ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A66
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 79/2013)
16 Φεβρουαρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ζ. ΚΟΥΛΙΑΣ
Εφεσείων,
v.
Κ. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσίβλητου.
--------------------
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον εφεσείοντα
Π. Παπαπέτρου (κα) για Σκορδής και Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο
----------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Σε ραδιοφωνική εκπομπή η οποία μεταδόθηκε στις 26/5/2006, από την εκπομπή του Ράδιο Πρώτο «Πρώτη εκπομπή» η οποία μεταδίδεται παγκύπρια, ο εφεσείων σε παρέμβαση του ανέφερε μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«...Όσα άκουσα από συναδέλφους του Δημοκρατικού Συναγερμού μετά προσοχής και να πω τα εξής. Η πρώτη ενέργεια αυτού του ανδρός ποια ήταν. Να επισκεφθεί σας παρακαλώ ποιον; Τον κατοχικό ηγέτη. Σημαντική προσωπικότητα για την εθνική μας υπόθεση. Έτσι απερίφραστα λέγω ότι είναι μια πισώπλατη μαχαιριά στην εθνική υπόθεση του τόπου και του λαού μας. Διότι είναι άνθρωπος ο οποίος εκυβέρνησε για 10 χρόνια τον τόπο. Ένας άνθρωπος ο οποίος αμέσως μετά τις εκλογές το κόμμα στο οποίο ευρίσκεται και πρωτοστατούσε να το ενισχύσει ο κόσμος προβάλλοντας τον κομματικό πατριωτισμό και πήρε το 30.6% αμέσως μετά την πρώτη πολιτική ενέργεια αυτού του ανδρός ποια ήταν; Να επισκεφθεί σας παρακαλώ ποιον. Τον κατοχικό ηγέτη στο ούτω καλούμενο προεδρικό μέγαρο. Αυτό κι αν είναι πισώπλατη μαχαιριά εις βάρος των δικαίων και των δικαιωμάτων του λαού μας. Δηλαδή μόνο αφελείς δεν μπορούν να κατανοήσουν τα πολιτικά μηνύματα που εκπέμπει αυτή η απαράδεκτη ενέργεια και μάλιστα συνοδευόμενος από ποιον; Από τον κ. Θεμιστοκλέους ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω θα σας θυμίσω πρόσφατα εισέπραξε και ένα ποσό σεβαστό ΛΚ.7.000 από τουρκική εταιρεία και την επομένη πήγε σ΄ ένα τηλεοπτικό σταθμό και έλεγε δεν υπάρχει ψευδοκράτος. Και θέλω επίσης να επισημάνω ότι αυτό στην ουσία είναι αναβάθμιση αυτού που επιδιώκουν οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι του ψευδοκράτους. Από ποιους; Από τους δικούς μας ανθρώπους. Και αυτός είναι ένας τεράστιος ορρός εις την τουρκική αδιαλλαξία. Γιατί οι Τούρκοι να αλλάξουν τις θέσεις τους άμα οι δικοί μας άνθρωποι και δη άνθρωποι οι οποίοι κατείχαν αξιώματα με την έγκριση του λαού μας έχουν αυτές τις θέσεις. Δηλαδή αν είμαστε στη θέση των Τούρκων εμείς θα αλλάσσαμε θέσεις. Δηλαδή όταν βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι ενήργησαν με αυτό τον τρόπο και έπαιρναν όρκους σας παρακαλώ στα ιερά ευαγγέλια να περάσει το σχέδιο Ανάν γιατί ήταν μάννα εξ ουρανού. Πρέπει να είναι θεότρελοι να αλλάξουν στάση και θέσεις. Και να επισημάνω ακόμα κάτι. Ότι οι άνθρωποι οι οποίοι έκαμναν αιτήσεις στην UNOPS να πάρουν κονδύλια όπως τον κ. Στυλιανίδη ήταν αυτούς που επιβράβευσε ο κομματικός πατριωτισμός στον ΔΗΣΥ να έλθουν πρώτοι σε σταυρούς προτίμησης. Αυτά και αν είναι μηνύματα τα οποία παίρνουν οι τούρκοι και ξέρουν πολύ καλά τη δουλειά τους οι τούρκοι. Και νομίζω ότι εδώ πρέπει να επισημανθεί η ευθύνη όλου αυτού του κόσμου ο οποίος εν τη αφελεία του πιστεύει ότι ο κομματικός πατριωτισμός είναι υπεράνω των συμφερόντων του τόπου και του λαού. Πρέπει πρώτα να διασώσουμε τον κομματικό μας πατριωτισμό ή την ταμπέλα που γράφει ΔΗΣΥ. Ας πάει όπου θέλει ο τόπος. Και ας τουρκέψει ο τόπος. Και όταν πήγε ο κ. Κληρίδης με τη συνοδεία του κ. Θεμιστοκλέους και της κόρης του χθες σίγουρα πήγε και με τη συνοδεία όλων αυτών των χιλιάδων των ψήφων που εισέπραξαν αυτοί οι κύριοι. Είναι θλιβερή η εξέλιξη των πραγμάτων .»
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα αξιώνοντας αποζημιώσεις για δυσφήμιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:
«2. Το δημοσίευμα αναφέρεται και στον ενάγοντα.
3. Η εκπομπή μεταδίδεται και ακούγεται σε ολόκληρη την Κύπρο και στο εξωτερικό.
4. Ο Γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) έδωσε συγκεκριμένη πρόταση λύσης του κυπριακού προβλήματος γνωστή ως «Σχέδιο Ανάν», το οποίο τέθηκε σε δημοψήφισμα στις 24.4.04 και απορρίφθηκε. Ο ενάγων τάχθηκε υπέρ του σχεδίου αυτού ενώ ο εναγόμενος εναντίον.
5. O ενάγων διατηρεί την άποψη ότι το «Σχέδιο Ανάν» μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία λύσης του κυπριακού προβλήματος και ότι η απόρριψη του εν λόγω σχεδίου έδωσε το μήνυμα προς τα έξω ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν επιθυμεί λύση στο κυπριακό πρόβλημα.
6. Ο ενάγων τον Ιανουάριο του 2005, προέβη δημοσίως σε δηλώσεις ότι τουρκοκύπριοι πολιτικοί του ανέφεραν ότι οι αναφορές στο ψευδοκράτος προκαλούν ενόχληση και δεν συντείνουν στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος για λύση του κυπριακού προβλήματος. Ως θέμα διεθνούς ορολογίας ο ενάγων εξέφρασε την άποψη ότι ο όρος παράνομο ή μη αναγνωρισμένο κράτος θα ήταν πιο δόκιμος.
7. Ο ενάγων ήταν μεταξύ των προσώπων στα οποία ο τουρκοκύπριος ηγέτης Mehmet Ali Talat παράθεσε δείπνο το Μάιο 2006.
8. Ο ενάγων ήταν πολιτικό πρόσωπο και υπηρέτησε ως Υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Γλαύκου Κληρίδη.
9. Ο εναγόμενος είναι πολιτικό πρόσωπο αναμεμειγμένο στα κοινά και κατέχει το αξίωμα του βουλευτή».
Η αγωγή εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 30/6/2008. Αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το παράπονο του ενάγοντα/εφεσίβλητου που εστιάζεται στο συγκερασμό των τοποθετήσεων του εναγομένου/εφεσείοντα, ο οποίος του απέδιδε είσπραξη χρηματικού ποσού από τουρκική εταιρεία και των δηλώσεων του εφεσίβλητου που ακολούθησαν της είσπραξης, περί μη ύπαρξης ψευδοκράτους, με τρόπο που να καταδεικνύει στο μέσο λογικό άνθρωπο ότι χρηματίστηκε με σκοπό να προωθήσει δημοσίως την υπό αναφορά θέση, δεν ευσταθεί. Ότι επρόκειτο για δύο ξεχωριστά γεγονότα αιτιωδώς ασύνδετα μεταξύ τους.
Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε με την υπ' αρ. Π.Ε 297/2008. Το Εφετείο έκρινε στην Κ. Θεμιστοκλέους ν. Ζ. Κουλία (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 76, ότι το δημοσίευμα ήταν όντως δυσφημιστικό και ότι μεταξύ των δύο αναφορών του εφεσείοντα σε σχέση με τον εφεσίβλητο, ήτοι της λήψης του ποσού των ΛΚ7,000 από τουρκική εταιρεία και της δήλωσης του που ακολούθησε την επομένη, ότι δεν υπάρχει ψευδοκράτος, υπήρχε συσχετισμός. Συναφώς παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο δικαστή, αναφορικά με το θέμα του ύψους των αποζημιώσεων.
Η υπόθεση εκδικάστηκε σε σχέση με το εναπομείναν θέμα και το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε στις 23/1/2013 την απόφαση του - αντικείμενο της παρούσας έφεσης αρ. 79/13, την οποίαν ο εφεσείων καταχώρησε - δια της οποίας επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους €25.000 πλέον τόκο και έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Για ολοκλήρωση του ιστορικού της πορείας που ακολούθησε η υπόθεση αυτή, αναφέρουμε πως ο εφεσείων μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου στην ΠΕ 297/2008 προσέφυγε στο ΕΔΑΔ καταχωρώντας την Application no. 48781/12, case of Koulias v. Cyprus επικαλούμενος παραβίαση της Σύμβασης της ΕΔΑΔ (η Σύμβαση) και ιδίως των άρθρων 6(1) και 10 αυτής. Ήτοι ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του για δίκαιη δίκη από αμερόληπτο Δικαστήριο και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, αντίστοιχα.
Μετά την καταχώρηση περιγραμμάτων και ενώ η παρούσα έφεση ορίστηκε γι' ακρόαση στις 25/6/2020, εξεδόθη στις 28/5/2020 από το ΕΔΑΔ η απόφαση στην εν λόγω ατομική προσφυγή.
Αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, ήτοι καταστρατήγησης του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης και επιδικάστηκε υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως αποζημίωση ποσό ύψους €9.800, το οποίο ήδη καταβλήθηκε.
Με δεδομένη την εν λόγω απόφαση, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση ημερ. 21/7/2020 με την οποία αξίωνε την ακύρωση της απόφασης του Εφετείου η οποία διέτασσε επανεκδίκαση, καθότι, όπως ισχυριζόταν, η απόφαση του ΕΔΑΔ την είχε «εξαφανίσει» και κατέστησε άκυρη την οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία.
Η εν λόγω αίτηση εκδικάστηκε και απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου προγραμματίστηκε εκ νέου, η ακρόαση της έφεσης.
Η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης πλήττεται με πέντε λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο τελευταίος αποσύρθηκε κατά την ημερομηνία της ακρόασης. Αφορούσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης κινητής περιουσίας.
Oι εναπομείναντες λόγοι έφεσης προσβάλλουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει αποζημιώσεις καθώς και το ύψος αυτών. Υποβάλλεται εκ μέρους του εφεσείοντα και σε αυτό επικεντρώθηκε η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο συνήγορος του, πως ενώ ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε καμιά ζημιά, γεγονός το οποίο εντοπίζει το Δικαστήριο σε διάφορα σημεία της απόφασης του, ωστόσο, επιδικάζει χωρίς καμιά αιτιολόγηση αποζημιώσεις και μάλιστα αυξημένες ύψους €25.000 χωρίς να συνεκτιμήσει την έλλειψη κακοβουλίας εκ μέρους του εφεσείοντα, τη μη απόδειξη ειδικών ζημιών και τη μη συμπερίληψη στην αξίωση του εφεσίβλητου, διεκδίκηση για αυξημένες αποζημιώσεις.
Υποδεικνύει πως για να επιτύχει το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης (slander) σύμφωνα με το άρθρο 17(3) του Κεφ. 148, χρειάζεται πέραν από τη διαπίστωση του δυσφημιστικού περιεχομένου, η απόδειξη ειδικής ζημιάς από πλευρά ενάγοντα, η οποία να προέκυψε από κακοβουλία.
Με δεδομένο, όπως ισχυρίζεται, ότι δεν αποδείχτηκε καμιά ειδική ζημία, τότε δεν θα έπρεπε να επιδικαστούν αποζημιώσεις ή να αποδοθούν συμβολικές, ύψους €1.
Ο εφεσίβλητος, αντιθέτως τονίζει πως το θέμα της φύσης της δυσφήμισης ήταν επίδικο στην έφεση K. Θεμιστοκλέους ν. Ζ. Κουλία (ανωτέρω) την οποία καταχώρησαν και στην οποίαν υποστήριξαν πως το εδ. 3 του άρθρου 17 ρητά προνοεί ότι σε αγωγή για δυσφήμιση στην οποία το δημοσίευμα γίνεται ραδιοτηλεγραφικά δεν απαιτείται η απόδειξη ειδικής ζημιάς. Τούτο δε, σημαίνει ότι δυσφημιστικά δημοσιεύματα τα οποία μεταδίδονται ραδιοτηλεγραφικά, θεωρούνται ότι είναι σε μόνιμη μορφή και κατατάσσονται στην κατηγορία της γραπτής δυσφήμισης (libel). Υπογραμμίζεται περαιτέρω από τη συνήγορο του εφεσίβλητου πως «Δημοσιεύματα τα οποία μεταδίδονται ραδιοτηλεγραφικά αποτελούν γραπτή δυσφήμιση (libel). (βλ. Clerk and Lindsell on Torts, 13η έκδοση, παρ. 1662 και 1681).
Το Εφετείο δε, αποδεχόμενο τις εισηγήσεις τους κατέγραψε πως «Κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης έγινε αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι ορθά το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα εδράζεται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, κατά το άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, ζήτημα που εγειρόταν με τον πρώτο λόγο έφεσης».
Συνεπώς, αποτελεί την εισήγηση του, πως ο εφεσείοντας αποδέχθηκε ότι δεν τίθεται θέμα προφορικής δυσφήμισης ούτε και ανάγκη απόδειξης ειδικής ζημίας.
Αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, έχουν παραπέμψει προς επίρρωση των θέσεων τους στην πλούσια επί του θέματος νομολογία, την οποία έχουμε υπόψη μας εξετάζοντας τα προκύψαντα θέματα.
Το άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (στο εξής ο Νόμος) προνοεί:
«17.1 Η δυσφήμηση συvίσταται στη δημoσίευση από oπoιoδήπoτε πρόσωπo με έvτυπo, γραπτό, ζωγραφιά, oμoίωμα, χειρovoμίες, λόγια ή άλλoυς ήχoυς, ή με κάθε άλλo μέσo oπoιασδήπoτε φύσης, περιλαμβαvόμεvης και της εκπoμπής με ασύρματη τηλεγραφία, δημoσιεύματoς τo oπoίo-
(α) απoδίδει σε άλλo πρόσωπo έγκλημα͘ ή
(β) απoδίδει σε άλλo πρόσωπo αvάρμoστη συμπεριφoρά σε δημόσια θέση͘ ή
(γ) εκ φύσεως τείvει στo vα βλάψει ή vα επηρεάσει με δυσμέvεια τηv υπόληψη άλλoυ πρoσώπoυ στo επάγγελμα, επιτήδευμα, τηv εργασία, απασχόληση, ή τη θέση τoυ͘ ή
(δ) εvδέχεται vα εκθέσει άλλo πρόσωπo σε γεvικό μίσoς, περιφρόvηση ή χλεύη͘ ή
(ε) εvδέχεται vα πρoκαλέσει τηv απoστρoφή ή απoφυγή oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ από άλλoυς.
Για τoυς σκoπoύς τoυ εδαφίoυ αυτoύ "έγκλημα" σημαίvει πoιvικό αδίκημα ή άλλη αξιόπoιvη πράξη βάσει oπoιoυδήπoτε voμoθετήματoς πoυ ισχύει στη Δημoκρατία, καθώς και πράξη πoυ τελέστηκε oπoυδήπoτε η oπoία, αv τελείτo στη Δημoκρατία, θα ήταv αξιόπoιvη σε αυτή.
(2) ..»
(3) Χωρίς απόδειξη ειδικής ζημιάς δεv είvαι δυvατή η έγερση αγωγής για δυσφήμηση η oπoία εvεργήθηκε με χειρovoμίες, με λόγια ή άλλoυς ήχoυς, με εξαίρεση τηv εκπoμπή με ασύρματη τηλεγραφία, εκτός όταv oι χειρovoμίες, τα λόγια ή άλλoι ήχoι-
(α) Απoδίδoυv έγκλημα πoυ δύvαται vα επισύρει στov εvάγovτα σωματική πoιvή ή φυλάκιση σε πρώτη καταδίκη͘
(β) σκoπεύoυv στo vα βλάψoυv ή vα επηρεάσoυv με δυσμέvεια τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα στo επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία, απασχόληση ή τη θέση τoυ͘
(γ) απoδίδoυv στov εvάγovτα μεταδoτική ή μoλυσματική vόσo͘
(δ) απoδίδoυv σε γυvαίκα ή κoρασίδα μoιχεία ή ασέλγεια.
....»
Σύμφωνα επομένως με το ρηθέν άρθρο με δεδομένο ότι η δυσφήμιση συντελέστηκε μέσω ραδιοφωνικής εκπομπής δεν απαιτείται η απόδειξη ειδικής ζημιάς.
Το θέμα επομένως των αποζημιώσεων και του ύψους αυτών εξετάζεται υπό το πρίσμα του επιβλαβούς επηρεασμού «της υπόληψης του εφεσίβλητου, στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία, απασχόληση ή τη θέση του» ή όπως το έθεσε το Εφετείο στο γεγονός ότι «ο ενάγων εξετέθη σε αισθήματα μίσους, περιφρόνησης και χλευασμού.
Με αυτά ως δεδομένα, θεωρούμε σκόπιμο να θέσουμε γεγονότα, αναντίλεκτα, που αφορούν τον εφεσίβλητο καθώς και την επαγγελματική του πορεία.
Ο εφεσίβλητος, με όσα αναντίλεκτα και αδιαμφισβήτητα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου:
«....είναι απόφοιτος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, στο κλάδο των οικονομικών, ως ανέφερε όμως ο ίδιος χαρακτηριστικά «.ατύχησε η οικονομία και τον κέρδισε η πολιτική». Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, το 1972, εργοδοτήθηκε ως έμμισθος του ΑΚΕΛ, στο παράρτημα του κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε εκεί ως το 1977 που επέστρεψε στην Κύπρο. Από το 1977 μέχρι το 1982 εργάσθηκε ως επαγγελματικό στέλεχος της ΕΔΟΝ και από το 1982 μέχρι το 1990 ως επαγγελματικό στέλεχος της ΠΕΟ. Υπήρξε επίσης επαγγελματικό στέλεχος του ΑΔΗΣΟΚ και στη συνέχεια των Ενωμένων Δημοκρατών (ΕΔΗ).
Για κάποια περίοδο και συγκεκριμένα μετά τη λήξη της υπουργικής του θητείας, το Φεβρουάριο του 2003, ήταν άνεργος και ελάμβανε επίδομα από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για έξι μήνες. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στο τομέα παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε θέματα γεωργίας και «στο υδατικό». Ίδρυσε για το σκοπό αυτό μαζί με δύο άλλους Τουρκοκυπρίους την εταιρεία Bradgate Enterprises Ltd.»
Σχολιάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την επαγγελματική δραστηριότητα του εφεσίβλητου, συμπέρανε πως:
«..παρά το γεγονός ότι ο ενάγοντας είναι κάτοχος πτυχίου στα οικονομικά, ουδέποτε εργάσθηκε ως οικονομολόγος. Μετά την αποφοίτηση του από το Πανεπιστήμιο μέχρι και το διορισμό του στη θέση του Υπουργού, δηλαδή για εικοσιέξι περίπου χρόνια, που είναι τα πλέον ευδόκιμα στην καριέρα ενός ατόμου, εργάσθηκε ως έμμισθος, επαγγελματικό στέλεχος διαφόρων πολιτικών κομμάτων και της ΠΕΟ.»
Ήταν επίσης αδιαμφισβήτητο εύρημα πως μετά τη λήξη της υπουργικής του θητείας δεν μπόρεσε να εργοδοτηθεί ξανά ως υπάλληλος κάποιου κόμματος για λόγους που καμιά σχέση είχαν με τις δυσφημιστικές δηλώσεις «...δεν μπόρεσε να εργοδοτηθεί ξανά ως έμμισθος υπάλληλος κάποιου κόμματος, για λόγους που ανέλυσε κατά την αντεξέταση του και καμία σχέση είχαν με τις επίδικες δηλώσεις. Συγκεκριμένα, δεν μπορούσε να απευθυνθεί στο ΑΚΕΛ για εργασία καθότι είχε αποβληθεί από το κόμμα το 1990, ενώ από τη ΠΕΟ είχε αποβληθεί «καθέτως και οριζοντίως», ως ανέφερε χαρακτηριστικά, πολύ πριν γίνουν οι επίδικες δηλώσεις. Οι Ενωμένοι Δημοκράτες δεν μπορούσαν να τον επαναπροσλάβουν γιατί είχαν ήδη προσλάβει κάποιο άλλο πρόσωπο σε αντικατάσταση του και στο ΔΗΣΥ δεν μπορούσε να προσληφθεί καθότι δεν ήταν μέλος αυτού.»
Αποτελεί επίσης κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα προβλήματα του για εξεύρεση εργασίας άρχισαν πολύ πριν τις επίδικες δηλώσεις και αμέσως μετά τη λήξη της υπουργικής του θητείας. Χαρακτήρισε τη μαρτυρία του αναφορικά με την επαγγελματική του πορεία κάπως συγχυσμένης χωρίς να δηλώνει πότε εργάστηκε ως αυτοεργοδοτούμενος και πότε ως μισθωτός ούτε το ύψος του εισοδήματος του, ανάλογα με το οποίο κατέβαλλε κοινωνικές ασφαλίσεις.
Παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως παρά το ότι ο εφεσίβλητος απέδιδε τη μη κερδοφόρα πορεία της εταιρείας Bradgate στις επίδικες δηλώσεις, ωστόσο αυτές έγιναν ενάμισυ περίπου χρόνο μετά την ίδρυση της και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να υπάρξει οποιοσδήποτε συσχετισμός μεταξύ της αποτυχίας της εταιρείας να δραστηριοποιηθεί και των επίδικων δηλώσεων. Δεν πείσθηκε ότι οι επίδικες δηλώσεις είχαν αντίκτυπο στην εταιρεία και κατέληξε στο εύρημα ότι η αδυναμία της να δραστηριοποιηθεί δεν οφειλόταν στις επίδικες δηλώσεις.
Αποτέλεσε εν κατακλείδι, εύρημα του, ότι δεν είχε ικανοποιηθεί «. ότι η επαγγελματική σταδιοδρομία του ενάγοντα έχει επηρεασθεί από τις επίδικες δηλώσεις και ότι η στάση του εναγομένου ήταν αυτή που τον οδήγησε να αποσυρθεί στην Κακοπετριά. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, παρατηρώ ότι ακόμη και το 2006 που έγιναν οι δηλώσεις ο ενάγοντας ήταν προχωρημένης ηλικίας, πολύ κοντά στη συντάξιμη ηλικία και οι προοπτικές του για εργοδότηση, στην ηλικία αυτή, ήταν, σε συνδυασμό με την επαγγελματική του πείρα, αρκετά περιορισμένες.»
Με τις ανωτέρω διαπιστώσεις ήτοι του μη δυσμενούς επηρεασμού του εφεσίβλητου στο επάγγελμα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της αποζημίωσης με αναφορά στην απόφαση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Νικολάου (1993) 1 ΑΑΔ 285, όπου κρίθηκε πως το μέτρο των αποζημιώσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης συναρτάται με τη συμπεριφορά του ενάγοντα, τη θέση του στην κοινωνία, τη φύση της δυσφήμισης και τον τρόπο και την έκταση της. Λαμβάνεται επίσης υπόψιν η συμπεριφορά του εναγομένου από την ώρα που το λιβελλογράφημα δημοσιεύθηκε μέχρι την ημέρα που εκδίδεται η υπόθεση. Η απόσυρση του λιβελλογραφήματα ή η απολογία συνιστούν επίσης παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν.
Κρίνουμε πως το ύψος του ποσού που επιδικάστηκε ήταν αδικαιολόγητα υψηλό για τους ακόλουθους λόγους:
Το Δικαστήριο δέχτηκε και ορθά πως δεν μπορούσε η προσφυγή στο ΕΔΑΔ του εφεσείοντα να του προσδώσει κακοβουλία. Η άσκηση του ένδικου αυτού μέσου αποτελούσε άσκηση δικαιώματος του εφεσείοντα και δεν έπληττε ούτε στρεφόταν εναντίον του εφεσίβλητου. Άλλη μορφή άσκησης, κακοβουλίας δεν αναφέρθηκε από τον εφεσίβλητο, η δε παραπομπή σε κάποιες δημοσιεύσεις στην εφημερίδα «Ποντίκι» πολύ ορθά, ως άσχετες και μη δικογραφημένες δεν λήφθηκαν υπόψη.
Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου πως μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης αισθανόταν αποστροφή και ψυχρότητα εκ μέρους των απλών ανθρώπων, χαρακτηρίστηκε υπερβολικός καθόσον όπως το έθεσε «Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι ένα άτομο έξυπνο και λογικό ως ο ενάγοντα θα υπόβαλλε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενάμιση περίπου έτος μετά τις επίδικες δηλώσεις, ενώ ένοιωθε την αποστροφή και τη ψυχρότητα του κόσμου.»
Έκρινε επίσης πως η παρέμβαση του εφεσείοντα στη ραδιοφωνική εκπομπή, «δεν ήταν στοχευμένη για να πλήξει αποκλειστικά τον ενάγοντα, αλλά είχε ως στόχο να κατακρίνει κάποιες λανθασμένες, κατά την άποψη του, ενέργειες πολιτικών προσώπων που συνδέονται με τον κομματικό χώρο του ΔΗΣΥ, οι οποίες, σύμφωνα πάντα με την άποψη του, ευνοούσαν τις θέσεις της Τουρκίας σε σχέση με το εθνικό μας ζήτημα» και τούτο διότι οι δηλώσεις του αποτελούσαν μέρος μιας γενικότερης αναφοράς του που στόχευε να καταδείξει τη δυσκολία αλλαγής της στάσης των Τούρκων έναντι του εθνικού μας ζητήματος, έχοντας υπόψη τη στάση κάποιων πολιτικών προσώπων.
Εκείνο που απέμεινε ήταν πως «Παρά το γεγονός ότι η αναφορά που έγινε στον ενάγοντα ήταν μικρή, αυτή έπληξε την ηθική υπόσταση του. Ο ενάγοντας παρουσιάζεται ως πρόσωπο αναξιοπρεπές, ο οποίος έχοντας ως κίνητρο το οικονομικό του συμφέρον, αμφισβήτησε την ορθότητα του όρου «ψευδοκράτος».
Κατέληξε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως: «Το βάρος ήταν στους ώμους του ενάγοντα ν' αποδείξει την ισχυριζομένη κακοβουλία του εναγομένου και ή τα κίνητρα που τον ώθησαν να προβεί στις συγκεκριμένες δηλώσεις. Στην περίπτωση αυτή απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε κακοβουλία ή κακοπιστία εκ μέρους του εναγομένου. Εξετάζοντας δε ολόκληρο το κείμενο των δηλώσεων του εναγομένου προκύπτει ότι εκείνο που ήθελε να καταδείξει ήταν ότι κάποιες ενέργειες, όχι μόνο του ενάγοντα αλλά και άλλων πολιτικών, ιδιαίτερα του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, δίδουν στους Τούρκους τα λάθος μηνύματα και δεν βοηθούν το εθνικό μας ζήτημα».
Οι επίδικες δηλώσεις και η αποδοθείσα στον εφεσίβλητο συμπεριφορά, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου στην Θεμιστοκλέους ν. Κουλία, (ανωτέρω) «στο πλαίσιο του περιβάλλοντος της Κύπρου, της τουρκικής εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος από τα τουρκικά στρατεύματα, μπορεί να δημιουργήσει στο μέσο λογικό αναγνώστη, στην απουσία άλλης αναφοράς, αισθήματα μίσους, περιφρόνησης και χλευασμού του εφεσείοντα».
Βεβαίως, όπως ανωτέρω λέχθηκε, οι επίδικες δηλώσεις δεν απέτρεψαν ούτε εμπόδισαν τον εφεσίβλητο να κατέλθει δύο χρόνια αργότερα, ως υποψήφιος πρόεδρος στις Προεδρικές Εκλογές του 2008.
Δεν παύει όμως, ως εκ του περιεχομένου τους να αποδίδουν σε εκείνον μια ηθική κατάπτωση και μια ανεντιμότητα, μη ανεκτή από το μέσο λογικό άνθρωπο. Γιαυτό δεν μπορούμε να ενστερνιστούμε όσα ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίζεται περί μη ύπαρξης οιουδήποτε μεμπτού εναντίον του εφεσίβλητου και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κάτι τέτοιο.
Ουσιαστικά ο εφεσείων υπαινισσόταν ότι ο ενάγων είχε ενεργήσει με τον τρόπο που του αποδιδόταν σαν αποτέλεσμα χρηματισμού. Ο επίδικος ισχυρισμός ικανοποιούσε τις πιο παραδοσιακές προϋποθέσεις του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης διότι συνιστούσε βάναυση επίθεση εναντίον της φήμης και υπόληψης του εφεσίβλητου.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο αποδέχτηκε πως θίγεται η προσωπικότητα και η ηθική υπόσταση του εφεσίβλητου. Ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως ηλικίας ή θέσης έχει το δικαίωμα και την απαίτηση να τυγχάνει σεβασμού στην ιδιωτική και πολιτική του ζωή και η αξιοπρέπεια του να μη γίνεται βορά στα χέρια και στις δηλώσεις του οποιουδήποτε. Το δικαίωμα κριτικής και δημόσιας τοποθέτησης δεν πρέπει να αφήνεται να ξεπερνά τα όρια της ελευθερίας και προσωπικότητας των άλλων. Το καθήκον να γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται κάποιος πού πρέπει να σιωπά και να σταματά, μπορεί να φαίνεται δύσκολο, αποτελεί όμως η επιτέλεση του, ένδειξη πολιτισμού και σεβασμού.
Στην Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτη κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 1321, λέχθηκαν τα εξής:
«Ο ρόλος του Εφετείου, σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, περιορίζεται ουσιαστικά στην εξέταση του θέματος του κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εύλογα κατά την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ενάγων και να αποκαθίσταται η φήμη του. Οι γενικές αποζημιώσεις στην περίπτωση της δυσφήμισης, είναι πρωταρχικά ζήτημα εντυπώσεως του πρωτοδίκου δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα ανατρέποντας την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει κάποιο λάθος. Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει εξουσία στο Εφετείο να αντικαθιστά τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημιώσεων με την ορθή επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και με αυτόν τον τρόπο να μην είναι απαραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης.»
Παρά το γεγονός πως κάθε υπόθεση παρουσιάζει τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά θεωρούμε πως οι πιο κάτω αποφάσεις είναι ενδεικτικές και παρέχουν καθοδήγηση για το δίκαιο ποσό αποζημίωσης. (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. ν. Νίκος Στέλικος (2004) 1 (Β) ΑΑΔ 949, Εκδόσεις Αρκτίνος Λιμιτεδ κα ν. Θεόδωρος Στυλιανού, ΠΕ 15/2005 ημερ. 11/7/06, Phileleftheros Public Co. Ltd κα ν. Ανδρέα χριστοδούλου, ΠΕ 15/2009, ημερ. 20/7/12), που επιδικάστηκαν ποσά ύψους ΛΚ6.000, ΛΚ9.000 και €12.000 αντίστοιχα.
Στην Αλ. Κωνσταντινίδης ν. Τάσσου Παπαδόπουλου, (1999) 1 ΑΑΔ 922, (την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος του εφεσίβλητου), το Εφετείο αύξησε το πρωτόδικα επιδικασθέν ποσό των ΛΚ12.000 σε ΛΚ20.000 (€34.000). Θεώρησε πως ο ενάγων γνωστό δημόσιο πρόσωπο και σημαίνον στέλεχος της δημόσιας και πολιτικής ζωής «..χλευάστηκε με αχαρακτήριστη κακοήθεια και χυδαιότητα που προκαλεί αποστροφή» τονίζοντας περαιτέρω πως «.. τέτοιου είδους τραυματισμός της ψυχής, του ήθους και της υπόληψης ενός, πάντοτε θα πρέπει να βρίσκει αντιμέτωπο το νόμο, στην πλήρη του έκταση για να αποκατασταθεί και εμπεδωθεί η δικαιοσύνη».
Η ανωτέρω βέβαια υπόθεση, διαφοροποιείται ουσιωδώς της κρινόμενης, τόσο ως προς το είδος των δηλώσεων, την έκταση που έλαβαν και το πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν το οποίο ήταν ενεργά αναμεμιγμένο στη δημόσια πολιτική ζωή και οι δηλώσεις χαρακτηρίζονταν από κακοβουλία και κακοήθεια.
Όπως το έθεσε το Εφετείο «ένα σημαίνον στέλεχος της δημόσιας ζωής του τόπου λοιδορήθηκε και χλευάστηκε με αχαρακτήριστη κακοήθεια και χυδαιότητα, που προκαλούσε αποστροφή». Υπήρξε κατά το Δικαστήριο «μια πλημμυρίδα κακόγουστης ειρωνείας, χλεύης και χυδαιολογίας σε βάρος του ενάγοντα». Πραγματικά, «προκαλούσε εντύπωση πως ήταν δυνατό εφημερίδα, με ευρεία κυκλοφορία, να εκφράζεται κατά τέτοιο τρόπο για οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα βέβαια για ένα δημόσιο πρόσωπο του τόπου, μεταξύ των πέντε πιο σημαινόντων πολιτικών».
Με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης ο τέταρτος λόγος της έφεσης πετυχαίνει μερικώς, ενώ οι υπόλοιποι απορρίπτονται. Κρίνουμε, υπό το φως των προηγούμενων αναφορών μας, ότι το ποσό των €15.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση και μειώνεται ανάλογα το επιδικασθέν ποσό. Συναφώς τα πρωτόδικα έξοδα, να υπολογιστούν στην ανάλογη κλίμακα, εάν αυτή διαφοροποιείται.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται έξοδα στο ποσό των €1.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/κας