ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:2
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2020
σχ.με αριθμ.09/2020)
20 Ιανουαρίου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
xxx ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
xxx ΧΡΥΣΟΧΟΥ,
Εφεσιβλήτου,
---------
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 09/2020
σχ.με 8/2020)
xxx ΧΡΥΣΟΧΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
xxx ΙΩΑΝΝIΔΟΥ,
Εφεσίβλητης,
---------------------
Μ.Βιολάρης για Κλεόπα & Κλεόπα ΔΕΠΕ, για την Eφεσείουσα στην 8/20 και Eφεσίβλητη στην 9/20.
Χρ.Αργυρού (κα), για Αργυρού & Κωνσταντίνου ΔΕΠΕ, για τον Eφεσίβλητο στην 8/20 και Eφεσείοντα στην 9/20.
-------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την
Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος στην έφεση 8/20, και Eφεσείων στην έφεση 9/20 (για σκοπούς εύκολης αναφοράς «ο Εφεσίβλητος») καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο αίτημα διάλυσης του γάμου του με την Eφεσείουσα στην έφεση 8/20 και Eφεσίβλητη στην 9/20 (για σκοπούς εύκολης αναφοράς «η Eφεσείουσα»). Στη διαδικασία υπήρξε ανταπαίτηση της Eφεσείουσας η οποία όμως αποσύρθηκε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας.
Ο προβαλλόμενος λόγος διαζυγίου από τον Eφεσίβλητο ήταν ο ισχυρός κλονισμός του γάμου δυνάμει του ΄Αρθρου 111(2)Β του Συντάγματος το οποίο έχει ως εξής:
«Β. Το διαζύγιον χωρεί μόνον-
...
(β) όταν αι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθή τόσον ισχυρώς από λόγον ο οποίος αφορά το πρόσωπον του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, ώστε βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως να είναι αφόρητος διά τον ενάγοντα·»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία αποφάσισε πως η έγγαμη σχέση των διαδίκων είχε υποστεί ισχυρό κλονισμό για λόγους που αφορούν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων. Η Eφεσείουσα διαμαρτύρεται με τη δική της έφεση πως δεν ήταν επιτρεπτό στο Δικαστήριο να το πράξει, αφού ο Εφεσίβλητος δεν είχε διατυπώσει στο παρακλητικό της αίτησης του τέτοια ειδική θεραπεία για λύση του γάμου ένεκα λόγων που αφορούν και τους δύο διαδίκους, αλλά μόνο ένεκα λόγων που αφορούσαν την Eφεσείουσα (1ος και 2ος λόγος έφεσης στην 8/20). Εξάλλου, και οι δύο διάδικοι διαμαρτύρονται αντιστοίχως, επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε τον άλλο αποκλειστικά υπεύθυνο για τη λύση του γάμου (2ος λόγος έφεσης εν μέρει στην 8/20 καθώς και 1ος και 2ος λόγος έφεσης στην 9/20).
Επάναγκες είναι να εξεταστούν σωρευτικά οι πιο πάνω λόγοι αφού αφορούν το ίδιο θέμα ειδωμένο από διαφορετική σκοπιά εκδοχής και θεώρησης.
Είναι σημαντικό να λεχθεί πως δυνάμει του ως άνω ΄Αρθρου του Συντάγματος για να γίνει δεκτός ισχυρισμός για ισχυρό κλονισμό πρέπει να αποδειχθούν ορισμένα βασικά γεγονότα τα οποία συνοψίζονται εύστοχα και γλαφυρά στη Ζαχαρίου ν. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159 ως εξής:
«Για την τεκμηρίωση ισχυρού κλονισμού του γάμου βάσει του Άρθρου 111.2Β(β)του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 95/89, πρέπει να αποδειχθεί ότι -
(α) Ο γάμος υπέστη ισχυρό κλονισμό. Ισχυρός είναι ο κλονισμός ο οποίος ανασκάπτει το θεμέλιο του γάμου. Ο γάμος θεμελιώνεται στην πίστη των συζύγων στους σκοπούς του γάμου, την προσήλωσή τους στην ευόδωση τους και στον αλληλοσεβασμό των συζύγων. Στη προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο γάμος κλονίστηκε μέχρι την καταβαράθρωσή του.
(β) Ο κλονισμός πρέπει να οφείλεται σε λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δυο συζύγων. Κλονισμός ο οποίος έχει ως αιτία λόγο που δεν αφορά το πρόσωπο της εναγομένης (ή του εναγομένου), ή και των δυο συζύγων, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο διαζυγίου βάσει του Άρθρου 111.2Β(β) του Συντάγματος. Όπου η μαρτυρία αποκαλύπτει κλονιστικούς λόγους που αφορούν τόσο την εναγομένη όσο και αμφοτέρους τους συζύγους, πρέπει να αποφασισθεί, ως πραγματικό γεγονός, ποια ήταν η ουσιαστική αιτία του κλονισμού του γάμου. Και
(γ) Το βάσιμο του αιτήματος του ενάγοντα για διαζύγιο είναι αλληλένδετο με τους λόγους του κλονισμού. Οι κλονιστικοί λόγοι πρέπει να καθιστούν εξ αντικειμένου αφόρητη για τον ενάγοντα τη συνέχιση του γάμου. Στην περίπτωση που ο κλονισμός οφείλεται σε λόγους που αφορούν και τους δυο συζύγους, πρέπει να αποφασιστεί αν το πλέγμα των σχέσεων των διαδίκων κατέστη τέτοιο ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να έχει καταστεί αφόρητη για τον αιτούντα το διαζύγιο».
Ο Eφεσίβλητος περιέγραψε το γάμο του ως «νεκρό». Ομίλησε με αναφορά σε λεπτομέρειες για ουσιαστικό εκπεσμό των σχέσεων τους που είχε διάρκεια και χωρισμό από τραπέζης και κοίτης. Θα προσθέταμε ότι η μαρτυρία και των δύο διαδίκων είχε κοινή συνισταμένη τον εκφυλισμό της επικοινωνίας, της σχέσης εμπιστοσύνης και κατανόησης που αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα του γάμου. Αυτό προκύπτει από διάφορες αναφορές τόσο δικογραφικές όσο και ενόρκων τοποθετήσεων των διαδίκων.
Συνεπώς ήταν καθόλα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να θεωρήσει ότι ο ισχυρισμός κλονισμός κάλυπτε το πρόσωπο και των δύο διαδίκων.
Αυτό ελέχθη εμμέσως πλην σαφώς στη Ζαχαρίου, ανωτέρω. Συγκεκριμένα αναφέρονται από Πική, Δ. τα ακόλουθα:
«Όπου η μαρτυρία αποκαλύπτει λόγους κλονιστικούς του γάμου που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου και παράλληλα λόγους που αφορούν και τους δυο συζύγους, το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει ως πραγματικό γεγονός κατά πόσο ο κλονισμός του γάμου επήλθε από τις πράξεις της εναγομένης (ή του εναγομένου) ή και των δυο και να καταλογίσει τον κλονισμό στο λόγο εκείνο που επέδρασε αποφασιστικά στην κατάρρευση του γάμου».
Και παρακάτω:
«Και στην Αγγλία η ανεπανόρθωτη κατάρρευση του γάμου (irretrievable break-down of the marriage), έννοια συναφής προς τον ισχυρό κλονισμό, συνιστά λόγο διαζυγίου. Η κατάρρευση και κατ' επέκταση η έκδοση διαζυγίου, συναρτάται με το εύλογο του αιτήματος ότι η συνέχιση των έγγαμων σχέσεων κατέστη λογικά απαράδεκτη. Το κριτήριο για την αξιολόγηση των αντιδράσεων του ενάγοντα προς το γάμο και το παραδεκτό του αιτήματος για διάλυση, είναι αντικειμενικό και συναρτάται με την κρίση του ορθοφρονούντα (right thinking) τρίτου. Εκφραστής των αντιδράσεων του συνετού αυτού ανθρώπου είναι το δικαστήριο [ βλ. "Matrimonial Causes Act 1973" -Halsbury's Laws of England, 4th ed, Vol. 13, paras. 553,554,555,573 & 574, και Livingstone-Stallard v. same [1974] 2 All E.R. 766,771].
To Άρθρο 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), παρέχει ευρείες εξουσίες στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στο Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του βάσει του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Μεταξύ των εξουσιών που παρέχονται σ' αυτό το Δικαστήριο, είναι και η δυνατότητα εξαγωγής των δικών του συμπερασμάτων από τις αποδείξεις που έχουν προσαχθεί. Η μαρτυρία κατέστησε πρόδηλο ότι ο κλονισμός του γάμου επήλθε ως αποτέλεσμα της έλλειψης σεβασμού και από τους δυο συζύγους στους σκοπούς του γάμου. Το στοιχείο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης εξέλιπε ολοσχερώς· το υποκατέστησε η αμοιβαία δυσπιστία και περιφρόνηση που και οι δυο εκδήλωναν με τον πιο υβριστικό τρόπο.
Το συμπέρασμα στο οποίο αγόμεθα είναι ότι ο κλονισμός οφείλεται σε λόγους που αφορούν και τους δυο συζύγους. Ενόψει του δημιουργηθέντος πλέγματος σχέσεων, περιλαμβανομένης και της προσβλητικής στάσης της συζύγου προς το άτομο του συζύγου της, κρίνεται δικαιολογημένο το αίτημα για διάλυση του γάμου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η συνέχιση των έγγαμων σχέσεων κατέστη αφόρητη για τον εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα»
Τα πιο πάνω ισχύουν απολύτως και εν προκειμένω. Η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης προερχόμενη και από τα δύο μέρη με τρόπο που συνιστούσε κλονιστικό της εγγάμου σχέσεως ήταν πρόδηλη τόσο από τη δικογραφία όσο και από τη μαρτυρία αμφοτέρων, παρά την προσπάθεια του καθενός εξ αυτών να τοποθετήσει τα γεγονότα στο κανάλι της δικής του εκδοχής και θέσης.
Το ίδιο έχει λεχθεί και στη Λεωνίδου Χρίστου ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 986 όπου και πάλι, στη διαπίστωση ότι εξέλειπε ο αλληλοσεβασμός μεταξύ των συζύγων και η πίστη στους σκοπούς του γάμου, το Οικογενειακό Εφετείο κατέληξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή του συζύγου επειδή έκρινε ότι δεν είχε καταδειχθεί υπαιτιότητα του Eφεσίβλητου στην κατάρρευση του γάμου. Το αποτέλεσμα ήταν η έκδοση του διαζυγίου από το ίδιο το Εφετείο.
΄Εχοντας κατά νου τα πιο πάνω θεωρούμε ότι ήταν στα πλαίσια της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου (αλλά και του Εφετείου δυνάμει του ΄Αρθρου 21 του Ν.23/90) να αποδώσει κοινή ευθύνη στον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης των διαδίκων. Oύτε βεβαίως η εξουσία του περιορίζεται από το περιεχόμενο της Γνωστοποίησης που αποστέλλεται δυνάμει του Ν.22/90. Η κατάληξη μας αυτή θέτει εκ ποδών τους λόγους έφεσης 1 και 2 τόσο της έφεσης 8/20 όσο και της έφεσης 9/20.
Παραμένουν προς εξέταση ο 3ος και 4ος λόγος έφεσης στην 8/20. Με τον 3ο λόγο η Eφεσείουσα διαμαρτύρεται έντονα πως το εύρημα ότι η κατάληξη στις σχέσεις των διαδίκων επήλθε τον Ιανουάριο του 2014 αποτελεί προϊόν πλημμελούς αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και κατά συνέπεια λανθασμένο.
Είναι παγιωμένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο εξαιρετικά σπάνια επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης που συνετελέσθη πρωτοδίκως. Εφόσον για να επέμβει δέον η πρωτόδικη κρίση να εκφεύγει των λογικών πλαισίων ή να μη στηρίζεται σε μαρτυρία.
Εν προκειμένω, το μέρος αυτό της απόφασης που αφορούσε στο πότε συνετελέσθη η διάσταση είχε ως έρεισμα αναφορά του Eφεσίβλητου. Ο Eφεσίβλητος, εν αντιθέσει με την Eφεσείουσα, το ανέφερε σαφώς στη δική του μαρτυρία και το Δικαστήριο εξήγησε επαρκώς γιατί θεώρησε πιστευτό και αξιόπιστο το μέρος αυτό της μαρτυρίας του. Από την άλλη εξήγησε πως η επί του θέματος μαρτυρία της Eφεσείουσας παρουσίασε κενά και αντιφάσεις που ξεκινούσαν από την έλλειψη αντίστοιχης με την προωθούμενη ενόρκως, δικογραφική βάση. Είναι η κατάληξη μας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα θεμιτά πλαίσια της άσκησης του καθήκοντος του και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Με τον 4ο λόγο έφεσης η Eφεσείουσα αναφέρεται σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα εναντίον της και υπέρ του Eφεσίβλητου ως επιτυχόντα διαδίκου. Θεωρούμε ότι η Eφεσείουσα δεν έχει δίκαιο. Παρά το εύρημα της κοινής υπαιτιότητας στον ισχυρό κλονισμό του γάμου παραμένει ότι ο Eφεσίβλητος επεδίωκε τη λύση του γάμου ως το αίτημα του, ενώ η Eφεσείουσα ενίστατο. ΄Ηταν συνεπώς στην ευχέρεια του Δικαστηρίου να πράξει ως έπραξε.
Στη βάση των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται. Ενόψει δε της κοινής κατάληξης, θεωρούμε ορθότερο πως ο κάθε διάδικος θα είναι υπόλογος για τα δικά του έξοδα.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.