ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Ν. Κληρίδης για Lefkos Clerides amp;amp;amp; Sons LLC, για την Εφεσείουσα. Α. Χατζηπαναγιώτου για Αρ. Χατζηπαναγιώτου amp;amp;amp; Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2022-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο KRACVHUK v. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΄Εφεση αρ. 12/2021, 20/1/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2022:1

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση αρ. 12/2021)

 

20 Ιανουαρίου, 2022

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx KRACVHUK

Εφεσείουσα,

v.

 

xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

---------

 

Ν. Κληρίδης για Lefkos Clerides & Sons LLC, για την Εφεσείουσα.

Α. Χατζηπαναγιώτου για Αρ. Χατζηπαναγιώτου & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο.

------------

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Σωκράτους, Δ.

 

------------   

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Οι διάδικοι απέκτησαν από το γάμο τους, ο οποίος τελέστηκε το 2010, ένα τέκνο το Μ., ο οποίος κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης διατροφής (218/18) ήταν ηλικίας επτά ετών.  Διαμένει με τη μητέρα του, εφεσείουσα, σε διαμέρισμα το οποίο η τελευταία ενοικιάζει.

 

Με Γενική  αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στις 8.6.2018 στο Οικογενειακό Δικαστήριο, Δικαιοδοσία Διατροφής, (η λύση του γάμου επήλθε στις 24.9.2018) η αιτήτρια ζητούσε τον καθορισμό της συνεισφοράς του καθ΄ ου η αίτηση/εφεσίβλητου, για τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους, στο ποσό των €1.702, μηνιαίως, σύμφωνα με τα Άρθρα 36 και 37(1)και (2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο «Νόμος»).

 

Αξίωνε περαιτέρω επιπρόσθετη 13η και 14η καταβολή του ανωτέρω ποσού δυνάμει του Άρθρου 37(3) και διαταγή ώστε το ποσό της συνεισφοράς του εφεσίβλητου να αποκόπτεται από τις απολαβές του, όπως προνοεί το Άρθρο 38(1)(α) του Νόμου.

 

Στα πλαίσια της αίτησης, εκδόθηκε στις 6.7.2018, μετά από ακρόαση ενδιάμεσης αίτησης, διάταγμα με το οποίο διατασσόταν ο εφεσίβλητος να καταβάλλει το ποσό των €250 μηνιαίως από 6.7.2018 ως συνεισφορά για τη διατροφή και εκπαίδευση του ανηλίκου.

 

Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε τις εγερθείσες αξιώσεις και υποστήριξε πως το εισόδημα του δεν ξεπερνά το ύψος των €3.000 μηνιαίως, απορρίπτοντας τη θέση της εφεσείουσας η οποία ισχυριζόταν ότι το εισόδημα του ανερχόταν στις €5.000 και ότι είχε επιπρόσθετα εισοδήματα ύψους €2.000-2.500 από την άσκηση του επαγγέλματος του φωτογράφου.  Υποστήριξε επίσης ότι η εφεσείουσα έχει πρόσθετα εισοδήματα από δικό της Ινστιτούτο ομορφιάς, το οποίο διατηρεί.

 

Μετά από ακρόαση της αίτησης, η οποία διεξήχθηκε μέσω ένορκων δηλώσεων εκ μέρους των διαδίκων, το Δικαστήριο έκρινε πως το συνολικό ποσό που απαιτείται για τη διατροφή και επιβίωση του ανηλίκου ήταν €575 μηνιαίως και καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσίβλητου στο ποσό των €380 μηνιαίως, από 1.3.2021.  Απέρριψε το αίτημα να διαταχθεί ο εφεσίβλητος σε 13η και 14η καταβολή ως ατεκμηρίωτο, όπως επίσης ατεκμηρίωτο χαρακτήρισε το αίτημα για αποκοπή του ποσού της συνεισφοράς από τις απολαβές του. 

 

Η κατάληξη αυτή δεν άφησε ικανοποιημένη την αιτήτρια η οποία με έξι λόγους έφεσης προσβάλει την εκκαλούμενη απόφαση, σε όλο της το εύρος.

 

Αμφισβητείται ως αυθαίρετο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εισοδηματική ικανότητα της εφεσείουσας είναι €1.500 και όχι €1.330 μηνιαίως (1ος λόγος), ως εσφαλμένο το εύρημα του ότι τα  εισοδήματα του εφεσίβλητου είναι €3.000 μηνιαίως (2ος λόγος).  Εσφαλμένα χαρακτηρίζονται και τα ευρήματα του για τα έξοδα του ανηλίκου για ιδιαίτερα μαθήματα, διατροφή και συντήρηση και το επίπεδο διαβίωσης του ανηλίκου (3ος, 5ος και 6ος λόγος).  Ως προϊόν πλάνης θεωρείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε διακριτική ευχέρεια να καθορίσει την έναρξη ισχύος του διατάγματος σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρισης της αίτησης, καθορίζοντας την έναρξη του από 1.3.2021 (4ος λόγος).

 

Πριν να προβούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει την κρινόμενη περίπτωση, όπως αυτό προβλέπεται από τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, Ν. 216/1990, (στο εξής ο Νόμος), το Μέρος ΙΙ και συγκεκριμένα τα Άρθρα 33-40 του οποίου προδιαγράφουν την υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν από κοινού τα ανήλικα τέκνα τους.

 

Ο Νόμος, όπως ρητά προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του, επιβάλλει:

 

(α)   Υποχρέωση των γονέων διατροφής των τέκνων. Τόσον ισχυρά και ακλόνητη είναι αυτή η επιταγή που στο εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται πως, και αν ακόμη το ανήλικο τέκνο έχει περιουσία, το δικαίωμα του διατροφής από τους γονείς παραμένει.

 

(β)  Η υποχρέωση αυτή καθορίζεται ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα.  Δεδομένης της υποχρέωσης για διατροφή εξετάζονται οι ανάγκες του παιδιού και η οικονομική δυνατότητα των γονιών. 

 

Όπως υποδείχθηκε στην Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1386:

 

«Οι οικονομικές δυνάμεις του υπόχρεου είναι στοιχείο που στις πλείστες των περιπτώσεων ανάγεται στην ιδίαν αυτού γνώση.  Αν επιλέξει να μη βοηθήσει το Δικαστήριο στη διακρίβωση της υποχρέωσης του αυτής, τούτο δεν σημαίνει πως και μπορεί να χρησιμοποιηθεί η στάση αυτή και ως επιχείρημα περί ελλείψεως μαρτυρίας.  Τέτοια εισήγηση συνιστά έκδηλο παραλογισμό.  Το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του.  Είναι δε η γνώμη μας πως στη διαδικασία εκδίκασης αίτησης για διατροφή είναι ευθύνη του υπόχρεου να προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των οικονομικών του πόρων και δυνατοτήτων, ώστε να καθοριστεί η υποχρέωση του σύμφωνα με το νόμο.»

Το ποσό της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, αναλόγως των συνθηκών ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία και την εν γένει εκπαίδευσή του. Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με  απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσείουσας ότι το εισόδημα από την εργασία της ανέρχεται στο ποσό των €1.330, το οποίο όπως το Δικαστήριο σημειώνει δεν το αμφισβήτησε ο εφεσίβλητος παρά μόνο, αόριστα και ατεκμηρίωτα προέβαλε ισχυρισμό για ψηλότερ εισόδημα, ωστόσο καταλήγει με το ακόλουθο σκεπτικό, ότι τα εισοδήματα της ανέρχονται στο ποσό των €1.500:

«Ενόψει των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη και το ύψος του ενοικίου €750 το μήνα, δεν μου γίνεται πιστευτή ότι το μηνιαίο εισόδημα της είναι €1.330.  Θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον €1.500 το μήνα.  Προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι το οικογενειακό εισόδημα είναι €54.000 (12 μήνες χ (€1.500 + €3.000)).  H εν λόγω οικογένεια δεν δικαιούται να λαμβάνει επίδομα τέκνου με βάση το οικογενειακό εισόδημα ως οι περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμοι του 2002 έως 2017 ορίζουν (Ν. 167(1)/2002).  ΟΙ ισχυρισμοί των διαδίκων πρέπει να τίθενται με σαφήνεια και να τεκμηριώνονται.  Η αόριστη προβολή τους προκαλεί αχρείαστη αντιπαράθεση.

Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι η εισοδηματική δυνατότητα της αιτήτριας είναι €1.500 το μήνα.»

 

Θεωρούμε πως το σκεπτικό αυτό οδήγησε το Δικαστήριο σε αυθαίρετο συμπέρασμα αφού χρησιμοποίησε ως σημείο αναφοράς ένα στοιχείο, το οποίο αργότερα απέρριψε και συγκεκριμένα:  Ενώ έλαβε υπόψη ότι το ύψος του ενοικίου το οποίο καταβάλλει η εφεσείουσα ανέρχεται στα €750, ωστόσο σε άλλο σημείο της απόφασης, όταν εξέταζε τα σχετικά κονδύλια διατροφής και συντήρησης του ανηλίκου, απορρίπτει ως παράλογο και υπερβολικό το εν λόγω ποσό.

 

Παρατηρούμε επίσης, πως, χρησιμοποίησε διαφορετικό μέτρο σύγκρισης για την απόφαση του για την εισοδηματική ικανότητα των διαδίκων.  Ενώ ορθά καταγράφει και παραπέμπει σε νομολογία για την υποχρέωση αποκάλυψης εκ μέρους των διαδίκων των εισοδημάτων τους, για μεν την εφεσείουσα λαμβάνει υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως το ενοίκιο, για δε τον εφεσίβλητο αρκείται στη μαρτυρία του ιδίου για τα εισοδήματα του, απορρίπτοντας και ορθά τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ότι ο μισθός του ανέρχεται στο ποσό των €5.000.

 

Συνεπώς ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.  Ο 1ος επιτυγχάνει και το εισόδημα της εφεσείουσας καθορίζεται στο ποσό των €1.330.  Με δεδομένο ότι τα εισοδήματα του εφεσίβλητου καθορίζονται στις €3.000 ο λόγος της εισοδηματικής ικανότητας διαφοροποιείται και προσδιορίζεται στο 2,2 προς 1 (και όχι 2 προς 1 όπως καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο).

 

Σε σχέση με τα επιμέρους κονδύλια και ποσά για τα έξοδα συντήρησης του ανηλίκου, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα εξέτασε υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της πείρας της ζωής, σταθμίζοντας τις ανάγκες του ανηλίκου ηλικίας τότε επτά χρόνων.  Εξέτασε τα κονδύλια διατροφής, ένδυσης και υπόδησης και ορθά επισήμανε σε σχέση με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πως είναι δυνατή η κάλυψη τους από το ΓΕΣΥ.  Προσδιόρισε εύλογο ποσό για ψυχαγωγία, διακίνηση και λειτουργία της κατοικίας.

 

Αναφορικά με τα έξοδα μαθημάτων, για τα οποία η εφεσείουσα ανέφερε ότι παρακολουθεί μαθήματα Ρωσικών, Αγγλικών, Τζούντο, ενώ ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι τα μαθήματα αυτά μετά την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος δεν τα παρακολουθεί ο ανήλικος, ενώ είναι πρόθυμος να καταβάλλει τα 2/3 των εξόδων αυτών, αφού γίνει εκ των προτέρων συνεννόηση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ως έξοδα τα οποία καταβάλλονται.  Ορθή κρίνεται η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της αναφορικά με τα έξοδα των μαθημάτων που παρακολουθεί το τέκνο.  Η ίδια ενώ είχε δηλώσει στην αίτηση της ότι θα προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία κατά την ακρόαση, ωστόσο δεν προσκόμισε οτιδήποτε σχετικό, παραλείποντας να αποδείξει τους ισχυρισμούς της καθώς και το αναλογούν με ένα έκαστο των μαθημάτων έξοδο.

 

Ο καθορισμός του ποσού διατροφής και υπολογισμός ενός εκάστου κονδυλίου δεν μπορεί να γίνεται με απόλυτους αριθμούς αλλά το Δικαστήριο κάνει χρήση της κοινής λογικής, εμπειριών και συνθηκών της ζωής, καθώς και την ευημερία του ανηλίκου, και προβαίνει στον προσδιορισμό του ποσού διατροφής και συντήρησης.  Όπερ και έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε σχέση με τα αξιούμενα από την εφεσείουσα ποσά παρατηρούμε πως με την αίτηση της τα διαχωρίζει σε κατηγορίες Α και Β, όπου στην Α, κατατάσσει τις Γενικές ανάγκες για το ανήλικο και στη Β, εύλογη αναλογία στις γενικές ανάγκες για τη διατροφή, συντήρηση και ευημερία του ανήλικου.  Παρατηρούμε πως κονδύλια της κατηγορίας Α όπως διάφορα μικροέξοδα και άλλα απρόβλεπτα €100 επιζητούνται και στην κατηγορία Β(1) διάφορα απρόβλεπτα έξοδα €100.  Ενώ στην κατηγορία Β στα κονδύλια Β(α), (γ) και (θ) επαναλαμβάνεται το ίδιο έξοδο, ήτοι γενική συντήρηση του σπιτιού και καθαριότητα με διαφορετικό ποσό κάθε φορά, ήτοι €40, €80 και €100.

 

Κρίνουμε συνεπώς πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από νομολογία (Παναγιώτου ν. Σφικτού ως φυσική κηδεμόνα και πλησιέστερη συγγενής και φίλη των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων (2001) 1 ΑΑΔ 625, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975), καθόρισε το ποσό διατροφής σε εκείνο των €575 μηνιαίως.

 

Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 6 απορρίπτονται.

 

Με τον 4ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει όπως η ισχύς του διατάγματος άρχεται από 1.3.2021 και όχι από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.

 

Αποτελεί την αιτιολογία του λόγου τούτου η οποία αναπτύχθηκε και από το συνήγορο της εφεσείουσας πως το Δικαστήριο δεν είχε διακριτική ευχέρεια να διατάξει ως ανωτέρω, αλλά εκείνο που εδικαιούτο και του επέβαλλε η διακριτική του ευχέρεια, ήταν να διατάξει την έναρξη της ισχύος του διατάγματος σε ημερομηνία προγενέστερη της καταχώρισης της αίτησης.  Εν πάση περιπτώσει, εξακολουθεί η εισήγηση, εάν είχε τέτοια διακριτική ευχέρεια, αυτή ασκήθηκε πλημμελώς.

 

Δεν συμφωνούμε με την ανωτέρω εισήγηση.  Ο καθορισμός της έναρξης ισχύος του διατάγματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αφού δικαιολογήσει την κρίση του, προς τούτο.  Στην κρινόμενη περίπτωση ανέφερε πως:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καθ΄ου η αίτηση διατάχθηκε με βάση το ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε στις 6.7.2018 να καταβάλλει ποσό €250 το μήνα από 6.7.2018, από την ημέρα έκδοσης του διατάγματος, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην ενδιάμεση απόφαση όσο αφορά την ημερομηνία ισχύος του ενδιάμεσου διατάγματος, και την πορεία που πήρε η εκδίκαση της υπόθεσης με την τροποποίηση της εναρκτήριας αίτησης δύο φορές, κρίνω ότι είναι εύλογο και δίκαιο η ισχύς του διατάγματος να αρχίζει από 1.3.2021.»

Παρά την παρατηρηθείσα καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης λόγω των τροποποιήσεων, ωστόσο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε όχι με τον προσήκοντα τρόπο.  Κρίνουμε ορθότερη και δικαιότερη την έναρξη ισχύος του διατάγματος διατροφής από 17/1/2020, ημερομηνία της τελευταίας τροποποίησης της αίτησης και το διάταγμα διαμορφώνεται ανάλογα.

Έχοντας υπόψη την επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης, η μηνιαία συνεισφορά του εφεσίβλητου διαφοροποιείται και καθορίζεται στο ποσό των €405 μηνιαίως από 17/1/2020.

 

Δεδομένης της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/Κασ

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο