ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:4
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση αρ. 5/2019)
25 Ιανουαρίου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,Δ/ΣΤΕΣ]
Η.Χ.
Εφεσείουσα,
v.
Φ.Ν.
Εφεσίβλητου.
---------
Α. Χρ. Δημητριάδης, για την Εφεσείουσα.
Σ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο.
------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Οι διάδικοι είχαν τελέσει εκκλησιαστικό γάμο στις 4/3/2000 στην Πάφο, ο οποίος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 14/9/2009, ενώ τελούσαν σε διάσταση από τον Οκτώβριο του 2006.
Από το γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, γεννηθέντα το 2000 και το 2003.
Προωθήθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου αίτηση για επίλυση των περιουσιακών διαφορών με την καθ' ης η αίτηση/εφεσείουσα, η οποία κατέθεσε στα πλαίσια της Υπεράσπισης της, Ανταπαίτηση.
O εφεσίβλητος επεδίωκε την έκδοση διατάγματος με το οποία να αναγνωρίζεται ως ο μόνος και αποκλειστικός δικαιούχος του ποσού των χρημάτων τα οποία ήσαν κατατεθειμένα στην Alpha Bank σε τρεις λογαριασμούς (α) 647...-9 ύψους €74.226,76, (β) 647...261, ύψους €854,30 και (γ) 647...-1, ύψους €11.772,44, οι οποίοι αποτελούσαν κοινούς λογαριασμούς επ' ονόματι αμφοτέρων.
Υπενθυμίζεται πως στην Πουγεράσης κ.α. Ν. Παπαφιλίππου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1283, 1287-7, αναφέρεται με παραπομπή στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking, εκδ. 1995, σελ. 169-171, ότι ένας κοινός λογαριασμός είναι κατά το νόμο απλώς ένα χρέος το οποίο οφείλεται στους δικαιούχους του λογαριασμού από κοινού.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της Αίτησης και την εκδοχή του εφεσίβλητου, τα χρήματα ανήκαν αποκλειστικά στον ίδιο και προήλθαν από πώληση μετοχών της εταιρείας DAKTARI TRAVELS & Tours Ltd (στο εξής Daktari) της οποίας ήταν διευθυντής και μέτοχος και τα οποία, λόγω επιμονής της εφεσείουσας, συγκατένευσε να γραφτεί και το όνομα της ως δικαιούχου επί των λογαριασμών, ενώ καμιά συνεισφορά είχε για την απόκτηση τους.
Η εφεσείουσα αρνείτο και απέρριπτε την απαίτηση του εφεσίβλητου, ισχυριζόμενη ότι συνέβαλε τουλάχιστον κατά το ήμισυ στη δημιουργία των κοινών λογαριασμών, όπως και στην αύξηση της αξίας των μετοχών της Daktari. Ισχυριζόταν επίσης ότι συνέβαλε κατά το ήμισυ στην απόκτηση ακινήτου στην Πάφο αλλά και γενικότερα στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου.
Για τούτο αξίωνε ανταπαιτητικώς: το ½ των επίδικων λογαριασμών. Το ½ του μεριδίου του επίδικου ακινήτου, το ½ της αξίας των μετοχών που κατείχε ο εφεσίβλητος σε διάφορες εταιρείες καθώς και γενικότερα το ½ οποιασδήποτε περιουσίας είχε ο εφεσίβλητος.
Η έκταση της αξίωσης της στην Ανταπαίτηση, καθορίστηκε από την ίδια άνευ βλάβης όσων αξίωνε, μέχρι €800.000 καθώς, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, υπήρξε επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου μέχρι ποσού €1.600.000.
Κατά την ακροαματική ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου διαδικασία, κατέθεσαν έξι μάρτυρες εκ μέρους του εφεσίβλητου, ενώ εκ μέρους της εφεσείουσας τέσσερις, για απόδειξη της απαίτησης και ανταπαίτησης, αντίστοιχα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον εφεσίβλητο, εκδίδοντας διάταγμα με το οποίο αναγνωριζόταν ως ο αποκλειστικός δικαιούχος του λογαριασμού αρ. 647..-9 στην Alpha Bank, ενώ απέρριψε την αξίωση για τους άλλους δύο, ύψους €854,30 και €11.772,44.
Η ανταπαίτηση της εφεσείουσας απορρίφθηκε. Αποφασίστηκε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε επαύξηση στην περιουσία του εφεσίβλητου και ότι εν πάση περιπτώσει δεν αποδείκτηκε οιαδήποτε συνεισφορά της εφεσείουσας.
Η ορθότητα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) πλήττεται με οκτώ (8) λόγους έφεσης.
Μερικοί εξ αυτών όπως οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος λόγοι έφεσης άπτονται των θεμάτων αξιοπιστίας των διαδίκων και αξιολόγησης της μαρτυρίας τoυς, λανθασμένης και αυθαίρετης, κατά την εισήγηση, η οποία οδήγησε κατ' ακολουθία σε ανακριβή, λανθασμένα και αντινομικά συμπεράσματα.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση, εκτός όπου τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Ανδρέου κ.α. ν. Λαϊκής Επενδυτική Ε.Π.Ε.Υ. Δημόσια Εταιρεία Λτδ., Πολ. Εφ. 149/14 ημερ. 17/12/2021), ECLI:CY:AD:2021:A571.
Επέμβαση επίσης χωρεί όταν υπάρχουν συγκρουόμενες εκδοχές, εκ μέρους ενός διαδίκου, και το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να τις εξετάσει και αποφανθεί επί τούτων και αιτιολογήσει την προτιμηθείσα από αυτό εκδοχή. (Αργυρίδης ν. Φετοκάκη (2001) 1 ΑΑΔ 328).
Στην ανά χείρας υπόθεση ενώ προβάλλεται η θέση πως ο εφεσίβλητος προέβαλε συγκρουόμενες εκδοχές και το Δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει προτού αποφασίσει, ωστόσο δεν υποδεικνύεται ποιες ήσαν οι εκδοχές αυτές. Τα παράπονα εστιάζονται ουσιαστικά και κυρίως σε ζητήματα αξιοπιστίας και «αντιφάσεις» κατά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, οι οποίες όπως σημειώνεται από το συνήγορο της εφεσείουσας αντιβαίνουν με το περιεχόμενο έγγραφης μαρτυρίας. Υπογραμμίζονται ως τέτοιες και προσφέρονται ως παραδείγματα, η αναφορά στο τίμημα αγοράς του επίδικου ακινήτου για το οποίο ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι ήταν ύψους ΛΚ 45.000 ενώ στο τεκμ. 22, το οποίο αποτελεί τη δήλωση μεταβίβασης του στο Κτηματολόγιο, δηλώθηκε ως τίμημα αγοράς ποσό ΛΚ 22.000.
Υποδεικνύονται επίσης ως ψευδείς και ανακριβείς δηλώσεις του εφεσίβλητου, η αναφορά του ότι εξόφλησε το τίμημα πώλησης του επίδικου ακινήτου με δάνειο που συνήψε ο ίδιος και το εξόφλησε το 1998, αποκρύπτοντας ότι εκείνο το δάνειο, εξοφλήθηκε με νέο δάνειο (τεκμ. 20) το οποίο αποπληρώθηκε διαρκούσης της συμβίωσης των διαδίκων.
Ψευδής χαρακτηρίζεται η δήλωση του εφεσίβλητου, την οποία, όπως υποστηρίζει ο συνήγορος της εφεσείουσας, επίσης παρέλειψε να αξιολογήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα εισοδήματα του ανέρχονταν για τα έτη 2000-2006 στο ποσό των ΛΚ 112.500 ή €192.375.
Με όλη την εκτίμηση προς το συνήγορο της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις διαφορετικές θέσεις που προβλήθηκαν από τους διαδίκους και όσα ο εφεσίβλητος κατέθεσε αναφορικά με μισθοδοσία και μερίσματα που λάμβανε, όπως επίσης και τη διαφορά που εντοπίζεται στην τιμή απόκτησης του ακινήτου, η οποία κρίθηκε ότι δεν αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία, αφού το ακίνητο αποκτήθηκε πριν τη γνωριμία των διαδίκων και δεν αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο στην έννοια του Νόμου. Ο εφεσίβλητος επέμεινε εξ όσων θυμόταν στην τιμή αγοράς των ΛΚ 45.000 διότι όπως ανέφερε κατέβαλε με δικά του χρήματα ποσό ΛΚ 24.000 και το υπόλοιπο με το δάνειο που συνήψε.
Το ύψος των εισοδημάτων που δήλωσε, επιβεβαιώθηκε από τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 κας Πέτρου, η οποία παρουσίασε αναλυτική κατάσταση ασφαλιστικών αποδοχών του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας της εφεσείουσας της οποίας οι ισχυρισμοί περί συνεισφοράς ή χρηματοδότησης προς την εταιρεία Daktari του εφεσίβλητου, δεν υποστηρίζονταν ούτε και από τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων τους οποίους εκλήτευσε και κατέθεσαν.
Συνέκρινε δε τη δοθείσα μαρτυρία της με όσα υποστήριζε σε ένορκη δήλωση την οποία κατέθεσε κατά τη διαδικασία αίτησης διατροφής με αρ. 54/07 (τεκμ. 36) στην οποίαν εξέφραζε διάφορες απόψεις και θέσεις οι οποίες συγκρούονταν με τη δοθείσα μαρτυρία της και οι οποίες ουσιαστικά συνέπιπταν με τις θέσεις του εφεσίβλητου αναφορικά με τα εισοδήματα τα οποία ο τελευταίος, κατά την παρούσα διαδικασία, ισχυριζόταν ότι ελάμβανε.
Με αυτά ως δεδομένα κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων, έχοντας κατά νου και τα επίδικα θέματα και τις δικογραφημένες θέσεις, για τα οποία δεν εντοπίζουμε να προσφέρεται πεδίο παρέμβασης μας.
Ενόψει τούτου, η απόρριψη των σχετικών λόγων έφεσης ήτοι 1ου, 2ου και 3ου, είναι αναπόφευκτη.
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι εξετάζονται κατωτέρω, θίγεται το ζήτημα της επαύξησης της περιουσίας των διαδίκων, γι' αυτό προτού τις εξετάσουμε, κρίνουμε ορθό και σκόπιμο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο το οποίο το περιβάλλει.
Το Άρθρο 14 του Νόμου 232/1991 (περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991) διαλαμβάνει, υπό τον πλαγιότιτλο «Αξίωση συμμετοχής σε περιουσία».
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Ως «συνεισφορά» ορίζεται με το Άρθρο 2 του Νόμου «.οποιαδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»
Ο όρος «περιουσία» εξηγείται με το ίδιο άρθρο πως «σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους».
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αποδίδεται σφάλμα στο εύρημα του πρωτόδικο Δικαστηρίου με το οποίο αποφάσισε ότι υπήρξε επαύξηση στην περιουσία της εφεσείουσας με τη δημιουργία κατά το ½ του λογαριασμού προθεσμίας 647...-9.
Σύμφωνα με την αναντίλεκτη επί του θέματος τούτου μαρτυρία, με συμφωνία ημερ. 29.3.2993 (τεκμ. 10) οι τέσσερις μέτοχοι της εταιρείας Daktari, μεταξύ των οποίων ο εφεσίβλητος, πώλησαν προς την εταιρεία Aeolos Travel, έκαστος από 250 μετοχές έναντι του συνολικού τιμήματος των ΛΚ 200.000 το οποίο θα καταβαλλόταν κατ' αναλογία στον κάθε μέτοχο σε καθορισμένες ημερομηνίες. Αντιστοιχούσε επομένως στον εφεσίβλητο ποσό ΛΚ 50.000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα αυτό αφού έκρινε αξιόπιστο τον εφεσίβλητο και αφού έλαβε υπόψη τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσείουσας με τις οποίες παραδεχόταν ότι τα χρήματα από την πώληση 250 μετοχών της Daktari κατατέθηκαν σε κοινό λογαριασμό. Παρά την προσπάθεια της εφεσείουσας να εκφύγει από τις δικογραφημένες της θέσεις, αλλά και όσα στη γραπτή της δήλωση αποδεχόταν, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (χχχ Αθανασίου ν. Reana Manufacturing & Training Co. Ltd κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 1635), επισήμανε τη δέσμευση που δημιουργεί η δικογραφημένη θέση και η μαρτυρία της η οποία δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου της, όπως επιχειρήθηκε να γίνει.
Η διαζευκτική δε θέση της εφεσείουσας, πως εάν βρεθεί ότι ο εφεσίβλητος συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στη δημιουργία του κοινού λογαριασμού, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να του επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό, αφού ο εφεσίβλητος της συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο ανήθικο και σκληρό, δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση.
Με την αποδοχή επομένως του γεγονότος, ότι η εταιρεία Daktari δημιουργήθηκε το 1994 και ότι μέρος του προϊόντος της πώλησης των μετοχών του εφεσίβλητου κατατέθηκε στον επίδικο λογαριασμό, ήταν ορθό και εύλογο το εύρημα πως «... ο λογαριασμός 647...-9, ο οποίος κατά τη διάσταση είχε υπόλοιπο ΛΚ38.660, ως η μαρτυρία της κας Ευσταθίου, περιέχει ένα υπόλοιπο από την πώληση των μετοχών του Αιτητή.» και πως «.. Με βάση την προσφερθείσα μαρτυρία, την οποία και έκαμα αποδεκτή, είναι η κατάληξη μου ότι υπήρξε επαύξηση της περιουσίας της καθ' ης η αίτηση με τη δημιουργία κατά ½ του λογαριασμού προθεσμίας ..»
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως ανεδαφικός απορρίπτεται.
Συνάφεια με τον τέταρτο, έχει ο έκτος λόγος έφεσης με τον οποίο εκφράζεται το παράπονο για το εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν είχε συνεισφορά στη δημιουργία του επίδικου λογαριασμού προθεσμίας.
Επαναλαμβάνεται η θέση της εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τους ισχυρισμούς της στα δικόγραφα της και πως ο εν λόγω λογαριασμό ανοίκτηκε στις 28/7/2005 ενώ η πώληση των μετοχών έγινε το 2003.
Για τη σημασία των δικογραφημένων θέσεων αλλά και της δοθείσας εκ μέρους της εφεσείουσας μαρτυρίας δεν χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο πέραν όσων, κατά την εξέταση του 4ου λόγου αναπτύχθηκαν.
Κρίνουμε ορθά και εύλογα τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, τα οποία ήσαν απόρροια της αξιολόγησης, στην οποία προέβη και η οποία κρίθηκε ορθή πως:
«Το γεγονός ότι δεν ταυτίζονται οι ημερομηνίες ανοίγματος των επίδικων λογαριασμών με τις ημερομηνίες καταβολής στον Αιτητή του μεριδίου του από την πώληση των 250 μετοχών, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εικασίες και αυθαίρετα συμπεράσματα ότι κανένας λογαριασμός δεν συνδέεται με τα παραπάνω ποσά. Σημασία έχει η παραδοχή της Καθ' ης η Αίτηση ότι ο Αιτητής έλαβε ποσό ΛΚ50.000 από την πώληση των μετοχών του και αυτό κατατέθηκε σε κοινό λογαριασμό.
Άλλωστε από μια προσεκτική μελέτη των τεκμηρίων παρατηρώ ότι ποσό ΛΚ20.000 κατατέθηκε σε κοινό λογαριασμό στις 30/3/2003 (τεκμήριο 29), την επομένη της σύναψης της Συμφωνίας που έγινε στις 29/3/2003. Η δημιουργία του κοινού γραμματίου την επομένη της Συμφωνίας με το ίδιο σκεπτικό της Καθ' ης η Αίτηση, εύλογα μπορεί να συνδεθεί με την είσπραξη της προκαταβολής από τον Αιτητή που του αναλογούσε κατά την υπογραφή της Συμφωνίας και ανερχόταν στις ΛΚ20.000.»
Σημαντική, για την κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν είχε συνεισφέρει οτιδήποτε η εφεσείουσα, ήταν η παραδοχή της τελευταίας, ότι αρνήθηκε να συναινέσει στην ανάληψη χρημάτων από τον κοινό της λογαριασμό για να πληρώσει ο εφεσίβλητος το χρέος που του αναλογούσε σε οφειλή της Daktari από επιβληθέντα φόρο προστιθέμενης αξία, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τις δηλώσεις της ότι βοηθούσε και χρηματοδοτούσε την εν λόγω εταιρεία.
Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί περιουσία που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σε αξίωση συμμετοχής και/ή ότι η τιμή απόκτησης του ακινήτου δεν έχει σημασία»
Έχει ανωτέρω καταγραφεί ο ορισμός της έννοιας «περιουσία» εν τη εννοία του Νόμου.
Είναι αποδεδειγμένο από τη δοθείσα μαρτυρία και αποτελεί παραδεκτό γεγονός από την εφεσείουσα, με την ίδια την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης πως το επίδικο ακίνητο αποκτήθηκε από τον εφεσίβλητο και μεταβιβάστηκε επ' ονόματι του το 1996, (στις 18/11/1996 τεκμ. 18), ήτοι αρκετό καιρό, προτού καν οι διάδικοι γνωριστούν. Το τίμημα καταβλήθηκε με δάνειο το οποίο συνήψε ο εφεσίβλητος το 1996 και το εξόφλησε το 1998 και πάλιν σε χρόνο προγενέστερο της σχέσης τους.
Συνεπώς η τοιαύτη απόκτηση του επίδικου ακινήτου τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το θέτει εκτός του δικαιοδοτικού πλαισίου του Νόμου.
Η αντίκρυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και τη παραθέτουμε:
«Από την παραδοχή της ίδιας της καθ' ης η Αίτηση είναι προφανές ότι το επίδικο ακίνητο το οποίο αγόρασε ο Αιτητής, το 1996, πριν ακόμα την γνωρίσει, δεν αποτελεί περιουσία που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σε αξίωση συμμετοχής. Και είναι ολοφάνερο ότι το επίδικο ακίνητο που αποκτήθηκε πριν από το γάμο, δεν αποκτήθηκε από τον Αιτητή, οι διάδικοι όχι μόνο δεν είχαν προοπτική γάμου, ούτε συμβίωναν αλλά ούτε και γνωρίζονταν. Η γνωριμία τους έγινε πολύ αργότερα. Τέλεσαν γάμο το 2000»
Και επίσης:
«.. Το γεγονός ότι η εξόφληση του αρχικού δανείου έγινε με ένα δάνειο και αυτό επίσης πριν την γνωριμία του με την Καθ' ης η Αίτηση, δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Ούτε μπορεί να ανατρέξει στο χρόνο αγοράς του ακινήτου. Το ακίνητο όταν γνώρισε την Καθ' ης η Αίτηση ο Αιτητής ήταν ήδη εξοφλημένο. Με το δάνειο που πήρε ο Αιτητής το 1996. Επομένως ούτε και η τιμή απόκτησης του ακινήτου κατά το 1996 αποκτά σημασία. Εφόσον αποτελεί περιουσιακό στοιχείο στο οποίο δεν μπορεί να έχει αξίωση η Καθ' ης η αίτηση.»
Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης αποδίδεται σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι υπήρξε επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου και ότι η καθ' ης η αίτηση συνέβαλε σε αυτήν.
Εάν βεβαίως είναι ορθό το πρώτο σκέλος του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης επαύξησης, είναι αχρείαστη η εξέταση του δεύτερου.
Ως προς το θέμα της περιουσιακής αύξησης σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα της Ε. Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο» Τόμος Ι, Β΄έκδοση, σελ. 249:
«Η περιουσιακή αύξηση του υποχρέου πρέπει να έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου και επομένως, προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας του κατά την αρχή και το τέλος του γάμου, δηλαδή από την αφαίρεση της αρχικής από την τελική του περιουσία.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει διεξέλθει τη μαρτυρία και αναλύει διεξοδικά τα ενώπιον του στοιχεία με παραπομπή και στη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων οι οποίοι κλήθηκαν εκ μέρους της εφεσείουσας προτού καταλήξει στο εύρημα του περί μη επαύξησης της περιουσίας του εφεσίβλητου.
Θα θέλαμε να σημειώσουμε πως ήδη έχει αποφασιστεί ότι το επίδικο ακίνητο δεν αποτελούσε περιουσία στην έννοια του Νόμου ώστε να εκτιμηθεί και εξεταστεί η οποιαδήποτε προσαύξηση.
Πέραν τούτου σημειώνεται η μαρτυρία του Μ.Υ.3 κ. Φιντικλή, σύμφωνα με την οποία ουδεμία ανάπτυξη επί του ακινήτου έχει πραγματοποιηθεί. Παραμένει ως είχε, από της ημερομηνίας απόκτησης του. Συνεπώς η οποιαδήποτε αξία προσδόθηκε σε αυτό από το έτος απόκτησης του το 1996, οφείλεται εύλογα στην αύξηση της αξίας των ακινήτων γενικά και όχι σε συνεισφορά της εφεσείουσας. Σημειώνεται επίσης όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως καμιά μαρτυρία προσφέρθηκε για την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων το 2000, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση της αξίας του στις ουσιώδεις χρονικές περιόδους η οποία αποτελεί και το ζητούμενο για να εξαχθεί η επαύξηση.
Έχει ήδη αναφερθεί στην εξέταση του έκτου λόγου έφεσης πως η εφεσείουσα δεν έχει αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά για τη δημιουργία του κοινού λογαριασμού καθώς και για την απόκτηση των χρημάτων εκείνων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας περί προσαύξησης της αξίας της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά €1.600.000 έμειναν ατεκμηρίωτοι και αόριστοι καθώς, όπως και εμείς παρατηρούμε, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε θετική περί τούτου μαρτυρία. Οι μετοχές στην εταιρεία Daktari, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 αποκτήθηκαν το 1994 (4/2/1994) προ της γνωριμίας των διαδίκων, γεγονός το οποίο ούτε η εφεσείουσα αμφισβητεί, αλλά και επιβεβαιώνεται από το τεκμ. 1, ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας και από την κατάθεση του κ. Ξενή (ΜΕ6).
Κατ' ακολουθία δεν μπορεί να υπολογιστεί η οποιαδήποτε αύξηση στη λογιστική αξία της εταιρείας και ως επακόλουθο της αξίας των μετοχών του αιτητή, οι οποίες εν πάση περιπτώσει δεν είχαν ρευστοποιηθεί.
Με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε ενεργητικό - αφού δεν αποδείκτηκε κάτι τέτοιο - αλλά είχε παθητικό και για να μπορέσει να αποπληρώσει το ΦΠΑ συνήψε δύο δάνεια, τα οποία σύμφωνα και πάλιν με τη μαρτυρία του ΜΥ2 είχε δανειακές υποχρεώσεις ύψους ΛΚ 58.684,73 τότε δεν αποδεικνύεται επαύξηση της περιουσίας του.
Αξίωση διατύπωσε η εφεσείουσα για την πώληση μετοχών τις οποίες ο εφεσίβλητος κατείχε στις εταιρείες Constantinou Public Company Ltd, Aristo Developments Ltd, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η αξία των οποίων σύμφωνα με την ίδια, υπερέβαινε το ποσό των €50.000. Αοριστία και γενικότητα κάλυπε και αυτή την αξίωση, αφού δε φαίνεται να προσκομίστηκε ικανή μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει επαύξηση.
Σχετική η αναφορά του Δικαστηρίου πως η παρουσίαση των τίτλων των μετοχών δεν διαφώτισε το Δικαστήριο αφού:
«Το μόνο που παρουσιάστηκε ήταν το τεκμ. 56. Στο πρώτο έγγραφο που αναφέρεται ως Portofolio Status as of 31/1/2001, φαίνεται ότι ο Αιτητής κατείχε 2.832 μετοχές με τρέχουσα αξία ΛΚ 14,726. Στο 2ο έγγραφο ημερ. 12/7/2002 που αποτελεί κατάσταση επενδύσεων φαίνεται ο Αιτητής την 1/1/2002 να είχε κάποιο υπόλοιπο εκ μεταφοράς ΛΚ 5000. Στο 3ο έγγραφο ημερομηνίας που αναφέρεται ως Portofolio Status as of 30/1/2004 φαίνεται ο Αιτητής να διατηρούσε 2832 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου τρέχουσας αξίας ΛΚ 7.248,92. Στο 4ο έγγραφο που αναφέρεται ως Investment Portofolio για την περίοδο 1/7/2005 μέχρι 30/9/2005 φαίνονται οι συναλλαγές σε σχέση με τις μετοχές του Αιτητή σε 4 εταιρείες συνολικής αξίας ΛΚ 5,849. Δεν παρουσιάστηκε οτιδήποτε που να αποδεικνύει πως η Καθ' ης η Αίτηση συνέβαλε στην απόκτηση των εν λόγω μετοχών ούτε για την αξία τους κατά την τέλεση του γάμου και κατά τη διάσταση και κατά πόσο υπήρχε οποιοδήποτε ποσό από την πώληση τους, κατά την ημέρα της διάστασης προς όφελος του Αιτητή, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα.»
Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η απόρριψη του έβδομου λόγου σφραγίζει και την τύχη του επόμενου λόγου έφεσης (όγδοου). Η εφεσείουσα θα εδικαιούτο σε συνεισφορά, έστω στο τεκμήριο του Νόμου, εάν αποδεικνυόταν προσαύξηση στην περιουσία του εφεσίβλητου. Μη αποδειχθείσης οιασδήποτε προσαύξησης, δεν υπάρχει αντικείμενο προς εξέταση δικαιώματος.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας