ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE HJICOSTAS (1984) 1 CLR 513
Καύκαρκου ν. Χαπούπη (1992) 1 ΑΑΔ 260
Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ. ν. Κώστα Γεωργίου (2003) 1 ΑΑΔ 980
Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ. ν. Παύλου Παπαχριστοδούλου (2006) 1 ΑΑΔ 625
Αντέννα Λτδ ν. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου (2010) 1 ΑΑΔ 392
Μιχαήλ Μιχάλης ν. Nakis Theocharides & Son Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 1710, ECLI:CY:AD:2016:A344
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A107
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 307/14)
16 Μαρτίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ERMES DEPARTMENT STORES PLC,
Εφεσειόντων,
v.
XXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
......
Ε. Αρότη (κα), για Σπύρος Αρότης-Έλενα Αρότη & Συνεργάτες, για Εφεσείοντες.
Ζ. Νικολάου, για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητη.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («η Πρωτόδικη Απόφαση») - στην Υπόθεση/Αίτηση Αρ. 198/09 με ημερομηνία καταχώρισης την 1.6.09 («η Αίτηση») - διά της οποίας επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση υπέρ της Αιτήτριας («η Εφεσίβλητη») και εναντίον των εργοδοτών-Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες»).
Η Εφεσίβλητη προσλήφθηκε στην υπηρεσία των Εφεσειόντων την 2.4.98 ως πωλήτρια στο κατάστημα Debenhams Olympia στην Λεμεσό.
Αναλόγως των εργασιακών αναγκών, εκτελούσε και χρέη ταμία.
Την 15.4.09 η Εφεσίβλητη τέθηκε σε διαθεσιμότητα (υποχρεωτική άδεια) λόγω έναρξης ερευνών εναντίον της από τους Εφεσείοντες, για «. παραπτώματα και παραβιάσεις που έγιναν στο κατάστημα όπου εργάζεστε.» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι άλλες στο κείμενο).
Την 23.4.09 οι Εφεσείοντες την απέλυσαν διά επιστολής ίδιας ημερομηνίας.
Ο άμεσος τερματισμός οφειλόταν «. σε σοβαρή παράβαση εσωτερικών κανονισμών της Εταιρείας.», με τις παραβάσεις τούτες να διαπράττονται «. κατά επανάληψη.».
Κατά την εκδοχή των Εφεσειόντων - την οποία αμφισβήτησε η Εφεσίβλητη- η Εφεσίβλητη ενεργούσε ταυτοχρόνως ως πελάτης και ταμίας στην εκτέλεση της εργασίας της αν και η ενέργεια αυτή απαγορευόταν ρητώς από τους εσωτερικούς κανονισμούς των Εφεσειόντων (τους οποίους ήξερε η Εφεσίβλητη).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι απέρριψε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης, αποδέχθηκε την Αίτηση αφού έκρινε πως οι Εφεσείοντες δεν ενήργησαν ως συνετοί λογικοί εργοδότες και ότι «. η απόλυση της Αιτήτριας στις 23/4/2009 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νόμιμη και δικαιολογημένη εντός των πλαισίων του Νόμου και της νομολογίας.», και πως τούτοι «. απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που τους βάρυνε να αποδείξουν ότι τερμάτισαν νόμιμα την εργοδότηση της Αιτήτριας εντός των πλαισίων του Νόμου.», έχοντας υποχρέωση πλέον να «. καταβάλουν αποζημίωση στην Αιτήτρια σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου».
Οι Εφεσείοντες εκκαλούν την Πρωτόδικη Απόφαση με έξι λόγους έφεσης (και δη τους λόγους έφεσης 2-7), έχοντας αποσύρει στο στάδιο της προδικασίας τον λόγο έφεσης 1.
Σε πρώτο στάδιο, θα περιοριστούμε σε συγκεφαλαίωση των λόγων έφεσης, για να δώσουμε, αδρομερώς, το στίγμα των εναντιώσεων των Εφεσειόντων προς την Πρωτόδικη Απόφαση.
Αυτό, θα συντείνει στην καλύτερη κατανόηση των όσων έπονται.
Με τον λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες λέγουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν παρουσίασαν επαρκή και πειστική μαρτυρία που να δείχνει πως εκτός από τον εντοπισμό συγκεκριμένων τεκμήριων, δεν έκαναν άλλες έρευνες προκειμένου να διακριβώσουν υπό ποιες συνθήκες έγιναν οι πράξεις που απεικονίζονται στα τεκμήρια αυτά. Παρομοίως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς θεώρησε πως οι Εφεσείοντες δεν κατέδειξαν θετικώς πως, πριν την απολύσουν γνωστοποίησαν στην Εφεσίβλητη λεπτομερώς τα αποδιδόμενα παραπτώματα και τα συγκεκριμένα στοιχεία που δικαιολογούσαν την κατάγνωση ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τις δικές της θέσεις (λόγος έφεσης 3). Περαιτέρω, λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε θέμα για το ότι δεν δόθηκε μαρτυρία «. η οποία να δεικνύει ότι κατά τις ημερομηνίες και ώρες που, κατά το τεκμήριο 5, έγιναν συναλλαγές με την κύρια κάρτα NKS της Αιτήτριας σε ώρες που εμπίπτουν εντός του ωραρίου εργασίας της η Αιτήτρια εργαζόταν κανονικά και δεν απουσίαζε από την εργασία της είτε με άδεια αναπαύσεως είτε με off/διάλειμμα» (λόγος έφεσης 4). Προσθέτως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μετάβαση της Εφεσίβλητης «. στο κατάστημα κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας της, εν αγνοία του τότε διευθυντή Α. Κωνσταντίνου, στην προσπάθεια της 'να βρει στοιχεία για το παράπτωμα που της αποδιδόταν', ως γεγονός που τείνει να καταδείξει ότι στις 15/04/2009 οι Καθ' ων η Αίτηση δεν έδωσαν οποιαδήποτε στοιχεία στην Αιτήτρια σε σχέση με το παράπτωμα που της αποδιδόταν.» (λόγος έφεσης 5). Επιπλέον, λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπήρχε ανάγκη παρουσίασης αποδείξεων για τερματισμό υπηρεσιών άλλων υπαλλήλων των Εφεσειόντων πριν από το 2009 λόγω «. παραβίασης του Κανονισμού.», και ότι έτσι «. δημιουργήθηκαν αμφιβολίες σε σχέση με το αξιόπιστο των θέσεων των μαρτύρων των Καθ' ων η Αίτηση ότι πριν από την απόλυση της Αιτήτριας είχαν εντοπιστεί παραβιάσεις του Κανονισμού και ότι είχαν γίνει έντονες παραστάσεις στο προσωπικό στο οποίο επισημαίνετο και το θέμα των απολύσεων και ότι υπήρξαν απολύσεις .» (λόγος έφεσης 6). Τέλος, με τον λόγο έφεσης 7, οι Εφεσείοντες υποβάλλουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα διατυπώνοντας απορία «. πώς γίνεται να μην εντοπισθούν πριν τις 13/04/2009 η κατ' ισχυρισμό παραβάσεις της Αιτήτριας που έλαβαν χώρα το 2008 και το 2009.», αφού από «. τις αρχές του 2008 οι Καθ' ων η Αίτηση μπορούσαν να εντοπίσουν τις παραβιάσεις του Κανονισμού.» (λόγος έφεσης 7).
Διεξήλθαμε με τη δέουσα προσοχή τις αγορεύσεις των μερών.
Αποτιμήσαμε προσέτι καθετί που μας τέθηκε.
Ασχέτως αν η προβληματική που ακολουθεί μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αντιμετωπιστεί στην προδικασία (όπως έγινε σε σχέση προς τον αποσυρθέντα λόγο έφεσης 1), θα ασχοληθούμε πρώτα - και αυτό επειδή το ζήτημα ενέχει κρισιμότητα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει και σε απόρριψη της έφεσης ή μέρος αυτής - με τη θέση της Εφεσίβλητης ότι οι λόγοι έφεσης έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την αμφισβήτηση των ευρημάτων αξιολόγησης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με παρεπόμενο οι Εφεσείοντες να μην προβάλλουν, κατ' ουσίαν, ως λόγους έφεσης «. νομικά σημεία, όπως επιβάλλει η νομοθεσία επί αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, αλλά σημεία που έχουν να κάνει με την αξιολόγηση και αποδεκτότητα των μαρτυριών από το Δικαστήριο».
Συγκλίνουμε με την τοποθέτηση της Εφεσίβλητης.
Αυτό, μετά που μελετήσαμε όλο το φάσμα απόψεων των μερών.
Όντως λοιπόν - με κατά νουν και τις εν προκειμένω αφορώσες προβλέψεις στο Άρθρο 12(11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67 - πλείστα όσα προσβάλλονται με τους λόγους έφεσης άπτονται ζητημάτων ουσιώδους αξιολόγησης μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα οποία δεν συγκροτούν νομικά σημεία ώστε να υπόκεινται κατ' αρχήν σε έφεση, ή να απαρτίζουν, αποδεκτώς, αφετηρία για εφετειακή επέμβαση προς ανατροπή των ευρημάτων που προέκυψαν.
Για τούτη την περί αρχών πτυχή, αποφανθήκαμε στην Terra Santa College v. Παπαπαρασκευά και Άλλου, Π.Ε. 93/13, ημ. 21.12.20 - και μετέπειτα στην Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυριάδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430 και υστερότερα στην Kallinika Developing Limited v. Γεωργίου και Άλλης, Π.Ε. 383/14, ημ. 12.10.21, ECLI:CY:AD:2021:A451 - υπογραμμίζοντας τα εξής:
«.......................................
Πράγματι, ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος έφεσης, άπτεται της αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δίχως να προκύπτει κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ένταξη του λόγου αυτού ως νομικού σημείου κατά τις επιταγές του άρθρου 12 (11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67, έτσι ώστε, δεόντως πλέον, να θεωρηθεί το παράπονο των Εφεσειόντων ως επιτρεπτή αφετηρία αναθεώρησης και ανατροπής των επίδικων ευρημάτων (Παυλίδης ν Depfa Bank Public Limited Company και Άλλων, ΠΕ 198/14, ημ. 18.11.20, ECLI:CY:AD:2020:A391, Αντέννα Λτδ ν Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) ΑΑΔ 392).
Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (.).
....................................».
Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας εξονυχίσει τον καθένα λόγο έφεσης ξεχωριστά εξακριβώνουμε, με σεβασμό προς τους συνηγόρους των Εφεσειόντων, ότι όλοι οι λόγοι έφεσης αφορούν, κατ' ουσίαν, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτι που αναδύεται με διαύγεια και από το περιεχόμενο της αντίστοιχης αιτιολογίας που παρέχεται στο εφετήριο για τον καθένα από τους υπό αναφοράν λόγους έφεσης.
Επιπροσθέτως, ό,τι διακρίναμε εξ απόψεως μεθοδολογίας των Εφεσειόντων, είναι ότι τούτοι επέλεξαν να παρουσιάσουν πτυχές της Πρωτόδικης Απόφασης ως συμπεράσματα που αντιτίθενται ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που δόθηκε και αξιολογήθηκε πρωτοδίκως, σε μια, πιθανώς, προσπάθεια ένταξης των πτυχών αυτών στις πλατύτερες ορολογικές παραμέτρους του όρου νομικό σημείο ώστε να τις καταστήσουν εν τίνι τρόπω εφέσιμες (βλ. Μιχαήλ ν. Nakis Theocharides & Son Ltd, Π.Ε. 296/10, ημ. 8.7.16, ECLI:CY:AD:2016:A344).
Πέραν της γενικής αυτής διαπίστωσης - και χωρίς ποσώς να υποβιβάζουμε τη δυναμική της - αν ήταν να αναδείξουμε κάποιες επιμέρους εκφάνσεις των υπό αναφορά λόγων έφεσης, θα τονίζαμε τη λεπτομέρεια και μόχθο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να πραγματευθεί διεξοδικώς τη μαρτυρία όπως και το ότι κάποιες τοποθετήσεις των Εφεσειόντων για τη μαρτυριακή αξιολόγηση δεν αντανακλούν τη δικονομική και αποδεικτική πραγματικότητα.
Προς τούτο, παραθέτουμε ενδεικτικώς κάποια παραδείγματα.
Οι Εφεσείοντες διατείνονται - κατά το περιεχόμενο της αιτιολογίας (α) τού λόγου έφεσης 2 - ότι, επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη μαρτυρία την «. τυποποιημένη αναφορά εξαίρεσης (exception report) (τεκμήριο 4) του λογισμικού συστήματος των Καθ' ων η Αίτηση που εντόπισε το Τμήμα Operations των Καθ' ων η Αίτηση κατά τη διενέργεια σχετικών ελέγχων τον Απρίλιο του 2009 φαίνεται ότι η Αιτήτρια κατά την περίοδο 01/01/08 - 31/03/09 σε 11 διαφορετικές ημερομηνίες διενήργησε ταμειακές πράξεις για συναλλαγές (αγορές) της κόρης της, παρατηρούμε ότι στην εν λόγω αναφορά αναφέρεται ότι ο υπάλληλος με τον αριθμό ταυτότητας . στο κατάστημα Debenhams Olympia διενήργησε ταμειακή πράξη για πελάτη που χρησιμοποίησε την κάρτα NΚS με αριθμό . που ανήκει στο member Number ... », δεν μπορούσε, έχοντας δεχθεί το αρχείο ως μαρτυρία - τονίζοντας κιόλας, ως επιχειρηματολογούν οι Εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσης τους, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο πείσθηκε «. πως η Αιτήτρια διενήργησε τις ταμειακές πράξεις που συνιστούσαν παραβίαση του Κανονισμού .» - να απαιτεί κατοπινά «. περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία χωρίς να το βασίζει κάπου αυτό».
Δεν έχουν δίκαιο οι Εφεσείοντες.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν περιέπεσε σε σφάλματα αρχής.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και την έγγραφη μαρτυρία (όπως για παράδειγμα τα αρχεία/ Τεκμήρια 4 και 5), θεωρώντας την - και πολύ σωστά - ως μέρος του μαρτυρικού υλικού, και ως τέτοια, υποκείμενη σε προσήκουσα αξιολόγηση (βλ. Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυριάδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430, Καύκαρκου ν Χαπούπη (1992) 1(Α) ΑΑΔ 260, 262-263).
Την οποία, αξιολόγηση, έκανε.
Δεν παρίσταται ανάγκη να εντρυφήσουμε περισσότερο στο θέμα.
Προχωρούμε στα άλλα.
Εξ αφορμής της αιτιολογίας (γ) τού λόγου έφεσης 2 και της αιτιολογίας (β) τού λόγου έφεσης 3, η συνήγορος των Εφεσειόντων επιχειρηματολόγησε πως παρότι «. μαρτυρία του xxx Τενεδιού δεν αμφισβητείται από το Δικαστήριο στην απόφαση του .» - εν σχέσει προς το γεγονός ότι, κατά την εν λόγω μαρτυρία, η Εφεσίβλητη σε ερώτηση τού τότε Διευθυντή του καταστήματος xxx Κωνσταντίνου «κατά πόσο γνώριζε ότι ήταν παραβίαση του Κανονισμού να είναι Ταμίας και πελάτης συγχρόνως χρησιμοποιώντας την κάρτα NKS, όπως επίσης και να χρησιμοποιεί την κάρτα NKS κατά την ώρα εργασίας της.», αυτή «.. απάντησε θετικά» - το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε το αφορών ηλεκτρονικό αρχείο των Εφεσειόντων ως αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία. Με άλλα λόγια, παραπονούνται οι Εφεσείοντες ότι «. ενώ το ίδιο το Δικαστήριο αποδέχεται το αρχείο αυτό, σε κατοπινό στάδιο έρχεται και απαιτεί περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να το βασίζει κάπου αυτό..» και πως κατ' ακολουθίαν «. η ίδια Δικαστής ήλθε σε αντίφαση με τη δική της απόφαση, μέσα στη δική της απόφαση».
Δεν έχουν έτσι τα πράγματα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εμπεριστατωμένα και εντός του πλαισίου των εξουσιών του τη μαρτυρία Τενεδιού απορρίπτοντας το περιεχόμενο της αναφορικώς προς τα συζητούμενα, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του για να καταλήξει σε ευρήματα «. σε σχέση με το τι ακριβώς γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια πριν την απόλυση της και για ποιο λόγο η Αιτήτρια προέβαλε τον εν λόγω ισχυρισμό».
Διόλου δεν θα μπορούσε λελογισμένα να εκληφθεί πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε αντιφατικά ευρήματα ή δέχθηκε τη μαρτυρία Τενεδιού, (στην έκταση που αφορούσε στην αφορώσα γραπτή μαρτυρία), ως απαρεγκλίτως δεχτά για την αλήθεια του περιεχομένου τους ή ως αποδεικτικώς επαρκή και βαρύνοντα για θεμελίωση της συγκεκριμένης εκδοχής των Εφεσειόντων.
Άλλο η αποδεκτότητα μιας μαρτυρίας και άλλο η αποδεικτική βαρύτητα της.
Τούτο, κατά κανόνα.
Στη βάση των πιο πάνω, καθίσταται ομοίως σαφές - και τούτο αφορά σε άλλο παράπονο των Εφεσειόντων που συναπαρτίζει ένα από τα συστατικά του λόγου έφεσης 6 - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ποτέ δεν απαίτησε παρουσίαση από τους Εφεσείοντες, μαρτυρίας που να αποδεικνύει πως υπήρξε τερματισμός υπηρεσιών άλλων υπαλλήλων τους πριν από το 2009 ένεκα παραβίασης των περί ων ο λόγος κανονισμών.
Είπε σχετικώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
«.....................................
Τονίζουμε ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν έθεσαν ενώπιον μας οποιαδήποτε στοιχεία που να δεικνύουν ότι εργασιακές σχέσεις μεταξύ των Καθ' ων η αίτηση και υπαλλήλων τους τερματίστηκαν πριν την απόλυση της Αιτήτριας στις 23/4/2009 λόγω παραβίασης του Κανονισμού. Λόγω των πιο πάνω δεν μπορούμε να προβούμε σε εύρημα ότι οι υπάλληλοι των Καθ' ων η αίτηση γνώριζαν τη σοβαρότητα της παράβασης από μέρους τους του Κανονισμού και τις επακόλουθες συνέπειες μιας τέτοιας πράξης τους, ότι σχετικοί έλεγχοι σε σχέση με την τήρηση του Κανονισμού γίνονταν από πάντα και ότι οι Καθ' ων η αίτηση πάντοτε τηρούσαν αυστηρά τον Κανονισμό (.).
.................................».
Το τι συναφώς κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από μια παρεμπίπτουσα αξιολογική παρατήρηση.
Έχοντας στο μυαλό όλα τα ανωτέρω, αποφαινόμαστε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο ότι οι Εφεσείοντες τερμάτισαν παρανόμως την απασχόληση της Εφεσίβλητης.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3.000,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ