ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A68
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε211/14)
22 Φεβρουαρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
L.P. LOUKAIDES LTD,
Εφεσειόντων,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων,
......
Ε. Ευθυμίου, για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Α. Μαστίχη (κα), για Αχιλλεύς & Αιμίλιος, Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Μετά από διά κλήσεως αίτηση των Εναγόντων/Αιτητών («οι Εφεσίβλητοι») ημερομηνίας 6.2.14 για συνοπτική απόφαση («η αίτηση για συνοπτική απόφαση») κατά των Εναγόμενων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες») - στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας 7273/13 ημερομηνίας 15.11.13 («η Αγωγή») - το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), την 2.9.14 εξέδωσε συνοπτική απόφαση εναντίον των Εφεσειόντων, ως η Αγωγή («η Πρωτόδικη Απόφαση»).
Αντικείμενο της Αγωγής ήταν απαίτηση των Εφεσίβλητων κατά των Εφεσειόντων για την καταβολή από τους τελευταίους, οφειλόμενων τελών αποχετεύσεως (για τα έτη 1991-2001) εν σχέσει προς ακίνητη τους ιδιοκτησία εντός των ορίων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν είχε ικανοποιηθεί ότι οι Εφεσείοντες αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην Αγωγή, ή ανταπαίτηση «. η οποία να πληροί τα νομολογημένα κριτήρια ώστε να δοθεί άδεια να εγερθεί στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής .», και πως ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθεί συνοπτική απόφαση εναντίον τους και υπέρ των Εφεσίβλητων «. ως η παρα. Α, Β, Γ και Δ της Έκθεσης Απαίτησης, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο).
Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση με τρεις λόγους έφεσης. Λέγουν, διά του λόγου έφεσης 1, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και αποκλίνοντας από τις βασικές νομολογιακές αρχές, τους αποστέρησε το δικαίωμα να καταχωρίσουν υπεράσπιση διότι «. κατά κανόνα δίδεται άδεια οι Εναγόμενοι να προβάλουν την Υπεράσπιση τους, έστω και αν οι τελευταίοι παραδέχονται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση .». Παρομοίως, με τον λόγο έφεσης 2, ισχυρίζονται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές της «. απόφασης Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 22», με παρεπόμενο να αποφανθεί ότι δεν ικανοποιούνται «. τα 3 χαρακτηριστικά που προσδιόρισε η εν λόγω απόφαση εφόσον έκρινε ότι η εκδοχή της ανταπαίτησης δεν συνδέεται άμεσα με τους λόγους Υπεράσπισης». Αυτό, γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων οι οποίοι, εκτός από επίκληση της νομοθεσίας, αναφέρθηκαν και σε γεγονότα «. τα οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τους λόγους Υπεράσπισης». Περιπλέον, οι Εφεσείοντες υποβάλλουν πως «. στην ανταπαίτηση τους αναφέρονται σε ζημιές περί των €20.000- τις οποίες υπέστηκαν τα υποστατικά, τα αναφερόμενα εις την Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων ακίνητα από το 1991 μέχρι σήμερα, συνεπεία του αποχετευτικού και της κακής και/η αμελούς και/η πλημμελούς συντήρησης αυτού από τους Ενάγοντες». Τέλος, με τον λόγο έφεσης 3, οι Εφεσείοντες προβάλλουν πως κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο τούς αποστέρησε το δικαίωμα υπεράσπισης κρίνοντας «. ότι θα προκληθεί αχρείαστη καθυστέρηση της παρούσας αγωγής». Το σφάλμα, ως προτάσσουν, σύγκειται στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε πως οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν την Αγωγή «. στην ουσία 12 χρόνια μετά την ισχυριζόμενη γέννηση της αξίωσης τους .», και πως (η εξέλιξη αυτή) «. μπορεί τοιουτοτρόπως να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά σ' αυτήν ενώ στην περίπτωση που το Δικαστήριο επέτρεπε την Υπεράσπιση, θα διδόταν και ο κατάλληλος χρόνος στους Ενάγοντες να Απαντήσουν και να προβάλουν τα δικαιώματα τους».
Συνεκτιμήσαμε όσα τέθηκαν ενώπιον μας.
Ταυτοχρόνως, μελετήσαμε με την απαιτούμενη προσοχή, τα ευσύνοπτα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων.
Προχωρούμε στην ανάλυση των λόγων έφεσης.
Θα τους επιληφθούμε ξεχωριστά αν και εμπεριέχουν κοινές συνιστώσες.
Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 1, σημειώνουμε πως οι Εφεσείοντες δεν εξειδικεύουν ή προσβάλλουν ευθέως τα όσα συναφώς ανέπτυξαν στο περίγραμμα αγόρευσης τους για τα περί ερμηνείας του Άρθρου 30(1)(β) του Περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου 1/71 («ο Ν.1/71»).
Αυτό, στην αφορώσα έκταση, καθιστά τον λόγο έφεσης 1 απορριπτέο (βλ. Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries Ltd, Π.Ε Ε127/20, ημ. 21.9.21, Φιλίππου v. Parkin, Έφεση 12/18, ημ. 6.4.21, Ταμείο Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd και Άλλων, Π.Ε. 280/12, ημ. 21.12.17, ECLI:CY:AD:2017:A479).
Μολαταύτα - και για σκοπούς πληρότητας - θα ασχοληθούμε με όσα οι Εφεσείοντες εκφράζουν ως παράπονα στον περί ου ο λόγος έφεσης 1, συνεκτιμώντας συν τοις άλλοις για την επιλογή μας αυτή και το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν άγγιξαν το ζήτημα των ελλιπών λεπτομερειών στο εφετήριο.
Οι Εφεσείοντες καταπιάστηκαν λοιπόν στον λόγο έφεσης 1, με το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε λάθος στην κρίση του πως χωρούσε μόνο μία ερμηνεία του Άρθρου 30(1)(β), Ν.1/71 σε σχέση προς την πρόβλεψη πως «. εν τέλος επί των ιδιοκτητών ή κατόχων ακινήτου ιδιοκτησίας, οίτινες εξυπηρετούν ή μέλλουν να εξυπηρετηθώσιν .». Υποστηρίζουν περαιτέρω πως η περί του νομοθετήματος ερμηνευτική, δεν μπορούσε να γίνει ενδιαμέσως στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, αλλά κατά την εξέταση του ζητήματος ως δικογραφημένης πλέον υπερασπιστικής εκδοχής, τοσούτω δε μάλλον στην επίδικη περίπτωση όπου οι Εφεσείοντες προέβαλαν και (προτεινόμενη) Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, οι λεπτομέρειες της οποίας απογράφονται στο Παράρτημα 1 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση («η Ανταπαίτηση» ή αναλόγως «η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση»).
Δεν συμφωνούμε.
Κατ' αρχάς, οι Εφεσείοντες, ως ορθώς υπέδειξαν οι Εφεσίβλητοι δεν παραθέτουν λόγους για τους οποίους θα μπορούσε δυνητικώς να κριθεί ως εσφαλμένη η υπό αναφοράν πρωτόδικη αντιμετώπιση ή έστω ως εγείρουσα εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης για συνοπτική απόφαση), πέραν από το να αντιτάσσουν, γενικώς, το απρόσφορο στάδιο κρίσης του δικονομικού εγχειρήματος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Καλώς είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Διασαφηνίζουμε.
Στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Χατζηνέστορος (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 204, 221-222, το Εφετείο υπέδειξε και τούτα με όσα συζητούνται:
«..................................
Αναφορικά με την ορθή προσέγγιση και το καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, εκτός από το απόσπασμα που παραθέτω πιο πάνω από τις σελίδες 515 και 516 της υπόθεσης European Asian Bank (ανω- τέρω), πολύ διαφωτιστικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Άγγλου εφέτη Lord Justice Kerr στη σελίδα 51 της υπόθεσης Nichimen (ανωτέρω):
"However, before coming to the issues, I feel bound to repeat in relation to this case what has been said in this Court on a number of recent occasions. In my view the Judge erred in principle in the approach which he adopted to this application for summary judgment. It has been said again and again in this Court in recent years that it is not sufficient to conclude that the defendants have an arguable case if the issues turn on a point of law, or other material, which enables the Court to form a definitive view on the rights of the plaintiffs there and then."
Στη συνέχεια o Lord Justice Kerr παραθέτει μέρος από το απόσπασμα της απόφασης του Δικαστή Goff στην υπόθεση European Asian Bank (ανωτέρω) το οποίο παραθέτω πιο πάνω, και προσθέτει τα εξής στις σελίδες 51,52:
"The latest in this series of cases is the judgment of this Court given by Sir John Megaw in Forestal Mimosa Ltd.v. Oriental Credit Ltd., [1986] 1 Lloyd's Rep. 329; [1986] 1 W.L.R. 631. I do not propose to go through any of the other authorities. But, as I have said, it is not sufficient upon an application under 0.14 merely to conclude, on a point of law, that it is arguable, on the side of the defendants. Most points are arguable, perhaps particularly in the Commercial Court, as Mr. Pollock's performance in this case amply demonstrated. In a case like the present, the Judge should only give leave to defend if, after full consideration of the material before him, he is satisfied that the plaintiff is not entitled to judgment there and then."
................................».
Επομένως, αν τα γεγονότα που αφορούν στην εκάστοτε περίπτωση είναι σαφή και κατ' ουσίαν αναντίρρητα - όπως εδώ - το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει, αν έτσι κρίνει πως αρμόζει, το όποιο εγειρόμενο νομικό σημείο.
Ως λέχθηκε στην Sigma Radio TV Ltd v. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1601:
«..................................
Οι λόγοι οι οποίο συνθέτουν το σύνολο της επιχειρηματολογίας προς υποστήριξη της εισήγησης, άπτονται του θέματος της νομιμότητας της απόφασης για επιβολή του διοικητικού προστίμου, αντικειμένου της αίτησης, και αφορούν ζητήματα τα οποία ξεκάθαρα εμπίπτουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Η εξέταση τέτοιων θεμάτων βρίσκεται εκτός της αρμοδιότητας του πρωτόδικου δικαστηρίου και η διοικητική απόφαση παραμένει ισχυρή παράγουσα έννομες συνέπειες μέχρι την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο. Βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2006) 1 Α.Α.Δ. 155, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2006) 1 Α.Α.Δ. 572, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 1 Α.Α.Δ. 909. Εξάλλου, ο Κανονισμός 47 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 10/2000) προβλέπει,
«Τα τέλη ή διοικητικά πρόστιμα ή οποιεσδήποτε άλλες οφειλές καταβάλλονται στην αρχή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση ή προσφυγή.»
Το δικαίωμα της εφεσίβλητης να εγείρει αγωγή για την είσπραξη του επιβληθέντος προστίμου ερείδεται στον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο, Ν.7(I)/1998, Άρθρα 3(3)(α)(β) και 41Β(3).
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι οι λόγοι ένστασης δεν αποκαλύπτουν γεγονότα τα οποία να θεωρούνται ικανοποιητικά για να δοθεί στους εφεσείοντες δικαίωμα προβολής της υπεράσπισής τους. Σημειώνουμε ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε αρνήθηκαν την ύπαρξη της διοικητικής απόφασης ούτε ισχυρίστηκαν ότι έχουν εξοφλήσει το πρόστιμο.
.................................».
Εν προκειμένω, η Αγωγή αφορά στην επιβολή από τους Εφεσίβλητους αποχετευτικών τελών στους Εφεσείοντες για ακίνητη ιδιοκτησία των τελευταίων. Η οφειλή βασίζεται επί διοικητικής φύσεως αποφάσεις των Εφεσίβλητων οι οποίοι έχουν εξουσία έκδοσης τέτοιων αποφάσεων υπό την ιδιότητα τους ως οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης και ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Τα σχετικά διατάγματα για επιβολή των τελών (σε όλους τους ιδιοκτήτες ή και κατόχους ακίνητης ιδιοκτησίας στην περιοχή του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας) είχαν δημοσιευθεί προσηκόντως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για τα επίμαχα έτη, χωρίς να καταχωρισθεί (από τους Εφεσείοντες) προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά των διοικητικών αυτών πράξεων.
Ας σημειωθεί, με τη δική του αξία αυτό, πως οι ως άνω θέσεις (των Εφεσίβλητων) καταγράφηκαν στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, με τους Εφεσείοντες (στην ένορκη δήλωση που επικούρησε την Ένσταση τους στην αίτηση για συνοπτική απόφαση), να παραπέμπουν στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, όπου δεν αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό στην Έκθεση Απαίτησης (στην παράγραφο 7 αυτής), πως τα σχετικά διατάγματα «. εδημοσιεύθησαν δεόντως στην Επίσημον Εφημερίδαν της Δημοκρατίας κατά τα άνω αναφερόμενα έτη». Αντιθέτως, το μόνον που ρητώς απέρριψαν οι Εφεσείοντες (στην παράγραφο 5 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης), είναι το ότι ουδέποτε έλαβαν «. οποιαδήποτε ειδοποίηση για οποιαδήποτε υποχρέωση και/η οποιονδήποτε ποσό ως προς αποχετευτικά τέλη».
Στην EOE Tourist Enterprises Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 441, 445-446, κρίθηκε πως η εγκυρότητα διοικητικής πράξης για επιβολή αποχετευτικών τελών μπορεί να κριθεί αποκλειστικώς με προσφυγή διά του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι κανένα δικαστήριο πολιτικής δικαιοδοσίας δεν έχει τέτοια εξουσία, με το Εφετείο να απολήγει πως «. η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και ούτε αναγκαίο αλλά ούτε και επιτρεπτό είναι να εξετάσουμε την ουσία των επιχειρημάτων των εφεσειόντων που άπτονται της εγκυρότητας της πράξης».
Κατά παρόμοιο τρόπο, στην Κυριάκου και Άλλων ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 589, 592, υποδείχθηκε πως αν η χρηματική απαίτηση σε αγωγή πηγάζει από διοικητική απόφαση (για την ορθότητα της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί), η οφειλή θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη από τη στιγμή που δεν προσβλήθηκε η εγκυρότητα της απόφασης.
Στην περίπτωση που ενεστώτως αφορά, και παρόλο που οι Εφεσίβλητοι προέταξαν στην αίτηση για συνοπτική απόφαση ότι «. οι διοικητικές πράξεις επιβολής των αποχετευτικών τελών δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ από την Εναγόμενη . με οποιαδήποτε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο .», οι Εφεσείοντες, εκτός από την έκφραση μιας γενικής και οριζόντιας διαφωνίας με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση, δεν αντέταξαν κάτι το διαφορετικό μήτε και - παρεμπιπτόντως - ανέδειξαν ομοίως ανάλογο ζήτημα στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση.
Κατ' ακολουθίαν, τα όσα εισηγούνται οι Εφεσείοντες - και τα οποία πάντως έτυχαν υποδειγματικής εντρύφησης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (στις σελίδες 11-18 της Πρωτόδικης Απόφασης) - δεν δικαιολογούν εφετειακή παρέμβαση.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Για τον λόγο έφεσης 2 και τα περί άστοχης εφαρμογής του δικαστικού λόγου στην Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, 28, διαπιστώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο σωστά αντιμετώπισε τα όσα ηγέρθησαν από τους Εφεσείοντες.
Είπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτά επί τούτω:
«..................................
Ο συνήγορος των Αιτητών αναγνωρίζει ότι σύμφωνα με τη νομολογία, αν και η ανταπαίτηση είναι Αγωγή (cross action), εντούτοις για τους σκοπούς της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας θεωρείται ως Υπεράσπιση (Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1(A) ΑΑΔ 274). Ωστόσο, για να δοθεί άδεια του Δικαστηρίου για έγερση ανταπαίτησης θα πρέπει να πληροί ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία περιγράφονται στην απόφαση Suboticv. Στυλιανίδη (1998) 1(A) ΑΑΔ 22. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω απόφαση, ημερ. 21.1.1998, αναφέρθηκε ότι-
«Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται καλή τη πίστει ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (βλέπεː Morgan & Son Ltd. V S. Martin Johnson & Co. (1949) 1 K.B. 107. Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action), αλλά για τους σκοπούς της Διαταγής 18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (βλέπεː Zoedone Co. V Barrett (1982) 26 S.J. 657) ».
Είναι τρία επομένως τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να εμφανίζει η εκδοχή ανταπαίτησης: (α) να εγείρεται καλή τη πίστει, (β) να προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και (γ) να συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης. Εφόσον πληρούνται αυτά τα χαρακτηριστικά, το Δικαστήριο θα πρέπει κανονικά να δώσει την αιτούμενη άδεια, ανεξαρτήτως του αν ο Εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (βλ., μεταξύ άλλων, την Μάρκος Νικολάου Λτδ v. Adamko Constructions Ltd, (2005) 1(A) ΑΑΔ 376).
Εκείνο το οποίο επισημαίνει ωστόσο ο συνήγορος των Αιτητών και το οποίο έχει όντως προβληματίσει το Δικαστήριο είναι, αφενός, ότι η εκδοχή ανταπαίτησης εγείρεται χωρίς λεπτομέρειες είτε ζημιών είτε πληρωμών είτε ημερομηνιών. Κρίνω ότι δεν θα μπορούσε ο πήχυς να είναι πιο χαλαρός για την έγερση ανταπαίτησης απ' ό,τι για την έγερση υπεράσπισης. Η παροχή επαρκών λεπτομερειών ώστε να μπορεί βάσιμα να κριθεί αν υφίσταται συζητήσιμη ανταπαίτηση είναι εξίσου αναγκαία. Αφετέρου, ορθά ο συνήγορος της Καθ' ης η αίτηση διαβλέπει ότι θα προκληθεί αχρείαση καθυστέρηση και δυσχέρεια στην εκδίκαση της παρούσας αγωγής (Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 ΑΑΔ 710), εάν η απαίτηση των Εναγόντων που είναι ξεκάθαρη συνεκδικαστεί με την ανταπαίτηση, η οποία εμπλέκει εκ πρώτης όψεως τρίτα πρόσωπα, στηρίζεται σε διαφορετικά γεγονότα από εκείνα που είναι αναγκαίο να κριθούν από το Δικαστήριο για να αποφασίσει αυτήν την ίδια την απαίτηση και δεν υφίσταται άμεση σύνδεση με τους λόγους υπεράσπισης. Κατά την κρίση μου, στην παρούσα υπόθεση δεν ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που προσδιόρισε η απόφαση Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(A) ΑΑΔ 22.
.................................».
Κρίνουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων και περιστάσεων, λειτούργησε πρεπόντως, αποτιμώντας αυτά που του τέθηκαν, αξιολογώντας τις ισχύουσες νομολογιακές αρχές, ενασκώντας ακολούθως (και λελογισμένα) τη διακριτική του ευχέρεια.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, οφείλουμε να καταγράψουμε πως όσα εκφράστηκαν στην Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, διόλου δεν αμβλύνουν την εμπεδωμένη αρχή ότι η κάθε περίπτωση αιτήματος για έκδοση συνοπτικής απόφασης ενδείκνυται όπως αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα και κατά τα όσα το περιστοιχίζουν, μακριά από αφορισμούς και αγκυλώσεις (βλ. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Δημητράκης Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, Π.Ε. Ε214/19, ημ. 29.9.21).
Παρεμβάλλουμε, πως ο δικαστικός λόγος στην Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, δεν πρέπει να προτάσσεται ως άτεγκτη αρχή δικαίου οριζόντιας εφαρμογής σε κάθε υπόθεση αιτήματος για έκδοση συνοπτικής απόφασης όπου προβάλλεται ανταξίωση.
Στην Μάρκος Νικολάου Λίμιτεδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1(A) A.A.Δ. 376, 380, λέχθηκαν σχετικώς και αυτά:
«..................................
Στις περιπτώσεις όπου εγείρεται καλόπιστη ανταπαίτηση που προκύπτει από τα γεγονότα της αγωγής και συνδέεται με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται ολόκληρη ή μέρος της απαίτησης. Βλ. Subotic v. Στυλιανίδη(1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22. Αυτή όμως η αρχή μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ανταπαίτησης εναντίον απαίτησης που στηρίζεται σε μη αμφισβητούμενη συναλλαγματική καθότι, χωρίς ισχυρό λόγο ανταπαίτησης δεν χορηγείται άδεια σε αγωγή για συναλλαγματική, επιταγή ή άλλο αξιόγραφο που δεν αμφισβητείται καθόλου ή που η αμφισβήτηση δεν είναι σοβαρή. Βλ. Annual Practice 1958 σελ. 267. Στην προκείμενη περίπτωση, η εγκυρότητα της επίδικης συναλλαγματικής παρέμεινε κατ' ουσία αδιαμφισβήτητη και δεν αποκαλύφθηκε σοβαρός (ισχυρός) λόγος ανταπαίτησης αναγόμενος στην συναλλαγματική.
.................................».
Συμπληρώνουμε και τα εξής.
Η Αγωγή αφορούσε σε οφειλή δυνάμει διοικητικής πράξης.
Η Ανταπαίτηση ήγειρε ισχυρισμό για ζημιές αδικοπρακτικού χαρακτήρα λόγω, φερόμενα, αμελούς συντήρησης του αποχετευτικού εκ πλευράς Εφεσίβλητων. Περί τούτου, κρίνουμε σωστή την πρωτόδικη απόληξη ότι δεν καταδείχθηκε σύνδεση μεταξύ των προβληθεισών, κατ' ισχυρισμόν ζημιών των Εφεσειόντων - οι λεπτομέρειες των οποίων ως διαπίστωσε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρασχέθηκαν σε οποιοδήποτε λογικό βαθμό στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση (βλ. Χαραλάμπους ν. Μελά, Π.Ε. Ε211/14, ημ. 3.9.20, Ch. Aresti Estates Limited και Άλλου ν. Kyprianou & Co Enterprises Ltd, Π.Ε 68/11, ημ. 21.10.16, ECLI:CY:AD:2016:A492) - και των οφειλών τους (ως τους τις απέδωσαν οι Εφεσίβλητοι διά επίκλησης των συζητούμενων διοικητικών πράξεων).
Μηδέ και διακρίναμε κάτι που επέβαλλε απαρεγκλίτως την εξέταση της Ανταπαίτησης στο πλαίσιο της Αγωγής, δοσμένου πως - ως άφησε να νοηθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο - οι Εφεσείοντες θα μπορούσαν, τηρουμένων των όποιων πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων, να καταθέσουν αγωγή προς αξίωση όσων έκριναν ότι δικαιούνταν από τους Εφεσίβλητους.
Στην Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 710, 718-719, ειπώθηκαν τα ακόλουθα για όσα τώρα κατ' αρχήν απασχολούν:
«................................
Εξετάσαμε τα θέματα που εγείρονται υπό το φως των εισηγήσεων και της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξαν τα δυο μέρη. Συνάγεται από τις πρόνοιες της Δ.21 Θ.10 και τη νομολογία ότι η διαπίστωση λόγων που δικαιολογούν τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης επαφίεται στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το κυριαρχικό στοιχείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι το πρόσφορο της εκδίκασης της ανταπαίτησης συγχρόνως με την αγωγή και η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα απ' αυτό το ενδεχόμενο. Παρόλο που η συνάφεια των επίδικων θεμάτων της ανταπαίτησης μ' εκείνα της αγωγής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση ανταπαίτησης η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα από τη συνεκδίκαση της ανταπαίτησης, λόγω της ασυνάφειας των επίδικων θεμάτων και ιδίως το ενδεχόμενο σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, συνιστά λόγο για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης.
Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα κριτήρια που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται. Η πιθανότητα καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής λόγω της ανταπαίτησης είναι μεγάλη για τους λόγους που επισημαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση. Η εκτίμηση των επιπτώσεων της καθυστέρησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου. Διαπιστώνουμε ότι δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.
.................................».
Βρίσκουμε ορθή και επαρκή την αιτιολογία στην Πρωτόδικη Απόφαση.
Ούτε και εδώ δικαιολογείται ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.
Για τον λόγο έφεσης 3 - και στην ευρύτητα που το αντικείμενο της δεν συμπαρασύρεται από τα όσα είπαμε για τον λόγο έφεσης 2 - προσθέτουμε ότι παρέμεινε παντελώς ασύνδετη η θεώρηση των Εφεσειόντων περί επηρεασμού των δικαιωμάτων τους εξαιτίας της καθυστέρησης (ούτω καλουμένης) στην καταχώριση της Αγωγής, συναρτώμενης τούτης προς τον χρόνο γένεσης του αφορώντος αγώγιμου δικαιώματος. Οι Εφεσείοντες, ως έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω υπό ένα κάπως αλλιώτικο πρίσμα, θα μπορούσαν να ενεργοποιούσαν τους προβλεπόμενους δικαστικούς μηχανισμούς και να αξιώσουν από τους Εφεσίβλητους ό,τι είναι που πίστευαν πως δικαιούνται.
Αυτά, καθιστούν έκθετο σε απόρριψη και τον λόγο έφεσης 3.
Οι Εφεσείοντες απέτυχαν σε όλους τους λόγους έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3.000,00, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ