με τη δεξιά της πλευρά στο αριστερό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εναγόμενος, γεγονός που βάσει της κοινής λογικής σε συνάρτηση με τη θέση του σημείου σύγκρουσης δείχνει ότι, όταν έγινε η σύγκρουση η μοτοσικλέτα είχε αρχίσει να διακινείται με κλίση προς τα δεξιά στο δρόμο». Ακόμη, το σημείο σύγκρουσης, με το οποίο συμφώνησε τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος, απείχε 1.40 μέτρα από το πεζοδρόμιο. Για το θέμα αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι «. ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η μοτοσικλέτα ήταν σταματημένη και ο ίδιος μάλιστα πατούσε με το αριστερό πόδι του στο πεζοδρόμιο κατά τη στιγμή που το όχημα που οδηγούσε ο εναγόμενος επέπεσε επί της μοτοσικλέτας, κρίνεται αναληθής, δεδομένου ότι ως θέμα κοινής λογικής δεν είναι δυνατό να πατά στο πεζοδρόμιο ο ενάγων με το αριστερό του πόδι καθήμενος στη μοτοσικλέτα και η σύγκρουση να γίνει εντός του δρόμου σε απόσταση 1.40 μέτρα από το πεζοδρόμιο». Για να καταλήξει ότι «η εμμονή του στη θέση ότι η μοτοσικλέτα ήταν σταματημένη όταν έγινε η σύγκρουση κρίνεται ως προσπάθεια αποφυγής οποιασδήποτε ευθύνης για το ατύχημα δεδομένου ότι τέτοια θέση δεν υποστηρίζεται από την αναντίλεκτη πραγματική μαρτυρία».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει, ως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εναγομένου, ότι υπήρχε «διάσταση των ισχυρισμών που προέβαλε ο ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης του αφενός και στην Απάντηση του στην Υπεράσπιση αφετέρου», σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η σύγκρουση των δύο μηχανοκινήτων οχημάτων. Έχουμε ήδη κάνει αναφορά στο περιεχόμενο της Απάντησης. Ωστόσο, δεν ήταν γι΄ αυτόν τον λόγο που απέρριψε τη μαρτυρία του ενάγοντα, και συνεπώς δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Η μαρτυρία του εναγομένου αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η σύγκρουση, με δεδομένο ότι αυτή υποστηριζόταν από την αδιαμφισβήτητη πραγματική μαρτυρία, έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Όσον αφορά στο μέρος της μαρτυρίας του ότι δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο τα φώτα στο οπίσθιο μέρος της μοτοσικλέτας ήταν αναμμένα, όταν αντιλήφθηκε ακινητοποιημένη τη μοτοσικλέτα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, σημείωσε, και συμφωνούμε, πως αυτό δεν είχε σημασία αφού υπήρχε ικανοποιητικός φωτισμός κατά τον επίδικο χρόνο και η ορατότητα ήταν απρόσκοπτη. Άλλωστε ουδέποτε ήταν η θέση του εναγόμενου ότι δεν αντιλήφθηκε τη μοτοσικλέτα λόγω μη επαρκούς φωτισμού. Τουναντίον, η θέση του ήταν ότι την αντιλήφθηκε, και ο ίδιος κινήθηκε προς τα δεξιά «. για να περάσει από δίπλα της. Ενώ ήταν έτοιμος να περάσει από δίπλα της η μοτοσικλέτα ξεκίνησε με κλίση δεξιά και κτύπησε στο αριστερό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου».
Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών, βαραίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία, υπό το φως και της πραγματικής μαρτυρίας, που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας (Α.Ι. Καρπασίτης & Υιοί Λτδ κ.α. ν. Καραφωκά κ.α. (1999) 1(Γ) ΑΑΔ, 1980, 1988).
Στη βάση της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας, στην οποία είχε προβεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογημένα βρήκε ότι «. στις 9.10.2006 και περί ώρα 20.15 ενόσω ο ενάγων οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του, με αρ. εγγραφής xxxx66, επί της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως με κατεύθυνση από τη Λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού προς τη Λεωφόρο Τσερίου, σταμάτησε τη μοτοσικλέτα σε σημείο του δρόμου στα αριστερά της πορείας του, παρά τη στάση λεωφορείου, για να μιλήσει στο κινητό του τηλέφωνο. Όταν τέλειωσε τη συνομιλία του ο ενάγων άρχισε να εισέρχεται στο δρόμο με κλίση προς τα δεξιά, όπου διακινείτο το όχημα που οδηγούσε ο εναγόμενος με αρ. εγγραφής xxxx56, με αποτέλεσμα η μοτοσικλέτα του ενάγοντος με τη δεξιά της πλευρά να προσκρούσει στο αριστερό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του εναγόμενου και ο ενάγων να τραυματιστεί πέφτοντας στο έδαφος στα δεξιά της μοτοσικλέτας».
Συνάγεται από τα πιο πάνω ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρόλο που δεν καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, πως το δυστύχημα προκλήθηκε συνεπεία της αμέλειας του ενάγοντα αφού αυτός οδήγησε τη μοτοσικλέτα του από την αριστερή πλευρά της λεωφόρου με κλίση προς τα δεξιά, όπου ο εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο του, χωρίς να βεβαιωθεί ότι κάτι τέτοιο ήταν ασφαλές για τον ίδιο και χωρίς να αντιληφθεί, ενώ είχε αυτή τη δυνατότητα, το αυτοκίνητο του εναγομένου. Να επαναλάβουμε πως ο ενάγων για να καταλογίσει ευθύνη στον εναγόμενο είχε ισχυριστεί, καταθέτοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο εναγόμενος επέπεσε επί της μοτοσικλέτας του καθ΄ ον χρόνο αυτή «ήτο σταματημένη στην άκρη του δρόμου», και ότι ο εναγόμενος «τον κτύπησε από πίσω, αφού παρέλειψε να αντιληφθεί ότι βρισκόταν μπροστά του». Η μαρτυρία του όμως αυτή, ως ελέχθη, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του ενάγοντα, στην προσπάθεια της να μας πείσει ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε ευθύνη στον ενάγοντα, μας παρέπεμψε και στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Μπίλλη (1998) 1(Α) ΑΑΔ, 164. Με κάθε σεβασμό, η εν λόγω υπόθεση δεν υποστηρίζει τις θέσεις του ενάγοντα. Εκεί ο Εφεσείων, οδηγός αυτοκινήτου, πριν αρχίσει να διασταυρώνει, δεν αντιλήφθηκε τον Εφεσίβλητο, οδηγό μοτοσικλέτας, ενώ μπορούσε. Περαιτέρω δεν σταμάτησε σε ΑΛΤ, ως είχε υποχρέωση. Οι πιο πάνω παραλείψεις του Εφεσείοντα ήταν αυτές που προκάλεσαν τη σύγκρουση. Είναι στη βάση αυτών των παραλείψεων που το Εφετείο σημείωσε ότι: «Το γεγονός ότι ο Εφεσείων προτού εισέλθει στη διασταύρωση δεν αντελήφθηκε την παρουσία του Εφεσίβλητου στο δρόμο μολονότι είχε ελεύθερο πεδίο ορατότητας, υποδηλώνει παράλειψη επίδειξης της προσοχής που επιβάλλει το καθήκον επιμέλειας του οδηγού. Παράλειψη εκπλήρωσης αυτού του καθήκοντος συνιστά αμέλεια», απόσπασμα στο οποίο παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος. Εδώ, ο εναγόμενος οδηγώντας το αυτοκίνητο του επί της λεωφόρου, ουδέποτε δημιούργησε κατάσταση απόφραξης του δρόμου του ενάγοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι είχε αμέλεια και ο εναγόμενος με το ακόλουθο σκεπτικό: «. Ούτε και φαίνεται να είχε αντιληφθεί εγκαίρως ότι η μοτοσικλέτα άρχισε να διακινείται προς το δρόμο ώστε να λάβει τα δέοντα μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης στην προσπάθεια του να την προσπεράσει είτε μειώνοντας την ταχύτητα του είτε προβαίνοντας σε οποιοδήποτε ελιγμό ενόψει του πλάτους της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία διακινείτο ή σε άλλη ενέργεια για να διασφαλίσει την ασφαλή πορεία του στο δρόμο».
Ο εναγόμενος είδε για πρώτη φορά την ακινητοποιημένη μοτοσικλέτα σε απόσταση περίπου 10 μέτρων. Όταν την είδε για πρώτη φορά, ο μοτοσικλετιστής δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία απεκάλυπτε ότι αυτός θα ξεκινούσε και θα εισερχόταν εντός της λεωφόρου. Όταν ο εναγόμενος ήταν έτοιμος να περάσει δίπλα από τη μοτοσικλέτα, τότε είναι που ο ενάγων «. ξεκίνησε με κλίση δεξιά και κτύπησε στο αριστερό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου». Συνάγεται από τα πιο πάνω, πως όταν ο ενάγων κινήθηκε προς τη λεωφόρο, πολύ μικρή απόσταση τον χώριζε από το όχημα του εναγόμενου το οποίο οδηγείτο νομίμως και κανονικώς επί της λεωφόρου.
Ως γνωστό, το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών (Νικολαΐδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1(Α) ΑΑΔ, 422, 428, Ουλούπη ν. Χρίστου κ.α. (1999) 1(Γ) ΑΑΔ, 1508 και Χρίστου ν. Χρίστου κ.α. (2015) 1(Β) ΑΑΔ, 1536). Εδώ, επρόκειτο για ξαφνική και απρόσμενη ενέργεια του ενάγοντα χωρίς να υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης εκ μέρους του εναγομένου, ο οποίος οδηγούσε επί της λεωφόρου κανονικά στην πορεία του και με εύλογη υπό τις περιστάσεις ταχύτητα (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Κατσιαρδή (2007) 1(Β) ΑΑΔ, 1178). Η σύγκρουση έγινε στη δική του πορεία κυκλοφορίας, με τον ενάγοντα να κτυπά επί του αυτοκινήτου του εναγομένου. Δεν συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κάτω από αυτή την αιφνίδια κατάσταση, στην οποία βρέθηκε ο εναγόμενος, συνιστά αμέλεια η παράλειψη του να ελαττώσει την ήδη χαμηλή ταχύτητα του ή να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή ελιγμό. Ούτε συνιστά αμέλεια η παράλειψη του εναγομένου να αντιληφθεί τη μοτοσικλέτα από μεγαλύτερη απόσταση, καθ΄ ον χρόνο αυτή ήταν ακινητοποιημένη, ως η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του ενάγοντα. Και τούτο, γιατί η παρουσία της ακινητοποιημένης μοτοσικλέτας στην άκρη της λεωφόρου, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν απεκάλυπτε οποιοδήποτε προβλεπτό κίνδυνο (Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1 ΑΑΔ, 271, 274). Εν κατακλείδι, δεν διαπιστώνουμε ότι ο εναγόμενος μπορούσε να είχε κάνει οτιδήποτε για να αποφύγει το δυστύχημα (Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 ΑΑΔ, 815).
Η Π.Ε. 373/14 είναι βάσιμη και επιτυγχάνει αφού το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αμέλεια είχε και ο εναγόμενος, είναι εσφαλμένο. Η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 30.10.2014 παραμερίζεται. Η Αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου και εναντίον του ενάγοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Στην Π.Ε. 373/14 επιδικάζονται προς όφελος του επιτυχόντα Εφεσείοντα/Εναγομένου και εναντίον του αποτυχόντα Εφεσίβλητου/Ενάγοντα τα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, οι λόγοι έφεσης στην Π.Ε. 372/14 που αφορούν στην ανεπάρκεια των επιδικασθεισών προς όφελος του ενάγοντα αποζημιώσεων, δεν χρειάζεται να εξεταστούν. Η Π.Ε. 372/14 απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.