ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D497
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2022)
(I-justice)
13 Ιανουαρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ν. Κ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/02/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18 ΚΑΙ 44 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ 11(3) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
________________________________________
Ι. Ιωάννου (κα) με Κ. Σοφοκλέους (κα), για τον Εφεσείοντα.
Β. Μπίσσας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Ε. Χαμηλού (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
_______________________________________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων τελούσε υπό κράτηση στα Αστυνομικά Κρατητήρια Πάφου, στη βάση Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης. Στις 10/2/2022 εκδόθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Απόφαση με την οποία τα εν λόγω Διατάγματα ακυρώθηκαν. Ο Εφεσείων δεν αφέθηκε ελεύθερος. Συνέχισε να τελεί υπό κράτηση όταν στις 11/2/2022 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε εναντίον του Ένταλμα Σύλληψης για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν εντός των Κρατητηρίων Πάφου, ενώ αυτός βρισκόταν υπό κράτηση και που είχαν ως αποτέλεσμα δύο πρόσωπα να αποδράσουν.
Αντιδρώντας ο Εφεσείων αναζήτησε θεραπεία προνομιακού εντάλματος αξιώνοντας την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το υπό αναφορά Ένταλμα Σύλληψης, ημερ. 11/2/2022.
Αδελφός Δικαστής ο οποίος επελήφθη της μονομερούς αίτησης για παροχή άδειας την ενέκρινε με την απόφαση του, ημερ. 27/4/2022. Ακολούθησε η καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως. Ο αδελφός Δικαστής, αφού άκουσε τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων, απέρριψε, τελικώς, την αίτηση με την Απόφαση του ημερ. 6/7/2022.
Είναι την ορθότητα αυτής της Απόφασης που ο Εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα Έφεση, προωθώντας επτά συνολικά Λόγους Έφεσης.
Προτού αναφερθούμε σε αυτούς και για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των όσων εγείρονται, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί ο Αστυνομικός Όρκος που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για σκοπούς του υπό συζήτηση Εντάλματος Σύλληψης:
«..............................
Υπάρχει εύλογη υποψία που βασίζεται σε μαρτυρία, ότι ο Ν. Κ., Ημ. Γεν. [../../19..], Δ.Ε.Α. [ ], ενέχεται σε υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της 1) κλοπή, 2) συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, 3) Αυτουργός απόδρασης από νόμιμη κράτηση, που έλαβαν χώρα μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 05/02/2022 στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου.
Συγκεκριμένα στις 08/02/2022 και ώρα 10:20 μέλος του Ουλαμού Μεταγωγών της Μ.Μ.Α.Δ. που βρισκόταν στα κρατητήρια του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου επικοινώνησε με τον Ανώτερο Υπαστυνόμο Μιχάλη Νικολάου, Υπεύθυνο του ΤΑΕ Πάφου και του ανέφερε ότι ο υπόδικος Μ. Α. @ [ ], ο οποίος είχε μεταφερθεί από τις Κεντρικές φυλακές στο Δικαστήριο Πάφου για σκοπούς ακρόασης υπόθεσης που εκκρεμεί εναντίον του, επιθυμούσε να δώσει πληροφορία αναφορικά με τους δραπέτες Ε. Κ. και Α. Σ..
Περί ώρα 10:45 της ίδιας μέρας ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μιχάλης Νικολάου επισκέφθηκε τον Μ. Α. στα κρατητήρια του Επαρχ. Δικαστηρίου Πάφου και εκεί ο τελευταίος του ανέφερε ότι θα τον ενημέρωνε για κάποιες λεπτομέρειες που γνωρίζει αναφορικά με την απόδραση.
Ο Μ.Α. ανέφερε στον Ανώτερο Υπαστυνόμο ότι στις φυλακές συσχετίζεται με τον Αρ. Σ., Δ.Ε.Α. [ ] αδελφό του δραπέτη Α. Σ., μέσω του οποίου γνωρίζει τα πιο κάτω. Το κλειδί των πορτών πυρασφαλείας των κρατητηρίων της ΑΔΕ Πάφου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την απόδραση, κλάπηκε από την κλειδοθήκη από κάποιο κρατούμενο αγνώστων στοιχείων, σε χρόνο που ο ύποπτος απασχολούσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό στο control room των κρατητηρίων.
Το εν λόγω κλειδί παρέμεινε στην κατοχή του υπόπτου, ο οποίος σε κάποιο στάδιο το παραχώρησε στους δραπέτες Ε. Κ. και Α. Σ., οι οποίοι τελούσαν υπό κράτηση από την 21/01/2022 και 22/01/2022 αντίστοιχα. Να σημειωθεί ότι ο ύποπτος συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου.»
Εγκρίνοντας το αίτημα, το Κατώτερο Δικαστήριο κατέγραψε το ακόλουθο σκεπτικό:
«Δικαστήριο
Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία και συγκεκριμένα την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης, έχω ικανοποιηθεί, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσής του.
Συγκεκριμένα έχω ικανοποιηθεί ότι:
1. Υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης έχει διαπράξει αδίκημα/τα και/ή το/τα αδίκημα/τα που περιγράφονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση του εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος.
2. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως αναφύονται από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση του εντάλματος σύλληψης, καθιστούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αναγκαία και δικαιολογημένη.
Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.
Για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω εκδίδω το αιτούμενο ένταλμα σύλληψης.
..................................»
Βασική θέση του Εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το Κατώτερο Δικαστήριο κατά την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης ενήργησε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, αφού οι Αστυνομικές Αρχές μέσω του Αστυνομικού Όρκου που συνόδευσε το αίτημα για την έκδοση του, απέκρυψαν ουσιώδη στοιχεία και δη ότι αυτός βρισκόταν στην κρίσιμη στιγμή έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης υπό παράνομη κράτηση στα κρατητήρια του Αστυνομικού Σταθμού Πάφου. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι η παράνομη κράτηση του επηρέασε τη νομιμότητα του Εντάλματος Σύλληψης.
Οι κύριες θέσεις που προκύπτουν από τους Λόγους Έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης και ότι η παράνομη κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την έκδοση του Εντάλματος δεν σχετίζετο με τις προϋποθέσεις έκδοσής του. Προβάλλεται, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων έπρεπε να βασιστεί σε δόλο ή ψευδορκία αναφορικά με τη μη αποκάλυψη της παράνομης κράτησής του (1ος, 2ος και 3ος Λόγος Έφεσης). Εσφαλμένη θεωρείται, επίσης, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν έδρασε μηχανιστικά, αλλά δια δικής του συλλογιστικής αποφάνθηκε ότι υπήρχαν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούσαν την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης του (4ος Λόγος Έφεσης). Προβάλλεται, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε τις προϋποθέσεις έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η αιτιολογία της Απόφασής του (5ος Λόγος Έφεσης) και λανθασμένα έκρινε ότι ο Αστυνομικός Όρκος καθιστούσε το Ένταλμα Σύλληψης νόμιμο και/ή επαρκώς αιτιολογημένο (6ος Λόγος Έφεσης). Τέλος, η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρείται ότι πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας (7ος Λόγος Έφεσης).
Εξετάζοντας την εισήγηση του Εφεσείοντα περί αυθαίρετης σύλληψης και μη αποκάλυψης του γεγονότος πως κατά τον χρόνο έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης αυτός κρατείτο παρανόμως στον Αστυνομικό Σταθμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτά δεν αφορούσαν «αυστηρώς στο εν προκειμένω εφαρμοζόμενο (δικαιοδοτικό) Άρθρο 18 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 («το Κεφ.155»)». Όπως το έθεσε, «στην προκειμένη, δικαιοδοτικώς ζητούμενο ήταν (και είναι) υπό την οπτική των τρεχόντων, αν ικανοποιούνταν οι προειρημένες νομοθετικές προϋποθέσεις για έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης» και «η περί κράτησης προβληματική παραμένει θέμα ουδέτερο και αδιάφορο».
Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος[1] και το Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155[2] (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 10(Ι)/96). Οι πιο πάνω διατάξεις καθιστούν δυνατή την έκδοση εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο αν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα. Περαιτέρω το Άρθρο 18(1) προδιαγράφει και τον τρόπο που πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας. Αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από γραπτή ένορκη δήλωση η οποία να ικανοποιεί το Δικαστή «ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Πέραν της βασικής, λοιπόν, προϋπόθεσης απόδειξης του στοιχείου της «εύλογης υπόνοιας», το Δικαστήριο προχωρά «στο δεύτερο στάδιο της έρευνας, η οποία αποσκοπεί στη διαπίστωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του [εντάλματος σύλληψης] αναγκαία ή επιθυμητή» (Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207).
Τα όσα αφορούσαν στη φερόμενη παράνομη κράτηση του Εφεσείοντα και γενικότερα το προηγούμενο καθεστώς κράτησης του, ορθώς κρίθηκε ότι ουδόλως συναρτώνταν με τα όσα άπτονταν του υπό κρίση Εντάλματος Σύλληψης.
Η Απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Garibyan, Πολιτική Αίτηση Αρ. 101/2016, ημερ. 22/9/2016, ECLI:CY:AD:2016:D442 στην οποία, μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, είναι σχετική. Στην υπόθεση εκείνη δύο προηγούμενα διαδοχικά εντάλματα σύλληψης που αφορούσαν τον αιτητή με βάση τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο, Ν. 97/1970, είχαν ακυρωθεί κατόπιν καταχώρησης αιτήσεων για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari εφόσον, για κάποιους λόγους, η Δημοκρατία συναίνεσε στην ακύρωση του πρώτου ενώ, καθόσον αφορά το δεύτερο, η Δημοκρατία είχε αποσύρει την αίτηση έναρξης νέας διαδικασίας εκδόσεως του μετά την καταχώρηση από τον αιτητή νέας αίτησης για να του δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari.
Στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η οποιαδήποτε παράνομη κράτηση του αιτητή είναι άσχετη με τις προϋποθέσεις έκδοσης μεταγενέστερου εντάλματος σύλληψης με βάση, στην περίπτωση εκείνη, τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο, Ν. 97/1970, επισημαίνοντας παράλληλα ότι, εάν υπήρξε παράνομη κράτηση, αυτό θα μπορούσε να είναι αντικείμενο σε αξίωση που ενδεχόμενα να υπέβαλε ο αιτητής. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση αυτή έχει ως ακολούθως:
«Το κατά πόσον ο αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση κατά τρόπο παράνομο δυνάμει του αρχικού εντάλματος, δεν συσχετίζεται, υπό τις περιστάσεις, με τις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις για έκδοση του μεταγενέστερου εντάλματος, όπως καθορίζονται από το Νόμο. Εφόσον δεν διαπιστώνεται καταχρηστική συμπεριφορά, εάν υπήρξε παράνομη κράτηση είναι ζήτημα που θα μπορούσε να εξεταστεί σε τυχόν σχετική αξίωση, χωρίς να αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή του περί Φυγοδίκων Νόμου εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις».
Η προσπάθεια του Εφεσείοντα να διαφοροποιήσει την υπόθεση Garibyan (ανωτέρω) από τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης στη βάση του ότι η αναφορά για παράνομη κράτηση δεν γίνεται για το χρονικό πλαίσιο που ο Εφεσείων τελούσε υπό κράτηση δυνάμει των Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αλλά για το χρονικό πλαίσιο των δύο ημερών που κρατείτο παράνομα κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν αλλάζει την ουσία του όλου ζητήματος όπως έχει εκτεθεί ανωτέρω. Ενώ η κατ' ισχυρισμό παράνομη κράτηση, είτε αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα ακυρωθέντος εντάλματος σύλληψης, είτε ένεκα άλλων λόγων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αξίωση για αποζημιώσεις (βλ. ΄Αρθρο 11.8 του Συντάγματος[3] και Αναφορικά με την Αίτηση Πολυκάρπου (ανωτέρω)), δεν θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο σχετικό για τους σκοπούς εξέτασης της αιτήσεως προς έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Σύλληψης, ακριβώς γιατί θα ήταν εκτός των δικαιοδοτικώς εφαρμοζόμενων νομοθετικών προνοιών που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι ό,τι είχε εν προκειμένω σημασία ήταν η μη παράθεση από την Εφεσίβλητη του γεγονότος της παράνομης κράτησης και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να εναποθέτει στους ώμους του Εφεσείοντα το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη δόλου και/ή ψευδορκίας. Έρεισμα για τα πιο πάνω φαίνεται να αποτέλεσε η ακόλουθη αναφορά στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Εν πάση περιπτώσει, ουδέν προτάχθηκε από τον Αιτητή που θα μπορούσε να ταξινομηθεί, υπό διάφορη θεώρηση, ως ενδεικτικό ύπαρξης, σε οποιοδήποτε επίπεδο και βαθμό, δόλου ή ψευδορκίας από την Αστυνομία εν σχέσει προς το αίτημα (Αναφορικά με την Αίτηση του ΜΣ, Πολ. Αίτ. 88/22, ημ. 14.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D241)».
Το ότι η μη αποκάλυψη από τον ομνύοντα Αστυνομικό περί της ισχυριζόμενης παράνομης κράτησης του Εφεσείοντα δεν ήταν αποτέλεσμα δόλου ή αλλότριων κινήτρων - και αυτό ήταν αποδεκτό - είχε, ασφαλώς, τη σημασία του και είναι αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς, ανέδειξε. Και τούτο γιατί η μη αποκάλυψη θα μπορούσε να είναι δόλια, αλλά θα μπορούσε να οφείλετο και σε απλή παράλειψη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν ίσχυε το πρώτο.
Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω μη αποκάλυψη δεν ήταν ουσιώδης υπό την έννοια που αναλύθηκε στην υπόθεση Garibyan (ανωτέρω), ήτοι, της μη αποκάλυψης δεδομένων και στοιχείων τα οποία είναι ευθέως σχετικά ή έστω δεδομένων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιώδη αναφορικά με τις δικαιοδοτικής φύσεως προϋποθέσεις έκδοσης του υπό συζήτηση Εντάλματος Σύλληψης.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 1ος, 2ος και 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.
Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν έδρασε μηχανιστικά όταν εξέδιδε το υπό κρίση Ένταλμα Σύλληψης, εφόσον σε αυτό δεν ξεκαθαρίζεται για ποιο ή ποια από τα αδικήματα ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το Κατώτερο Δικαστήριο «με βάθρο και τον αστυνομικό όρκο, αποφάνθηκε δια δικής του συλλογιστικής, τηλεγραφικής μεν, μεστής δε, ότι υπήρχαν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούσαν και νομιμοποιούσαν την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης», εξετάζοντας το ζήτημα του μη καθορισμού σαφώς για ποιο ή ποια ποινικά αδικήματα ήταν που εξέδιδε το Ένταλμα Σύλληψης, ανέφερε συναφώς τα εξής:
«Το ότι το Κατώτερο Δικαστήριο εκδίδοντας το Ένταλμα Σύλληψης μίλησε για εύλογη υπόνοια πως «... το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης έχει διαπράξει αδίκημα/τα και/ή το/τα αδίκημα/τα που περιγράφονται στην ένορκη δήλωση .», δίχως εντούτοις να καθορίζει (το Κατώτερο Δικαστήριο) ποιο από όλα (ή ποια από όλα) - αν όχι όλα - από τα υπό αναφορά ποινικά αδικήματα είναι που κατ' ισχυρισμόν τέλεσε ο Αιτητής, δεν απαρτίζει λόγο που να πλήττει τη νομιμότητα του Εντάλματος Σύλληψης (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Τούτο, διότι, η απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, ιδωμένη, ως πρέπει, στο σύνολο της δεν αναδύει, ως ευστόχως υπέδειξε ο κ. Μπίσσας, αμφιβολία πως το Κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε πως από την μαρτυρία, ο Αιτητής ενεχόταν κατ' εύλογη υποψία στα διερευνώμενα εγκλήματα, τα οποία μάλιστα ταυτίστηκαν ένα προς ένα (και επεξηγηματικώς) με τον Αιτητή, στον αστυνομικό όρκο.
Το γεγονός λοιπόν, πως πράγματι, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν απάλειψε ή καθόρισε σαφώς κατά την προκύψασα ανάγκη (στο αντίστοιχο τμήμα του Εντάλματος Σύλληψης) - αν και καλό θα ήταν να το έπραττε - για ποιο ή ποια ποινικά αδικήματα ήταν που εξέδιδε το Ένταλμα Σύλληψης, τούτος ο χειρισμός, ως έκφραση της πραγματικής πρόθεσης του Κατώτερου Δικαστηρίου, δεν θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες, να επηρεάσει καταλυτικώς οποιαδήποτε πτυχή της νομιμότητας του Εντάλματος Σύλληψης.
Ιδίως όταν το Κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε σχετικώς στα περί ων ο λόγος ποινικά αδικήματα, στον αστυνομικό όρκο - του οποίου το περιεχόμενο ήταν εδώ αλληλένδετο με (και ενσωματωμένο στο) Ένταλμα Σύλληψης (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21) - διά κατ' ουσίαν εισαγωγής τής εκεί περιγραφής τους στο κυρίως μέρος του Εντάλματος Σύλληψης».
Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν απάλειψε ή προσδιόρισε επακριβώς τα ποινικά αδικήματα για τα οποία εξέδωσε το υπό κρίση Ένταλμα Σύλληψης δεν μπορούσε, στις περιστάσεις της υπό εξέταση περίπτωσης, να ενέχει τις συνέπειες που υποστηρίχθηκαν από πλευράς Εφεσείοντα, ήτοι της γενικής αναφοράς σε αδικήματα που φέρεται να έχουν διαπραχθεί κατά παράβαση συγκεκριμένων νόμων, χωρίς ο ύποπτος να συσχετίζεται. Μελέτη του Αστυνομικού Όρκου - ο οποίος είναι υψίστης σπουδαιότητας και αποτελεί το υπόβαθρο κρίσης περί του ευλόγου της υπόνοιας - αποκάλυπτε μαρτυρία που εύλογα ενέπλεκε τον Εφεσείοντα στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων στο σύνολο τους. Το Κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα ποινικά αδικήματα που περιγράφονταν στον Αστυνομικό Όρκο και στο ότι είχε ικανοποιηθεί σε σχέση με την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σε βάρος του Εφεσείοντα περί της διάπραξης των εν λόγω υπό διερεύνηση αδικημάτων, καθώς και της αναγκαιότητας έκδοσης του αιτούμενου Εντάλματος Σύλληψης στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης όπως αυτά αναφύονταν από τον εν λόγω Αστυνομικό Όρκο.
Ως εκ των ανωτέρω και ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Η θέση, δε, του Εφεσείοντα, η οποία προβάλλεται μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Αστυνομικός Όρκος καθιστά το Ένταλμα Σύλληψης νόμιμο και/ή επαρκώς αιτιολογημένο, είναι άνευ ερείσματος.
Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο το έθεσε, το «Ένταλμα Σύλληψης απέρρευσε από ανεξάρτητη και αυτόνομη κρίση του Κατώτερου Δικαστηρίου ως τούτη διαρθρώθηκε στη βάση και της αντικειμενικής επάρκειας των στοιχείων που συγκρότησαν το αναγκαίο της έκδοσης του συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 18, Κεφ.155».
Τα όσα προβάλλονται στους Λόγους Έφεσης 5 και 7, όπως ορθά επισημάνθηκε από τον κ. Μπίσσα, ουδέποτε είχαν εγερθεί, στο πλαίσιο της αίτησης για εξασφάλιση άδειας, ως λόγοι ακύρωσης του επίδικου Εντάλματος Σύλληψης. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι οι λόγοι ακύρωσης του υπό συζήτηση Εντάλματος Σύλληψης συνοψίσθηκαν στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 27/4/2021 με την οποία χορηγήθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari ως ακολούθως:
«Είναι κατά βάσιν θέση του Αιτητή πως το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβασιν δικαιοδοσίας κατά την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης αφού οι Αστυνομικές Αρχές μέσω του αστυνομικού όρκου (που συνόδευσε το αίτημα για το περί ου ο λόγος ένταλμα), απέκρυψαν ουσιώδη και καθοριστικής σπουδαιότητας στοιχεία από το Κατώτερο Δικαστήριο, και δη το ότι ο Αιτητής βρισκόταν την κρίσιμη στιγμή έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης υπό παράνομη κράτηση στα κρατητήρια του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Πάφου. Η συνέχιση τής φερόμενα παράνομης αυτής κράτησης, η απόκρυψη των προειρημένων στοιχείων και η αναληθής έκθεση στον αστυνομικό όρκο πως ο Αιτητής τελούσε υπό κράτηση εκείνη τη μέρα, σκοπό είχε - και το πέτυχε - να πείσει παραπλανητικώς το Κατώτερο Δικαστήριο να εκδώσει το Ένταλμα Σύλληψης. Ως εκ τούτου, καταλήγει ο Αιτητής, το Ένταλμα Σύλληψης είναι παράνομο και εντελώς αναιτιολόγητο».
Επιπλέον εξετάσθηκε και η πτυχή που αφορούσε «στο ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Σύλληψης, αναφέρθηκε και στο ότι ικανοποιήθηκε πως υπήρχε εύλογη υπόνοια πως «.. το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης έχει διαπράξει αδίκημα/τα και/ή το/τα αδίκημα/τα που περιγράφονται στην ένορκη δήλωση..» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου), δίχως εντούτοις να καθορίζει (το Κατώτερο Δικαστήριο), ποιο από όλα (ή ποια από όλα) - αν όχι όλα - από τα υπό αναφορά ποινικά αδικήματα είναι που κατ' ισχυρισμόν τέλεσε ο Αιτητής για να δικαιολογείται κατ' επέκτασιν η έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης».
Ήταν, επομένως, για τους πιο πάνω λόγους που είχε παραχωρηθεί άδεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, τα όσα προβάλλονται στους Λόγους Έφεσης 5 και 7 εκφεύγουν των λόγων για τους οποίους είχε παραχωρηθεί άδεια για καταχώρηση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και οι οποίοι, βεβαίως, αφορούσαν στους λόγους που καταγράφονταν στην Έκθεση που είχε καταχωριστεί από τον Αιτητή και συνόδευε την Αίτηση για άδεια.
Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Ευθυμίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1:
«Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης κατώτερου δικαστηρίου όπως βεβαιώνεται από την άδεια η οποία παραχωρείται και κατ' ακολουθία διατυπώνεται στην αίτηση για την έκδοση εντάλματος σερτιοράρι».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά περιορίστηκε στην εξέταση εκείνων μόνο των επιχειρημάτων του Εφεσείοντα που υποστήριζαν τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους επιδιώχθηκε η άδεια για προνομιακά εντάλματα, όπως ο Εφεσείων τους καθόρισε στην αίτηση για άδεια και συναποτέλεσαν, στη συνέχεια, τη βάση χορήγησης, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της άδειας για καταχώρηση της Αίτησης και δεν εξέτασε άλλους λόγους πέραν από αυτούς (Αναφορικά με την Αίτηση της Άντρης Παναγιώτου (Αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1810, Αναφορικά με την Αίτηση των Montrago Trustees Ltd κ.ά., (2012) 1 Α.Α.Δ. 1289, Αναφορικά με την Αίτηση του Martin Coward (Αρ.2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 257 και Αναφορικά με την Αίτηση του Πηλαβάκη, Πολιτική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 5/10/2020). Δεν μπορεί, επομένως, ένεκα τούτου, μέσω των Λόγων Έφεσης 5 και 7, να αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη κρίσης επί θεμάτων που, όπως ο Εφεσείων ισχυρίζεται, επηρεάζουν ουσιαστικά τόσο το αποτέλεσμα της απόφασης όσο και την αιτιολογία της στη βάση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Αντίθετη πορεία θα εξουδετέρωνε την ανάγκη για την παροχή άδειας ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος (Αναφορικά με την Αίτηση του Θεοδούλου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 756).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3.400 προς όφελος της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
[1] 2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:
............................................
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,
[2] 18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.
[3] 8. Ο κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν.