ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A132
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 276/2014)
30 Μαρτίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, IΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντα,
ν.
1. xxx ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ,
Εφεσίβλητης,
2. Π. ΚΟΥΡΟΥΣΙΔΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΟΥΡΟΥΣΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
.....
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ι. Γεωργιάδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ντ. Βαρωσιώτου (κα), για Γεωργιάδης & Συνεργάτες, για την Εφεσίβλητη.
Ελπ. Κωμοδρόμου (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων/Καθ' ου η Αίτηση 1 («ο Εφεσείων») στην Υπόθεση 758/05 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), προσβάλλει με πέντε λόγους έφεσης την απόφαση τού εν λόγω Δικαστηρίου ημερομηνίας 7.8.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»).
Με την Πρωτόδικη Απόφαση κρίθηκε ότι ο Εφεσείων, ως εργοδότης της Εφεσίβλητης 1/Αιτήτριας («η Εφεσίβλητη»), ευθυνόταν με τον Εφεσίβλητο/Καθ' ου η Αίτηση 2 («ο Εφεσίβλητος») - που στην πορεία απεβίωσε, με τα συμφέροντα του να τυγχάνουν έκτοτε προάσπισης από τον διαχειριστή της περιουσίας του - για τη σεξουαλική παρενόχληση της από τον Εφεσίβλητο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκτός από την επίρριψη ευθύνης στον Εφεσείοντα και στον Εφεσίβλητο, επιδίκασε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των δύο προαναφερθέντων «. προσωπικώς και ή αλληλεγγύως .» αποζημιώσεις ύψους €5.000,00 «. με νόμιμο επιτόκιο από την ημερομηνία της παραβάσεως έως την ημερομηνία πλήρους καταβολής της αποζημίωσης .».
Πριν από οτιδήποτε άλλο, απαιτείται μια συντετμημένη μνεία στα γεγονότα.
Αυτό, θα συντείνει στην καλύτερη κατανόηση των όσων έπονται.
Η Εφεσίβλητη υπηρετούσε από το 1993 ως Νοσηλευτική Λειτουργός στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το 2000 τοποθετήθηκε στο καλούμενο ως δεύτερο χειρουργείο, με προϊστάμενο τον Εφεσίβλητο, ο οποίος κατείχε τη θέση του Πρώτου Νοσηλευτικού Λειτουργού.
Από το 2003 που η Εφεσίβλητη επανατοποθετήθηκε στα καθήκοντα της (ύστερα από απουσία ενός έτους λόγω παρακολούθησης μετεκπαιδευτικού προγράμματος στην Εντατική Νοσηλεία), ο Εφεσίβλητος άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά μέχρι και τον Μάρτιο 2004, οπότε και τούτη ενημέρωσε τον σύζυγο της.
Την 23.8.04 η Εφεσίβλητη προχώρησε σε σχετική καταγγελία.
Την 22.9.04 ο Εφεσίβλητος τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι την 21.1.05 που περατώθηκε η εναντίον του πειθαρχική έρευνα.
Ο Εφεσίβλητος, γυρίζοντας στην εργασία του, αποσπάστηκε (την 1.2.05) στον Τομέα Προσφορών του Υπουργείου Υγείας (εκτός Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας).
Με Αίτηση που καταχώρισε την 23.12.05 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας («η Αίτηση»), η Εφεσίβλητη αξίωσε από τον Εφεσείοντα και τον Εφεσίβλητο, αποζημιώσεις για σεξουαλική παρενόχληση και παράλειψη παροχής προστασίας έναντι σεξουαλικής παρενόχλησης, ή και για δυσμενή και άνιση μεταχείριση βάσει του Περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου 205(Ι)/02 («ο Ν.205(Ι)/02»).
Την 17.5.07 ο Εφεσίβλητος καταδικάστηκε κατόπιν πειθαρχικής δίκης, και την 19.6.07 του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή αναγκαστικής αφυπηρέτησης, από την ίδια ημερομηνία (βλ. Κουρουσίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4(Α) Α.Α.Δ. 652, 655).
Ήταν θέση του Εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη διαδικασία (όπως και εδώ), ότι πήρε όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία της Εφεσίβλητης αμέσως μετά που ενημερώθηκε για το παράπονο της και πως η τελευταία είναι που έθεσε εαυτόν στην κατάσταση που περιεγράφηκε, οικειοθελώς, ή και υπό περιστάσεις που αποδείκνυαν ότι συνηγορούσε ή ανεχόταν όσα η ίδια εξέθετε. Περαιτέρω, η Εφεσίβλητη - εκτός του ότι δεν υπέστη δυσμενή διάκριση ή ηθική ή και ειδική ζημιά ως εκ της συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου - παρέλειψε ή και αρνήθηκε ή αμέλησε να ενημερώσει τον Εφεσείοντα εγκαίρως για τα κατ' ισχυρισμόν προβλήματα που αντιμετώπιζε, με παρεπόμενο αυτός να μην είναι σε θέση να λάβει ανάλογα διορθωτικά ή προστατευτικά μέτρα.
Στη δίκη, η Εφεσίβλητη υποστήριξε την εκδοχή της, με τη μαρτυρία της.
Ο Εφεσίβλητος, διά δικογραφίας και μαρτυρίας, αρνήθηκε τις θέσεις της Εφεσίβλητης περί σεξουαλικής παρενόχλησης ή και δυσμενούς μεταχείρισης.
Παρομοίως έπραξε και ο Εφεσείων, δίχως όμως να προσκομίσει μαρτυρία.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία, δέχθηκε τη μαρτυρία και εκδοχή της Εφεσίβλητης, απορρίπτοντας εκείνη του Εφεσίβλητου και των μαρτύρων του (πλην κάποιων πτυχών που δεν αμφισβητήθηκαν).
Ερχόμαστε στους λόγους έφεσης.
Οι οποίοι, ως ξεδιπλώνονται στο εφετήριο, εξεικονίζουν (κυρίως διά της συνοδευτικής αιτιολογίας τους) και τον πυρήνα της αγόρευσης του Εφεσείοντα, αλλά και όσων προέταξε αντιστοίχως με τη δική της αγόρευση η Εφεσίβλητη.
Παρεμβάλλουμε - με την αξία του αυτό σε όσα έπονται - ότι ο Εφεσίβλητος δήλωσε άνευ περιστροφών μέσω των συνηγόρων του στο περίγραμμα αγόρευσης τους, πως «. έχει ήδη καταβάλει προς την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια το ½ του επιδικασθέντος ποσού και εξόδων στην πρωτόδικη διαδικασία» και ότι, σε ό,τι άπτεται τού μέρους «. της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλεται με την παρούσα Έφεση . συμφωνεί με τα ευρήματα και απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου».
Σε πρώτο στάδιο, θα περιοριστούμε σε μια συγκεφαλαίωση των λόγων έφεσης, για να δώσουμε αδρομερώς το στίγμα των εναντιώσεων του Εφεσείοντα προς την Πρωτόδικη Απόφαση.
Παραπονείται ο Εφεσείων πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικώς και περιέπεσε σε πλάνη περί τον νόμο (λόγος έφεσης 1), ότι, εξίσου λαθεμένα, Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως τούτος είναι «εξ' ολοκλήρου συνυπεύθυνος .» με τον Εφεσίβλητο «. και δεν προχώρησε σε καταμερισμό ευθύνης» (λόγος έφεσης 2), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αναφέρθηκε στο σκεπτικό του σε «. παράβαση σημαντικής νομικής υποχρέωσης .» του Εφεσείοντα για πληροφόρηση τού προσωπικού και για τη λήψη προληπτικών μέτρων όσον αφορά στην ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία (λόγοι έφεσης 3 και 4), και πως «. εφάρμοσε το νόμο 205(Ι)/2012[sic]» σφαλερώς (λόγος έφεσης 5).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε.
Μελετήσαμε δεόντως τα περιγράμματα αγόρευσης.
Το ίδιο και τις προφορικές διευκρινίσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Ως επιβάλλει η φύση και περιεχόμενο τους, θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης 1 και 3 σωρευτικώς, και των λόγων έφεσης 2, 4 και 5 ξεχωριστά.
Κάνουμε αρχή με τους λόγους έφεσης 1 και 3.
Με τον λόγο έφεσης 1, ο Εφεσείων προτάσσει πως το Άρθρο 12(3), Ν.205(Ι)/02 αναφέρει ότι για να καταστεί ο εργοδότης συνυπεύθυνος με το άτομο που εκδήλωσε την απαγορευμένη συμπεριφορά πρέπει να παραλείψει να λάβει κάθε πρόσφορο και έγκαιρο μέτρο για αποτροπή σεξουαλικών παρενοχλήσεων στον χώρο εργασίας, και αμέσως μόλις περιέλθει σε γνώση του τέτοια περίπτωση, ή οι συνέπειες της, να μην πάρει τα απαιτούμενα πρόσφορα μέτρα με στόχο την παύση ή την επανάληψη της παρενόχλησης. Τούτου δοθέντος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι οι ενέργειες του Εφεσείοντα, αμέσως μετά που πληροφορήθηκε την καταγγελία της Εφεσίβλητης, ήσαν συγκυριακές. Αυτό, διότι, από την 23.8.04 μέχρι και την 5.9.04 η Εφεσίβλητη απουσίαζε με άδεια (μέρος της οποίας δόθηκε υποχρεωτικά). Από την 6.9.04 μέχρι και την 12.9.04, είχε εγκριθεί άδεια στον Εφεσίβλητο, από δε την 13.9.04 μέχρι την 22.9.04, ορίστηκαν διαφορετικές βάρδιες των δύο προσώπων. Στη συνέχεια, ο Εφεσίβλητος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Συνεπώς, λέει ο Εφεσείων, το ότι μετά από την καταγγελία η Εφεσίβλητη και ο Εφεσίβλητος σε καμιά περίπτωση δεν βρέθηκαν στον ίδιο εργασιακό χώρο ταυτοχρόνως, οδήγησε σε παύση και μη επανάληψη τής περί ης ο λόγος παράνομης συμπεριφοράς. Τούτο, ακριβώς, ήταν και το επακόλουθο της ενεργούς ή και προληπτικής δράσης του Εφεσείοντα, το οποίο, εκ των πραγμάτων, διόλου δεν ήταν «. συγκυριακό όπως λανθασμένα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του». Οι ενέργειες του Εφεσείοντα για τερματισμό της παράνομης πράξης ήσαν καθόλα πρέπουσες, και έτσι δεν έπρεπε να κριθεί τούτος «. εις ολόκληρο συνυπεύθυνος με τον Καθ' ου η αίτηση 2».
Δεν συμφωνούμε με τις ως άνω θέσεις του Εφεσείοντα.
Αναφορικώς προς το λόγο έφεσης 1 και τα περί πρωτόδικης δικαστικής πλάνης για τις προβλέψεις και εφαρμογή του Άρθρου 12(3), Ν.205(Ι)/02, θεωρούμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιέπεσε σε σφάλμα νόμου ή αρχής.
Εξηγούμε.
Πρώτα, παραθέτουμε το Άρθρο 12, Ν.205(Ι)/02, ως ίσχυε τότε:
«12.-(1) Απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη, και οι εργοδότες και οι εκπρόσωποι των αναφερομένων στο εδάφιο (3) των άρθρων 7, 8 και 10 νομικών προσώπων ή οργανισμών οφείλουν να απέχουν από κάθε πράξη είτε μεμονωμένη είτε επαναλαμβανόμενη, η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση ή αποτελεί άμεση ή έμμεση δυσμενή μεταχείριση λόγω της, με οποιοδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας σεξουαλικής παρενοχλήσεως, σε σχέση με ρυθμιζόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 και 10 θέματα. Σεξουαλική παρενόχληση.
(2) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου πρόσωπα οφείλουν επίσης να προστατεύουν τους εργαζομένους, εκπαιδευομένους ή καταρτιζομένους ή υποψηφίους για απασχόληση, επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση από κάθε πράξη προϊστάμενού τους ή προσώπου που είναι αρμόδιο ή υπεύθυνο για τα αναφερόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 και 10 θέματα ή οποιουδήποτε άλλου εργαζομένου, εκπαιδευομένου ή καταρτιζομένου, η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση, και από κάθε πράξη που αποτελεί άμεση ή έμμεση συνέπεια της, με οποιοδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας σεξουαλικής παρενοχλήσεως.
(3) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου πρόσωπα έχουν υποχρέωση, απέναντι στο άτομο που υπέστη τη σεξουαλική παρενόχληση ή/ και την άμεση ή έμμεση συνέπεια της αποκρούσεως ή καταγγελίας της, να λάβουν κάθε πρόσφορο και έγκαιρο μέτρο για να αποτρέψουν σεξουαλικές παρενοχλήσεις εν γένει στον τομέα αρμοδιότητάς τους, καθώς και αμέσως μόλις περιέλθει σε γνώση τους η συγκεκριμένη σεξουαλική παρενόχληση ή οι συνέπειές της, να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο για την παύση και μη επανάληψη της, καθώς και για την άρση των συνεπειών της. Σε αντίθετη περίπτωση είναι συνυπεύθυνα εις ολόκληρον με τα αναφερόμενα στο εδάφιο (2) πρόσωπα».
Προτού πραγματευθούμε περισσότερο το εγειρόμενο ζήτημα είναι αναγκαίο να επιληφθούμε εν πρώτοις το μέρος εκείνο του λόγου έφεσης 3 διά του οποίου ο Εφεσείων ισχυρίζεται πως η Αίτηση «. στρεφόταν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εργοδότη και όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας εκπροσωπώντας τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που είχε την ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του Νόμου 205(Ι)/2002».
Αποκλίνουμε από τη θέση του Εφεσείοντα.
Διασαφηνίζουμε.
Διά του Άρθρου 3, Ν.205(Ι)/02 εργοδότης σημαίνει «. την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, σε οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή κλάδο δραστηριότητας, που απασχολεί ή απασχολούσε εργαζομένους».
Το ότι η Εφεσίβλητη ενήγαγε τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και όχι την Κυπριακή Δημοκρατία ή και την Κυπριακή Δημοκρατία (μαζί με τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), δεν εμποδίζει - δεδομένων των προνοιών του Άρθρου 57 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 αλλά και σχετικής (κατά ανάλογη εφαρμογή) νομολογίας (με αναφορά σε άλλο νομοθέτημα), όπως τον λόγο των αποφάσεων στην Masar v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Π.Ε. 200/14, ημ. 30.12.20, ECLI:CY:AD:2020:D455 και στην Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, 1082-1084 - στο να καταταχθεί ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ως αντιπροσωπεύον εν προκειμένω και την Κυπριακή Δημοκρατία για όσα είναι που αφορούν στην περίπτωση.
Ως λέχθηκε και στην Soyer v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1225, 1228-1229:
«...................................
Το Άρθρο 113 του Συντάγματος προνοεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών και ασκεί κάθε άλλη εξουσία και εκτελεί κάθε άλλη υπηρεσία ή καθήκον που ανατίθεται σ' αυτόν από το Σύνταγμα ή από τους Νόμους. Το Άρθρο 57 του Ν. 14/60 προνοεί ότι αγωγές από τη Δημοκρατία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, εκτός αν άλλως προβλέπεται από οποιοδήποτε νόμο, θα εγείρονται εν ονόματι του Γενικού Εισαγγελέα και αγωγές εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου κατά της Δημοκρατίας, εκτός αν άλλως προβλέπεται από οποιοδήποτε νόμο, θα εγείρονται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως εναγομένου. Το Άρθρο 6(β) του Ν. 139/91 προνοεί ότι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών έχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες, τις οποίες ασκεί με τη βοήθεια δημόσιων υπαλλήλων: εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή παραπομπή ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία ή προβαίνει σε συμβιβασμό σε αγωγή ή παραπομπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία η οποία θα ήταν επωφελής για την περιουσία αυτή ή τον ιδιοκτήτη. Το Άρθρο 6(γ) του ιδίου Νόμου προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι ο Κηδεμόνας δέχεται επίδοση αγωγών, παραπομπών ή άλλων δικαστικών εγγράφων που αφορούν σε τουρκοκυπριακή περιουσία.
....................................».
Για τα προκείμενα, κανένας νόμος εκ των επίδικων δεν προβλέπει άλλο χειρισμό από αυτό στον οποίο προέβη η Εφεσίβλητη καταχωρίζοντας την Αίτηση, ή το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαινόμενο επί των εγερθέντων θεμάτων.
Κατά συνέπειαν, όσα καταγνώστηκαν στον Εφεσείοντα (Καθ' ου η Αίτηση 1) από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να διαχωρίσουν την ευθύνη του Κράτους (ήτοι της Κυπριακής Δημοκρατίας), από εκείνα που αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν πρωτοδίκως - και εντός της δικογραφίας θα πρέπει να πούμε, ως οι παράγραφοι 13, 14, και 16 της Αίτησης (σε αντίθεση με την περί του αντιστρόφου άποψη του Εφεσείοντα ο οποίος συν τοις άλλοις δεν εναντιώθηκε προδικαστικώς ή άλλως πως, στη συγκεκριμένη αξίωση και όσα τη συναπάρτιζαν δικογραφικώς κατά τους αφορώντες χρόνους) - με αναφορά στον Ν.205(Ι)/02.
Άρα, τίποτα το επιλήψιμο ή το ανατρεπτικό για την Πρωτόδικη Απόφαση, αναφύεται από το επιχείρημα του Εφεσείοντα.
Στη θεματική αυτή θα επιστρέψουμε πιο κάτω, υπό άλλη σκοπιά.
Τούτων δοθέντων, προχωρούμε στα υπόλοιπα που εγείρει ο λόγος έφεσης 1.
Και ο λόγος έφεσης 3.
Ήταν εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων, ως εργοδότης, δεν έδρασε προληπτικά και αποτρεπτικά για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις στον χώρο εργασίας της Εφεσίβλητης και αυτό γιατί δεν φαίνεται να πληροφόρησε το προσωπικό του σε ό,τι αφορά στην ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία (και ειδικότερα για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις), παραβαίνοντας έτσι μία εκ των σημαντικότερων υποχρεώσεων του κατά το Άρθρο 12(3), Ν.205(Ι)/02.
Προς τούτο - και αντί άλλης ανάλυσης - μεταφέρουμε αυτούσιο το σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«.......................................
Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι η Αιτήτρια μίλησε για τη σεξουαλική παρενόχληση που υφίστατο, στις φίλες και συναδέλφους της xxx Χατζηλοή και xxx Σοφοκλέους. Με παρότρυνση της τελευταίας ενημέρωσε σχετικά και τον εκπρόσωπο της συντεχνίας Π. Αργυρίδη. Φθάνοντας η κατάσταση στο απροχώρητο αναγκάστηκε δύο φορές να ζητήσει τη μετακίνηση της από το χειρουργείο. Την τελευταία φορά γνωρίζοντας για τις κενές θέσεις στη Νοσηλευτική Διεύθυνση του Υπουργείου Υγείας, υπέβαλε αίτηση για απόσπαση, κοινοποιώντας σχετική επιστολή ημερ. 7.3.2004 στο Γ. Δ. του Υπουργείου Υγείας.
Όταν στις 23.8.2004 απεφάσισε να επισκεφθεί την Προϊσταμένη του Γενικού Νοσοκομείου κ. Κουάλη και να καταγγείλει τα εις βάρος της δρώμενα, προς μεγάλη της απογοήτευση η τελευταία εισηγήθηκε απλά τη μετακίνηση της σε άλλο τμήμα για να κλείσει η υπόθεση. Την ίδια Θέση επανέλαβε αυθημερόν στη συνάντηση που ακολούθησε στο γραφείο της κ. Ταπακούδη. Επίσης, ενώ η κα Κουάλη της ζήτησε να πάρει μονοήμερη άδεια, την επόμενη μέρα, προς μεγάλη της έκπληξη, διαπίστωσε ότι την έθεσε σε υποχρεωτική άδεια μέχρι το τέλος της βδομάδας χωρίς καμία ενημέρωση.
Ενώ η πλευρά της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι από την πρώτη μέρα της καταγγελίας μέχρι και τις 22.9.2004 που τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο Καθ' ου η αίτηση 2, ήταν αναγκασμένη να βρίσκεται μαζί του στον ίδιο χώρο εργασίας και να εργάζεται υπό την επίβλεψη του, από τα προγράμματα εργασίας που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου η πλευρά της υπεράσπισης και τα οποία η Αιτήτρια δεν αμφισβήτησε, προκύπτει ότι από 23.8.2004 μέχρι 5.9.2004 η Αιτήτρια απουσίαζε με άδεια, από 8.9.2004 μέχρι 12.9.2004 απουσίαζε ο Καθ' ου η αίτηση 2 με άδεια και από 13.9.2004 μέχρι τις 22.9.2004 είχαν αντίθετο πρόγραμμα εργασίας και συνεπώς δεν εργάστηκαν μαζί.
Μέσα από τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου διάχυτη είναι επίσης η άγνοια των αρμοδίων προσώπων προς τα οποία αποτάθηκε η Αιτήτρια, για την ύπαρξη της προστατευτικής νομοθεσίας επί Θεμάτων παρενόχλησης. Την ίδια άγνοια και την παραδοχή τους ότι δεν παρακολούθησαν οποιαδήποτε σεμινάρια ή διαλέξεις επί του θέματος της σεξουαλικής παρενόχλησης εξέφρασε η Αιτήτρια και ο Καθ' ου η αίτηση 2.
Θέτοντας λοιπόν τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το πρίσμα του νόμου και της νομολογίας, διαπιστώνουμε ότι ο Καθ' ου η αίτηση 1, ως εργοδότης, δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή σεξουαλικών παρενοχλήσεων στο χώρο εργασίας όπου απασχολείτο η Αιτήτρια. Δεν φαίνεται να πληροφόρησε το προσωπικό του σε ότι αφορά την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία και ειδικότερα για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, παραβαίνοντας έτσι μια από τις σημαντικότερες νομικές του υποχρεώσεις που προκύπτουν μέσα από τον Ν.205(Ι)/2002.
Πρωτίστως ως κρατική αρχή είχε μια ευρύτερη νομική δέσμευση να καταστήσει γνωστές τις διατάξεις του εν λόγω νομοθετήματος μέσω του Αρμόδιου Υπουργού, κάτι που επίσης φαίνεται να μην έπραξε.
Είναι επίσης γεγονός ότι ο Καθ' ου η αίτηση 2 τέθηκε σε διαθεσιμότητα ένα μήνα μετά που η Αιτήτρια κατήγγειλε την εις βάρος της σεξουαλική παρενόχληση. O Καθ' ου η αίτηση 1 από την ημέρα της καταγγελίας και μέχρι τη διαθεσιμότητα του Καθ' ου η αίτηση 2, δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για αποτροπή της δυσμενούς μεταχείρισης που η Αιτήτρια υφίστατο από τον τελευταίο ή την άρση των συνεπειών της. Μπορεί η Αιτήτρια να ομολόγησε ότι ο Αιτητής έπαυσε να την παρενοχλεί σεξουαλικώς από τον Μάρτιο 2004, ωστόσο ως επακόλουθο της άρνησης της να ενδώσει στις επιθυμίες του και των εξελίξεων που ακολούθησαν μετά που ενημέρωσε επί τούτου τον σύζυγό της, ο Καθ' ου η αίτηση την αντιμετώπιζε εχθρικά, δεν της απεύθυνε τον λόγο, την αγριοκοίταζε και της έκανε συνεχώς παρατηρήσεις για ασήμαντα πράγματα.
Το γεγονός ότι κατά το συγκεκριμένο διάστημα δεν συνέπεσε να εργάζονται μαζί, είτε γιατί βρισκόταν με άδεια η Αιτήτρια είτε ο Καθ' ου η αίτηση 2 είτε γιατί δεν συνέπεσε το πρόγραμμα τους, δεν κρίνουμε ότι αποτελούσε το πλέον πρόσφορο μέτρο για την παύση και μη επανάληψη της εναντίον της δυσμενούς μεταχείρισης ή την άρση των συνεπειών της. O Καθ' ου η αίτηση 1, είχε κάθε υποχρέωση να προστατεύσει την αξιοπρέπεια της Αιτήτριας ως έννομο αγαθό που προσβάλλεται πρωτίστως από συμπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης και να παράσχει στην Αιτήτρια ως Θύμα της όλης υπόθεσης το αμερόληπτο και κατάλληλο εργασιακό περιβάλλον προσφέροντας της ίσα δικαιώμaτα και ευκαιρίες με το υπόλοιπο προσωπικό, κάτι που δεν έπραξε αφού ο Καθ΄ου η αίτηση 2 συνέχισε να εργάζεται στον ίδιο χώρο μαζί της και να είναι ο ιεραρχικά προϊστάμενος της.
Ως επακόλουθο, ο Καθ' ου η αίτηση 1 δεν έλαβε άμεσα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα που απαιτούντο για την παύση της σεξουαλικής παρενόχλησης και την άρση των συνεπειών της.
Για όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι συνευθύνεται με τον Καθ' ου η αίτηση 2 για τις πράξεις του τελευταίου.
....................................».
Υπάρχει και κάτι άλλο.
Που αφορά σε όσα δεν εξετάσαμε ευθέως εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 3.
Ο Εφεσείων διατείνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε λάθος στο να αναφερθεί σε παράβαση σημαντικής νομικής υποχρέωσης του Εφεσείοντα να πληροφορήσει το προσωπικό για την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία, αφού κατά τη χρονική περίοδο τέλεσης τής παράνομης πράξης, καθήκον ενημέρωσης με βάση το Άρθρο 13(2), Ν.205(Ι)/02 είχαν οι οργανώσεις των εργοδοτουμένων και όχι ο εργοδότης, του οποίου ο ρόλος ήταν (κατά το Άρθρο 13(3), Ν.205(Ι)/02), να διευκολύνει τις οργανώσεις να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους.
Αυτά, ως θέση, δεν είναι ορθά.
Το Άρθρο 13, Ν.205(Ι)/02, ως ίσχυε για τα συζητούμενα, προέβλεπε:
«13.—(1) Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να ενημερώνει τους εργαζομένους και τους εργοδότες, καθώς και τις οργανώσεις τους, σχετικά με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του, με έντυπα και κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.
(2) Οι οργανώσεις των εργαζομένων ενημερώνουν τους εργαζομένους για το περιεχόμενο του παρόντος Νόμου και για τα μέτρα που λαμβάνονται προς εφαρμογή του και διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με έγγραφες ανακοινώσεις στους οικείους πίνακες που βρίσκονται στους χώρους εργασίας ή με διανομή εντύπων ή και προφορικά στους χώρους εργασίας, εκτός του χρόνου απασχολήσεως, ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο.
(3) Οι εργοδότες υποχρεούνται να διευκολύνουν τις οργανώσεις των εργαζομένων να προβαίνουν στην αναφερόμενη στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου ενημέρωση των εργαζομένων».
Η Κυπριακή Δημοκρατία, διά της αρμόδιας κατά το Άρθρο 2, Ν.205(Ι)/02 αρχής (και δη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μέλους ως ήταν και είναι του Υπουργικού Συμβουλίου) - και κατ' ακολουθίαν της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εργοδότου τού Εφεσίβλητου (συμφώνως τού ίδιου άρθρου) - όφειλε κατά το ελάχιστο, διά εσωτερικού (κρατικού) συντονισμού λόγου χάριν, να γνωρίζει (και ως εργοδότης στην προκειμένη), περί των προβλέψεων του Άρθρου 13, Ν.205(Ι)/02, και να ενημερώσει προσηκόντως τους εργαζομένους κατά το Άρθρο 13(1), Ν.205(Ι)/02 καθώς και τις οργανώσεις των εργαζομένων « . σχετικά με τις διατάξεις του . Νόμου και τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του, με έντυπα και κάθε άλλο πρόσφορο μέσο».
Ωστόσο, υπήρξε, κατά αναντίρρητη μαρτυρία, αστοχία σε τούτο.
Τους λόγους, τους αποσαφηνίσαμε.
Με αναφορά και στο ΄Άρθρο 12(3), Ν.205(Ι)/02.
Δεν λήφθηκαν λογικά ή και αποτελεσματικά υπό τις περιστάσεις μέτρα από τον Εφεσείοντα ώστε να ενταχθούν τα πράγματα στις παραμέτρους του Άρθρου 12(3), Ν.205(Ι)/02.
Τα ερμήνευσε και εξήγησε αυτά, ορθώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του.
Ο λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Με τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων λέγει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τούτος είναι πλήρως συνυπεύθυνος με τον Εφεσίβλητο και πως, ενεργώντας λανθασμένα και πάλι, δεν προχώρησε σε καταμερισμό ευθύνης, αν και διαπίστωσε ότι πρωταρχικά υπεύθυνος «. είναι ο τελών την παράνομη πράξη .» (δηλαδή ο Εφεσίβλητος).
Μήτε και με αυτό συγκλίνουμε.
Κατά τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 12 και 16(2), Ν.205(Ι)/02 (με την τελευταία διάταξη να ορίζει πως το ποσό αποζημίωσης που «. επιδικάζεται σε κάθε περίπτωση παραβάσεως του παρόντος Νόμου καταβάλλεται εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη ή άλλο πρόσωπο που ευθύνεται για παράβαση του παρόντος Νόμου .»), η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί συνυπευθυνότητας του Εφεσείοντα είναι, υπό τις περιστάσεις, ορθή αφού (κατά τον τρόπο που είπαμε), οι περί ων ο λόγος παράνομες πράξεις διαπράχθηκαν από τον Εφεσίβλητο (στον βαθμό και έκταση που τον βάραιναν), με αυτόν να είναι κατά τους κρίσιμους χρόνους εργοδοτούμενος του Εφεσείοντα, με τον τελευταίον να καθίσταται υπόλογος για τις πράξεις και ενέργειες του Εφεσίβλητου στη βάση όσων αναπτύξαμε και για τις νομοθετικές παραβάσεις (του Εφεσείοντα), κατά τις προβλέψεις των Άρθρων 12(3) και 16(2), Ν.205(Ι)/02.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 4, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι άστοχα το Πρωτόδικο Δικαστήριο μίλησε για παράβαση νομικής υποχρέωσης του Εφεσείοντα στη λήψη προληπτικών μέτρων σε σχέση προς την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία, αφού το θέμα εισήχθη με τροποποίηση του Άρθρου 12(4), Ν.205(Ι)/02, που δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ούτε και τούτη η θέση του Εφεσείοντα μάς βρίσκει σύμφωνους.
Η υποχρέωση του Εφεσείοντα καλυπτόταν από όσα ήδη προνοούνταν συνδυαστικώς στα Άρθρα 12(2),(3) και 13, Ν.205(Ι)/02.
Δεν τήρησε την υποχρέωση του ο Εφεσείων.
Αυτά, τα αναπτύξαμε επιλαμβανόμενοι και τους λόγους έφεσης 1 και 3.
Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Τέλος, με τον λόγο έφεσης 5, ο Εφεσείων υποβάλλει πως «. λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο 205(Ι)/2012» και αυτό γιατί αποφάσισε την καταβολή τόκων από την ημερομηνία «. της παραβάσεως του εν λόγω Νόμου χωρίς να την καθορίσει με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπολογιστούν οι τόκοι που είναι καταβλητέοι στην εφεσίβλητη».
Σε αυτό, έχει δίκιο ο Εφεσείων.
Μια που και το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως, το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη «. δεν ήταν σε θέση να προβεί σε ακριβή καθορισμό του χρόνου που έλαβαν χώρα τα κατ' επίκληση γεγονότα, παρά την επίμονη αντεξέταση που δέχθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης, δεν . θα μπορούσε να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της. Αντίθετα κατά το στάδιο της αντεξέτασης, διαπιστώνουμε ότι παρέμεινε σταθερή στα όσα προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση, επιμένοντας στις θέσεις της και στα κατ' ισχυρισμό ανεπιθύμητα, κατά την ίδια, λόγια και πράξεις που δέχθηκε από τον Καθ' ου η Αίτηση» (η έμφαση δική μας).
Δικαίως πρέπει να πούμε, οι δικηγόροι της Εφεσίβλητης παραδέχθηκαν, εμμέσως έστω, στο περίγραμμα τους, πως επιβάλλεται - και όντως έτσι κρίνουμε με κάθε σεβασμό ότι αρμόζει να γίνει - εφετειακή παρέμβαση στο υπό συζήτησιν μέρος της Πρωτόδικης Απόφασης.
Αναδύεται, χωρίς πολλά, βασική διάσταση μεταξύ αιτιολογίας και τελικού (περί χρονικής έναρξης της τοκοφορίας) απόληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο λόγος έφεσης 5 γίνεται αποδεκτός.
Έχοντας υπόψιν κάθε σχετικό παράγοντα, καταλήξαμε ότι η δικαιότερη υπό τις περιστάσεις διαταγή είναι όπως ο αποδοθείς νόμιμος τόκος αρχίζει να μετρά από την καταχώριση της Αίτησης (την 23.12.05).
Έτσι διατάζεται.
Εν κατακλείδι.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, ως ανωτέρω.
Λόγω λοιπόν της μερικής επιτυχίας της έφεσης - και της φύσης του λόγου έφεσης 5 που έγινε αποδεκτός κατά τα ανωτέρω - και της απόρριψης όλων των (υπολοίπων) λόγων έφεσης (επί ουσιωδών ζητημάτων), αλλά και ως εκ του ότι ο Εφεσίβλητος έχει κιόλας πληρώσει στην Εφεσίβλητη το ήμισυ του πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού και εξόδων (συμφωνώντας και με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην έκταση που αμφισβητήθηκαν με την έφεση), επιδικάζουμε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα τα 2/3 των εξόδων της έφεσης, ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ, στη βάση των όσων προείπαμε, δεν επιδικάζουμε έξοδα σε σχέση προς τον Εφεσίβλητο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ