ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Μ. Μιχαήλ (κα) για Γ.Α. Βασιλείου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Π. Σελίπα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2022-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΡΙΛΛΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΑΡ.4/2009, Έφεση Αρ. 5/2020, 20/1/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2022:3

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση Αρ. 5/2020)

20 Ιανουαρίου 2022

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ xxx ΠΥΡΙΛΛΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΑΡ.4/2009

 

____________________

 

Μ. Μιχαήλ (κα) για Γ.Α. Βασιλείου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Π. Σελίπα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

____________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Την 18.9.2014 το Οικογενειακό Δικαστήριο Αμμοχώστου εξέδωσε διάταγμα για την εγγραφή και εκτέλεση εκ συμφώνου διατάγματος διατροφής που είχε εκδοθεί από Δικαστήριο της Βουλγαρίας, εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των ανηλίκων τέκνων του.  Το διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) αριθ. 4/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2008 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, ο Ε.Κ.4/2009, και επιδόθηκε στον Εφεσείοντα την 5.11.2014.

 

    Ο Εφεσείων καταχώρησε την 26.6.2018, στο ίδιο Δικαστήριο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αίτηση παραμερισμού του διατάγματος ημερ.18.9.2014, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, εφόσον εφαρμοζόταν ο Ε.Κ.4/2009, η καταχώρηση προσφυγής, μέσα στο χρόνο που ορίζεται από την επίδοση του διατάγματος στον Εφεσείοντα, σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Ε.Κ.4/2009,[1] ήταν ο μόνος τρόπος προσβολής του διατάγματος ημερ.18.9.2014 και επομένως, εφόσον αυτό του είχε επιδοθεί την 5.11.2014, η σχετική προθεσμία είχε προ πολλού εκπνεύσει και η αίτηση παραμερισμού που καταχώρησε ήταν απορριπτέα.

 

    Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. 

 

Η Εφεσίβλητη ήγειρε ζήτημα ότι η έφεση δεν είναι έγκυρη και πρέπει να απορριφθεί γιατί για την καταχώριση της δεν χρησιμοποιήθηκε ο Τύπος 2 που προβλέπεται από το Άρθρο 10(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμού του 1990 (Αρ.2/1990), όπως τροποποιήθηκε με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (Αρ.7/2016)Χρησιμοποιήθηκε, αναφέρει, το συνηθισμένο έντυπο ειδοποίησης έφεσης που προβλέπεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Τύπος 28, στο οποίο αντικαταστάθηκαν οι αναφορές «Στο Ανώτατο Δικαστήριο» και «Επαρχιακό Δικαστήριο», ώστε να φαίνεται «Εν τω Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο» και «Οικογενειακό Δικαστήριο Αμμοχώστου».

 

Επικαλέστηκε η Εφεσίβλητη την Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200, από την οποία όμως υπήρξε απόκλιση στην Xέυς ν. Φιλιππίδης, Έφ. Δευτ. Οικ. Δικ. Αρ.41/2015, ημερ.18.2.2020.  Στην Φιλιππίδης δεν γινόταν αναφορά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και επιτράπηκε σχετική τροποποίηση.  Οι ίδιες περιστάσεις συντρέχουν και στη περίπτωση μας με τη διαφορά ότι εδώ αναφέρεται ότι η έφεση καταχωρείτο στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Η έφεση καταχωρίστηκε στο Πρωτοκολλητείο του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και έλαβε αριθμό ως έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.  Δόθηκαν στην συνέχεια οδηγίες για περιγράμματα.  Θεωρούμε, επομένως, την έφεση έγκυρη και προχωρούμε στην εξέταση των λόγων της.

 

    Είναι σημαντικό να υπομνηστεί εξ υπαρχής ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβητεί ότι ο Ε.Κ.4/2009 εφαρμοζόταν στην περίπτωση του.  Σαφώς η περίπτωση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του Ε.Κ.4/2009, όπως με λεπτομέρεια εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και έχοντας, δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, αυξημένη ισχύ και υπεροχή έναντι άλλης ημεδαπής νομοθεσίας που θα μπορούσε να καλύπτει την περίπτωση,[2] τύγχανε εφαρμογής.

 

    Με το λόγο έφεσης 1 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα απόρριψε την αίτηση παραμερισμού και περαιτέρω ότι υπέπεσε σε εσφαλμένη ερμηνεία ή και εφαρμογή του Ε.Κ.4/2009.  Στην αιτιολογία του λόγου το ζήτημα που αναπτύσσεται αφορά στη θέση ότι κατά τη διαδικασία της αναγνώρισης και εγγραφής δεν χρησιμοποιήθηκε υπαρκτό εναρκτήριο μέσο ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνάμει του Ε.Κ.4/2009 δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. 

 

    Συμπλέκεται η αιτιολογία με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 2, που αναφέρει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αντινομική και λανθασμένη καθ' ότι εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιαστικών κανόνων δικαίου, της διαδικασίας και της νομολογίας.  Συγκεκριμενοποιείται, λοιπόν, στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 2 ότι για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του Ε.Κ.4/2009, θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί το εναρκτήριο μέσο που προνοείται στον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000, Ν.121(Ι)/2000 και η διαδικασία να αρχίσει με αίτηση με κλήση, όπως προνοείται στο Άρθρο 5 του νόμου αυτού.  Με την παράλειψη να ακολουθηθεί αυτή η οδός και να επιδοθεί η αίτηση αναγνώρισης και εκτέλεσης στον Εφεσείοντα, παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και ουσιαστικοί κανόνες δικαίου, αφού ο Εφεσείων δεν ακούστηκε.

 

    Συναφής είναι και ο λόγος έφεσης 4, με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξισορροπήσει τους διάφορους παράγοντες και ειδικά το δικαίωμα ακρόασης και ελεύθερης πρόσβασης στο Δικαστήριο.  Η αιτιολογία του παραπέμπει και πάλι στο Άρθρο 5 του Ν.121(Ι)/2000 και ότι η παραβίαση του αναπόφευκτα επέφερε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος.  Αναφέρεται ακόμα στην αιτιολογία του λόγου ότι: «Ο Πρωτόδικος Δικαστής κατά την δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία ώστε να εξετάσει την έγκριση ή μη έγκριση της αίτησης εφόσον το ουσιώδες της δίκης είναι η Ακρόαση».  Δεν αναφέρεται σε ποια διαδικασία, είναι ωστόσο πρόδηλο ότι ο Εφεσείων δεν εννοεί τον πρωτόδικο Δικαστή, αλλά το Δικαστή που εξέδωσε το διάταγμα αναγνώρισης και εκτέλεσης.

 

    Με το λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν αξιολόγησε και δεν αποφάνθηκε επί του νομικού ζητήματος που ήγειρε ο Εφεσείων ότι η περίπτωση ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 24(β)[3] του Ε.Κ.4/2009 και η απόφαση του βουλγάρικου Δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να αναγνωριστεί, γιατί το εισαγωγικό έγγραφο της εκεί διαδικασίας δεν επιδόθηκε στον Εφεσείοντα.

 

    Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 μαζί.

 

    Καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Ν.121(Ι)/2000 δεν τύγχανε εφαρμογής στα περιστατικά της υπόθεσης και ότι η δικαιοδοσία δυνάμει του Ε.Κ.4/2009 ενεργοποιείτο χωρίς την εμπλοκή του.  Η ορθότητα της επιμέρους κρίσης του επιβεβαιώνεται από το Δικαστικό Κανόνα Πρακτικής, που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο την 19.3.2013 και αναφέρει ότι:

 

«Ο Κανονισμός αρ. 4/2009 (ΕΚ), ως Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει άμεση ισχύ και εφαρμογή στην Κυπριακή Δημοκρατία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων.  Ως εκ τούτου, ο Κανονισμός εφαρμόζεται χωρίς να παρίσταται ανάγκη ιδιαίτερου καθορισμού της πρακτικής και διαδικασίας, και δη του καθορισμού εναρκτήριου μέσου της διαδικασίας, και είναι επαρκής, προς το σκοπό κίνησης του δικαστηρίου και ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του, η υποβολή αίτησης δυνάμει του Κανονισμού 56(1)(α) και του Εντύπου VI του Κανονισμού αρ. 4/2009 (ΕΚ).»

   

    Ούτε το Άρθρο 5 του Ν.121(Ι)/2000 που προνοεί τη διαδικασία η οποία ακολουθείται όταν εφαρμόζεται ο συγκεκριμένος νόμος για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, ότι δηλαδή αρχίζει με καταχώριση αίτησης διά κλήσεως που επιδίδεται στον καθ' ου η αίτηση που μπορεί να υποβάλλει, εάν επιθυμεί, γραπτή ένσταση, θα μπορούσε, έστω κατ' αναλογία να τύχει εφαρμογής.  Η Gratio Holdings Ltd (2014) 1(A) A.A.Δ. 930, την οποία επικαλέστηκε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα για το ότι το Άρθρο 5 εμπεριέχει ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, θα ήταν χρήσιμη νοουμένου ότι ο Ν.121(Ι)/2000 τύγχανε εφαρμογής.  Στην προκειμένη περίπτωση, όπου εφαρμόζεται ο Ε.Κ.4/2009, για να εκδοθεί διάταγμα αναγνώρισης και εκτέλεσης δεν προνοείται διαδικασία με τη συμμετοχή του καθ' ου η αίτηση.  Αντίθετα, προνοείται συγκεκριμένη άλλη διαδικασία, κατά την οποία ο καθ' ου η εκτέλεση διάδικος δεν συμμετέχει.[4]  Οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης τηρούνται και το δικαίωμα του καθ' ου η εκτέλεση να ακουστεί διαφυλάσσεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Ε.Κ.4/2009, με την δυνατότητα καταχώρησης προσφυγής κατά της απόφασης αναγνώρισης και εκτέλεσης, μετά την επίδοση σε αυτόν του διατάγματος,[5] ευκαιρία την οποία στην προκείμενη περίπτωση ο Εφεσείων δεν χρησιμοποίησε.  Τα δικαιώματα που εξασφαλίζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος δεν έχουν με κανένα τρόπο παραβιαστεί στην περίπτωση του Εφεσείοντα.   

 

    Κατ' ακολουθία οι λόγοι έφεσης 1,2 και 4 απορρίπτονται.

 

    Σε σχέση με το λόγο έφεσης 3 και το κατά πόσο η απόφαση του βουλγάρικου Δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να αναγνωριστεί, στη βάση της θέσης του Εφεσείοντα ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης στη Βουλγαρία δεν του επιδόθηκε, σημειώνουμε ότι το διάταγμα στη Βουλγαρία είχε εκδοθεί εκ συμφώνου και όχι ερήμην του Εφεσείοντα και σε κάθε περίπτωση, τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στα πλαίσια προσφυγής του σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Ε.Κ.4/2009.  Για την ακρίβεια, και τα όσα άλλα ήγειρε ο Εφεσείων με τα οποία προσβάλλει την ορθότητα του διατάγματος αναγνώρισης και εκτέλεσης, τον τρόπο έναρξης της διαδικασίας εκείνης και την εξέλιξη της, θα μπορούσαν να εξεταστούν μόνο στα πλαίσια τέτοιας προσφυγής.

 

    Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 3 αναφέρεται και κάτι άλλο.  Ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 31(2)[6] του Ε.Κ.4/2009, γιατί δεν επιδόθηκε στον Εφεσείοντα, μαζί με το διάταγμα αναγνώρισης και εκτέλεσης και η βουλγάρικη απόφαση.  Στην έκταση που ο Εφεσείων επιδιώκει να προσβάλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε επίδοση σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Ε.Κ.4/2009 την 5.11.2014 που εκκίνησε την προθεσμία για την καταχώρηση προσφυγής, θα λέγαμε ότι ο λόγος έφεσης δεν καλύπτει τέτοιο ζήτημα.  Είναι ο λόγος έφεσης που καθορίζει τι προσβάλλεται και δεν διευρύνονται τα επίδικα στην έφεση θέματα με την αιτιολογία, όταν σαφώς δεν προκύπτουν από το λόγο  (Άζινου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.110/2021, ημερ.7.12.2021).  Σημειώνουμε ωστόσο ότι το ζήτημα δεν προωθήθηκε με το περίγραμμα που καταχωρίστηκε, ούτε με την αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα.  Επομένως απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

    Επιδικάζονται €2.000 έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

                                                Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

                                                Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/ΚΧ»Π



[1] Προσφυγή κατά της αποφάσεως επί της αιτήσεως κηρύξεως της εκτελεστότητας

  1. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκείται προσφυγή και από τους δύο διαδίκους.

..........................................

  5. Η προσφυγή κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίησή της. Εάν ο καθ' ου η εκτέλεση έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής είναι 45 ημέρες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίηση προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως.

 

[2] Βλ. τα Άρθρα 3(1) και 4 του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000, Ν.121(Ι)/2000

[3] Απόφαση δεν αναγνωρίζεται εάν:

   α) .

   β) το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή αντίστοιχο έγγραφο δεν κοινοποιήθηκε ή δεν επιδόθηκε στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, εκτός αν δεν προσέβαλε την απόφαση ενώ είχε σχετικό δικαίωμα·

[4] Το Άρθρο 30 του Ε.Κ.4/2009 προβλέπει ότι: «Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή χωρίς έλεγχο δυνάμει του άρθρου 24, μόλις ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28 και εντός 30 ημερών το αργότερο μετά την ολοκλήρωση των διατυπώσεων αυτών, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων. Ο καθ' ου η εκτέλεση διάδικος δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να καταθέσει προτάσεις».

 

[5] Άρθρο 31 του Ε.Κ.4/2009.

[6] Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στον καθ' ου η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο