ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANTONIADES AND ANOTHER ν. SOLOMONIDOU (1980) 1 CLR 441
IOANNOU AND OTHERS ν. MARCOU (1981) 1 CLR 349
Τιτσινίδης ν. Ρεσιάτ (1993) 1 ΑΑΔ 429
Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1516
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:A106
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις 11/14 και 12/14)
16 Μαρτίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Πολιτική Έφεση αρ. 11/14
1. xxx ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
2. xxx (xxx) ΗΛΙΑΔΗΣ
Εφεσείοντες,
ν.
1. XXXXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ XXXXX ΚΙΡΚΟΡΙΑΝ,
2. ΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΛΑΟΥ (ΑΚΕΛ)
Εφεσιβλήτων.
Πολιτική Έφεση αρ. 12/14
XXXXX ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ XXXXX ΚΙΡΚΟΡΙΑΝ
Εφεσείων
ν.
1. xxx ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
2. xxx (xxx) ΗΛΙΑΔΗ
3. XXXXX ΚΕΡΑΥΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ XXXXX ΒΑΡΝΑΒΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 8/3/2021
Εφεσιβλήτων.
.....
Eλ. Ανδρέου (κα) για Α. Ανδρέου και Σία ΔΕΠΕ για τους εφεσείοντες στην 11/14 και εφεσίβλητους στην 12/14
Α. Ποιητής, για τον εφεσείοντα στην 12/14
Χρ. Αργυρού (κα), για τους εφεσίβλητους στην 11/14
--------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Η εγκυρότητα της διαθήκης της XXXXX Κιρκοριάν (στο εξής «η XXXXX») διά της οποίας κληροδοτούσε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της (πλην ενός μικρού μέρους) στο Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ), αποτέλεσε το αντικείμενο της κληρονομικής αγωγής, την οποία τρεις συγγενείς της (οι εφεσείοντες στην 11/14, Αντωνιάδης και Ηλιάδης, οι οποίοι αποτελούν τους εφεσίβλητους 1 και 2 στην 12/14 και ο εφεσίβλητος 3 στην 12/14 Βαρνάβα) καταχώρησαν στο Δικαστήριο.
Παραθέτουμε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά συνάγονται ως ιστορικό της υπόθεσης από την πρωτόδικη απόφαση.
Η XXXXX απεβίωσε στις 23/2/2006 σε ηλικία 90 χρονών, άτεκνη. Ο σύζυγος της, XXXXX Κιρκοριάν, ο οποίος ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου της, απεβίωσε ένα χρόνο αργότερα, στις 10/5/2007. Εν ζωή, βρίσκονταν επίσης, οι προαναφερθέντες τρεις συγγενείς της, οι οποίοι ήσαν παιδιά προαποβιωσάντων αδελφών της και αποτελούσαν τους μοναδικούς επιζώντες συγγενείς. Οι δύο πρώτοι κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης βρίσκονταν εν ζωή, ενώ ο τρίτος, ο Βαρνάβα, είχε αποβιώσει, μετά την καταχώρηση της αγωγής.
Η επίδικη διαθήκη καταρτίστηκε δύο χρόνια περίπου πριν από το θάνατο της, στις 7/2/2004. Άφηνε, όπως λέχθηκε, την περιουσία της στο ΑΚΕΛ, το οποίο είναι ενεργό πολιτικό κόμμα της Κύπρου και συμπεριλήφθηκε στην αγωγή, ως ο εναγόμενος 3. Εκτελεστής της διαθήκης κατονομαζόταν ο εφεσίβλητος XXXXX Γεωργίου, δικηγόρος, ο οποίος ενάγετο ως εναγόμενος 1, υπό την ιδιότητα του προσωπικού αντιπροσώπου της XXXXX. Σε αυτόν είχε παραχωρηθεί στις 19/1/2007 η διαχείριση της περιουσίας της κατά την επικύρωση από το Δικαστήριο της διαθήκης της.
Ο κ. Γεωργίου υπήρξε για αρκετά χρόνια βουλευτής και Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του ΑΚΕΛ. Τις πιο πάνω θέσεις κατείχε ο κ. Γεωργίου πριν, κατά και μετά τον καταρτισμό της εν λόγω διαθήκης, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο ενεργούσε και ως δικηγόρος της XXXXX έχοντας, υπό την ιδιότητα του αυτή, συντάξει τη διαθήκη. Ως μάρτυρες της υπογραφής της XXXXX είχαν υπογράψει σ' αυτή ο κ. XXXXX, άλλως XXXXX Χριστοδούλου, Επαρχιακός Γραμματέας Λάρνακας και μέλος του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, και κάποια κυρία ονόματι xxx Καζαμία, φίλη του ζεύγους Κιρκοριάν. Οι δύο αυτοί κατέθεσαν ως μάρτυρες στη δίκη, προς υποστήριξη της εγκυρότητας της επίδικης διαθήκης, όπως επίσης και ο κ. Γεωργίου.
Ο σύζυγος της XXXXX, ο Κιρκοριάν είχε καταρτίσει και εκείνος τη δική του διαθήκη, ορίζοντας ως εκτελεστή το δικηγόρο XXXXX Ζαχαρίου, ο οποίος περιλήφθηκε ως εναγόμενος 2 υπό την πιο πάνω ιδιότητα του ή/και προσωπικά (όπως αναφερόταν στο τίτλο του κλητηρίου εντάλματος).
Οι ενάγοντες ισχυρίζοντο ότι είναι νόμιμοι κληρονόμοι της XXXXX δικαιούμενοι στο μερίδιο το οποίο τους αναλογεί με βάση τις πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου Κεφ. 195.
Προέβαλλαν δύο βασικές αξιώσεις:
Με την πρώτη ζητούσαν όπως τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου, Κεφ. 195, και ειδικά του Άρθρου 41, αναφορικά με το μέρος της περιουσίας της XXXXX το οποίο μπορούσε να διατεθεί με διαθήκη ώστε να τους αποδοθεί από αυτή το μερίδιο που τους αναλογεί, δεδομένου του βαθμού συγγένειας τους προς την XXXXX.
Με τη δεύτερη αξίωση τους προέβαλλαν διαζευκτικά, θέμα εγκυρότητας της διαθήκης της XXXXX στη βάση τριών διαφορετικών λόγων, οι οποίοι εδράζοντο στις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή είχε καταρτιστεί, ισχυριζόμενοι ότι η διαθήκη είναι άκυρη και εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Οι εναγόμενοι ήγειραν ζήτημα μη νομιμοποίησης των εναγόντων στην έγερση της αγωγής, προβάλλοντας τη θέση ότι λόγω της προαναφερθείσας συγγένειας τους δεν είχαν δικαίωμα στην κληρονομιά της XXXXX.
Αρνούνταν επίσης τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς περί ακυρότητας της διαθήκης και ύπαρξης ψυχικής πίεσης προς την XXXXX ή έλλειψης ικανότητας εκ μέρους της για κατάρτιση της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, άκουσε μαρτυρία και εξέτασε τα εγειρόμενα ζητήματα, αποφασίζοντας πως οι ενάγοντες ως συγγενείς της XXXXX με τρίτο βαθμό συγγένειας προς αυτή και εμπίπτοντες στη δεύτερη τάξη διαδοχής, δικαιούνται στο ήμισυ του εκ του νόμου μη διαθέσιμου μέρους της κληρονομιάς της σε ίσες μερίδες.
Απέρριψε δε, ως μη αποδειχθέντες τους ισχυρισμούς περί ανικανότητας της XXXXX ή επιβολής ψυχικής πίεσης ώστε να προβεί στη σύνταξη της διαθήκης.
Αποφάσισε επίσης πως το γεγονός ότι υπέγραψε ως μάρτυρας της διαθήκης, ο XXXXX Χριστοδούλου δεν καθιστούσε άκυρη τη διαθήκη.
Για ανατροπή των ευρημάτων και θέσεων του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν δυο εφέσεις.
Η πρώτη, υπ' αρ. 11/2014, από τους δύο επιζώντες ενάγοντες, η οποία στρέφεται εναντίον των εναγομένων 1 και 3 και η δεύτερη, υπ' αρ. 12/14, από τον εναγόμενο 2, στρεφόμενη εναντίον των εναγόντων.
Η έφεση 11/14 περιλάμβανε αρχικά έξι λόγους έφεσης, οι οποίοι άπτοντο ζητήματος αξιοπιστίας των μαρτύρων που κλήθηκαν εκ μέρους των εναγομένων, καθώς και του ευρήματος για μη άσκηση ψυχικής πίεσης και ευρήματος εγκυρότητας της διαθήκης. Οι λόγοι έφεσης 2-6 αποσύρθηκαν στις 22/9/2020, όταν το πρώτον η υπόθεση ήταν ορισμένη γι' ακρόαση. Συνεπώς παρέμεινε μόνο ο πρώτος λόγος ο οποίος σύμφωνα με τη δήλωση της συνηγόρου των εφεσειόντων «.. αφορά την εγκυρότητα της κληροδοσίας, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 25 του Κεφ. 195. Δε θα επιμένουμε στη θέση της ακυρότητας λόγω ψυχικής πίεσης.»
Με την υπ' αρ 12/14 έφεση εγείρονται πέντε (5) λόγοι έφεσης, εκ των οποίων ο τελευταίος αποσύρθηκε με την καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα, στις 29/6/21.
Με τον πρώτο λόγο, της έφεσης 12/14, τον οποίο, ως εκ της σημασίας και σπουδαιότητας του για την τύχη της αγωγής και συνακόλουθα των εφέσεων, κρίνουμε σκόπιμο να επιληφθούμε πρώτα, αποδίδεται σφάλμα στο Δικαστήριο το οποίο δεν εξέτασε, ούτε αποφάσισε το γεγονός της μη ύπαρξης όλων των αναγκαίων διαδίκων ενώπιον του και συγκεκριμένα του τρίτου ενάγοντα, (του Βαρνάβα) ο οποίος είχε αποβιώσει κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, απουσία η οποία έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής.
Με την παράθεση της αιτιολογίας του ανωτέρω λόγου επισημαίνεται πως υπήρξε παράλειψη των υπολοίπων εναγόντων να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να τον καταστήσουν διάδικο, αφού και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι ήταν αναγκαίος, δεδομένου ότι μαζί καταχώρησαν την αγωγή.
Αναπτύσσοντας τη νομική θέση του ζητήματος ο εφεσείων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, πως εάν στη θέση του 3ου ενάγοντος υπεισέρχετο είτε ο διαχειριστής της περιουσίας του, είτε οι κληρονόμοι του, ενδεχομένως αυτοί να ακολουθούσαν διαφορετική γραμμή από εκείνη του τρίτου ενάγοντος. Θα μπορούσαν να αποδεχθούν τη διαθήκη και την εγκυρότητα της διάθεσης της περιουσίας της XXXXX ή να ακολουθήσουν διαφορετική γραμμή στην προσφορά μαρτυρίας ή αντεξέταση μαρτύρων.
Θεωρεί λανθασμένη την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στο Άρθρο 34 του Κεφ. 189, αναφέροντας ότι «αναφορικά με τον ενάγοντα 3 θα ισχύσουν οι πρόνοιες του ανωτέρω άρθρου.» Και αυτό διότι όπως συνεχίζει η εισήγηση, εκείνο που διατηρείται και επιβιώνει, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, είναι η βάση της αγωγής και όχι η διαδικασία ως έχει, στο όνομα του αποβιώσαντα.
Επικαλέστηκε προς επίρρωση των θέσεων του τις αποφάσεις Τιτσινίδης ν. Ρεσιάτ (1993) 1 ΑΑΔ 429, Παναγή κ.α. ν. Παναγή (2009) 1 ΑΑΔ 145, Κωνσταντίνου κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (2012) 1 ΑΑΔ 1990.
Οι εφεσίβλητοι, αντίθετα προς την πιο πάνω εισήγηση, προβάλλουν τη θέση, με παραπομπή στη Δ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, πως λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αξιώσεων τους, και των επίδικων θεμάτων που εγείρονταν για να αποφασιστούν από το Δικαστήριο, δεν ήταν αναγκαία για την επιβίωση της διαδικασίας η συνένωση του αντιπροσώπου της περιουσίας του ενάγοντα 3 ως διάδικου ούτε και η έκδοση διατάγματος σύμφωνα με τη Διάταξη 12.
Υποδεικνύουν δε, πως οι επικαλεσθείσες από τον αντίδικο αποφάσεις (ως ανωτέρω καταγράφονται), δεν εφαρμόζονται, καθόσον όλες αφορούσαν κτηματικές διαφορές και αξιώσεις επί ακίνητης ιδιοκτησίας όπου απουσίαζε διάδικος, του οποίου τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επηρεάζονταν από την έκδοση της απόφασης.
Κρίνουμε τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης αβάσιμο.
Οφείλουμε εν πρώτοις να παρατηρήσουμε πως παρά το γεγονός ότι ο ενάγοντας 3 (Βαρνάβα) απεβίωσε προτού καταχωρηθεί, στις 20/10/08, η Έκθεση Απαίτησης (όπως προκύπτει από την παρ. 1 αυτής στην οποίαν καταγράφεται πως «οι ενάγοντες 1 και 2 και ο ενάγοντας 3 μέχρι και το θάνατο του ήταν μόνιμος κάτοικος Αγγλίας.») ωστόσο ο εφεσείων ήγειρε για πρώτη φορά ζήτημα μη ύπαρξης των αναγκαίων διαδίκων, στα πλαίσια της τελικής του αγόρευσης, ήτοι 6 περίπου χρόνια αργότερα.
Σε περίπτωση θανάτου του ενάγοντα, παρέχεται στον αντίδικο διά της Δ.12 θ. 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η δυνατότητα να αξιώσει με αίτηση του, απόρριψη της αγωγής. Και αυτό για να αποφασίζονται έγκαιρα και αποτελεσματικά τέτοια καίριας φύσεως ζητήματα και να μην σπαταλάται δικαστικός χρόνος και χρήμα και να δημιουργείται επί μακρόν αβεβαιότητα στις σχέσεις των διαδίκων.
Την ορθή πορεία τέτοιων διαδικασιών δίδει μεταξύ άλλων η απόφαση Β.Α. Αγρότου κ.α. ν. Ι.Α. Αγρότου, Πολ. Έφ. 288/10 ημερ. 31/5/2016, ECLI:CY:AD:2016:A263, στην οποία λέχθηκε πως:
«Επισημάνουμε ότι το ζήτημα της συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων προς οριστική επίλυση της διαφοράς πρέπει να εγείρεται εγκαίρως και αμέσως μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαιτήσεως με υποβολή σχετικής αίτησης για απόρριψη της αγωγής στα αρχικά στάδια, ώστε να μην αφεθεί η αγωγή να προχωρήσει σε εκδίκαση με αποτέλεσμα την κατασπατάληση δικαστικού χρόνου και εξόδων. Το στάδιο που επέλεξαν οι συνήγοροι των εφεσειουσών να εγείρουν το ζήτημα με το κλείσιμο της υπόθεσης τους, είναι εκτός των παραμέτρων της νομολογίας.»
Βέβαια, ενόψει του ουσιώδους του ζητήματος, ορθά το Δικαστήριο το εξέτασε στο καθυστερημένο στάδιο το οποίο ηγέρθηκε και ορθά αποφάσισε πως δεν επηρεάζε το κύρος της διαδικασίας η απουσία ενός εκ των εναγόντων.
Οι σχετικοί θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Δ.12 θ. 2 και 4) προνοούν για την ακολουθητέα πρακτική στην περίπτωση θανάτου ή πτώχευσης διάδικου και την ανάγκη αντικατάστασης αυτού, εάν το δικαίωμα ή το συμφέρον του αποβιώσαντος, εξακολουθεί να διατηρείται μετά το θάνατο του. Αντίστοιχη με τη Δ.12 θ. 4 είναι η αγγλική Διάταξη Ο. 17 r. 4 όπου στο Annual Practice 1952, σελ. 314-315 διαβάζουμε υπό τον τίτλο «Death of Some Plaintiffs":
«If the interest of a deceased plaintiff survives to the others no order is necessary, but if it does not, his representative may obtain on order"
Στην κρινόμενη περίπτωση, η αξίωση των εναγόντων αφορούσε στην κήρυξη ως άκυρης της διαθήκης της XXXXX λόγω παραβίασης των διατάξεων του Κεφ. 195. Την κήρυξη αυτή, θα μπορούσε να την αξιώσει ακόμη και ένας εκ των συγγενών ο οποίος αντλούσε εκ του Νόμου δικαιώματα και όχι απαραίτητα όλοι. Τα δικαιώματα τους, το ποσοστό επί της περιουσίας και το ύψος του κληρονομικού μεριδίου, θα το ελάμβαναν με τη διαχείριση η οποία θα ακολουθούσε αφού η διαθήκη κηρυσσόταν άκυρη. Η κρινόμενη αγωγή δεν θα παραχωρούσε οποιοδήποτε μερίδιο ή περιουσία στους κληρονόμους ούτως ώστε η παρουσία όλων να καθίσταται απαραίτητη.
Οι αναφερθείσες ως ανωτέρω από τον εφεσείοντα αποφάσεις, αφορούσαν όλες κτηματικές διαφορές, όπως καθορισμό δικαιώματος διόδου, εγγραφή κτήματος και η απόφαση σε αυτές επηρέαζε τα περιουσιακά δικαιώματα των ιδιοκτητών των κτημάτων, των οποίων η παρουσία και εκπροσώπηση στην δικαστική διαδικασία, ήταν απαραιτήτως αναγκαία.
Αναφορικά με την απόφαση Γ. Λάμπρου ν. Ε. Κεφάλα κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1516, η οποία αφορούσε αξίωση με βάση το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, και την οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα στην έφεση αρ. 12/14 επικαλείται επίσης ως σχετική και υποβοηθητική για το συζητούμενο θέμα, παρατηρούμε πως το Εφετείο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η αγωγή για παράνομη επέμβαση δεν μπορούσε να προχωρήσει διότι απουσίαζαν, ως διάδικοι, οι υπόλοιποι συνιδιοκτήτες του ακινήτου επισημαίνοντας πως «.αφού η αιτία αγωγής είναι η διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, κανένα περιουσιακό ή άλλο συμφέρον ή δικαίωμα των λοιπών συνιδιοκτητών δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία....."
Σχετικό επί του θέματος τούτου το απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England (4η έκδοση) Τόμος 37, παρ. 220, το οποίο η κα Ανδρέου επικαλέστηκε και το οποίο αναφέρει κάτω από τον τίτλο "Change of Parties":
"220. Death of bankruptcy of party. Where a party to an action dies or becomes bankrupt but the cause of action survives, the action does not abate by reason of the death or bankruptcy. If there are two or more plaintiffs or defendants, and one of them dies or becomes bankrupt, the action will continue as, between the surviving parties, but where a sole plaintiff or sole defendant dies or becomes bankrupt, the action cannot continue unless and until an order is duly obtained from the Court to carry on the proceedings."
Σημαντικό επίσης να υπομνηστεί πως η αποποίηση κληρονομικών μεριδίων είναι δυνατή με τον τρόπο που καθορίζει το άρθρο 51 του περί Διαχειρίσεων Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 189 και δεν αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός που αναφέρει ο συνήγορος του εφεσείοντα πως εάν παρίστατο στη διαδικασία ο αντιπρόσωπος του ενάγοντα 3 ενδεχομένως να αποδεχόταν την εγκυρότητα της διαθήκης και ουσιαστικά να μην απαιτούσε οτιδήποτε. Αυτό μπορεί να το πράξει, στη διαδικασία της διαχείρισης.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης της 12/14 απορρίπτεται.
Θεωρούμε σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να εξετάσουμε τον μοναδικό εναπομείναντα λόγο της έφεσης 11/14.
Προβάλλεται με αυτόν πως «το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το κληροδότημα του ΑΚΕΛ δεν ήταν άκυρο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 25 του Κεφ. 195. είναι νομικά λανθασμένο και αντίθετο με το πνεύμα και τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.»
Η αιτιολογία του λόγου τούτου καθώς και η συναφής επιχειρηματολογία περιστράφηκε γύρω από τη θέση, ότι ο κατονομαζόμενος κληροδόχος, δηλαδή το ΑΚΕΛ το οποίο είναι νομικό πρόσωπο, επιβεβαίωσε την υπογραφή της Παναγιώτας μέσω του νομίμου αντιπροσώπου και αξιωματούχου του XXXXX Χριστοδούλου, ο οποίος υπέγραψε ως επιβεβαιών μάρτυρας της διαθήκης.
Yποστηρίχθηκε συναφώς πως ο Φ. Χριστοδούλου, ο οποίος παραδεκτά, κατά το χρόνο εκτέλεσης της διαθήκης ήταν (α) μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ (β) μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ και (γ) Επαρχιακός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Λευκωσίας-Κερύνειας και ότι με βάση το καταστατικό του ιδίου κόμματος ήταν εκτελεστικός και υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΑΚΕΛ, ουσιαστικά αντιπροσώπευε το ΑΚΕΛ. Υποστηρίχθηκε επίσης πως ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στην παραδοχή του Φ. Χριστοδούλου ότι υπέγραψε τη διαθήκη ως εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ, ωστόσο δεν έδωσε την αναγκαία βαρύτητα σε αυτή την παραδοχή.
Εντοπίζουν δε λάθος οι εφεσείοντες στην ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο στη λέξη "person" και θεωρούν ότι κακώς δεν αποδέχθηκε ότι η ερμηνεία της λέξης "person" στο άρθρο 25 του Κεφ. 195 είναι η ίδια που αποδίδεται στον όρο «πρόσωπο» του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Ότι δηλαδή στην έννοια «πρόσωπο» περιλαμβάνεται εταιρεία, συνεταιρισμός, σωματείο, οργανισμός και σώμα ατόμων εγγεγραμμένο ή μη.
Ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε κατ' αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 25 του Κεφ. 195 και στο νομικό πρόσωπο το ΑΚΕΛ, το οποίο ενήργησε μέσω νομίμου αντιπροσώπου του και συνεπώς το κληροδότημα προς το ΑΚΕΛ επιβεβαιώθηκε από το ίδιο το ΑΚΕΛ μέσω υψηλόβαθμου και νόμιμου αντιπροσώπου του.
Οι εφεσίβλητοι απορρίπτουν τις ως άνω αιτιάσεις των εφεσειόντων και αφού υιοθετούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποδεικνύουν πως εάν αυτή ήταν η θέση τους, θα έπρεπε να το θέσουν σαφώς τόσο στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος όσο και στην Έκθεση Απαίτησης τους. Θα έπρεπε δε, όπως ισχυρίζονται, σε αυτή την περίπτωση, η αγωγή να καταχωρηθεί εναντίον των εφεσιβλήτων μέσω του αντιπροσώπου τους Φ. Χριστοδούλου.
Ισχυρίζονται περαιτέρω πως, όπου ο Νομοθέτης δίδει το δικαίωμα σε τρίτο πρόσωπο να υπογράφει σε διαθήκη μέσω αντιπροσώπου, το κάνει ρητά, όπως συμβαίνει με το άρθρο 23 του Κεφ. 195 για την υπογραφή του διαθέτη, η οποία μπορεί να δοθεί μέσω αντιπροσώπου υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται. Για τους επιβεβαιωτές μάρτυρες δεν υπάρχει ανάλογη πρόνοια, καθώς αυτοί επιβάλλεται να παρίστανται προσωπικά.
Παραπομπή έγινε στο σύγγραμμα Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο, του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη όπου στη σελ. 93 αυτού γίνεται επίκληση της Αγγλικής απόφασης Hudson v. Parker (1844) 1 Rob Ecc 14, 24.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την γενομένη εισήγηση για τον ορισμό της λέξης "person" αναφέροντας τα ακόλουθα, τα οποία μας βρίσκουν πλήρως σύμφωνους.
«Δεν είναι βέβαια δυνατό να γίνει αποδεκτή η εισήγηση αυτή. Ενώ και η υπόθεση Στιβαδώρου ν. Χατζηκωστή (2002) 1 ΑΑΔ 497, στην οποία έγινε αναφορά, δεν προσφέρει πραγματικά οποιοδήποτε έρεισμα. Εκεί είχε αποφασιστεί ότι η λέξη «πρόσωπο» στο άρθρο 31 (α) του Νόμου, Κεφ. 195, δυνατό να είναι και πλάσμα δικαίου, προς το οποίο μπορεί να γίνει κληροδοσία. Πρόκειται για ξεκάθαρη θέση η οποία συνάδει πλήρως με τη λογική των πραγμάτων όσον αφορά το θεσμό της διαθήκης.
Στην ίδια δε υπόθεση που αναφέρεται πιο πάνω υπάρχει και η παρατήρηση ότι, «Ενέχει.. ο όρος αυτός, (ήτοι η λέξη «πρόσωπο»), την έννοια που του αποδίδεται στο Κεφ. 1, εκτός αν άλλως προκύπτει από το αντικείμενο της νομοθεσίας ή στο πλαίσιο στο οποίο απαντάται». Όμως, το αντικείμενο της νομοθεσίας όταν η σχετική πρόνοια αναφέρεται σε «πρόσωπο» το οποίο ως μάρτυρας επιβεβαιώνει την υπογραφή του διαθέτη, προσυπογράφοντας τη διαθήκη, (άρθρο 23), είναι διαφορετικό από ό,τι στο άρθρο 31(α), που αναφέρεται πιο πάνω. Όπως διαπιστώνεται στην υπόθεση The Re Royce's Will Trust (1959) 3 All E.R. 278, στις σελ. 280 έως 281:
".the object of these enactments was to protect a testator who was in extremis, or otherwise weak and not capable of exercising judgment, from being imposed on by someone who came and presented him with a will for execution under which the person in question was himself substantially interested".
Προτού εξετάσουμε το άρθρο 25, υπενθυμίζουμε το άρθρο 24 το οποίο υπό τον τίτλο «ικανότητα μαρτύρων που επιβεβαιώνουν», επιτακτικά απαιτεί όπως οι μάρτυρες πρέπει να είναι πρόσωπα τα οποία έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, να έχουν σώας τας φρένας και να έχουν την ικανότητα να υπογράφουν. Στοιχεία και ιδιότητες τα οποία δεν έχει ένα νομικό, αλλά μόνο ένα φυσικό πρόσωπο. Και αυτό για να είναι σε θέση να καταστεί μάρτυρας, εάν χρειαστεί, σε περίπτωση αμφισβήτησης της εγκυρότητας της διαθήκης.
To άρθρο 25 του Κεφ. 195 προνοεί τα ακόλουθα:
«25. Αv αφήvεται κληρoδoσία με διαθήκη (η oπoία δεv υπάρχει και εξαιρείται επιβάρυvσης ή oδηγιώv για τηv πληρωμή χρέoυς) πρoς όφελoς πρoσώπoυ πoυ επιβεβαίωσε ως μάρτυρας τηv εκτέλεση της διαθήκης αυτής ή πρoς όφελoς τoυ ή της συζύγoυ ή τέκvoυ τoυ, η κληρoδoσία αυτή, κατά τηv έκταση και μόvo πoυ αφoρά τo μάρτυρα, τo ή τη σύζυγo ή τέκvo τoυ ή τρίτo πoυ αξιώvει μέσω αυτώv είvαι oλoκληρωτικά άκυρη και στερημέvη έvvoμης συvέπειας o μάρτυρας αυτός πoυ επιβεβαιώvει είvαι δεκτός ως μάρτυρας για απόδειξη της εκτέλεσης της διαθήκης αυτής ή για απόδειξη τoυ έγκυρoυ ή άκυρoυ της διαθήκης αυτής, αvεξάρτητα από τηv εv λόγω διαθήκη πoυ αvαφέρει τέτοια κληροδοσία»
Το ρηθέν άρθρο είναι αντίστοιχο (σχεδόν πανομοιότυπο) με το άρθρο 15 του Will Act 1837 το οποίο έτυχε πραγμάτευσης σε αρκετές Αγγλικές αποφάσεις, όπως κατωτέρω αναφέρουμε.
Η φιλοσοφία και ο σκοπός της εν λόγω ρύθμισης είναι η προσπάθεια αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ της ιδιότητας του μάρτυρα και της ιδιότητας του κληροδόχου σε διαθήκη για την εγκυρότητα της οποίας ο μάρτυρας θα κληθεί να καταθέσει. Εάν ο μάρτυρας έχει συμφέρον, ενδεχομένως να παρασυρθεί να ισχυρισθεί πως η διαθήκη έχει δεόντως εκτελεστεί ακόμη και εάν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, ώστε να αποκτήσει το όφελος από τη διαθήκη. Όπως ετέθη από το Lord Evershed, M.R. στην Ιn Re Royce Will Trust (1959) 3 All E.R. at pp 280-1 και αυτούσιο υιοθετήθηκε στην απόφαση Δικαστηρίου του Καναδά, την McNee et al. v. Brown et al., (2003) NBQB 236 (όπου το άρθρο 12(1) αντιστοιχεί με το άρθρο 15(1) του Will Act 1837):
"The purpose of section 12(1) of the Wills Act is to ensure that a testator's disposition truly and freely expresses that testator's wishes, uncoerced by outside influence and in particular by someone who may have an interest in the will being executed. It is meant to protect against potential conflicts of interest, duress, or undue influence that a beneficiary could exercise on a testator."
Στην τελευταία απόφαση McNee (ανωτέρω), τονίστηκε πως η ορθότητα της απόλυτης απαγόρευσης εναντίον της λήψης κληροδοτήματος από επιβεβαιωτή μάρτυρα έχει εδραιωθεί σε πολλές χώρες περιλαμβανομένης της Αυστραλίας, ΗΠΑ και Καναδά και σημειώθηκε το γεγονός πως το συγκεκριμένο άρθρο, πέραν της παρέλευσης τόσων χρόνων από τη θέσπιση του, δεν έχει τροποποιηθεί.
Με βάση τη ρύθμιση αυτή, κληροδοσία που αφήνετο σε σύζυγο επιβεβαιωτή μάρτυρα κρίθηκε άκυρη και η σχετική αξίωση της απορρίφθηκε (In re Townsend's estate Townsend v. Townsend (1886) 34 Ch. D. 357). Την απόφαση αυτή ακολούθησαν και άλλες [Doland's Will Trusts, Re Westminster Bank Ltd v. Philips (1969) 3 WLR 614, McNee v. Brown (ανωτέρω)].
Πέραν τη ρητής καταγραφής κληροδοτήματος προς όφελος προσώπου του οποίου η υπογραφή ετέθη ως μάρτυρα στη διαθήκη, έχει κριθεί πως ακόμη και οδηγίες με τις οποίες δικηγόρος αναλάμβανε ως εκτελεστής και εμπιστευματοδόχος και μπορούσε να χρεώσει επαγγελματικά τέλη, αυτό συνιστούσε ευεργέτημα υπό την έννοια που έθετε το άρθρο 15 και συνεπώς εάν ο δικηγόρος υπέγραφε τη διαθήκη ως μάρτυρας αποκλειόταν από την αξίωση του δικαιώματος είσπραξης τελών (In re Borber Burgess v. Yinnicome (1886) 31 Ch. D. 665).
Προκύπτει σαφέστατα από τα ανωτέρω, η αυστηρότητα του άρθρου 25 η οποία άπτεται των τυπικών αλλά και ουσιαστικών προϋποθέσεων της εγκυρότητας και ορθής εκτέλεσης μιας διαθήκης. Οι συνέπειες από την παράβαση του καθιστούν τη διαθήκη άκυρη και χωρίς έννομη συνέπεια και αποτελούν ξεχωριστές περιπτώσεις ακυρότητας διάθεσης κληροδοτήματος, όταν αυτό διατίθεται, είτε πέραν του διαθέσιμου μέρους της περιουσίας είτε κατόπιν ψυχικής πίεσης. Γι' αυτό το λόγο, θα πρέπει αυστηρά και ειδικά να εξειδικεύονται οι λόγοι ακυρότητας.
Η αξίωση των εφεσειόντων, προέβαλλε ως βάσεις ακύρωσης της διαθήκης την παράβαση του άρθρου 41 του Νόμου και τη διαμόρφωση συνθηκών οι οποίες επηρέασαν τη βούληση της διαθέτιδος.
Πουθενά, είτε στην Οπισθογράφηση Απαιτήσεως, είτε στην Έκθεση Απαίτησης είτε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την καταχώρηση της αγωγής, προβάλλεται λόγος ακυρότητας της διαθήκης ως εκτελεσθείσα κατά παράβαση του άρθρου 25 του Νόμου.
Αντίθετα, από το όλο κείμενο της Έκθεσης Απαίτησης αναδεικνύονται ισχυρισμοί περί ακυρότητας της διαθήκης λόγω άσκησης ψυχικής πίεσης και/ή επηρεασμού της XXXXX εκ μέρους αξιωματούχων του ΑΚΕΛ, ως αποτέλεσμα των οποίων κληροδοτησε την περιουσία της το εν λόγω κόμμα, αποκληρώνοντας ουσιαστικά τους συγγενείς της/εφεσείοντες. Με αυτό τον τρόπο εγείρετο το θέμα παρουσίας εκπροσώπου του ΑΚΕΛ κατά την υπογραφή της διαθήκης και όχι όπως εκ των υστέρων το ενέταξαν στην επιχειρηματολογία τους οι εφεσείοντες. Ότι δηλαδή, η παρουσία του συγκεκριμένου μάρτυρα επηρέασε τη βούληση της XXXXX, ασκώντας ουσιαστικά αθέμιτα ψυχική πίεση για σύνταξη διαθήκης προς όφελος του ΑΚΕΛ. Ισχυρισμοί οι οποίοι εν τέλει εγκαταλείφθηκαν αφού οι σχετικοί λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν.
Σημειώνουμε, πως η μόνη παράγραφος στην οποία γίνεται αναφορά στην υπογραφή της διαθήκης παρουσία του Μ.Υ.2 Χριστοδούλου, είναι η παράγραφος 15 της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία όμως συναρτάται άμεσα με τις προηγούμενες και επόμενες και σχετίζονται με τους ισχυρισμούς περί σχέσεως εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε μεταξύ XXXXX και μάρτυρα, η οποία την έπεισε να διαθέσει την περιουσία της στο ΑΚΕΛ.
Κρίνουμε συνεπώς πως η απουσία δικογράφησης του σοβαρού αυτού ζητήματος, ώστε να επιτρέπει στους αντιδίκους να τοποθετηθούν και να προσκομίσουν την αναγκαία μαρτυρία, δεν επέτρεπε τη συζήτηση και εξέταση του θέματος. Γι' αυτό και δεν θα εξεταστεί από το Εφετείο και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα ο πρώτος λόγος έφεσης της 11/14 και η ίδια η έφεση απορρίπτεται.
Επανερχόμαστε στην έφεση αρ. 12/14.
Με το 2ο λόγο αυτής προβάλλεται πως το Δικαστήριο «εσφαλμένα παρεχώρησε θεραπεία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 41 του Κεφ. 195 αφού η θεραπεία δεν περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση που επιβεβαίωσε την απαίτηση.»
Έγινε προσπάθεια με το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα να τρωθεί η ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την αγωγή με τον ισχυρισμό ότι δεν κάλυπτε όλα τα γεγονότα επί των οποίων στηριζόταν, ότι έγινε μόνο από τον ένα εκ των εναγόντων ο οποίος μάλιστα δεν εξηγούσε εάν οι ενάγοντες ήσαν οι μόνοι κληρονόμοι και ότι ουσιαστικά δεν κάλυπτε τις απαιτήσεις της Δ.2 θ. 5 ώστε να είναι ικανοποιητική για υποστήριξη της αξίωσης.
Η θέση αυτή, της μη έγκυρης ένορκης δήλωσης, δεν ηγέρθηκε ούτε προωθήθηκε ούτε με το δικόγραφο της έκθεσης υπεράσπισης ούτε με λήψη δικονομικών μέσων ούτε κατά την ακροαματική διαδικασία, ώστε να υπάρχει η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού και συνεπώς οι εν λόγω θέσεις απορρίπτονται, με δεδομένη τη νομολογιακή αρχή ότι διάδικος δεν δικαιούται να εγείρει στην έφεση ζητήματα τα οποία δεν αποτέλεσαν επίδικα ζητήματα στην πρωτόδικη διαδικασία (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608, Ανδρέου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. 393/2014, ημερ. 13/10/2015), ECLI:CY:AD:2015:A675.
Με την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου προβάλλεται η θέση πως η παρούσα αγωγή θεωρείται probate action και γιαυτό το λόγο καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση επιβεβαιώνουσα την απαίτηση. Με βάση αυτή την ένορκη δήλωση προσβάλλεται το κύρος της επίδικης διαθήκης με τον ισχυρισμό ότι η αποβιώσασα κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε τη ψυχική ικανότητα και/ή βρισκόταν κάτω από ψυχική πίεση. Γίνεται δε επίκληση σχετικής ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 21/9/08 το οποίο απέρριψε αίτηση τροποποίησης των εναγόντων για προσθήκη ισχυρισμού ότι η κληροδοσία που αναφέρεται στην εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη καθότι παραβιάζει τις πρόνοιες του Κεφ. 195.
Συνεπώς θεωρούν πως ο μόνος λόγος ο οποίος καλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι η ακυρότητα της διαθήκης λόγω ψυχικής πίεσης και οποιεσδήποτε άλλες αξιώσεις, ως μη καλυπτόμενες από αυτήν, δεν μπορούσαν ούτε να προβληθούν, ούτε να εξεταστούν.
Έχουμε διεξέλθει το σχετικό φάκελο της διαδικασίας καθώς και τα δικόγραφα. Σχετικές οι παρ. 19 και 21 της έκθεσης απαίτησης διά της οποίας επιζητείται αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων/εφεσειόντων για διανομή με βάση τα κληρονομικά τους μερίδια όπως αυτά καθορίζονται στο Κεφ. 195. Οι συγκεκριμένες παράγραφοι καλύπτονται από τις παρ. Η και Θ του κλητηρίου εντάλματος και την ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την καταχώρηση της αγωγής. Γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση του απόφαση ημερ. 28/5/2009 απέρριψε αίτημα του εφεσίβλητου 2 για διαγραφή τους. Η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβάλλεται ούτε αμφισβητείται η ορθότητα της από τον εφεσείοντα, ο οποίος κρίνουμε, ότι έχει αποδεχθεί την ορθότητα της ένορκης δήλωσης και της σχετικότητας των εν λόγω παραγράφων με τις οποίες οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι διεκδικούσαν το κληρονομικό τους μερίδιο.
Συνεπώς ο 2ος λόγος έφεσης, ως αβάσιμος, απορρίπτεται.
Mε τον 3ο λόγο έφεσης εγείρεται πως το Δικαστήριο «εσφαλμένα προχώρησε και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εναγόμενου 2 ως εκτελεστή της διαθήκης του αποβιώσαντος αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία δεν διορίστηκε από το Δικαστήριο ως εκτελεστής».
Ως αιτιολογία προβάλλεται το αναντίλεκτο γεγονός πως ο εν λόγω δεν είχε διοριστεί εκτελεστής αλλά ήταν προτιθέμενος εκτελεστής της διαθήκης του XXXXX Κιρκοριάν. Αποτελεί τη θέση τους πως, ως εναγόμενοι, θα έπρεπε να συμπεριληφθούν οι κληρονόμοι του Κιρκοριάν και όχι ο ίδιος.
Ασχέτως του γεγονότος πως δεν υπάρχει πλέον ένσταση για διορισμό του εφεσείοντα ως εκτελεστή, όπως αναφέρουν στο περίγραμμα τους οι εφεσίβλητοι, το ζήτημα παραμένει προς εξέταση, για την ορθότητα του ευρήματος σύμφωνα με τα ουσιώδη κατά τον επίδικο χρόνο γεγονότα.
Προς επίλυση του ζητήματος τούτου πρέπει να αναφερθούν κάποια αναντίλεκτα γεγονότα. Μεταξύ Κιρκοριάν και ΑΚΕΛ συνάφθηκε συμφωνία διανομής προς διευθέτηση των αμφισβητήσεων και απαιτήσεων που ήγειρε ο Κιρκοριάν, προτού επικυρωθεί η επίδικη διαθήκη και πριν εκδοθεί το επίδικο παραχωρητήριο. Οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι ισχυρίζοντο ότι η συμφωνία διανομής είναι άκυρη κι αξίωναν απόφαση δυνάμει της οποίας να κηρύσσεται άκυρη και στερούμενη νομικής ισχύος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η εν λόγω συμφωνία ημερ. 15/12/2006 με την οποία διευθετείτο πως οι Κιρκοριάν και ΑΚΕΛ θα ελάμβαναν ανά ½ μερίδιο σε ολόκληρη την περιουσία της XXXXX (πλην ενός ακινήτου το οποίο βρίσκεται εντός της πόλης της Λάρνακας το οποίο θα ελάμβανε ο Κιρκοριάν) ήταν άκυρη, αφού αντίκειτο προς το Νόμο και τα κληρονομικά δικαιώματα των εφεσιβλήτων. Αυτό το εύρημα δεν εφεσιβάλλεται.
Δεδομένης επομένως της αξίωσης αυτής των εφεσιβλήτων και το ότι ο εφεσείων κατονομάζεται εκτελεστής στη διαθήκη του Κιρκοριάν, ορθά περιλήφθηκε ως εναγόμενος 2, προς επίλυση των θεμάτων που εγείρονταν και αφορούσαν τα συμφέροντα του Κιρκοριάν.
Τα αναφερόμενα στη Μαυρονικόλα ως κατονομαζόμενος εκτελεστής της διαθήκης της Β.Γ Καθητζιώτη ή Θράκκα κα. ν. Κ. Φοινιώτη κα (1997) 1 ΑΑΔ 1659 εφαρμόζονται και στην παρούσα:
«Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα λόγω της μη επικύρωσης της διαθήκης είναι εσφαλμένη. Το δικαίωμα του εκτελεστή πηγάζει από τη διαθήκη, γεγονός που του παρέχει δικαίωμα για προάσπιση των συμφερόντων της περιουσίας του αποβιώσαντος, νοουμένου ότι η διαθήκη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικύρωσης.»
Διαφωτιστικά επίσης τα αναφερόμενα στην απόφαση Ingall ν. Moran (1944) 1 All ER 97, όπου υποδείχθηκε πως το πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται εκτελεστής σε μια διαθήκη μπορεί να εγείρει αγωγές προτού λάβει σχετικό διάταγμα, θέση η οποία στηριζόταν στο Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, Τόμος 37, παρ. 730, η οποία πραγματευόμενη το θέμα αναφέρει:
«730. Acts done before probate. An executor may generally do before probate all things which pertain to the executional office.."
Συνεπώς ο τρίτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.
Mε τον 4ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου, το οποίο αναγνώρισε τους εφεσίβλητους ως κληρονόμους και ως έχοντες δικαίωμα και νόμιμο συμφέρον για προσβολή της διαθήκης.
Ο εφεσείων θεωρεί πως ακόμη και χωρίς διαθήκη, οι εφεσίβλητοι/αδελφότεκνοι δεν κληρονομούν αφού σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κεφ. 195, αποκλειστικός κληρονόμος σε αυτή την περίπτωση είναι ο επιζών σύζυγος. Εισηγείται περαιτέρω πως το άρθρο 41 του Νόμου και οι πρόνοιες του, έχουν τεθεί για προστασία συγκεκριμένων προσώπων, ένα από τα οποία είναι ο σύζυγος της Παναγιώτας, ενώ οι εφεσίβλητοι δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα που προστατεύονται από τις εν λόγω διατάξεις.
Οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν βέβαια τις ανωτέρω θέσεις και επικαλούνται τις πρόνοιες των άρθρων 41, 44 και 46 του Νόμου, οι οποίες τους παρέχουν, σύμφωνα με την εισήγηση τους, σαφή κληρονομικά δικαιώματα επί της περιουσίας της Παναγιώτας.
Υποδεικνύουν πως σύμφωνα με το Νόμο το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς το οποίο η XXXXX μπορούσε να διαθέσει στο ΑΚΕΛ ήταν το ήμισυ της καθαρής αξίας της. Σύμφωνα δε με το άρθρο 41(2) η μείωση του κληροδοτήματος επιβάλλεται να περιοριστεί στο διαθέσιμο μέρος, χωρίς όμως να καθορίζει τα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν την δια νόμου μείωση και περικοπή.
Προτού παραθέσουμε το μέρος της πρωτόδικης απόφασης επί του σημείου τούτου, το οποίο επίλυσε κατά απόλυτα ορθό τρόπο το ζήτημα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε κάποιες έννοιες και όρους του Κεφ. 195.
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 αυτού,
«αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς» σημαίνει ολόκληρο ή μέρος, ανάλογα με την περίπτωση, του διαθέσιμου μέρους της κληρονομιάς που δεν διατέθηκε με διαθήκη.»
«διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς» σημαίνει το μέρος της κινητής ιδιοκτησίας και ακίνητης ιδιοκτησίας προσώπου, το οποίο δύναται να διαθέσει με διαθήκη.»
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 41:
«41.-(1) Εκτός όπως πρovoείται στo άρθρo 42, όταv πρόσωπo απoβιώσει αφήvovτας-
(α) σύζυγo και τέκvo ή σύζυγo και κατιόvτα τέκvoυ ή όχι σύζυγo αλλά τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς δεv θα υπερβαίvει τo έvα τέταρτo της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς
(β) σύζυγo ή πατέρα ή μητέρα, αλλά όχι τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς δεv θα υπερβαίvει τo ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς
(γ) oύτε σύζυγo, oύτε τέκvo oύτε κατιόvτα τέκvoυ, oύτε πατέρα oύτε μητέρα, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς είvαι τo σύvoλo της κληρovoμιάς.
Επομένως, με δεδομένο ότι ο σύζυγος της XXXXX βρισκόταν εν ζωή κατά το χρόνο του θανάτου της, αυτή μπορούσε να διαθέσει με διαθήκη μόνο το ½ της περιουσίας της.
Το μερίδιο του επιζώντος συζύγου στο μη διαθέσιμο ή και στο αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 44, ανάλογα και το ποιοι άλλοι συγγενείς αποβιώσαντα βρίσκονταν στη ζωή κατά την ημέρα του θανάτου του και συγκαταλέγονται στους συγγενείς του.
Συμφωνούμε με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε επιλύοντας το συζητούμενο θέμα, το οποίο και παραθέτουμε:
«Επομένως, το ερώτημα το οποίο θα πρέπει άμεσα να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι ενάγοντες όντες συγγενείς της Παναγιώτας συγκαταλέγονται, συγχρόνως, στους κληρονόμους της. Αποτελεί κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι αυτοί είναι παιδιά προαποβιωσάντων αδελφιών της και άρα συγγενείς της στον τρίτο βαθμό πλαγίως. Αυτό προκύπτει από το σχετικό Πίνακα του Δεύτερου Παραρτήματος, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 48(2) και τιτλοφορείται «Πίνακας Βαθμών Συγγένειας». Όμως, η διαδοχή σε κληρονομιά δεν ακολουθεί, κατ' ανάγκη, τους βαθμούς συγγένειας. Το θέμα αυτό ρυθμίζεται από το άρθρο 46, το οποίο προνοεί τα εξής:
«46. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ως προς την αναξιότητα προσώπων για διαδοχή σε κληρονομιά και με την επιφύλαξη της μερίδας επιζώντος συζύγου του αποβιώσαντος, η τάξη προσώπου ή προσώπων τα οποία με το θάνατο του αποβιώσαντος καθίστανται δικαιούχα βάσει του νόμου στο μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς και στο τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς και οι μερίδες στις οποίες αυτοί δικαιούνται, αν είναι περισσότεροι από ένας, είναι όπως καθορίζονται στις διάφορες στήλες του Πρώτου Παραρτήματος:
Νοείται ότι πρόσωπα μιας τάξης αποκλείουν πρόσωπα απώτερης.»
Υπάρχει στο Πρώτο Παράρτημα πίνακας ο οποίος τιτλοφορείται «Διαδοχή των Συγγενών», όπου παρατίθεται η σειρά διαδοχής των συγγενών αποβιώσαντος προσώπου σε τάξεις. Από το περιεχόμενο του πιο πάνω παραρτήματος προκύπτει ότι προτεραιότητα στην κληρονομιά του αποβιώσαντος δίδεται στα τέκνα του και στους κατιόντες διαδοχής συγκαταλέγονται οι γονείς του αποβιώσαντος, τα αδέλφια του και τα παιδιά τους. Στην τάξη αυτή υπό το 2(β), σαφώς, συγκαταλέγονται οι ενάγοντες αφού είναι παιδιά προαποβιωσάντων αδελφιών της XXXXX και οι οποίοι, στην απουσία πλησιέστερων σε βαθμό συγγένειας συγγενών, δυνατό να είναι δικαιούχοι στο μη διαθέσιμο μέρος και στο τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς της. Τηρουμένων, βέβαια, των προνοιών του άρθρου 46, ανωτέρω, αναφορικά με τη μερίδα του επιζώντος συζύγου, δηλαδή του Κιρκόρ. Επομένως, από την κατάληξη αυτή διαπιστώνεται ότι οι ενάγοντες έχουν locus standi στην παρούσα αγωγή, όμως, αυτό δεν είναι και το τέλος της παρούσας συζήτησης.
Το ζήτημα το οποίο εγείρεται περαιτέρω, προκύπτει από το γεγονός ότι η Παναγιώτα διάθεσε με διαθήκη ολόκληρη την περιουσία της κινητή και ακίνητη, εκτός του μέρους που αναφέρεται προηγουμένως, στο ΑΚΕΛ, δηλαδή στους εναγόμενους 3. Πόση από την περιουσία του δικαιούται να διαθέσει ένα πρόσωπο με διαθήκη ρυθμίζεται από το άρθρο 41. Στο βαθμό που ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, προνοεί τα εξής:
«41.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο 42, όταν πρόσωπό αποβιώσει αφήνοντας -
(α) ...............
(β) σύζυγο ή πατέρα ή μητέρα, αλλά όχι τέκνο ή κατιόντα τέκνου, το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς δεν θα υπερβαίνει το ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρονομιάς·
(γ) ............... -
(2) Όταν πρόσωπο, το οποίο έχει διαθέσει με διαθήκη μέρος της κληρονομιάς του το οποίο είναι μεγαλύτερο από το διαθέσιμο μέρος της, η διάθεση αυτή μειώνεται και περικόπτεται ανάλογα, ώστε να περιοριστεί στο διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς:
Νοείται ότι καμιά τέτοια μείωση και περικοπή δεν γίνεται, όταν κάποιο πρόσωπο αποβιώσει αφήνοντας σύζυγο, αλλά ούτε τέκνο ή κατιόντα τέκνου, ούτε πατέρα ούτε μητέρα και το μέρος της περιουσίας του που διατέθηκε με διαθήκη είναι μεγαλύτερο από τη διαθέσιμη μοίρα, το οποίο δυνατό να ανέρχεται μέχρι το σύνολο της νόμιμης μοίρας, κληροδοτήθηκε στον επιζώντα σύζυγο.»
Δεδομένης της πρόνοιας στο άρθρο 41(1)(β), ανωτέρω, και του γεγονότος ότι κατά την ημέρα' του θανάτου της Παναγιώτας ο σύζυγος της Κιρκόρ βρισκόταν στη ζωή, η διάθεση ολόκληρης της περιουσίας της με τη διαθήκη σαφώς αντίκειτο προς τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. Ενώ, να σημειωθεί, συγχρόνως, πως δεν εφαρμόζονται και οι πρόνοιες στην επιφύλαξη του εδαφίου (2) του ίδιου άρθρου, αφού στην προκειμένη περίπτωση ο κληροδόχος δεν είναι ο Κιρκόρ αλλά το ΑΚΕΛ. Ενώ, μια επιπρόσθετη παρατήρηση αφορά στο ότι, με βάση τις πρόνοιες, ανωτέρω, καθώς επίσης αυτές στο άρθρο 36, το θέμα ως προς το ποια περιουσία μπορεί τελικώς να διατεθεί με διαθήκη, κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση κατά το χρόνο που η Παναγιώτα απεβίωσε, του Κιρκόρ ευρισκομένου ακόμα στη ζωή, το κληροδότημα προς το ΑΚΕΛ, ισχύουσας της διαθήκης, δε θα έπρεπε να υπερέβαινε το ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρονομιάς, όπως ο Νόμος επιτακτικά ορίζει στο άρθρο 41(1)(β).
Το άλλο ήμισυ από αυτή αποτελεί το «δυνάμει του νόμου μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς». Η διάθεση του εφόσον υπάρχει επιζών σύζυγος, στην προκειμένη περίπτωση ο Κιρκόρ, ρυθμίζεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 44. Στο βαθμό που ενδιαφέρει, το άρθρο αυτό προνοεί τα εξής:
«44. Όταν πρόσωπο αποβιώσει αφήνοντας σύζυγο, η σύζυγος αυτή ή ο σύζυγος αυτός δικαιούνται, μετά την αποπληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων με τα οποία βαρύνεται η κληρονομιά, σε μερίδα βάσει του νόμου στο μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς και στο τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς ως ακολούθως, δηλαδή -
Αν αυτός που απεβίωσε ή αυτή που απεβίωσε, εκτός από το σύζυγο ή από τη σύζυγο -
(α)
(β) δεν άφησε τέκνο, ούτε κατιόντα του αλλά άφησε ανιόντα ή κατιόντα του μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας με το πρόσωπο που απεβίωσε, η μερίδα αυτή είναι το ήμισυ βάσει του νόμου του μη διαθέσιμου μέρους της κληρονομιάς και του αδιάθετου μέρους της κληρονομιάς·
(γ) ..............................
(δ) ............................. .»
Όπως διαπιστώθηκε ήδη οι ενάγοντες είναι συγγενείς της XXXXX με τρίτο βαθμό συγγένειας προς αυτή, ως παιδιά που είναι των προαποβιωσάντων αδελφιών της. Ανήκουν δε στη δεύτερη τάξη των κληρονόμων, όσον αφορά το θέμα της διαδοχής. Οπότε, με βάση τις πρόνοιες στα άρθρα 44(β) και 46, ανωτέρω, συγκαταλέγονται, μαζί με τον Κιρκόρ, στους κληρονόμους της XXXXX, και δικαιούνται μερίδιο στην κληρονομιά της στο μη διαθέσιμο μέρος αυτής, στην έκταση που οι πρόνοιες των προαναφερθέντων άρθρων ορίζουν. Δηλαδή, στο ένα δεύτερο του εν λόγω μέρους σε ίσες μερίδες ενώ το άλλο ένα δεύτερο το δικαιούτο, ασφαλώς, ο Κιρκόρ. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι έχει ήδη διαπιστωθεί πως οι ενάγοντες έχουν locus standi στην παρούσα αγωγή, γεγονός το οποίο συγκεκριμενοποιείται με την πιο πάνω κατάληξη.»
Θα θέλαμε περαιτέρω να επισημάνουμε πως σκοπός του Νομοθέτη ήταν η προστασία μελών της άμεσης οικογένειας του διαθέτη όπως συζύγου και τέκνα αυτού, χωρίς όμως να εμποδίζεται από το Νόμο να διαθέσει και σε τρίτο πρόσωπο κάποιο περιορισμένο, ανάλογα με το ποιους συγγενείς καταλείπει, μερίδιο από την περιουσία του.
Έτσι, θα ήταν ορθή η θέση του εφεσείοντα, εάν η XXXXX δεν άφηνε σύζυγο και κληροδοτούσε ολόκληρη την περιουσία της στο ΑΚΕΛ ή εάν ασκώντας το δικαίωμα που της παρείχε το άρθρο 41(2) κατέλειπε ολόκληρη την περιουσία της στο σύζυγο της. Γι' αυτό και οι επικαλούμενες από αυτόν αποφάσεις Ιoannou & others ν. Μarcou (1981) 1 CLR 349 και Antoniades and another v. Solomonidou (1980) 1 CLR 441 διαφοροποιείται από την παρούσα, καθότι σε εκείνες ο διαθέτης κατέλειπε με διαθήκη όλη την περιουσία στον επιζώντα σύζυγο του.
Με δεδομένο ότι αφήνει σύζυγο και συνεπώς παρέμεινε μη διαθέσιμο μέρος δυνάμει του άρθρου 41, τότε ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 44 διά του οποίου δικαιούνται κληρονομικό μερίδιο οι περιγραφόμενοι συγγενείς και περιορίζεται η μοίρα του συζύγου.
Συνακόλουθα και ο τέταρτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και η έφεση 12/14 απορρίπτεται.
Οι εφέσεις 11/2014 και 12/2014 απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα, σε αμφότερες τις εφέσεις, υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας